Την έφερνα μέχρι το μπάνιο, ακουμπούσε τους αγκώνες στο νιπτήρα για να κρατιέται, δεν μπορούσε να σταθεί, ήθελε όμως να πλένεται, να πλένει το πρόσωπο, να τρίβει τα χέρια το ένα με το άλλο, της άρεσε να τα σαπουνίζει, ένιωθε πως υπήρχε, έκανε μόνη της αυτό που έκανε τόσες και τόσες δεκαετίες, ένιωθε πως ζούσε σαν ένας κανονικός άνθρωπος, κοιταζόταν στον καθρέφτη, ποιος ξέρει τι σκεφτόταν, καμιά φορά κουνούσε το κεφάλι, μια φορά μου είπε "πώς κατάντησα!", της έδινα την πετσέτα να σκουπιστεί, της χτένιζα τα μαλλιά, ένιωθα να μου λέει "άνθρωπος είμαι κι εγώ..."
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χέρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χέρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 12 Μαΐου 2019
Κυριακή 14 Μαΐου 2017
Σκούρο γκρι σχεδόν μαύρο, της Ελένης Γιαννακάκη: για τις μανάδες και τα γηρατειά
Ένας μακρύς μονόλογος το βιβλίο όλο. Ο μονόλογος μιας ηλικωμένης γυναίκας, της Δήμητρας, που έχει άνοια και που βρίσκεται σε οίκο ευγηρίας, σε "ίδρυμα".
Αυτό είναι το τελευταίο βιβλίο της Ελένης Γιαννακάκη με τον χαρακτηριστικό, ταιριαστό τίτλο "Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο" (Πατάκης, 2016). Μέσα από το λόγο της Δήμητρας που ρέει ακατάπαυστα, χωρίς σταματημό, περνά η ζωή της όλη και η ζωή της μάνας της και η ζωή της οικογένειάς της και η ζωή στη γειτονιά που γεννήθηκε στην Κοκκινιά και η ζωή της Ελλάδας με το μοίρασμα των αθρώπων, εγώ από δω εσύ από κει, εγώ αριστερός εσύ δεξιός, εγώ γραμματιζούμενος εσύ αμόρφωτος, εγώ νέος εσύ γριά...
Έχει άνοια η Δήμητρα, δεν καλοθυμάται, κυρίως ξεχνά τα κοντινά, πάει να πει κάτι και η λέξη μένει στη μέση. Τα παλιά πώς τα θυμάται όμως... Και συνεχίζει την κουβέντα, την ιστόρηση της ζωής της, πώς ήταν η μάνα της κι ο πατέρας της, πώς βρεθήκανε και ταιριάξανε, πώς ήταν οι κολλημένες αντιλήψεις στους παλιούς (μόνο;), αυτή από δεξιά οικογένεια, τρόπος του λέγειν δεξιός ο πατέρας της, ένα μάλαμα ήταν, έτσι τον θυμάται, και που έφυγε άδικα των αδίκων. Και παρότι από δεξιά οικογένεια έκανε μαθήματα στα παιδιά των αριστερών της γειτονιάς, μαθηματικός σπούδασε η Δήμητρα, και χωρίς χρήματα παρακαλώ τα μαθήματα. Και τα 'φερε η τύχη κι αγάπησε και παντρεύτηκε τον αριστερό, Άγγελος ήταν τ' όνομά του, άγγελος όνομα και πράμα, άγγελος με αξιοπρέπεια και τσαγανό, κρίμα που έφυγε νωρίς ο Άγγελος. Και η γειτονιά στην Κοκκινιά, εκεί της καθόταν, την άφησε τη γειτονιά, δεν την άντεχε. Και τα παιδιά της, ο Απόστολος, η Μαρία, έρχεται η Μαρία καμιά φορά και την βλέπει, να τώρα την περιμένει ...
Η Μαρία, Να με πάρει από δω. Μόνο αυτή! Δεν έχω άλλονε κανένα...
- Μαρία πού είσαι; Δε σε βλέπω, Μαρία... Πού μ' αφήνεις, παιδί μου, πού;
Ξεχνά η Δήμητρα. Έχει κενά.
Η Μαρία, Να με πάρει από δω. Μόνο αυτή! Δεν έχω άλλονε κανένα...
- Μαρία πού είσαι; Δε σε βλέπω, Μαρία... Πού μ' αφήνεις, παιδί μου, πού;
Ξεχνά η Δήμητρα. Έχει κενά.
