Δεν είναι όνειρο το χθεσινό φευγιό του Νίκου Κούνδουρου. Είναι μια πραγματικότητα, είναι η φυσική κατάληξη του βίου μετά από εννιά γεμάτες δεκαετίες. Κι εμείς θα τον θυμόμαστε με αγάπη και δέος, φέρνοντας στο νου τις εικόνες από τη Μαγική πόλη, το Δράκο, τις Μικρές Αφροδίτες, φέρνοντας στο νου την ίδια την εικόνα του, την εικόνα ενός πολύ ωραίου άντρα, ατίθασου στη μορφή και ντόμπρου στο λόγο, επιδεικνύοντας περήφανα τις αρετές της κρητικής καταγωγής του, τα Σφακιά από τη μια και το Λασίθι από την άλλη.
Ξεφύλλισα το αυτοβιογραφικό του βιβλίο "Ονειρεύτηκα πως πέθανα" (Ίκαρος, 2009) για να θυμηθώ και να ξανανιώσω την ομορφιά από εκείνο το χειμαρρώδη λόγο, όταν αφηγείται τη ζωή του και μαζί τη ζωή άλλων ανθρώπων που ήταν κοντά του αγαπημένοι ή που στο διάβα των τόσων χρόνων άκουσε γι' αυτούς. "Η μνήμη μου ακολουθά τις κατακερματισμένες εικόνες που οροθετούν τη δικιά μου ζωή μέσα στη ζωή των άλλων". Αφήγηση πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, πότε να μιλά για τα μικράτα του, για τις γιαγιάδες που του΄λεγαν ιστορίες και παραμύθια, πότε για τα χρόνια της αντίστασης, του εμφυλίου και της εξορίας, πότε για το Μάη του '68, πότε για τον Μάνο τον παντοτινό του φίλο και πότε για τα έργα του, γιατί όπως λέει ο ίδιος, "δεν βρήκα άλλο τρόπο να μιλήσω για τις ατελείωτες ιστορίες του νου μου, μισές αλήθειες και μισές ψέματα".
Ξεκινώντας να περιδιαβαίνω τις σελίδες με τις ατέλειωτες ιστορίες του νου, αλήθειες ή ψέματα δεν ξέρω, αλήθειες θαρρώ, βρίσκομαι πότε στην Κρήτη στο Λασίθι, απ' όπου η μάνα του η Πόπη, η καλόσυρη, γιατί τράβαγε από καλή οικογένεια, πότε στα Σφακιά απ' όπου ο πατέρας του, γνωστή και σπουδαία φαμελιά οι Κούνδουροι, και πότε στην Αθήνα όπου γεννήθηκε κι έζησε, μα και στο Παρίσι, στην Ανκόνα, στη Μόσχα... Λίγες αναφορές θα κάνω μόνο, στη μνήμη του, είναι τόσα πολλά αυτά που λέει, τόσοι πολλοί αυτοί που έρχονται στο νου του.
Πώς χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του; Είναι, λέει, "ένας αγράμματος, ένας πλαστογράφος, ένας εικονολάτρης, που αγάπησε την αναπαράσταση της ζωής πιο πολύ από τη ζωή"!
Πώς χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του; Είναι, λέει, "ένας αγράμματος, ένας πλαστογράφος, ένας εικονολάτρης, που αγάπησε την αναπαράσταση της ζωής πιο πολύ από τη ζωή"!
Κι όμως, την αγάπησε την πραγματική ζωή ο Κούνδουρος και αγωνίστηκε γι' αυτήν. Και αυτά μας περιγράφει σε τούτο το βιβλίο, και πώς, νεαρό παιδί 18 χρονών, έζησε το θανατικό των δεκεμβριανών, πώς τραυματίστηκε και χάθηκε από τη μάνα του που τον είχε για πεθαμένο πολύ καιρό, πώς τον βρήκαν σ' ένα νοσοκομείο.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά τα λίγα που θα μεταφέρω εδώ. Κι ας ξεκινήσουμε με τον μεγάλο του έρωτα την Κρήτη. Παντού η Κρήτη, οι τόποι και οι άνθρωποί της, οι ιστορίες και οι αγώνες τους. Και η φύση της Κρήτης, ο έροντας, και μου θύμισε τον πατέρα μου, κι εκείνος γεννημένος το 1926, που έλεγε για τους εροντεμένους...
