Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;

Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος,  αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.

Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...

Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων. 

Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη  και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού). 

Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία... 

Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα). 

Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου. 

Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη. 

[...]

Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα 

Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που  κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;

Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:

Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου. 

Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...

Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Μυρσίνη Ζορμπά: η γυναίκα με όραμα τον πολιτισμό της καθημερινότητας, με το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες εγγύηση ανάπτυξης

 

Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα που έφυγε από τη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά, η γυναίκα που τίμησε τα γράμματα, τον πολιτισμό, το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με μεράκι και διαρκή εγρήγορση. Δυστυχώς, ενώ είχα ετοιμάσει αμέσως μετά τον θάνατό της ένα κείμενο για ανάρτηση, δικές μου δυσκολίες ανέβαλαν την ολοκλήρωση και δημοσιοποίησή του. Έτσι, παραθέτω το κείμενο που είχα ετοιμάσει πέρσι, τον Απρίλιο του 2023, και στη συνέχεια συμπληρώνω με λίγα από τα πολλά που θα ήθελα να γράψω.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Δεν είναι πια στη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά, η γυναίκα που πάλευε με όλο της το είναι για τον πολιτισμό, τον πολιτισμό για τον καθένα, τον πολιτισμό της καθημερινότητας, που ήταν και όραμά της όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Σύριζα. Φτωχότερος ο κόσμος μας!

«Αν δεν μπορέσουμε να έχουμε τον πολιτισμό στην καθημερινή μας ζωή, στην πραγματικότητα είμαστε απομακρυσμένοι και από τα άλλα [...] πρέπει να μπαίνουμε στους χώρους πολιτισμού και να βγαίνουμε διαφορετικοί, διαφορετικοί στην καθημερινή συμπεριφορά, στη νοοτροπία, στη σκέψη μας», έλεγε στη συνέντευξη που έδινε ως Υπουργός Πολιτισμού στην εκπομπή Άλλη διάσταση της ΕΡΤ στον Κώστα Αρβανίτη και τη Φωτεινή Λαμπρίδη.

Ήταν η γυναίκα που ονειρεύτηκε κι έκανε πράξη έναν φορέα βιβλίου για τη χώρα μας, το ΕΚΕΒΙ, που κατάργησε η Κυβέρνηση Σαμαρά το 2013 και που πάλι εκείνη, ως Υπουργός Πολιτισμού, έβαλε τα θεμέλια να ξαναδημιουργήσει μα δεν πρόλαβε. Η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο που όριζε τη δημιουργία του νέου Οργανισμού Βιβλίου είχε ολοκληρωθεί στις 12 Απριλίου του 2019, οι εκλογές την πρόλαβαν και δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει το όραμά της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε τίποτα, η αρμόδια υπουργός κυρία Μενδώνη είχε δηλώσει από πολύ νωρίς ότι δεν συμφωνεί με το νομοσχέδιο και θα το αλλάξει (πρωτότυπο, η συνέχεια του κράτους πάει περίπατο), βέβαια δεν έγινε τίποτα εδώ και τέσσερα χρόνια...*
Φτωχότερος ο κόσμος μας!


Η Μυρσίνη Ζορμπά ήταν μια στοχάστρια, φαίνεται στον λόγο της, στα βιβλία της, αλλά και στη μεγάλη τιμή που της έκανε το Πανεπιστήμιο της Ρώμης να δώσει το όνομά της στο Εργαστήριο Νεοελληνικών Σπουδών.
Φτωχότερος ο κόσμος μας! 

Σήμερα θα περιοριστώ ν' αναφερθώ στην Πρωτοβουλία για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών που ξεκίνησε από τη Μυρσίνη Ζορμπά το 2021 και αγκαλιάστηκε από μεγάλο αριθμό ανθρώπων του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους. 

Η αρχή έγινε με άρθρο των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά με τίτλο «Ανάπτυξη χωρίς βιβλιοθήκες;» (Εφημερίδα των Συντακτών, 10 Ιανουαρίου 2021), στο οποίο αναγνωρίζουν τις βιβλιοθήκες ως απαραίτητα στοιχεία παιδείας και πολιτισμού μιας κοινωνίας.

Σχολεία χωρίς βιβλιοθήκες σημαίνει αφυδατωμένη και σχολαστική εκπαίδευση. Ο πολιτισμός χωρίς ένα δίκτυο από πολιτισμικές κυψέλες, που αναπτύσσονται στις τοπικές βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα, σημαίνει φωτισμένη βιτρίνα χωρίς περιεχόμενο. Μπορεί ο κόσμος να περνά από τον έντυπο στον διαδικτυακό λόγο, αλλά κάθε εποχή χτίζεται ακουμπώντας πάνω στην προηγούμενη, αλλιώς πέφτει στο κενό χάνοντας και το επόμενο τρένο.

Η βιβλιοθήκη δεν είναι αποθήκη βιβλίων. Είναι προπαντός σχέση ανάμεσα στα βιβλία και τους αναγνώστες. Σχέση που διαμεσολαβείται από βιβλιοθηκονόμους που προσανατολίζουν και τους μαθητές και τους χρήστες στους λαβυρίνθους της γνώσης. Σχέση ανάμεσα στους αναγνώστες που μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Είναι κοινότητα αναζητήσεων, συζητήσεων και δραστηριοτήτων.

Με τα παραπάνω λόγια αρχίζουν το κείμενό τους για να συνεχίσουν με τη διατύπωση της ανάγκης για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού σε πανελλαδική κλίμακα 

που θα λειτουργεί προσφέροντας την υποδομή πάνω στην οποία να ακουμπούν οι ανάγκες για πληροφόρηση, επικοινωνία, εκπαιδευτική και πολιτισμική ανάπτυξη χωρίς περιορισμούς

και που θα συνδέει εκπαίδευση και πολιτισμό, που θα δημιουργεί κοινότητες ενδιαφερόντων, ένα πλέγμα γνώσης και πολιτισμού που

θα έπρεπε να αποτελεί και την βασική εγγύηση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης.

Η κατάσταση των ελληνικών βιβλιοθηκών όπως δίνεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 2002-2020 και δημοσιεύονται στο κείμενο της Πρωτοβουλίας (Φεβρουάριος 2021)

Με βάση το παραπάνω, περισσότεροι από 60 συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές, βιβλιοθηκονόμοι, πανεπιστημιακοί και άλλοι συνυπογράφουν κείμενο της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών (σε μορφή pdf το έχω ανεβάσει εδώ). Στο κείμενο οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ότι ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού μπορεί να εξασφαλίζει τους μοναδικούς δημόσιους χώρους και να λειτουργεί:

-ως θεσμός δια βίου μάθησης και κατάρτισης. Οι βιβλιοθήκες είναι οι πλέον "εμπιστεύσιμοι" φορείς, καθώς ενήλικες με ζητήματα γραμματισμού (βασικού ή και ψηφιακού) καταφεύγουν ευκολότερα σε μία βιβλιοθήκη.

- ως αστερισμός κέντρων τεκμηρίωσης και αρχείων της τοπικής πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και δραστηριότητας. Η αξιοποίηση τους μπορεί να προσφέρει τη  δυνατότητα  καταγραφής της προφορικής τοπικής ιστορίας, αναπτυξιακές προοπτικές, καθώς και να διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτές.

- ως δυναμική συνεργασία με άλλες δομές και θεσμούς της κοινότητας (ΚΑΠΗ, παιδικοί σταθμοί, ΜΚΟ της περιοχής, ωδεία, εργαστήρια τέχνης κλπ) και κοινωνική υποστήριξη ιδιαίτερα ευαίσθητων χώρων, όπως είναι οι φυλακές (βιβλιοθήκες φυλακών), τα νοσοκομεία (βιβλιοθήκες συνοδών και ασθενών), τα γηροκομεία, τα ιδρύματα. 