Η μνήμη, αχ αυτή η μνήμη! Ευχή και κατάρα! Παράδεισος και κόλαση μαζί! ...
Ορίστε, πάλι δε θυμάμαι, αχ, γιατί; γιατί δε θυμάμαι; Κι ούτε θυμάμαι πια τι έλεγα μόλις πριν, από πού ξεκίνησα...
Χωρίς διακοπές ο μονόλογος της Δήμητρας. Χωρίς παραγράφους το κείμενο της Γιαννακάκη. Ή μάλλον, αλλάζει παραγράφους όταν έχει διαλόγους, δηλαδή όταν κάτι διακόπτει τη ροή της αφήγησής της και την αναγκάζει να παρέμβει, να παραπονεθεί, να ζητήσει κάτι. Πάλι, μόνο οι κουβέντες της Δήμητρας στους διαλόγους, πρωταγωνίστρια και μοναδική ηρωίδα.
- Μη, πιο σιγά, πονάω, πιο σιγά... όχι άλλο, όχι αυτό το σφουγγάρι... πονάει... Με γδέρνετε ... Θα ματώσω...
...................
- Κοπέλα; Καλέ κοπέλααα; ... Δεσποινίιις;
...................
- Ναι, ναι, να πάμε σιγά σιγά, τόση ώρα κάθομαι, κουράστηκα...
...................
- Ναι, ναι, να πάμε σιγά σιγά, τόση ώρα κάθομαι, κουράστηκα...
Σε ίδρυμα για ηλικιωμένους η Δήμητρα. Δεν της αρέσει, όχι ότι δεν έχει πού να πάει, αλλά τι να κάνει, δεν τ' ομολογεί σε κανένα...
... όσο κι αν με πειράζει που το λέω, στον εαυτό μου βέβαια μόνο το λέω κι όχι παραέξω, πού να το πω και να μην ντραπώ;, να ρεζιλέψω τα παιδιά μου; ποπόοο! Ε, τι να γίνει, δε μας θέλουνε πια, αυτό είν' όλο. Δε μας θέλουνε τα παιδιά μας!
...
Έχω απομείνει όμως κι εγώ σαν βάρος που κανείς τους δε θέλει να σηκώσει. Είμαστε βάρος ασήκωτο πια...
Πολύ γριά πια η Δήμητρα. Δεν είναι δα κι εκατό. Μα πόσο είναι δε θυμάται πια. Σε λίγο δε θα ξέρει ποια είναι κι από πού έρχεται.
Αχ, κακό πράγμα τα γηρατειά, κακό γι΄άλλους πιο πολύ και γι' άλλους πιο λίγο. Τουλάχιστον να μπορούσα να περπατήσω καλύτερα... Αχ, που μ' άρεσε να βλέπω και να ζω πράγματα όσο μπορούσα.... Και πόσο μου άρεσε να ταξιδεύω... να βλέπω τοπία και πράγματα, να μαθαίνω, φτερά είχα στα πόδια μου...
Κι όλο θυμάται τη δική της μάνα, που τη γηροκόμησε όμως, αλλά της φώναζε πολύ, κι αυτή η καημένη κάθε τόσο
άνθρωπος είμαι κι εγώ, και δώστου άνθρωπος είμαι κι εγώ!
...
Έχω απομείνει όμως κι εγώ σαν βάρος που κανείς τους δε θέλει να σηκώσει. Είμαστε βάρος ασήκωτο πια...
Πολύ γριά πια η Δήμητρα. Δεν είναι δα κι εκατό. Μα πόσο είναι δε θυμάται πια. Σε λίγο δε θα ξέρει ποια είναι κι από πού έρχεται.
Αχ, κακό πράγμα τα γηρατειά, κακό γι΄άλλους πιο πολύ και γι' άλλους πιο λίγο. Τουλάχιστον να μπορούσα να περπατήσω καλύτερα... Αχ, που μ' άρεσε να βλέπω και να ζω πράγματα όσο μπορούσα.... Και πόσο μου άρεσε να ταξιδεύω... να βλέπω τοπία και πράγματα, να μαθαίνω, φτερά είχα στα πόδια μου...
Κι όλο θυμάται τη δική της μάνα, που τη γηροκόμησε όμως, αλλά της φώναζε πολύ, κι αυτή η καημένη κάθε τόσο
άνθρωπος είμαι κι εγώ, και δώστου άνθρωπος είμαι κι εγώ!