"Δίκταμο ή έροντας ή σταθάρι. Τσάι κρητικό, φυτρώνει μόνο στις σχισμάδες και στα κακοτράχαλα βουνά της Κρήτης. Έχει δεκαεφτά ονόματα για δεκαεφτά αρρώστιες. Θεραπεύει άμα το βράσεις, μα και μονάχα να το ζεματίσεις με καυτό νερό...Διώχνει τις κακές αρρώστιες και δίνει κουράγιο στους γέρους και ζωή στους λαβωμένους. Μόνο που θέλει κόπο και κουράγιο και κίνδυνο να το μαζώξεις από τις άγριες σχισμάδες και τα βράχια του Ψηλορείτη. Στον πόλεμο η μάνα μαζί με το σταυρό που κρέμαγε στο λαιμό του άντρα ή του γιου έραβε σ' ένα σακουλάκι κοπανιστό δίκταμο, βάλσαμο για τις πληγές κι ευχή της μάνας για τον πολεμιστή, ξόρκι για κάθε λογής κακό ..."
Και πάμε στο Δεκέμβρη του '44 στην Αθήνα, "στην αρχή του μεγάλου λάθους". Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, Χημείο, Νομική, Πολυτεχνείο, τι έκανε ο ίδιος, νεαρός Επονίτης, που παρά τα μόλις δεκαοχτώ του χρόνια συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα εκείνα.
Κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο οι νέοι, "τα παιδιά με τα τουφέκια", οδοφράγματα γύρω στην Πατησίων, κόσμος πολύς στους δρόμους, νεκροί, πολλοί νεκροί, "ποιοι αψήφισαν τόσο λαό μαζεμένο;" αναλογίζεται. Κι η Πατησίων σιγά σιγά σωπαίνει. Και "απέναντι, το σκοτεινό κτίριο της Casa d' Italia φάνταζε σιωπηλό κι απειλητικό, κατοικημένο από τα φαντάσματα των Γερμανών και κάμποσους Έλληνες δικούς τους - πόσοι να 'ταν άραγε; - που περιμένανε να καταλαγιάσει η οργή του κόσμου για να παζαρέψουν με το καινούριο κράτος τη ζωή τους".
Προβληματίζεται όμως:
"Το δεκαοχτάχρονο μυαλό μου το τυραννούσαν ερωτήματα χωρίς απάντηση. Ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, ποιος είμαι εγώ."
Αφιερώνει πολλές σελίδες στα δεκεμβριανά, και στην αιχμαλωσία του. "Τι σόι αιχμάλωτος ήμουνα, ποιος ήταν ο εχθρός μου, πού έγινε πόλεμος και γιατί ήτανε αιχμάλωτος τούτος ο λαός που σπρωχνότανε τώρα να χωρέσει στο μεγάλο τολ στις ρίζες του Υμηττού..."
Και η συγκινητική αναφορά στον Ισίδωρο, το γιο της θυρωρίνας, τον συμμαθητή του από το δημοτικό, αιχμάλωτος κι αυτός, που ξεψύχισε μπροστά του από τις σφαίρες των άλλων όταν προσπάθησαν ν' αποδράσουν, νεαρά παιδιά μα τόλεγε η ψυχούλα τους. Κι εκείνος λαβώθηκε, ζωντανός ή πεθαμένος δεν μπορούσε να καταλάβει, "πέθανα ξανασκέφτηκα κι αφέθηκα καθησυχασμένος, ό,τι ήτανε να γίνει έχει γίνει".
Και συνεχής ο καημός του για το μακελειό εκείνο:
"Έχω σκεφτεί τόσες φορές αυτή την ιστορία, μια τόση δα ιστορία είναι, ένα τίποτα λέω, μα τότε δεν ήξερα πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε τους Έλληνες στα δυο. Τους καλούς και τους κακούς. Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω."