Σημειώνεται επίσης ότι:

Η ενσωμάτωση της λειτουργίας των υποδομών αυτών και του ανθρώπινου δυναμικού τους στις καθημερινές λειτουργίες της κοινότητας, των μικρών και μεγάλων πόλεων και περιοχών, θα μεγιστοποιήσει την εκπαιδευτική και πολιτισμική τους αξία προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Η εικόνα από τη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook

Η Πρωτοβουλία απέκτησε υπόσταση, είχαμε τακτικές διαδικτυακές συναντήσεις τις οποίες συντόνιζε ο Μιχάλης Καλαμαράς μαζί με βιβλιοθηκονόμους, ενώ όλες οι δράσεις δημοσιοποιούνταν στη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook, κάποιες από τις οποίες αναφέρω επιγραμματικά παρακάτω:

Στις 14 Απριλίου 2021 πραγματοποιήθηκε η συζήτηση με θέμα  «Η ανάγκη Δικτύου Βιβλιοθηκών και το Ταμείο Ανάκαμψης». Μίλησαν βιβλιοθηκονόμοι, εκδότες, συγγραφείς και άλλοι άνθρωποι του βιβλίου, και η Μυρσίνη (μετά το 2:06'), τόνισε με έμφαση ότι τα κονδύλια που δίνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.

Η Μυρσίνη Ζορμπά κατά τη συζήτηση της Πρωτοβουλίας Βιβλιοθηκών για τις δυνατότητες του ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
 
Η Μυρσίνη Ζορμπά έβλεπε το Ταμείο Ανάκαμψης ως την καλύτερη ευκαιρία για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού, κάτι όμως που δεν συμβάδιζε με την κυβερνητική πολιτική ούτε την πολιτική των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού αυτά τα τέσσερα χρόνια, και αυτό φαίνεται από την παντελή απουσία πολιτικής βιβλιοθηκών (και βιβλίου), από την ουσιαστική (ή και φυσική;) ανυπαρξία του Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών και από τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για το έργο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (όπου άλλαξαν τις προτεραιότητες όπως τις είχε θέσει η ίδια η Βιβλιοθήκη και ο οραματικός Γενικός Διευθυντής της, πρόσφατα χαμένος κι αυτός, Φίλιππος Τσιμπόγλου και όπου χωρίς καμιά συζήτηση και κανένα προφανή λόγο ανέθεσαν το έργο στο Τεχνικό Επιμελητήριο!).
 
Από τη συζήτηση που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες στη μνήμη Έλγκας Καββαδία στις 9 Δεκεμβρίου 2021

Στις 9 Δεκεμβρίου 2021 πραγματοποιήθηκε η διαδικτυακή συζήτηση για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού και στη μνήμη της Έλγκας Χατζοπούλου-Καββαδία. Είχε προηγηθεί στις 22 Νοεμβρίου μια εξίσου ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη συζήτηση με θέμα «Λέσχες ανάγνωσης και Βιβλιοθήκες». Όλα τα υλικά των συναντήσεων έχουν αναρτηθεί στη σελίδα στο Facebook. Δυστυχώς, το εγχείρημα δεν συνεχίστηκε, δεν βοήθησε η ταχεία επιδείνωση της υγείας της, φάνηκε όμως ότι κι εμείς είχαμε αδυναμία να θεμελιώσουμε και να υποστηρίξουμε μια πρόταση συνέχειας του έργου. Ήταν όμως μια χρήσιμη εμπειρία κι έδωσε καλές ευκαιρίες να τεθούν ζητήματα και να έρθουν κοντά άνθρωποι του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους.

Το σήμα της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Για να μη μακρηγορήσω, δεν θα πω άλλα για τη Μυρσίνη Ζορμπά και για τα βιβλία της «Πολιτική του πολιτισμού: Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα» και «Ανδρέας Παπανδρέου: Πολιτισμικό πορτρέτο» που είχα διαβάσει όταν εκδόθηκαν, θα παραθέσω όμως κάποιες ποιητικές σκέψεις της από το «Ημερολόγιο του τέλους» όπως επιγράφεται το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2023 με τίτλο «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών» (εκδ. Πόλις, με εισαγωγή και επιμέλεια από τον σύντροφό της και ιστορικό Αντώνη Λιάκο).
 
Τόση άνοιξη
πώς να κρατηθώ αμέτοχη 
πώς να αδικήσω τις παπαρούνες, ανταποδίδοντας
     σε άσπρο μαύρο
τα κίτρινα ράμφη των αρσενικών κοτσυφιών σαν θηλυκά
τις μηλιές, τις λεμονιές, κάνοντας οικονομία στο άρωμα.
Μετράω τα πενηνταράκια μου, τις τρύπιες δεκάρες
ξεχασμένες στην τσέπη ενός ευτυχισμένου παλτού
μήπως και φτάνουν να αγοράσω μια εφήμερη μετοχή.
[...]
 
 Και στην τελευταία σελίδα, με ημερομηνία 19.1.23, διαβάζουμε:

Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες, οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ' όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από τον χρόνο.

Έτσι νικούσε τον φόβο της ανυπαρξίας, που ήταν πια κοντά, μόλις τρεις μήνες της είχαν απομείνει. Όμως, η ανυπαρξία της ύλης δεν εξαφανίζει την ύπαρξη του λόγου, του πνεύματος, της σπουδαίας παρακαταθήκης που άφησε. Για μένα, με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, και παρά τα όσα τυχόν προβλήματα προέκυψαν στην πορεία, έδωσε ορατότητα στο βιβλίο, στην ανάγνωση, στις λέσχες ανάγνωσης, στις βιβλιοθήκες, η Μυρσίνη Ζορμπά οραματίστηκε πολιτική βιβλίου. Σήμερα τι υπάρχει; * 
 
 

-------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Σημείωση
 
* Αν και στο περσινό κείμενο αναφέρω ότι η κ. Μενδώνη δεν είχε κάνει τίποτα για έναν Οργανισμό Βιβλίου (και πράγματι έτσι ήταν), μόλις πρόσφατα (και μετά από πέντε χρόνια στην Κυβέρνηση) έδωσε στη δημοσιότητα για διαβούλευση σχέδιο για την ίδρυση Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού, που θα είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, στη θέση του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και που βασικό σκοπό θα έχει την εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Συνοπτικά, μπορώ να παρατηρήσω ότι δεν έχει καμιά σχέση με το εύρος δράσεων του ΕΚΕΒΙ και δεν δίνει καμιά σιγουριά για το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν. Κι, επίσης,  υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Γιατί όχι Ίδρυμα Βιβλίου; Γιατί μόνο το Υπ. Πολιτισμού έχει λόγο; Γιατί λείπουν οι βιβλιοθήκες και οι βιβλιοθηκονόμοι από την εκπροσώπηση; Γιατί λείπουν οι εκπαιδευτικοί; Τι θα γίνει με το εξαφανισμένο έργο του ΕΚΕΒΙ;

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Ημερολόγιο πολέμου κρατά η Άνοιξη: Τζενίν, από την Ετέλ Αντνάν


κι η νύχτα αρνήθηκε να βρέξει πάνω στα κεφάλια των αρνιών, κι είδαμε την αστραπή να αναμειγνύεται με τα σύγνεφα τα ψωμωμένα απ΄το αίμα και τα δάκρυα, και η ύλη βάλθηκε να ομιλεί κατευθείαν στους νεκρούς, που είχαν πάψει ν' ακούν, κι οι λαοί, απ' την άλλη, δεν είχαν πλέον φωνή, κι εμείς περπατήσαμε μέσα στα βάτα, στ' αγκάθια και στις τσουκνίδες, και τα μάτια μας εξάντλησαν το λεξιλόγιο του ζόφου

Από το συγκλονιστικό ποίημα -πεζό ποίημα- της Ετέλ Αντνάν που έγραψε μετά τη μάχη της Τζενίν το 2002, τότε που ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε τον προσφυγικό καταυλισμό της πόλης για 10 ημέρες, κατέστρεψε σπίτια, εκτόπισε το ένα τέταρτο από τους 16.000 κατοίκους του καταυλισμού, σκότωσε πάνω από 4.000 Παλαιστίνιους. Το ποίημα κυκλοφόρησε σε μια καλαίσθητη έκδοση από την Άγρα τον περασμένο Δεκέμβριο, σε μετάφραση Σπύρου Γιανναρά.