Δύσκολο το θέμα στο βιβλίο της Γιαννακάκη, βασανιστικό, οι περιγραφές της τόσο αληθινές, διπλανές, κοντινές, μέσα σου, μιλούν για τη γειτόνισσα που θυμάσαι στην καλή χαρά και τώρα νάναι αλλαγμένη από το βάρος των δεκαετιών, βλέπεις στη Δήμητρα τη μάνα σου που τη νίκησε ο πολυχρόνης, έτσι έλεγε πριν ξεχάσει τις λέξεις, βλέπεις τον εαυτό σου, την αδελφή σου, τη φίλη σου, την κόρη σου, κάνεις προβολές και σα να τρομάζεις.
Η Γιαννακάκη δεν το 'γραψε για να μας τρομάξει βέβαια, έτσι νομίζω, δεν ξέρω αν ήταν προσωπική ανάγκη και βίωμά της, όμως νιώθω περισσότερο πως είναι μια έκφραση αυτού του φόβου για τα γηρατειά και μια ευκαιρία να τον δούμε κατάματα, δεν είμαστε δα και ... οι Πήτερ Παν. Και όχι μόνο αυτό. Τα λόγια της είναι ας πούμε και μια ευκαιρία να δούμε τη μεριά των ανθρώπων όταν γεράσουν, όταν γίνονται ανήμποροι και εξαρτημένοι.
Ανήμπορη κι εξαρτημένη η Δήμητρα, πώς να συμφιλιωθεί όμως και με τα γερασμένα χέρια;
Σιχαίνοµαι τα γερασµένα χέρια. Τα χέρια πιο πολύ από άλλα µέρη του σώµατος. Φυσικά και το πρόσωπο, δε λέω ...
Αλλά µε τα χέρια είναι αλλιώς. Γιατί τα χέρια είναι κάτι σαν... πώς να το πω;, σαν... σαν τις κεραίες, σαν γέφυρες είναι που σε φέρνουνε πιο κοντά µε όλα γύρω σου, ανθρώπους και πράγµατα. Να, τα χέρια σ’ αγγίζουνε, σε χαιρετούν, σ’ αγκαλιάζουν, σε χαϊδεύουνε ή και σε δέρνουν. Τα χέρια σού µιλούνε ακόµη κι όταν το στόµα είναι κλειστό.
Πώς θυμάμαι εκείνη την άλλη ηλικιωμένη του Μιχάλη Γκανά στο Γυναικών, που θέλει να χαϊδέψει τα χέρια της, μα ντρέπεται γριά γυναίκα, αλλά και την Καλοβασίλαινα στο "Τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" της Νίκης Τρουλλινού με τα σημάδια του χρόνου στα κότσια των κοκάλων στις άκρες...
Α ρε μαμά, ακούω στο Δεύτερο πρόγραμμα τη φωνή του Παπακωνσταντίνου* να τραγουδά για τη μαμά, μέρα της μητέρας λέει σήμερα:
Έβαζες ψεύτικες φωνές,
γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί
Α ρε μαμά
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή
με ένα πιάτο και μια ευχή
.....................................
----------------------------------------------------
* και τι ωραία έντυσε με ελληνικούς στίχους ο Οδυσσέας Ιωάννου το τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ La mamma...
----------------------------------------------------
* και τι ωραία έντυσε με ελληνικούς στίχους ο Οδυσσέας Ιωάννου το τραγούδι του Σαρλ Αζναβούρ La mamma...
Ετικέτες
βιβλία,
γηρατειά,
Γιαννακάκη Ελένη,
μάνα,
χέρια
http://www.toraki.gr
Τρίτη 29 Ιουλίου 2014
Σαν ένας κόμπος στο στήθος το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας της Νίκης Τρουλλινού...
"Κλείνω τα μάτια και βλέπω να περνούν από μπροστά μου σαν τρέιλερ ταινίας "προσεχώς" οι αφηγήσεις τους, ή μάλλον όχι, εικόνες που αναζητούν το δικό τους νόημα, συμπτώσεις - μασκαρεμένες επιθυμίες -, μικρές ιστορίες - μεταφυσικές ακροβασίες -, να παραδίδονται στην αγάπη της μνήμης και της γραφής: εδώ είναι το δικό μου λιμάνι, ο δικός μου αστρολάβος, το δικό μου χαμένο ρο."