Και την ίδια χρονιά στην Κρήτη, καλοκαίρι του 1944, Αύγουστος ήταν που πιάσανε το θείο του, αδελφό του πατέρα του, το γνωστό δικηγόρο Ρούσσο Κούνδουρο, τον πήγανε στην Αγιά για εκτέλεση, λένε πως δεν έφτασε καν να σταθεί όρθιος στο απόσπασμα, τον σκότωσαν μέσα στο καμιόνι που τον μετέφερε. Εκεί στην Αγιά εκτέλεσαν τόσους και τόσους πατριώτες, εκεί εκτελέστηκε και λίγες μέρες μετά, στα μέσα του Σεπτέμβρη του '44 ο 17χρονος Επονίτης Στέφανος Σκαράκης (μέρα ίδρυσης της ΕΠΟΝ η σημερινή, 23 Φλεβάρη 1943). Τελειώνοντας την ιστορία για το Ρούσσο Κούνδουρο ο γέρος με τη μαγκούρα, του λέει:
"... Δυο κουβέντες ακόμη, ο ήρωας ο μπάρμπας σου ο Ρούσσος ήτονε δικηγόρος και λέω πως όπλο δεν εκράτησε ποτές του."
Και τα χρόνια περνούν. Τον κυνηγούν το '48 και κρύβεται σ' ενα παλιό σπίτι στο Ηράκλειο. Κι ύστερα, από τον ίδιο χρόνο στη Μακρόνησο, ο ξεσηκωμός και το φονικό το Μάρτη του '49, ο Σκαλούμπακας κι ο Βασιλόπουλος, το κουβάλημα της πέτρας, η επίσκεψη των ξένων.
Μάρτης του '52, οι εκτελέσεις του Μπελογιάννη και των άλλων. Κι όμως,
"Ο Μπελογιάννης. ο Αργυριάδης και ο Μπάτσης δεν ήταν αντάρτες των βουνών. Σπουδαγμένοι, γραμματιζούμενοι, μέλη κι αυτοί μιας κοινωνίας που θα έστηνε στην Ευρώπη τη νέα τάξη πραγμάτων, δημοκρατική ή ψευτοδημοκρατική κατά περίπτωση".
Πολλά τα θέματα, το είπα από την αρχή. Για τον Αναγνωστάκη και τον Βαγενά, για την ποίηση, για τον Τσιτσάνη, για τα στέκια Λουμίδη και Απότσου, για τον Ελύτη και το Σαμαράκη, για το Βασίλη Διαμαντόπουλο στη δικατορία, για τον Τσε, για τον Γιώργο Γραμματικάκη, για τον Γ. Βακιρτζή το ζωγράφο. Θαύμαζε τον Γιώργο Βακιρτζή, ή καλύτερα τον συνάρπαζε. "Στέκεις με δέος μπροστά στα ζωγραφίσματά του, μπροστά στον φοβερό όγκο από εικόνες... Γιατί οι κόσμοι του Βακιρτζή είναι και δικοί μου κόσμοι. Ο Βακιρζτής τους κατάγραψε, αυτό είναι όλο".
Ας τα πάρουμε με τη σειρά τα λίγα που θα μεταφέρω εδώ. Κι ας ξεκινήσουμε με τον μεγάλο του έρωτα την Κρήτη. Παντού η Κρήτη, οι τόποι και οι άνθρωποί της, οι ιστορίες και οι αγώνες τους. Και η φύση της Κρήτης, ο έροντας, και μου θύμισε τον πατέρα μου, κι εκείνος γεννημένος το 1926, που έλεγε για τους εροντεμένους...