Σαβανώσαμε το θάνατο με μια πελώρια σημαία και τη θάψαμε έπειτα στον ομαδικό τάφο που ήταν άλλοτε η πόλη εκείνων που τρώγαν κάθε πρωί τα ξερά ψίχουλα της μνήμης. Δεν θα ξανατραβήξουμε ευθείες γραμμές, θα ζητήσουμε από την άνοιξη να κρατήσει ημερολόγιο πολέμου [...] Ετοιμάζεται συμπόσιο για τους νικηφόρους στρατηγούς. [...] Πιο πυκνά γίναν τα δάση, της νύχτας τα ζώα γεννούν τέρατα. Το κακό χτυπάει την πόρτα πριν την αυγή [...]

Το Άλογο ήταν το μνημείο - σύμβολο της πόλης για τη μάχη του 2002, έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Thomas Kilpper. Το φθινόπωρο του 2023, 20 χρόνια μετά την ανέγερσή του, οι Ισραηλινοί το απομάκρυναν (πληροφορίες εδώ)

Ζούμε στην έναστρη περιφέρεια του εφιάλτη, που το κάλλος ετούτης της άνοιξης εντείνει, μιας άνοιξης όλο δέντρα λουλουδιασμένα, υγρά βουνά στεφανωμένα με διάφανα σύγνεφα [...] Τι απέγινε εκείνο το παρελθόν; Οι φονιάδες δεν σταματούν στη σάρκα. Στοχεύουν το αόρατο, που ήταν άλλοτε η δική μας ευτυχία. Στο μεταξύ το σύμπαν γερνάει [...] Η νύχτα αναρωτήθηκε αν θα 'ταν ηθικό να κρύβει τέτοια θηριωδία, και έπειτα πήρε την απόφασή της: Έμεινε μετέωρη ψηλά στον ουρανό, το έσχατο αγαθό των αδικημένων. [...] η Ιστορία, η τελευταία μας ψευδαίσθηση. Όταν έκανε κρύο στα μη ζεσταμένα σπίτια μας, ζεσταινόμασταν με τη μνήμη των προγόνων μας, [...] έριξαν ανάκατα παιδιά, γέρους και νιόπαντρους, νεκρούς ή ημιθανείς, σε τάφο ομαδικό, και παράχωσαν τα πάντα, κι όλα αυτά για να πουν στον κόσμο των νεκροζώντανων ότι δεν υπήρχαμε [...]

Τα παραπάνω είναι λίγα σκόρπια αποσπάσματα από ένα συγκλονιστικό κείμενο που λες είναι γραμμένο και για τους τωρινούς καιρούς που στη Γάζα κανείς «μεγάλος» δεν παρεμβαίνει να σταματήσει η γενοκτονία, που το σύμπαν γερνάει και κατατρώει τα ίδια τα σωθικά του, που σώθηκαν τα λόγια στο λεξιλόγιο του ζόφου, που η Ιστορία γίνεται ψευδαίσθηση κι μνήμη ξεθωριάζει, που η Άνοιξη χάνει το κάλλος της και κρατά ημερολόγιο πολέμου!

-----------------------------------------------------------------------------------------------
* Για την πόλη Τζενίν, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Τζενίν. Μικρή πόλη στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, εμβληματική της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Πεδίο μάχης ήδη από το 1948 στη Νάκμπα (στα αραβικά, καταστροφή), τη βίαιη εκδίωξη των Παλαιστινίων από τις εστίες τους και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Ιδιαίτερα γνωστή από τη μάχη της Τζενίν το 2002, μετά την αποτυχία των συμφωνιών του Όσλο, στη διάρκεια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα (στα αραβικά, εξέγερση), μια άνιση αλλά ηρωική σύγκρουση, που ο ιστορικός ηγέτης της Φατάχ και της παλαιστινιακής επανάστασης Γιασέρ Αραφάτ ονόμασε "νέα μάχη του Στάλινγκραντ". Τιμώντας τη μάχη του 2002, υψώθηκε στην Τζενίν παλαιστινιακό μνημείο των νεκρών μαχητών.
Διαχρονικά, κέντρο αντίστασης κατά της ισραηλινής κατοχής και του καθεστώτος απαρτχάιντ, ιδιαίτερα από μια πολυπληθή νέα γενιά, χωρίς μέλλον και χωρίς εμπιστοσύνη σε καμιά παραδοσιακή παλαιστινιακή ηγεσία, ισλαμική ή λαϊκή, η Τζενίν γνώρισε, πάλι το καλοκαίρι του 2023, μαζική εισβολή του ισραηλινού στρατού.
Μετά την επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, και το ξέσπασμα του νέου πολέμου και τους τρομερούς βομβαρδισμούς της Γάζας, οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και των ένοπλων ακροδεξιών εποίκων επεκτάθηκαν και στη Δυτική Όχθη και στην Τζενίν, όπου και κατέστρεψαν το μνημείο της μάχης του 2002.

* Για την Ετέλ Αντνάν, αντιγράφω λίγα από το αυτί του βιβλίου:

Η Ετέλ Αντνάν (1925-2021) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βηρυτό του Λιβάνου. Η μητέρα της ήταν Ελληνίδα από τη Σμύρνη και ο πατέρας της υψηλόβαθμος Οθωμανός αξιωματούχος από τη Δαμασκό. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, το Μπέρκλεϋ και το Χάρβαρντ. Από το 1958 έως το 1972 δίδαξε φιλοσοφία. Έγινε ζωγράφος. Χάρη στη συμμετοχή της στο κίνημα των ποιητών ενάντια στον πόλεμο τού Βιετνάμ, άρχισε να γράφει ποιήματα και έγινε, σύμφωνα με τα λόγια της, «μια Αμερικανίδα ποιήτρια». Το 1972 επέστρεψε στη Βηρυτό και εργάστηκε ως πολιτιστική συντάκτρια. Έμεινε στον Λίβανο ως το 1976. Το 1977 το πεζογράφημά της Sitt Marie-Rose δημοσιεύτηκε στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Καλιφόρνια. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σύγχρονους συνθέτες και έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή φεστιβάλ. Έργα της για το θέατρο έχουν παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, είχε γράψει για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Bob Wilson το γαλλικό κείμενο της πολύγλωσσης όπεράς του Civil wars, το 1985. Το ποίημά της Τζενίν διασκευάστηκε και παρουσιάστηκε στο Θέατρο Άττις, στην Αθήνα, το 2006. Έργο της βασισμένο στο ποίημα To Be In a Time of War, με κείμενα του Heiner Muller, παραστάθηκε στο Forum Freies Theater στο Ντύσσελντορφ, το Βερολίνο και τη Βηρυτό το 2011. Συμμετείχε με το εικαστικό της έργο στη 13η documenta, στο Κάσσελ της Γερμανίας το 2012.

* Εικόνες από το βιβλίο
 
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι έργο της Ετέλ Αντνάν και έχει τίτλο «Βουνά». Η πρώτη εικόνα είναι ένα από τα σχέδια στο εσωτερικό του βιβλίου και έχουν γίνει από τον Αλγερινό καλλιτέχνη Ρασίντ Κοραϊτσί (Rachid Koraïchi).
 
Η Ετέλ Αντνάν (από το βιβλίο)

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Οι Ελληνίδες μετανάστριες στην Αμερική: λίγες αναφορές από την Κόκκινη Αμερική του Κωστή Καρπόζηλου


Έως το φθινόπωρο του 1925 περίπου 400 Έλληνες εργάτες και 300 εργάτριες είχαν οργανωθεί στα τέσσερα κλαδικά Λόκαλ που συμμετείχαν στο Joint Board των εργατών γουναρικής.
  
