Γραμμένα στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα, έχουν λεκτικό και μορφή άκρως εκλεπτισμένα. Το κύριο χαρακτηριστικό τους όμως είναι ότι αποτελούν αναγνώσματα δύσκολα, θέλουν μελέτη επισταμένη και επίμονη, θέλουν το κλειδί τους το ερμηνευτικό, δεν παραδίδονται ευθύς στον αναγνώστη. Επόμενο είναι λοιπόν ότι το κοινό της εποχής, το εθισμένο στην συχνά δημοσιογραφικού τύπου "διαύγεια" των ρομαντικών, να αμηχανεί και να αντιδρά σφόδρα. Έτσι γίνεται λόγος περί θολότητος και ασαφείας αντιποιητικής, όπως περίπου και ο Ζαμπέλιος στην εποχή του μεμφόταν τον Διονύσιο Σολωμό για τον σκοτεινό και αλλοτύπωτο γερμανισμόν του. Και ο Παλαμάς παίρνει τον λόγο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και τιτλοφορεί το κείμενό του ακριβώς, ένα από τα δυνατότερα και ωραιότερα κριτικά δοκίμια της γλώσσας μας, και θεωρητικά αξεπέραστο έκτοτε, "Η σαφήνεια και η ασάφεια".
Και παραθέτει αποσπάσματα από το δοκίμιο του Παλαμά, όπου γράφει ανάμεσα στα άλλα: "Το κάλλος ποιητικών τινών αριστουργημάτων εκλάμπει διά της σαφηνείας. Αντιθέτως δε, το χαρακτηριστικόν στοιχείον του ύψους εξ ίσου ποιητικών αριστουργημάτων είναι η ασάφεια".
Αυτή η λογοτεχνική ασάφεια, ή λογοτεχνική πολυσημία όπως ονομάζεται στις μέρες μας, συνεχίζει ο ομιλητής, βρίσκεται στον αντίποδα της ορολογικής μονοσημίας που (πρέπει να) χαρακτηρίζει τις θετικές επιστήμες. Κι ενώ, είπε, αυτό το τελευταίο επιβάλλεται όταν πρόκειται να μιλήσουμε για τον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων, το διωνυμικό σύστημα του Λινναίου για τα έμβια είδη ή για την ονοματολογία των ουράνιων σωμάτων, ο ποιητής, στη διηνεκή προσπάθειά του να δώσει μορφή στο ατομικό του όραμα, "και την λέξη την μονόσημη ακόμη την απαλλοτριώνει, την ανανοηματοδοτεί και τη δημεύει, αναδιανέμοντάς την πλέον στους πολλούς ως λέξη διαφορετική, της δίνει άρωμα και γεύση και θερμοκρασία διαφορετική".
Ακολούθησε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, μαθηματικός - συγγραφέας - μεταφραστής, με την ομιλία "Φαντάσματα νεκρών όρων: ο εφιάλτης του μεταφραστή", τίτλο δανεισμένο από ένα κείμενο που δημοσίευσε το 1734 ο George Berkeley, ασκώντας κριτική στο νέο εργαλείο που είχε εισαγάγει ο Νεύτων με το όνομα fluxion. "Και τι είναι αυτές οι fluxions», αναρωτιέται ο Berkeley. «Μήπως πρέπει να τις ονομάσουμε φαντάσματα νεκρών ποσοτήτων;" Η συζήτηση πάντως για την έννοια που απέδωσε ως fluxions ο Νεύτων (που αρχικά προέρχεται από τη φυσική και σημαίνει ροές, αλλά εδώ αφορούσε την έννοια της παραγώγου στο πεδίο του απειροστικού λογισμού), διήρκεσε πολύ. Για την ίδια έννοια, ο Leibniz είχε χρησιμοποιήσει την απόδοση calculus differentialis (differential calculus στα αγγλικά), ενώ τότε στις αγγλικές εκδόσεις είχε χρησιμοποιηθεί και ο όρος calculus of differences. Αυτά συνέβαιναν τον 18ο αιώνα, ο σημερινός μεταφραστής όμως εκείνων των έργων θα πρέπει να είναι προσεκτικός γιατί σήμερα διαφορικός λογισμός (differential calculus) και λογισμός των διαφορών (calculus of differences) σημαίνουν διαφορετικά πράγματα.