"Δίκταμο ή έροντας ή σταθάρι. Τσάι κρητικό, φυτρώνει μόνο στις σχισμάδες και στα κακοτράχαλα βουνά της Κρήτης. Έχει δεκαεφτά ονόματα για δεκαεφτά αρρώστιες. Θεραπεύει άμα το βράσεις, μα και μονάχα να το ζεματίσεις με καυτό νερό...Διώχνει τις κακές αρρώστιες και δίνει κουράγιο στους γέρους και ζωή στους λαβωμένους. Μόνο που θέλει κόπο και κουράγιο και κίνδυνο να το μαζώξεις από τις άγριες σχισμάδες και τα βράχια του Ψηλορείτη. Στον πόλεμο η μάνα μαζί με το σταυρό που κρέμαγε στο λαιμό του άντρα ή του γιου έραβε σ' ένα σακουλάκι κοπανιστό δίκταμο, βάλσαμο για τις πληγές κι ευχή της μάνας για τον πολεμιστή, ξόρκι για κάθε λογής κακό ..."
Δίκταμος ή έροντας ή σταθάρι, βάλσαμο για τις ψυχές... |
Κι ύστερα, οι Γερμανοί στην Κρήτη, οι Ιταλοί στο Λασίθι, η αντίσταση, οι προδότες, ο εμφύλιος (ποιος είπε ότι δεν υπήρξε και στην Κρήτη), οι Μπαντουβάδες ο φόβος και ο τρόμος στην Ανατολική Κρήτη, η εκτέλεση του καπετάν Ποδιά και όσα ακολούθησαν στο Ηράκλειο και η συνέχεια με τη νεαρή γυναίκα του Ποδιά και το μωρό στην αγκαλιά. Γυρίζει ξανά και ξανά στα ίδια αυτά θέματα, θυμάται τις γιαγιάδες που τούλεγαν τις ιστορίες από κείνα τα χρόνια με το νι και με το σίγμα, κι εμένα μούρχονται στο νου τα δυο τελευταία μυθιστορήματα της Μάρως Δούκα "Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ" κι "Έλα να πούμε ψέματα".
Και πάμε στο Δεκέμβρη του '44 στην Αθήνα, "στην αρχή του μεγάλου λάθους". Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, Χημείο, Νομική, Πολυτεχνείο, τι έκανε ο ίδιος, νεαρός Επονίτης, που παρά τα μόλις δεκαοχτώ του χρόνια συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα εκείνα.
Κλεισμένοι στο Πολυτεχνείο οι νέοι, "τα παιδιά με τα τουφέκια", οδοφράγματα γύρω στην Πατησίων, κόσμος πολύς στους δρόμους, νεκροί, πολλοί νεκροί, "ποιοι αψήφισαν τόσο λαό μαζεμένο;" αναλογίζεται. Κι η Πατησίων σιγά σιγά σωπαίνει. Και "απέναντι, το σκοτεινό κτίριο της Casa d' Italia φάνταζε σιωπηλό κι απειλητικό, κατοικημένο από τα φαντάσματα των Γερμανών και κάμποσους Έλληνες δικούς τους - πόσοι να 'ταν άραγε; - που περιμένανε να καταλαγιάσει η οργή του κόσμου για να παζαρέψουν με το καινούριο κράτος τη ζωή τους".
Προβληματίζεται όμως:
"Το δεκαοχτάχρονο μυαλό μου το τυραννούσαν ερωτήματα χωρίς απάντηση. Ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, ποιος είμαι εγώ."
Και η συγκινητική αναφορά στον Ισίδωρο, το γιο της θυρωρίνας, τον συμμαθητή του από το δημοτικό, αιχμάλωτος κι αυτός, που ξεψύχισε μπροστά του από τις σφαίρες των άλλων όταν προσπάθησαν ν' αποδράσουν, νεαρά παιδιά μα τόλεγε η ψυχούλα τους. Κι εκείνος λαβώθηκε, ζωντανός ή πεθαμένος δεν μπορούσε να καταλάβει, "πέθανα ξανασκέφτηκα κι αφέθηκα καθησυχασμένος, ό,τι ήτανε να γίνει έχει γίνει".
Και συνεχής ο καημός του για το μακελειό εκείνο:
"Έχω σκεφτεί τόσες φορές αυτή την ιστορία, μια τόση δα ιστορία είναι, ένα τίποτα λέω, μα τότε δεν ήξερα πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε τους Έλληνες στα δυο. Τους καλούς και τους κακούς. Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω."