Έτσι γράφει ο Κωστής Καρπόζηλος στην ενδελεχή μελέτη του για τους Έλληνες μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι το 1950 με αντικείμενο την ιστορία της αμερικανικής Αριστεράς και τη συμμετοχή των μεταναστών σε πολιτικές και συνδικαλιστικές δραστηριότητες την περίοδο αυτή. Το βιβλίο έχει τίτλο Κόκκινη Αμερική: Έλληνες μετανάστες και το όραμα ενός Νέου Κόσμου 1900-1950 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2017). Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο για τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτει, με αναφορές σε πολλές αξιόπιστες πηγές και σε ύφος και γλώσσα προσιτά για κάθε αναγνώστη και αναγνώστρια, αλλά επίσης γιατί δίνει μια ευκαιρία να παρατηρήσουμε τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις τόσο στην εγκαθίδρυση, κοινωνικοποίηση και «τακτοποίηση» των μεταναστών όσο και στη γέννηση και ανάπτυξη του  αριστερού και συνδικαλιστικού κινήματος στην Αμερική.

 
Εδώ δεν θα δώσω πληροφορίες για όλο το βιβλίο (που ελπίζω να κάνω σε άλλη ευκαιρία), αλλά μόνο θα κάνω αναφορά στη συμμετοχή των γυναικών μεταναστριών στο εργατικό κίνημα, ως μια μικρή αφιέρωση για τη σημερινή ημέρα της γυναίκας. Είναι αλήθεια ότι στο βιβλίο δεν περιέχονται πολλά στοιχεία γιατί ασφαλώς δεν υπάρχουν, και αυτά που υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό αναφέρονται στην απασχόλησή των γυναικών στη γουναρική, αντικείμενο που έφεραν από την Ελλάδα οι μετανάστες (κυρίως από Καστοριά κτλ.) και το ανέπτυξαν με επιτυχία όπως φαίνεται. Μάλιστα, συνεχίζοντας την αναφορά στους εργάτες και τις εργάτριες της γουναρικής την επόμενη δεκαετία, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι τον Οκτώβριο του 1937 το Λόκαλ 70, το συνδικαλιστικό όργανο υπό νέα ηγεσία, είχε περισσότερα μέλη από ποτέ, 1455 εργάτες και εργάτριες, και σημειώνει:

Η επέκτασή του [του Λόκαλ 70] στα εργολαβικά καταστήματα τροποποίησε, επίσης, τις έμφυλες δυναμικές, οι οποίες αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές ειδικότητες στην παραγωγική διαδικασία. Οι νεαρές φινισίτριες αποτέλεσαν μία από τις δυναμικότερες ομάδες στο εσωτερικό του συνδικάτου. Ο ρόλος τους στην παραγωγή ήταν σημαντικός, καθώς ολοκλήρωναν την κατεργασία της γούνας προσθέτοντας, είτε με το χέρι είτε συνηθέστερα με μηχανή, υφάσματα, φόδρες και διακοσμητικά στοιχεία. Αποτελώντας το 52% των εγγεγραμμένων μελών, οι εργάτριες του Λόκαλ 70 αντιμετωπίστηκαν υπό το παραδοσιακό πρίσμα του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής: η διαρκής εξύμνηση της παρουσίας τους στην πρωτοπορία των εργατικών αγώνων γινόταν μέσα από τη ρητή η υπόρρητη σύγκρισή τους με τους αρχετυπικούς πρωτοπόρους, που ήταν αποκλειστικά άντρες. Η εκλογή των τριών πρώτων εργατριών στη διοίκηση του Λόκαλ 70 με τον συνδυασμό της Προοδευτικής Ομάδας καταδεικνύει, από την άλλη, ότι το ερώτημα της αφανούς γυναικείας εργασίας, το οποίο στις συντηρητικές εκδοχές του εργατικού κινήματος απουσίαζε παντελώς, είχε διαφορετική βαρύτητα στα βιομηχανικά εργατικά σωματεία.

Μάλιστα, εδώ παραπέμπει και σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εμπρός, στις 29 Ιουνίου 1937, με τίτλο «Ελληνίδες γουναροεργάτριαι απεργούν διά καλύτερους όρους» με υπογραφή «Προλετάριος».
 
Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, οι μετανάστες ήταν κυρίως άντρες, ενώ οι γυναίκες έμεναν πίσω περιμένοντας το χαρτί που θα τους επιτρέψει να πάνε να συναντήσουν το αμερικάνικο όνειρο με τον άντρα τους που έφυγε πρώτος (ας θυμηθούμε την τραγική ιστορία του Πιτσιμπούργκου) ή  με τον άντρα που θα παντρευτούν κι ας μην τον γνωρίζουν (ας θυμηθούμε την εμβληματική ταινία Νύφες του Παντελή Βούλγαρη σε σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάνη, αλλά το ίδιο περιεχόμενο έχει και η πρώτη φωτογραφία με Ελληνίδες μετανάστριες που φτάνουν στις ΗΠΑ το 1921 ως νύφες). 
 
Μετανάστριες διαδηλώνουν ενάντια στην παιδική εργασία (από το βιβλίο Καρπόζηλου)
 
Κάνοντας μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο για σχετικές πηγές, βρίσκει κανείς πολλές πληροφορίες για τους Έλληνες μετανάστες και τις συνθήκες ζωής και εργασίας. Όπως σημειώνει ο Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς Mitcho S. Pappas στη διατριβή του με τίτλο "Greek immigrant in the United States since 1910" (University of Montana, 1950):
 
Ο Έλληνας μετανάστης δέχτηκε εκμετάλλευση και εξαπατήθηκε από αδίστακτους Αμερικανούς καπιταλιστές καθώς και από τους δικούς του ανθρώπους που είχαν αποκτήσει πλεονεκτική θέση στο νέο κόσμο.
 
Αριθμός Ελλήνων μεταναστών και Ελληνίδων μεταναστριών στις ΗΠΑ (Πηγή εδώ) 
 
 
Βρίσκονται επίσης πληροφορίες για την παρουσία ή απουσία των γυναικών, ότι π.χ. οι γυναίκες απασχολούνταν κυρίως σε οικιακές εργασίες, πλέξιμο κτλ. (J.P. Xenides, The Greeks in America, 1922) ή ότι υπήρχαν γυναίκες που διέπρεψαν στα γράμματα, στη δημοσιογραφία κτλ. αλλά ήταν αφανείς, ξεχασμένες (Theodora D. Patrona, The Forgotten Female Voices of the Greek Diaspora in the United States, 2015) κ.ά. Στο βιβλίο του ο Κωστής Καρπόζηλος δίνει στοιχεία για την επαγγελματική και συνδικαλιστική δραστηριοποίηση των γυναικών, όπως αναφέρθηκε ήδη παραπάνω, και μάλιστα στον τομέα της γούνας. Αναφερόμενος στη μεγάλη απεργία των γουνεργατών του 1925-1926 και στον ρόλο των κομμουνιστών που για πρώτη φορά ήρθαν σε επαφή με εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες, σημειώνει:

Μια επιπλέον παράμετρος της εξέλιξης αυτής αφορούσε τη ριζοσπαστικοποίηση των γυναικών του κλάδου. Εκατοντάδες Ελληνίδες εργάτριες είχαν εγγραφεί στο συνδικάτο του 1925 και είχαν συμμετάσχει στις απεργιακές διεκδικήσεις του επόμενου διαστήματος. Η παρουσία τους αντανακλούσε τους έμφυλους καταμερισμούς στο εσωτερικό των εργαστηρίων, καθώς ορισμένα στάδια της παραγωγής, όπως το πέρασμα της φόδρας, ήταν συνδεδεμένα με τη γυναικεία εργασία. Παρά τη σημαντική τους παρουσία στο εσωτερικό του κλάδου παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αόρατες: οι σχετικές αναφορές στον μεταναστευτικό τύπο της περιόδου είναι μηδαμινές. Με τα δεδομένα αυτά , η υπογραφή της διακήρυξης της ελληνικής επιτροπής του Joint Board τον Φεβρουάριο του 1926 από 4 εργάτριες, σε σύνολο 12 υπογραφών, συνιστά τομή. Για πρώτη φορά η γυναικεία εργασία εμφανιζόταν ως ισοδύναμη της ανδρικής, ενώ η συνδικαλιστική οργάνωση των γυναικών αμφισβητούσε τη στερεότυπη αντίληψη ότι η εργασία των Ελληνίδων ήταν περιστασιακή ή συμπληρωματική στην ανδρική.  Την ίδια στιγμή, ο λόγος του συνδικάτου, όπως και τις κομμουνιστικής Αριστεράς, φανέρωνε όρια και αντιφάσεις. Ο «ανδρισμός», συνώνυμο της μαχητικότητας, της συνοχής και της αδιάλλακτης στάσης, ήταν το αδιαμφισβήτητο μέτρο με βάση το οποίο κρινόταν και εξυμνούνταν η παρουσία των εργατριών στην καθημερινότητα της απεργίας. Υπό την οπτική αυτή, η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατριών του 1925-1926 αποτελεί ασφαλώς τομή, εντός της οποίας όμως υπήρχαν σημαντικές συνέχειες και αδράνειες.

