Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

Ωδή σ' έναν κοκκινολαίμη, του Νάνου Βαλαωρίτη

Έμαθαν τα χελιδόνια γράμματα
κι οι πέτρες να μιλάνε
ν' απαγγέλλουν δράματα
του θεού τα πράματα
και τραγούδησαν τα ψάρια
μια ωραία σερενάδα
ένα πρωί σταμάτησε να ηχεί
μια καμπάνα ραγισμένη

δεν ξαναχτύπησε η καημένη
να ξαναζήσει η αποθαμένη
κι ο λύκος φύλαγε τα ζαρκάδια
έμαθε να μην τα κυνηγάει
και να τρώει πορτοκάλια

κι έτρεξε γρήγορα η χελώνα
να προσλάβει το λαγό
στου δρόμου τα μισά
κι έγινε ένα βραχυκύκλωμα
των στύλων του ηλεκτρικού
και τον ξεπέρασε στο τέρμα

μα φτάνουν οι ψευτιές γι' απόψε
κι ας πούμε κάτι αληθινό
να μη χαλάσει η πένα μου
και το μελάνι μη χυθεί
να μαυρίσει το χαρτί

να μελανιάσουν οι ουρανοί
να φυτρώσουνε δυο κυπαρίσσια
πάνω στα λόγια που έσπειρα
μια νύχτα του καλοκαιριού
από σκέτη ακριτομυθία

ώσπου να μας πάρει ο ύπνος
με τους σιγανούς ρυθμούς του
και τα λοξά του όνειρα
που σαν αυτά δεν έχουν όμοια
τα μακρυπόδαρά μας χρόνια

που πάν' να σβήσουν τη φωτιά
στο στήθος του κοκκινολαίμη
και την αγάπη στην καρδιά
εκείνης που σε περιμένει
 

 
Σημ. Αντέγραψα το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη από τη συλλογή «Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας», εκδ. Άγκυρα, 2006. Έχει υπογραφή «14 Μαρτίου 2005, Καθαρή Δευτέρα». Στο βιβλίο, τόσο εξώφυλλο όσο και τα σχέδια-κολάζ είναι έργα του ποιητή (είχα γράψει κι εδώ για τα κολάζ του Νάνου Βαλαωρίτη).

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Οι Τζίες της Αγίας Αικατερίνης: Ένα κερκυραϊκό αφήγημα

 


Μου έστειλε τις προάλλες ένας φίλος Κερκυραίος ένα εξαιρετικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 19 Νοεμβρίου στην τοπική Κερκυραϊκή εφημερίδα «Ενημέρωση». Έχει τον τίτλο «Οι Τζίες της Αγίας Αικατερίνης» και υπογράφεται από τον Σταμάτη Κυριάκη. Είναι ένα πολύ ωραίο κείμενο και θα ήθελα να το μοιραστώ ανήμερα της γιορτής μου:


«Παραγγέλνω το τσιπουράκι μου στο παραλιακό ταβερνάκι της Αγίας Αικατερίνης. Κυριακή μεσημέρι. Τέλη Οκτώβρη.





Κάτι σαν τις Τουαρέγκ της ερήμου. 

Παλιά είχα βγάλει μια θεωρία όπου στο μέλλον θα εμφανιστούν κάτι Τζίες ξερακιανές χίπισσες με στρογγυλά γυαλιά και λουλουδάτα μακριά φορέματα σαν την Τζάνις Τσόπλιν ρυτιδιασμένη. Έπεσα έξω. 

Αργότερα έβγαλα άλλη θεωρία όπου οι Τζίες του μέλλοντος μας θα είναι γεμάτες τατού στο σβέρκο στην κοιλιά στα μπούτια και στους αστραγάλους. Ξανάπεσα έξω.

Οι Τζίες παραμένουν αναλλοίωτες λες και έχουν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς τους με τον χρόνο».


Δεν γνωρίζω ούτε τον συντάκτη ούτε η αλήθεια είναι πολύ καλά το σημείο εκείνο της πόλης της Κέκυρας. Βρίσκεται πριν τα Γουβιά κοντά στο Νοσοκομείο. Τζίες πάντως στην πόλη έχω δει  πολλές φορές στον όρμο της Γαρίτσας, στον Ανεμόμυλο, αλλά και στο Φαληράκι, στα μπάνια του Αλέκου. Τζίες είναι οι θειές, έτσι τις λένε στο νησί ή αλλιώς τσάτσες (στην παραλήγουσα).


Το κείμενο μου θύμισε τις «Καστρωμένες» της Τήνου, που τις περιέγραψε τόσο γλαφυρά στο τοπικό ιδίωμα ο Αντώνης Συριανός (Νεφέλη, 2019). Εκείνες δεν σύχναζαν σε καμιά παραλία του νησιού, ήταν οι γυναίκες του κάστρου, πολλές υποκατηγορίες ανάμεσά τους, οι πανούδες, οι σέρφες, οι παρακαθίστρες, οι πουρδοσφυρίχτρες, οι σαλιάρες, οι αγαπιανές, οι γλωσσοραπάνες, οι Καραμπελίνες, οι Αλαβάναινες, οι Κοντύλαινες και τελειωμό δεν έχουν...

Μα πιότερο μου θύμισαν τις Κουμκαπιανές (δικός μου ο χαρακτηρισμός). Είναι οι Χανιώτισσες που μένουν οι περισσότερες στο Κουμ Καπί και κολυμπούν στην παραλία από εκεί που ήταν παλιά τα σφαγεία και τώρα είναι γεμάτο καφετέριες και ουζερί μέχρι την Πύλη της άμμου, κάτω από το Μικρό Καφέ, από τον Άσωτο, από το Ελληνικό, από το Ντεμέκ, από το Ακταίον...Τις βλέπεις σταθερά κάθε πρωί, όσο εσύ απολαμβάνεις το καφεδάκι σου, εκείνες δυο δυο, τρεις τρεις ή και μία μοναχή της, να πηγαίνουν όλο και πιο μέσα, να ξεμακραίνουν, να κολυμπούν από τη μια άκρη μέχρι την άλλη και να γίνονται κουκίδες στη μέση της θάλασσας (Από κει και η φωτογραφία παραπάνω). 

Σαν τις Κουμκαπιανές, λοιπόν!

Υστερόγραφο: Για τη σημερινή μέρα, ωραίο το αφιέρωμα του Νίκου Σαραντάκου με γλωσσικό, και όχι μόνο, ενδιαφέρον (https://sarantakos.wordpress.com/2022/11/25/katerina-3/).