Και την ίδια χρονιά στην Κρήτη, καλοκαίρι του 1944, Αύγουστος ήταν που πιάσανε το θείο του, αδελφό του πατέρα του, το γνωστό δικηγόρο Ρούσσο Κούνδουρο, τον πήγανε στην Αγιά για εκτέλεση, λένε πως δεν έφτασε καν να σταθεί όρθιος στο απόσπασμα, τον σκότωσαν μέσα στο καμιόνι που τον μετέφερε. Εκεί στην Αγιά εκτέλεσαν τόσους και τόσους πατριώτες, εκεί εκτελέστηκε και λίγες μέρες μετά, στα μέσα του Σεπτέμβρη του '44 ο 17χρονος Επονίτης Στέφανος Σκαράκης (μέρα ίδρυσης της ΕΠΟΝ η σημερινή, 23 Φλεβάρη 1943). Τελειώνοντας την ιστορία για το Ρούσσο Κούνδουρο ο γέρος με τη μαγκούρα, του λέει:
"... Δυο κουβέντες ακόμη, ο ήρωας ο μπάρμπας σου ο Ρούσσος ήτονε δικηγόρος και λέω πως όπλο δεν εκράτησε ποτές του."
Και τα χρόνια περνούν. Τον κυνηγούν το '48 και κρύβεται σ' ενα παλιό σπίτι στο Ηράκλειο. Κι ύστερα, από τον ίδιο χρόνο στη Μακρόνησο, ο ξεσηκωμός και το φονικό το Μάρτη του '49, ο Σκαλούμπακας κι ο Βασιλόπουλος, το κουβάλημα της πέτρας, η επίσκεψη των ξένων.
Στη Μακρόνησο με το Θανάση Βέγγο (Πηγή) |
"Ο Μπελογιάννης. ο Αργυριάδης και ο Μπάτσης δεν ήταν αντάρτες των βουνών. Σπουδαγμένοι, γραμματιζούμενοι, μέλη κι αυτοί μιας κοινωνίας που θα έστηνε στην Ευρώπη τη νέα τάξη πραγμάτων, δημοκρατική ή ψευτοδημοκρατική κατά περίπτωση".
Πολλά τα θέματα, το είπα από την αρχή. Για τον Αναγνωστάκη και τον Βαγενά, για την ποίηση, για τον Τσιτσάνη, για τα στέκια Λουμίδη και Απότσου, για τον Ελύτη και το Σαμαράκη, για το Βασίλη Διαμαντόπουλο στη δικατορία, για τον Τσε, για τον Γιώργο Γραμματικάκη, για τον Γ. Βακιρτζή το ζωγράφο. Θαύμαζε τον Γιώργο Βακιρτζή, ή καλύτερα τον συνάρπαζε. "Στέκεις με δέος μπροστά στα ζωγραφίσματά του, μπροστά στον φοβερό όγκο από εικόνες... Γιατί οι κόσμοι του Βακιρτζή είναι και δικοί μου κόσμοι. Ο Βακιρζτής τους κατάγραψε, αυτό είναι όλο".
Γ. Βακιρτζή, Η απελευθέρωση των Ελλήνων 1944-45 (Πηγή) |
Μιλά πολύ για το Μάη του '68 στο Παρίσι, ήταν κι αυτός εκεί. "Κι εμείς κουβαλούσαμε την ντροπή της χωρίς αντίσταση ήττας μας και κοιτάζαμε με ζήλια τους Γάλλους να σηκώνουν την επανάστασή τους απέναντι σε μια αυταρχική αλλά νόμιμη και δημοκρατική εξουσία." Συνεχίζει όμως: "Η γενιά του Μάη δε γνώρισε τον πόλεμο και τις δυστυχίες του και περιορίστηκε να καταγγείλει την κοινωνία της ευημερίας για τις ανισότητές της. Και τους διανοούμενους κάθε λογής για την επηρμένη απομόνωσή τους στους γυάλινους κόσμους της προσωπικής τους φιλαρέσκειας."