Γενικότερο ενδιαφέρον έχει, πάντως, πηγαίνοντας προς την τελευταία δεκαετία που εξετάζει, δηλαδή έως το 1950,  η ανάλυση των αλλαγών που έρχονται και των επιδράσεών τους στην αμερικανική κοινωνία και πολιτική:

Οι μεταναστευτικές και εθνοτικές κοινότητες ανήκαν στους κερδισμένους της μεταπολεμικής εποχής . Τα υψηλά ημερομίσθια, η είσοδος των γυναικών στην παραγωγή, η σταθερότητα της εργασίας, τα επιδόματα και οι παροχές στους βετεράνους αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και εκατομμύρια Αμερικανούς της πρώτης και κυρίως της δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς. Τα στεγαστικά προγράμματα και η κοινωνική κινητικότητα σήμαιναν ότι πολλοί μπορούσαν να μετακομίσουν από τις παλιές εργατικές γειτονιές στα προάστια της τακτοποιημένης καθημερινότητας, κάτι που συνιστούσε αποφασιστικό βήμα προς την κοινωνική καταξίωση, την εξίσωση με τους γηγενείς και την εκπλήρωση του Αμερικανικού Ονείρου.
[...] Υπήρχε, βέβαια, μία σοβαρή εξαίρεση στο σχήμα αυτό: η ταύτιση των εθνοτικών πληθυσμών με αντιαμερικανικές ιδεολογίες, δηλαδή τον κομμουνισμό. Σε αυτή την περίπτωση δεν είχαν θέση στο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό το οποίο αντικαθιστούσε τις παλαιότερες θεωρίες της χοάνης που παρήγαγαν μία, ενιαία αμερικανική ταυτότητα.

Και ειδικά για τις κοινότητες των Ελληνοαμερικανών, ο Καρπόζηλος σημειώνει ότι:
 
«συνιστούσαν ένα καλό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο οι εξελίξεις στη χώρα καταγωγής συμβάδιζαν με τις κυρίαρχες αμερικανικές αξίες. [...] Η κοινωνική άνοδος, οι σπουδές της δεύτερης και της τρίτης μεταναστευτικής γενιάς, η διαρκής σύγκριση με τις συνθήκες στην Ελλάδα καθιστούσαν τους Ελληνοαμερικανούς επιτυχημένα παραδείγματα του αναγεννημένου Αμερικανικού Ονείρου»
 
και ότι
 
«οι μετανάστες του παρελθόντος και νυν πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών μετατρέπονταν σε διάμεσους, πρεσβευτές του ονείρου αυτού στην καθημαγμένη από τον πόλεμο Ευρώπη»
 
Τα παραπάνω είναι λίγα μόνο στοιχεία από το εξαιρετικό και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου. Δείχνουν, πάντως, ότι και οι Ελληνίδες μετανάστριες, είχαν παρουσία στο εργατικό κίνημα. Ήταν κι αυτές οι ανώνυμοι, αόρατοι άνθρωποι που «στράφηκαν προς την Αριστερά, αναζητώντας διέξοδο από τις περιοριστικές συνθήκες του παρόντος», όπως γράφει στην Εισαγωγή ο συγγραφέας. Διαβάζοντάς το, κάνουμε πολλές σκέψεις για την εξέλιξη των πραγμάτων και για το σήμερα, για σημερινές καταστάσεις, για συμπεριφορές και απόψεις που ακούγονται αβασάνιστα, και πολιτικές, όχι πάντα όπως θα έπρεπε...

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Φελιτσιτά, της Μάρως Δούκα: Τα όνειρά μας είμαστε εμείς

Μυθιστόρημα 

για τον Κωνσταντίνο Καβουράκη ή Κάβουρα
με τους δυο γιους, τον Ευάγγελο και τον Στέλιο,
και τη μια κόρη, τη Βούλα
Η Βούλα είναι η πιο ψηλή στην οικογένεια
Τη σύζυγό του την ωραία τη λένε Ελένη
Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι όλα,
πλην ενός, φανταστικά
Φανταστική εν μέρει και η οδός Αιόλου
με την ανθρωπογεωγραφία και τα τοπόσημά της
στην υπηρεσία της μυθοπλασίας

Ο λόγος για το τελευταίο βιβλίο της Μάρως Δούκα Φελιτσιτά (εκδ. Πατάκης, 2023). Τα παραπάνω λόγια είναι γραμμένα στη σελίδα του τίτλου. Η Μάρω Δούκα, όπως στα άλλα βιβλία της, ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων, πάλι πρωτοτυπεί ευχάριστα, «παίζοντας» με τη φόρμα, το στυλ γραφής, δοκιμάζοντας τεχνοτροπίες που δένουν την τεχνική με το περιεχόμενο. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου, και η συγγραφέας με μαεστρία εξελίσσει την πλοκή, συνδέοντας σημεία από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, δένοντας τις διαφορετικές ματιές κάθε ήρωα ή ηρωίδας. Μακροπερίοδη γραφή, κάθε κεφάλαιο μία πρόταση, με ρέοντα λόγο, ήρεμο, χωρίς εντάσεις, που επιτρέπει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια να (παρ)ακολουθεί τα πρόσωπα και στην πραγματικότητα να εντοπίζει και να αναγνωρίζει στοιχεία της δικής του/της ζωής, συμπεριφοράς, τύχης.

Ο Κωνσταντίνος έχει κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελένη, διώχνεται από το σπίτι και καταφεύγει άστεγος σε μια γωνιά της Αιόλου. Εκεί γειτονεύει με την Όλγα, άστεγη κι αυτή, φαφούτα αλλά κι ετοιμόλογη, καθένας με τις παραξενιές του και με την ιστορία του που δύσκολα μοιράζεται με τον άλλο, καθένας κάνει σιωπηλά τις παρατηρήσεις του για τον άλλο, μοιράζονται όμως και μια μπουκιά φαγώσιμο που βρέθηκε κάποια στιγμή, είναι και δεν είναι φίλοι, η αλληλεγγύη υπάρχει και δεν υπάρχει μεταξύ τους. Εκεί γνωρίζεται και με έναν άλλο άστεγο, τον Γεράσιμο, που ήταν «ένας κιθαρίστας, μεγάλος και τρανός αρτίστας» (και οι φωνές των εγγονών μου αντηχούν στ' αυτιά μου από τις πολλές φορές που ακούω το όμορφο αυτό τραγούδι των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Δήμου Μούτση) και που έγινε το αποκούμπι της Όλγας. Εκεί γνωρίζεται και με τον άνθρωπο που έχει το μαγαζί στο πεζοδρόμιο όπου έφτιαξε τη γωνιά του, «στα πεζούλια της Αιόλου» (και το μυαλό μου πάει στο γνωστό εκδοτικό της Αιόλου;). Έχει βέβαια και την καλή, καλύτερή του φίλη, τη Φελιτσιτά, την ασπρόμαυρη γάτα που συχνά του κάνει παρέα, αν και ιδιοκτήτης είναι ο προηγούμενος κύριος.