Ο ομιλητής έδωσε και άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα νέων εννοιών και όρων που προέκυψαν από τις νέες επιστημονικές έρευνες, καταδεικνύοντας τη σχέση και την εξέλιξη της επιστημονικής οροδοσίας με την ιστορία των επιστημών. Αναφέρθηκε π.χ. στις περιπέτειες που "βίωσαν" οι αρνητικοί αριθμοί κατά τον 16ο και 17ο αιώνα διαδοχικά από τους "αναδόχους" Cardano, Stifel και Napier of Merchiston, οι οποίοι τους απέδωσαν ως numeri ficti, numeri absurdi και numeri defectivi, αντίστοιχα, εκφράζοντας ο καθένας την άποψή του "για αυτό το νέο αντικείμενο που η μαθηματική αναγκαιότητα του επιβάλλει να αποδεχθεί".
Τα παραδείγματα καταδεικνύουν ότι "ο Έλληνας μεταφραστής της επιστημονικής εκλαΐκευσης και της ιστορίας των επιστημών φέρει σήμερα ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αφήνει να εννοηθεί η λέξη που περιγράφει την ιδιότητά του". Και αναρωτιέται, καταλήγοντας:
"Έχει ο μεταφραστής το δικαίωμα (ή μήπως έχει την υποχρέωση) να επινοεί και να θεσμοθετεί όρους – ιδίως όταν οι όροι αυτοί στην πρωτότυπη γλώσσα τους είναι φορείς πολύ περισσότερης πληροφορίας από όση φέρει το εννοιολογικό της περιεχόμενο;"
Η Μαρία Παπαδήμα, Καθηγήτρια ΕΚΠΑ και μεταφράστρια, στην παρέμβασή της με θέμα "Ορολογία με άρωμα λογοτεχνίας", μετέφερε τη δική της μεταφραστική εμπειρία, κυρίως στην αρχή της καριέρας της, από τους χώρους των ειδικών τεχνικών κειμένων πέραν της λογοτεχνίας, σημειώνοντας ότι "υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό μεταξύ των δυο ειδών μετάφρασης, το οποίο θέτει τον μεταφραστή λογοτεχνίας εκτός της επικίνδυνης ζώνης της ορολογίας και τον μεταφραστή τεχνικών κειμένων εκτός λογοτεχνικών αναταράξεων". Και συνεχίζει: "Κι αν ο μεταφραστής τεχνικών κειμένων δεν θα κληθεί μάλλον να επιστρατεύσει λογοτεχνικές γνώσεις ή δεξιότητες, γιατί τα τεχνικά κείμενα δεν φημίζονται για τη λογοτεχνικότητά τους, πολύ εύκολα αποδεικνύεται ότι το αντίθετο, δηλαδή η απουσία της κάθε είδους ορολογίας από τη λογοτεχνία, δεν ισχύει".
Με χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρθηκε στα ζητήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη μετάφραση συγκεκριμένων έργων. Αναφέρω εδώ δύο από αυτά. Το ένα είναι το μυθιστόρημα Les Eblouissements του Βέλγου Pierre Mertens, που αναφέρεται στη ζωή του Γερμανού ποιητή Γκόντφριντ Μπεν και το οποίο έβριθε από όρους δερματολογίας καθώς και όρους και εργαλεία ανατομίας των αρχών του 20ου αιώνα, δεδομένου ότι ο εν λόγω ποιητής ήταν και γιατρός. Το άλλο είναι τα διηγήματα με τίτλο Histoires Napolitaines του Γάλλου ιταλικής καταγωγής Jean Noel Schifano, που ήταν βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες από τα αρχεία της Νάπολης του 14ου-16ου αιώνα, με ορολογία σε μεγάλο μέρος ενδυματολογική και σε θέματα που αφορούσαν ήθη και έθιμα εποχής, κυνήγι, όπλα, κτίρια, κτλ., για τα οποία μάλιστα δεν βρισκόταν εύκολα η αντιστοίχιση στην ελληνική πραγματικότητα της ίδιας εποχής. Οι ιδιαιτερότητες, μάλιστα, και οι δυσκολίες φαίνονται από τα αποσπάσματα που παραθέτει, όπως π.χ.:
Sur le même lit, il s’est trouvé une chemise d’homme, une fraise empesée, un panseron fuchsia tout balafré de crevés verts...