Και ύστερα το Πολυτεχνείο του '73, τότε που οι ξεσηκωμένοι φοιτητές "θέλουν να τινάξουν στον αέρα την κοινωνία των πατεράδων τους."
Πολλές σελίδες αφιερώνει στο Μάνο Χατζηδάκι, στη φιλία τους, στις μανάδες τους που τελικά τις έθαψαν δίπλα δίπλα, στην αγάπη του γι' αυτόν "είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλους" του ΄γραφε, στην πίκρα του Μάνου "από την αδυναμία μας να βρούμε ένα κοινό σημείο αναφοράς στις περιπέτειες που ταράζουν τη φιλία μας", όπως του 'γραφε ο Μάνος σ' ένα του γράμμα. Τον αγαπούσε το Χατζηδάκι ο Κούνδουρος, ένα χρόνο διαφορά είχαν, "αλλά εκείνος ήταν διακόσια χρόνια πιο μεγάλος". Νιώθω αγάπη και τρυφερότητα στην περιγραφή που κάνει για τον φίλο του το Μάνο:
"Ήταν αγωνιστής ήταν ηρωικός μα τίποτα δεν έμοιαζε πάνω του ηρωικό. Παχουλός, κουτσοδόντης, νωθρός, ξενύχτης, φλύαρος, ήταν όλα αυτά τα καθημερινά, κι έπρεπε να θες να δεις πως δεν ήταν τίποτα απ' όλα αυτά, ούτε νωθρός, ούτε ξενύχτης, ούτε φλύαρος, ούτε καν παχουλός. Ήταν ένα θηρίο..."
Και ύστερα το Πολυτεχνείο του '73, τότε που οι ξεσηκωμένοι φοιτητές "θέλουν να τινάξουν στον αέρα την κοινωνία των πατεράδων τους."
Πολλές σελίδες αφιερώνει στο Μάνο Χατζηδάκι, στη φιλία τους, στις μανάδες τους που τελικά τις έθαψαν δίπλα δίπλα, στην αγάπη του γι' αυτόν "είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλους" του ΄γραφε, στην πίκρα του Μάνου "από την αδυναμία μας να βρούμε ένα κοινό σημείο αναφοράς στις περιπέτειες που ταράζουν τη φιλία μας", όπως του 'γραφε ο Μάνος σ' ένα του γράμμα. Τον αγαπούσε το Χατζηδάκι ο Κούνδουρος, ένα χρόνο διαφορά είχαν, "αλλά εκείνος ήταν διακόσια χρόνια πιο μεγάλος". Νιώθω αγάπη και τρυφερότητα στην περιγραφή που κάνει για τον φίλο του το Μάνο:
"Ήταν αγωνιστής ήταν ηρωικός μα τίποτα δεν έμοιαζε πάνω του ηρωικό. Παχουλός, κουτσοδόντης, νωθρός, ξενύχτης, φλύαρος, ήταν όλα αυτά τα καθημερινά, κι έπρεπε να θες να δεις πως δεν ήταν τίποτα απ' όλα αυτά, ούτε νωθρός, ούτε ξενύχτης, ούτε φλύαρος, ούτε καν παχουλός. Ήταν ένα θηρίο..."
Ο Νίκος Κούνδουρος ήταν, τ' ομολογεί ο ίδιος εξάλλου, ανυπότακτος και ονειροπόλος, κληρονόμος των ατέλειωτων παραμυθιών των Σφακιανών παππούδων.
Έγραφε σ' ένα γράμμα του στο Χατζηδάκι:
"Θέλω να διατηρήσω μέχρι το τέλος το δικαίωμα να είμαι με τους άλλους, να ουρλιάζω στα πεζοδρόμια, να είμαι αυτό που ήμουνα, ο φοιτητής με τη γροθιά σηκωμένη στον ουρανό απειλητικά..."
Και τελειώνει το συναξάρι της ζωής του, πρωταπριλιά του 2009, με την κουβέντα της μάνας του:
"Ζήστε για να μας θυμάστε".
Καλό του ταξίδι!
Καλό του ταξίδι!