Αυτό που δίνεται στο βιβλίο είναι εικόνες καθημερινότητας των ηρώων, στο δρόμο, στο σπίτι, στη δουλειά, είναι μια ανατομία των ανθρώπινων σχέσεων σε μια οικογένεια, σε μια ομάδα, σε μια κοινωνία, είναι οι αντοχές των ανθρώπων στην κοινή παρουσία, στη συμβίωση. Τρυφερό κι ανθρώπινο. Ούτε διδακτισμοί, ούτε αφορισμοί. Δίνει εικόνες της πόλης· οι περιγραφές της καθημερινότητας στην πόλη, οι γειτονιές, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, οι άνθρωποί της είναι αγαπημένο στοιχείο στα έργα της Μάρως Δούκα, ασφαλώς παρατηρεί και σημειώνει, ασφαλώς αγαπά την πόλη, αγαπά κι εξερευνά τον χώρο που κινούνται οι άνθρωποι.

Μνήμες και εικόνες από τη ζωή, χαρακτήρες όπως είναι, με τα καλά τους και τα κακά τους, συγκατάβαση ίσως και ανοχή για κάποιες συμπεριφορές, ένας καθρέφτης της πραγματικότητας στην οποία αναγνωρίζουμε οικεία σημεία της δικής μας πραγματικότητας, ταιριάζει διαφορετικά έως και ασύμβατα χαρακτηριστικά στο ίδιο πρόσωπο για να δείξει τις ανθρώπινες πλευρές, την πραγματικότητα του καθενός. Όπως όταν χαρακτηρίζει τη Βούλα γλωσσοκοπάνα, ακτιβίστρια και παντογνώστρια. Η Βούλα είναι η κόρη της οικογένειας, ήθελαν να σπουδάσει αλλά αυτή προτίμησε να γίνει κομμώτρια κι επειδή είναι πολύ ψηλή ο πατέρας της στις σκέψεις του την αποκαλεί νταρντάνα. Πολύ ωραίες οι περιγραφές στο κομμωτήριο, εκπληκτικό εκείνο το κομμάτι, περιγραφή αλλά και μακρύς ασταμάτητος μονόλογος της Βούλας με την εγκυκλοπαιδική μόρφωση όπως ... καμιά άλλη κομμώτρια και με γλώσσα που τα λέει σταράτα και δεν χαρίζεται σε κανένα:

[...] κι έλεγε, λοιπόν, η Βούλα με την έπαρση του μεγαλείου που τη χαρακτηρίζει και με τη δική της ρητορική τεχνική ότι δεν της διαφεύγει, και ίσως σ’ αυτό να μοιάζει με τον πατέρα της, πως και αυτή σαν μικροαστή περιορισμένων οριζόντων προγραμματίζει με ακατάσχετη φλυαρία τη ζωή της, είναι όμως και κάτι μέσα της που αντιστέκεται, κάτι που δεν την αφήνει να ησυχάσει, όλους αυτούς τους μήνες με τα κυβερνητικά πηγαινέλα και τα ήξεις αφήξεις, [...] 

Μπερδεμένος και ο Βάγγος, ο μεγάλος γιος, αυτός έδιωξε τον πατέρα του από το σπίτι υπερασπιζόμενος την Ελένη, κι όμως τώρα πάει αυτός να πάρει τη θέση του πατέρα του, πάει να γίνει κι αυτός κακοποιητής, βάναυσος, ο πατριάρχης του σπιτιού, όμως, έχουν κι οι άντρες τα βάσανά τους, όπως του λέει ο φίλος του ο Παύλος,

[...] αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, καταδικασμένοι, σκέψου τη γυναίκα-μάνα που τους ανέθρεψε, σκέψου την κοινωνία που τους προγυμνάζει ποιοι να είναι και πώς να φέρονται στο γυναικείο φύλο [...]

Σε πολλά σημεία η συγγραφέας καταθέτει σκέψεις για ζητήματα που ξεπηδούν από την πλοκή όπως τη διαμορφώνουν οι ήρωές της, αυτό εξάλλου συχνά αναφέρει η ίδια σε συνεντεύξεις της, η ιστορία των ηρώων του βιβλίου πάει εκεί που θέλουν τα ίδια τα πρόσωπα του βιβλίου. Έτσι, για παράδειγμα, βρίσκει ωραία ευκαιρία να πει δυο λόγια για τους μύθους περί απειλών της γλώσσας κτλ., βάζοντας τη γυναίκα του Στέλιου, του μικρού γιου της οικογένειας, την Αγγέλα, που είναι γλωσσολόγος και «που ήταν πολύ του διαβάσματος», να του κάνει κήρυγμα για τον Λόγο και για τη γλώσσα:

[...] όσο για τη γλώσσα, και τη ζωή μας, η εισβολή ξένων στοιχείων, κατά τη γνώμη μου, συνέχιζε σαν εμπνευσμένη η Αγγέλα, ποτέ δεν την απείλησαν πραγματικά, πιάσε ένα λεξικό να δεις πόσες χιλιάδες λέξεις τουρκικές, πόσες εκατοντάδες αλβανικές, ιταλικές, γαλλικές, σλαβικές, αλλά και δεκάδες περσικές και αραβικές, αλλά και αγγλικές, καταχωρούνται, άμεσα και λειτουργικά ενσωματωμένες, στο τυπικό και στο συντακτικό της, και στο κάτω-κάτω, σκέφτομαι, κάθε εποχή έχει το ήθος της και τον δικό της τρόπο έκφρασης, επομένως και τον δικό της λόγο, [...]

Μας βάζει κι εμάς σε σκέψεις, σε προβληματισμούς, τι θα κάναμε αλήθεια, όπως μονολογεί και ο Κωνσταντίνος, αν...

[...] κι όμως, κύριέ μου, είπε στον εαυτό του, αν εσένα, πριν από το φευγιό σου, πριν από το μεγάλο κρακ, το σπάσιμο μέσα σου, το γκρέμισμα, σου ζητούσαν ένα σουβλάκι εκεί που θα καθόσουν με την οικογένεια να ξεσκάσεις, να χαρείς λίγο, πώς θα αντιδρούσες, τι θα έκανες; την αλήθεια τώρα, θα έσπευδες να του παραγγείλεις ένα σουβλάκι, ήι θα γύριζες αλλού το βλέμμα, θα έκανες πως δεν καταλαβαίνεις, ή πως λυπάσαι μεν, αλλά δεν είναι λύση αυτή; θα ήθελες να του πεις, ναι ή όχι, ξεκάθαρα, ότι, αν είχες μυαλό, δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο; [...]

Φελιτσιτά θα πει ευτυχία. Και τελικά, η φελιτσιτά, δηλαδή η ευτυχία, πού βρίσκεται; Στο τραγούδι του Αλμπάνο, στο σπίτι που θέλει ν' αποκτήσει η Βούλα, στην απαλλαγή της Ελένης από τον κακοποιητή σύζυγο, στην επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου στην οικογενειακή εστία, στα μικρά πράγματα όπως το άγγιγμα της γάτας που ονομάζεται Φελιτσιτά; 


Άμεσα αλλά και έμμεσα, η Μάρω Δούκα εισέρχεται στον κόσμο και στον ψυχισμό των ανθρώπων που είναι άστεγοι, περιγράφει το ανυπόφορο, την ανασφάλεια, το αδιέξοδο της ζωής στο δρόμο, μακριά από αγαπημένα ή έστω οικεία πρόσωπα, θυμίζοντας όμως και το τραγούδι των Παπαδόπουλου και Χατζηνάσιου για τον Ανθρωπάκο, που «φτωχός κουρασμένος σκυφτός ανθρωπάκος, των ταπεινών και των άλλων πουλιών φιλαράκος», θέλει να ζήσει ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πιαΚαι ο Κωνσταντίνος, παρά τις αναμονές, παρά την προσδοκία να τον αναζητήσουν τα παιδιά του και η Ελένη, δείχνει αυτό να επιλέγει τελικά:

Για δε μ’ αφήνετε ήσυχο;
Άστε με ήσυχο όλοι.
Θέλω να ζήσω ελεύθερος,
δίχως ταυτότητα πια.