Πάνω στο ίδιο κρεβάτι ευρέθησαν ένα ανδρικό υποκάμισο, μια κολλαρισμένη τραχηλιά, ένα προγαστρίδιο χρώματος φούξια με πράσινες φάσες...
Τελειώνοντας, διατύπωσε προτάσεις για την ανάγκη σύνδεση των πεδίων της Ορολογίας και της Λογοτεχνίας σε επίπεδο σπουδών και επαγγελματικής πρακτικής.
Ο Νίκος Σαραντάκος, συγγραφέας, μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μίλησε με θέμα "Παροιμίες, παροιμιακές εκφράσεις και μετάφραση". Η κλιτότητα είναι ένα γνώρισμα που ξεχωρίζει την παροιμία από την παροιμιακή έκφραση. Έτσι, η αυτοτελής φράση "Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό" είναι παροιμία, ενώ η φράση "τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι" μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε ευρύτερες φράσεις. Άλλο γνώρισμα είναι η μεταφρασιμότητα. "Οι παροιμίες επιδέχονται μετάφραση κατά λέξη", λέει ο Σαραντάκος (π.χ. time is money, ο χρόνος είναι χρήμα), ενώ στις παροιμιακές εκφράσεις, ο μεταφραστής έχει δύο λύσεις: "αντίστοιχη παροιμιακή έκφραση ή κυριολεκτική μετάφραση".
Δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα από το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή και από τους Αθλίους του Ουγκό. Για το πρώτο, παραπέμπει στην αγγλική μετάφραση από τον Leslie Finer, ο οποίος αποδίδει π.χ. τη φράση "Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα" ως "At her age I was as bright as a button" και τη φράση "Έγινα μπαρούτι" ως "I was furious".
Εντυπωσιακές ήταν οι περιπέτειες που γνώρισε μια φράση από τους Αθλίους μέχρι να βρεθεί το πραγματικό της νόημα. Στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου, εκεί που μιλάει για τη Φαβουρίτα και τον πατέρα της, γράφει ο Ουγκό:
Son père était un vieux professeur de mathématiques brutal et qui gasconnait ; point marié, courant le cachet malgré l’âge. Ce professeur, étant jeune, avait vu un jour la robe d’une femme de chambre s’accrocher à un garde-cendre ; il était tombé amoureux de cet accident. Il en était résulté Favourite.
Ο πρώτος μεταφραστής των Αθλίων στα ελληνικά (το 1862) ήταν ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης ή Σκυλίτσης, ο οποίος απέδωσε την επίμαχη φράση "
courant le cachet" ως "
έτρεχεν εις τας παραλυσίας". Έκτοτε, πολλοί μεταφραστές (Αυγέρης, Κοτζιούλας, Αργυροπούλου, Λυκούδης κ.ά.) χρησιμοποίησαν αυτή τη σημασία έστω και με διαφορετική διατύπωση, μέχρι τη μετάφραση από τον Κώστα Κριτσίνη (εκδόσεις Ζαχαρόπουλου), ο οποίος το είπε "
παρέδιδε μαθήματα" που τελικά είναι και το σωστό. Και .. έτσι ο γέρο καθηγητής αποκαταστάθηκε έστω και μετά από 150 χρόνια! (Σημειώνεται ότι για αυτά έχει γράψει ο Σαραντάκος στο ιστολόγιό του
εδώ και
εδώ).