 
Δείχνει ν΄ακολουθεί τα όνειρά του. Θυμάται ο Κωνσταντίνος την Αγγέλα να λέει: 
 
[...] τα όνειρά μας είμαστε εμείς, τα όνειρά μας είναι οι μη συνειδητοί φόβοι μας, οι ασύνειδες προσδοκίες μας, οι άρρητες λαχτάρες μας [...]
 
Κι εμείς, μπαίνουμε σε ίδιες σκέψεις. Η Μάρω Δούκα πάλι κατάφερε να μας κινητοποιήσει, ήρεμα, ήρεμα κι απλά, όπως είπε και ο αγαπημένος της ποιητής ο Γιάννης Ρίτσος.

Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2023

Χανιά όμορφη πόλη: η μνήμη της πόλης με τα λόγια ανθρώπων που την αγάπησαν


Βρίσκεται (η πόλη) στο βάθος ενός κόλπου με πλάτος τριάντα μίλια, μεταξύ του Κάστρου της Σούδας στα ανατολικά και του ακρωτηρίου της Σπάντας στα δυτικά. Είναι χτισμένο πάνω σ’ ένα μικρό βραχώδη λόφο δίπλα στη θάλασσα. Καταλαμβάνει χώρο τριών μιλίων κι έχει περίμετρο έξι χιλιάδες βήματα. Οι ελληνικές ιστορίες γράφουν προς το εσωτερικό φρούριο χτίστηκε από τον Μεγαλέξανδρο. [...] Το λιμάνι χωρά με άνεση διακόσια πλοία και φτάνει μέχρι το εσωτερικό της πόλης. Ολόγυρα υπάρχουν σαράγια, αγορές και παζάρια. Υπάρχουν τέσσερις χιλιάδες σαράγια και σπίτια ευρωπαϊκής τεχνοτροπίας, που βλέπουν προς τη θάλασσα, με σαχνισιά και χωρίσματα από καφασωτά. Οι τοίχοι τους είναι σοβαντισμένοι με ασβέστη. Το νερό της βροχής μαζεύεται σε στέρνες που το διατηρούν παγωμένο ακόμη και τον Ιούλιο. [...] Υπάρχουν ακόμη πεντακόσια καταστήματα, είκοσι καφενέδες, έξι χαμάμ και καπηλειά έξω από το κάστρο.

Έτσι περιγράφει την πόλη των Χανίων ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή στο Οδοιπορικό στην Ελλάδα 1668-1671.1 Το απόσπασμα περιέχεται στο βιβλίο Χανιά, όμορφη πόλη: Σελιδοδείκτες μνήμης & λογοτεχνίας. Η επιλογή των κειμένων έγινε από τη Χανιώτισσα συγγραφέα Νίκη Τρουλλινού, οι φωτογραφίες είναι από την Ένη Κούκουλα και η έκδοση έγινε από την Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης - Πυξίδα της πόλης και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. Το βιβλίο εκδόθηκε στο πλαίσιο του Δεύτερου Φεστιβάλ Βιβλίου που διοργανώθηκε τον Ιούνιο 2023 στα Χανιά.2

 

Τα κείμενα είναι πολλά και όλα εξαιρετικά για τον τόπο «που κατοικούν οι Κύδωνες» από την εποχή του Ομήρου (Οδύσσεια, ραψωδία τ) και λίγα μόνο αποσπάσματα παραθέτω εδώ ως εγκώμιο της πόλης, της έκδοσης και της αγαπημένης Νίκης Τρουλλινού.

Εκεί στα βράχια όπου σωριάζονται τα κύματα, στην παραλία που απλώνεται από τα Χανιά ως τη Χαλέπα, οι γλάροι βυθίζουν τα κεφάλια τους στις υγρές κοιλότητες ψάχνοντας για καβούρια, αυτά που έχουν καταφέρει να κρατηθούν εκεί με κάποιο τρόπο. Κι επειδή δε βρίσκουν θυμώνουν με τους βράχους. Στρίβουν προς τα μέσα και κρώζοντας πεινασμένα τραβούν για την αγορά, στην Κανεβάρο. Πηγαίνουν εκεί να ψάξουν ό,τι άφησαν τα άλλα πουλιά.
[...]
Χανιά! Η ομορφιά της Κρήτης!

γράφει η Σαμπά Αλντισάι στο Κρήτη μου (Κέδρος, 2008).


Κοίταζα κάθε λίγο τα λουστρίνια μου και καμάρωνα. Έφτασα στα Στιλβωτήρια, δίπλα στην Αγορά. Είδα τον υπαίθριο φωτογράφο. Τον πλησίασα και του ζήτησα να με φωτογραφήσει. Άφησα στο στραβοκάνικο τραπέζι το πακετάκι με το βελούδο και στάθηκα να ποζάρω. Δίπλα μου το άλογό της άμαξας έδιωχνε με την ουρά τις μύγες που τον βασάνιζαν.

Από Τα μαύρα λουστρίνια της Μάρως Δούκα, εκδόσεις Πατάκη 2005.


Στην πόλη τριγυρνώ
Και προσπαθώ ν' ανακαλύψω τα περάσματα
Στις γειτονιές που συναντιόμαστε

από τον Σπιούνο της αγάπης του Λεωνίδα Κακάρογλου


Λίγο νοικοκυριό, λίγο κέντημα, λίγη μελέτη και το βραδάκι περίπατο στο λιμάνι του Χανιών ή στου Μπόλαρη. Παντού θάλασσα στη ζωή μας. Η Μαρίκα μας και εγώ, η Ίρμα κι η Κική, η Τζούλια κι η Τζένη. Τρία ζευγάρια αδερφές. Η Τζούλια κι η Τζένη ήταν Εβραιοπούλες. Είχανε μεγάλο εμπορικό μαγαζί οι γονείς τους, κι ήταν ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι. Κι είχαμε πολλούς Εβρέους στα Χανιά. Και στο Ωδείο πολλά κορίτσια.

της Κλεοπάτρας Πρίφτη Από τα σημειωματάριά μου εννιά ιστορίες, Σύγχρονη Εποχή 1978.3

Αξίζουν πολλά ευχαριστώ στη Νίκη Τρουλλινού που τα διάλεξε με τόση αγάπη και τόση προσοχή.4 Επειδή, βέβαια, δεν είναι δυνατόν να αναφερθώ σε πολλά κείμενα, που καθένα είναι ξεχωριστό, παραθέτω τα περιεχόμενα στις σημειώσεις.5 Πραγματικά αξίζει να τα διαβάσουμε όλα και αξίζει να προστρέξουμε στις πηγές τους. Προσωπικά το κάνω, αν και νιώθω ικανοποίηση που πολλά τα έχω ήδη διαβάσει.

Και τελικά, τι είναι εκείνο που έφτιαξε το μύθο της όμορφης πόλης, αναρωτιέται η Νίκη Τρουλλινού κι απαντά, όπως θ' απαντούσαμε κι εμείς μαζί της:

Δεν ξέρω να απαντήσω,  ξέρω μόνο να χάνομαι στα σοκάκια του Τοπανά, να περνάω απέναντι τη Χάληδων στο Λαβύρινθο γύρω από την Τριμάρτυρη και το λόφο του Καστελλιού, να «πορίζω» στα στενά γύρω από το Πηγάδι του Τούρκου ως την Σπλάντζια, και τους Αγίους Αναργύρους ως τις κάποτε παράγκες των προσφύγων στον προμαχώνα της Αγίας Λουκίας,  τεντωμένα τα αυτιά να ακούνε ιστορίες, ιστορίες και προσευχές των πιο διαφορετικών ανθρώπων, στις πιο διαφορετικές γλώσσες, ξέροντας πάντα σε κάθε στιγμή που οι δρόμοι με πνίγουν, πως, να, βγήκα κιόλας στη θάλασσα.  Από τη Νέα Χώρα στο παλιό λιμάνι, στην Πύλη της Άμμου σύριζα στο κύμα, ως να βγεις παρακάμπτοντας και ξανασυναντώντας συνεχώς το κύμα, άλλοτε τρυφερό και άλλοτε εκδικητικό, στην Αγιά Κυριακή. [...]

Δεν έχουμε άλλο από το να πάμε μια βόλτα στα Χανιά, όπου 

Μοσχοβολούν οι γλάστρες, 
μοσχοβολάει ο σγουρός βασιλικός 
μοσχοβολάει κι η αγάπη 
κύμα με κύμα μεγαλώνει ο ωκεανός

...................................................................................................................................................

Σημειώσεις

1 Το απόσπασμα είναι μετάφραση του Δημ. Λούπη από τις Εκδόσεις Εκάτη 2005. Είχα ξαναγράψει για τον Τσελεμπί με αναφορά στο νησί της Κω εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2017/07/blog-post_23.html

2 Η Νίκη Τρουλλινού εμπνεύστηκε τον τίτλο στο τόσο εμπνευσμένο βιβλίο για την πόλη μας από το ποίημα «Όμορφη πόλη» του Γιάννη Θεοδωράκη που μελοποίησε ο Μίκης και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Λιποτάκτες».

Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές...

 

 

Για τις εβραιοπούλες φίλες της Κλεοπάτρας Πρίφτη στο Ωδείο Χανίων είχα γράψει περισσότερα  εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2015/09/blog-post.html και εδώ https://katerinatoraki.blogspot.com/2018/01/blog-post_69.html

Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στον Χανιώτη Ματθαίο Φραντζεσκάκη, υπεύθυνο έκδοσης του βιβλίου, ψυχή του φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων που έχει γίνει πια ένας καταξιωμένος θεσμός για την πόλη και πέρα από τα όρια της πόλης και υπεύθυνο των εκδόσεων «Πυξίδα της πόλης» που πήρε το όνομα από το ομώνυμο μηνιαίο περιοδικό που κυκλοφορούσε για χρόνια, δικής του επίσης δημιουργίας. Κι επίσης, δεν θα παραλείψω να αναφερθώ στις όμορφες καλλιτεχνικές φωτογραφίες της Ένης Κούκουλα. Το συνολικό αποτέλεσμα έχει δώσει ένα πολύ όμορφο, ποιοτικό βιβλίο, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το αισθητικό αποτέλεσμα.

5 Περιεχόμενα βιβλίου:
  • Ομήρου Οδύσσεια
  • Μίκης Θεοδωράκης, Πάμε μια βόλτα στα Χανιά
  • Ηρόδοτος, Ιστορίαι
  • Πολύβιος, Άπαντα
  • Dr. Olfert Dapper, Περί της νήσου Κρήτης
  • Σταυρούλα Μαρκουλάκη, Η ωραία Αλεξανδρινή
  • Χριστόφορος Μπουαντελμόντι, Περιγραφή της νήσου Κρήτης
  • Καστροφύλακας, Απογραφή του 1583
  • Σπυρίδων Ζαμπέλιος, Οι Κρητικοί γάμοι
  • Ονόριο Μπέλι, Αναφορά στον Αλφόνσο Ραγκόνα
  • Μπενέτο Μόρο, Αναφορά προς τον Γενικό Προβλεπτή
  • Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον καιρό της σχόλης
  • Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος
  • Εβλιγιά Τσελεμπή, Οδοιπορικό στην Ελλάδα
  • Ιωάννης Μ. Δαμβέργης, Ο γερω - Μπραΐμης
  • Νικόλαος Τωμαδάκης, Παλαιόν Τελωνείον
  • Franz. W. Seiber, Αγοραπωλησία σκλάβων
  • Ζαχαρίου Πρακτικίδου, Περί της πόλεως των Χανίων
  • Αγαπίου μοναχού του Κρητός, Καλλιέργειαι
  • Αντωνούσα I. Καμπουράκη, Ποιήματα τραγικά
  • Ελπίς Μέλαινα - Βαρόνη Σβαρτς, Χανιά
  • Άγγελος Ποθουλάκης, Οικία Σβαρτς
  • Ιωσήφ Χατζηδάκις, Περιήγησις εις Κρήτην
  • Νικόλαος Β. Πιμπλής, Βιογραφία
  • Στέργιος Σπανάκης, Πόλεις και Χωριά της Κρήτης
  • Λεωνίδας Κακάρογλου, Η Νεραντζιά
  • Κωνστ. Γ. Φουρναράκης, Ο Βομβαρδισμός του 1897
  • Μιχάλης Μαλανδράκης, Μια μικρή παράκαμψη
  • Λεωνίδας Κακάρογλου, Σπιούνος της Αγάπης
  • Ιωάννης Κονδυλάκης, Κρητικαί εικόνες
  • Γεώργιος Σουρής, Το Κρητικό ζήτημα στον Ρωμηό
  • Παντελής Πρεβελάκης, Το χρονικό μιας πολιτείας
  • Φλαφλατάς, Ο χορός του Χρυσόστομου
  • Σαμπά Αλτινσάϊ, Κρήτη μου
  • Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Διαβαίνουν
  • Γεώργιος Δημοτάκης, Στιβανάδικα
  • Νικόλας Κακατσάκης, Παλιά πόλη
  • Μίκης Θεοδωράκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου
  • Λευτέρης Λαμπράκης, Τα πρώτα σινεμά
  • Κώστας Γ. Καρυωτάκης, Ανταποκρίσεις 1912
  • Emilia de Sanctis, Από τα Χανιά στην Τρίπολη
  • Κώστας Γ. Καριωτάκης, Ανταποκρίσεις 1913
  • Μίνως Ζ. Νικολακάκις, Η έλλειψη των κρεμμυδιών
  • Απόφαση 144
  • Αιμιλία Κλάδου - Μπλέτσα, Η Αγορά
  • Αλέξης Μινωτής, Αυτοβιογραφικό
  • Ιτζεδίν, Επιστολή φυλακισμένων στον Τόπο, 1915
  • Φυλακές Καλαμίου - Ιτζεδίν, Επιστολή φυλακισμένου, 1956
  • Μίνως Ζ. Νικολακάκις, Παλιά Χανιά
  • Cevat Capan, Ένας ανταλλάξιμος απ' την Κρήτη
  • Cevat Capan, Προσφυγιά
  • Γιάννης Ρίτσος, Από το ημερολόγιον ενός φθισικού
  • Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες
  • Βικτωρία Θεοδώρου, Θούριος
  • Ιωάννα Καρυστιάννη, Η κυρία Κατάκη
  • Γρηγόρης Γεωργουδάκης, Κάτι για τα Χανιά
  • The London Bar
  • Ρέα Γαλανάκη, Η κηδεία του Ελ. Βενιζέλου
  • Γιάννης Θεοδωράκης, Ένα τραγούδι του καιρού μας
  • Κλεοπάτρα Πρίφτη, Εννιά ιστορίες
  • Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο, Απρίλης 1941
  • Antony Beevor, Κρήτη, η Μάχη και η Αντίσταση
  • Γιώργης Μανουσάκης, Η εκτέλεση
  • Ιωσήφ Βεντούρα, Ταναΐς
  • Σταύρος Βλοντάκης, Η Οχυρά Θέσις Κρήτης
  • Αντόνιο Ταμπούκι, Το ποτάμι
  • Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν Μυθιστόρημα
  • Κώστας Λειβαδάς, Εντός των Τειχών
  • Νίκη Τρουλλινού, Η αλήθεια της θείας
  • Τύνια Μποτονάκη, Άσ' το κι ας αποθάνει
  • Βικτωρία Θεοδώρου, Καινούρια Χώρα
  • Κώστας Χιωτάκης, Το παρελθόν
  • Γιάννης Τζεδάκης, Ένα μαγευτικό ταξίδι
  • Μαρινέλλα Βλαχάκη, Χρονιάρες μέρες
  • Ελένη Μαρινάκη, Περνώντας βάφεσαι μπλε
  • Μάρω Βαμβουνάκη, Το πιο μεγάλο ταξίδι μου
  • Μανώλης Σκουλούδης, Στα Ταμπακαριά
  • Καρυστιάννη Ιωάννα, Το φαράγγι
  • Μάρω Δούκα, Τα μαύρα λουστρίνια
  • Τίτος Πατρίκιος, Επιμονή μιας πόλης
  • Γιάννης Θεοδωράκης, Όμορφη Πόλη