Τέλος, ο
Γιώργος Τράπαλης, φιλόλογος, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη γλώσσα του Νίκου Καββαδία και έχει συντάξει και εκδόσει σχετικό γλωσσάριο, μίλησε για τις "
Γλωσσικές ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στο έργο του Νίκου Καββαδία". Η ιδιαιτερότητα της γλώσσας του Καββαδία, είπε, έγκειται στο ότι "
αποτελεί ένα μείγμα ετερόκλητων γλωσσικών στοιχείων που δημιουργούν μια πραγματική Βαβέλ", ενώ επίσης την χαρακτηρίζει "
ο ελλειπτικός λόγος, οι ασυνέχειες, η έντονη προφορικότητα και η ιδιαίτερη χρήση γνωστών λέξεων". Περιέγραψε τα παρακάτω χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του, δίνοντας και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σε κάθε περίπτωση:
- η γλώσσα των ναυτικών - η ναυτική αργκό με ιταλικά, ισπανικά, αραβικά, τουρκικά, ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά στοιχεία, π.χ. μπουλμές (εσωτερικό χώρισμα πλοίου), βατσιμάνης (ναύτης που κάνει βάρδια φύλαξης), φριγκορίφικο (πλοίο-ψυγείο), ιβιλάι (είδος σκοινιού), παταράτσο (είδος σκοινιού), σκανταγιάρω (βυθομετρώ).
- ιδιωματικά στοιχεία - βρίσκονται περισσότερο στα πεζά, όπως στη Βάρδια, π.χ. με κεφαλλονίτικες βρισιές, όπως "Ρουφόλυμπες! Ούλες τση φωτιές τ’ άι-Γιάννη να πηδήξετε δε στεγνώνετε, ανασμίδες!"
- ξένα γλωσσικά στοιχεία - διάσπαρτες ξένες λέξεις και φράσεις γραμμένες με λατινικούς ή με ελληνικούς χαρακτήρες, π.χ.
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που κόστισε ακριβά.
- ονοματολογικά - πολλά τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια, τα οποία δημιουργούν ερευνητικό ενδιαφέρον για την ταυτοποίηση ορισμένων εξ αυτών (μας έδωσε ο ομιλητής παραδείγματα από δικές του έρευνες που επιβεβαίωσαν την ύπαρξή τους), αλλά επίσης ονόματα φαρμάκων και ασθενειών τα οποία δίνουν και πληροφορίες για γενικότερα, κοινωνικά και άλλα θέματα (π.χ. αναφορές στη σύφιλη, αλλά και στο υπερμαγγανικό κάλλιο - περμαγκανάτο - που χρησιμοποιούσαν οι πόρνες για τοπική αντισηψία).
- αναφορές στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία - επισημαίνεται η διακειμενικότητα με τις συχνές άμεσες και έμμεσες αναφορές σε εικαστικά και λογοτεχνικά έργα, π.χ. "Από τον Giotto ίσαμε τον Dali, όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι ήταν οι χειρότεροι δάσκαλοι. Την αλήθεια την είπαν κάτι έμποροι που τους τριγύριζαν."
Αναμφίβολα, όλες οι εισηγήσεις ήταν ξεχωριστές· δεν είναι μόνο γιατί οι ομιλητές και οι ομιλήτριες μας μετέφεραν τα προβλήματα και τις μεταφραστικές και άλλες γλωσσικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους, αλλά, και ακόμη περισσότερο θα έλεγα, γιατί μας μετέφεραν αυτή την ομορφιά αναζήτησης της αλήθειας μέσα από τη γλώσσα.
(Ακολούθησε μια δική μου παρέμβαση "από την πλευρά μιας αναγνώστριας", που το κείμενό της θα μεταφέρω σε επόμενη ανάρτηση).