Θα μπορούσε να είναι δικές μου οι παραπάνω σκέψεις, οι εντυπώσεις από τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού στην τελευταία της συλλογή "Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014). Είναι λόγια που βάζει στο διήγημα "Μεταφυσικές ακροβασίες", μα που περιγράφουν αυτό ακριβώς που κάνει ολόκληρο το βιβλίο. Μικρές ιστορίες για την Ιστορία, για τόπους και γεγονότα και ανθρώπους που σημάδεψαν το πέρασμα των λίγο παλιότερων χρόνων. Πινελιές από Χανιά και από Ηράκλειο - και τα δυό πατρίδες της εξάλλου - μα και από Αθήνα, ακόμη και η Βαστίλη και το Κατίν υπάρχουν στις ιστορίες της.
Εδώ ξεχωρίζω δύο διηγήματα του βιβλίου, μα όλα έχουν την ιδιαίτερη αναφορά και σημασία τους.
Στο διήγημα "Η φωτογραφία" περιγράφει όμορφα την Καλοβασίλαινα μέσα από μια φωτογραφία της που είναι στο σαλόνι ενός σπιτιού.
"... Άσπρο φόντο, μάλλον ασβεστωμένο ντουβάρι, ο φακός την έχει φυλακίσει από το στήθος και πάνω, τρόπος του λέγειν στήθος, βαθιά γεράματα φωνάζουν από παντού ... Τα χέρια έχουν ανέβει από τους διπλωμένους αγκώνες, βγαίνουν από τα μανίκια του ρούχου και ανηφορίζουν προς το πρόσωπο. Το δέρμα, σ' εκείνα ακριβώς τα σημεία που τα χέρια αποχωρίζονται το ύφασμα, στρίβουν σαν κορμός βασανισμένων μπονζάι, και, ακριβώς εκεί, συμβαίνειτο απρόσμενο: τα χέρια, της φύσης έργο, της ανάγκης απόκτημα, καλύπτουν παντελώς το πρόσωπο, είναι στραμμένα όμως προς τα έξω, οι παλάμες κλειστές και ανάποδες κοιτούν τον φωτογράφο, τακτοποιημένες η μια δίπλα στην άλλη, οι αντίχειρες μπλέκονται· η οικονομία της κίνησης, η βέρα στο μεσιανό δάχτυλο του δεξιού χεριού, χωμένη ως βαθιά στο δέρμα, ..., και πάλι ο χρόνος, τα σημάδια του στα κότσια των κοκάλων στις άκρες, η αρθρίτιδα ήρθε στην ώρα της να υπογραμμίσει τον μόχθο του ταξιδιού και το πένθος των άκλαυτων παιδιών..."
Δεν συγκρίνω, μα ευθύς θυμήθηκα τα χέρια που περιγράφει ο Μιχάλης Γκανάς στη συλλογή του "Γυναικών".
Η γάτα η Τόντο από το ομώνυμο διήγημα μου θύμισε τη δική μας Σούλα και όλη της την οικογένεια στο χωριό |
Συγκλονιστική για μένα είναι η αναφορά (στο "Μεταφυσικές ακροβασίες") στο γιατρό παθολόγο Κώστα και στο γιο του ψυχίατρο Ανθούση και η περιγραφή της σκηνής όταν σέρνεται ο μικρός πάνω στο καράβι από τη μάνα του και από τη θεία του, την παιδίατρο Παρή, για να δει τους άντρες στο καίκι που πάει παράλληλα μ' αυτούς και που ήταν μαζί ο πατέρας του, που δεν τον είχε γνωρίσει, γιατί έλειπε στη θάλασσα, έτσι τούχανε πει, έλειπε σε νησί για να γιατροπορεύει τους αρρώστους. "Χαιρέτα, χαιρέτα", τούλεγε η θεία του.
"...Κοντά τους, σε μικρή απόσταση που όλο και λιγόστευε, μια μεγάλη βάρκα, ή ίσως πάλι να 'τανε καϊκι, άσπρο με γαλάζιο σιρίτι, η καμπίνα του καπετάνιου γαλάζια και τούτη, ύστερα τίποτα που να θυμίζει καράβι, ξύλινοι πάγκοι μόνο, και πάνω καθισμένοι κάμποσοι άντρες, μόνο άντρες, του φάνηκε παράξενο, συνηθισμένος να ζει ανάμεσα σε γυναίκες συνεχώς, κάτι σαν βαλιτσούλες ξεδιάκρινε στα πόδια τους, ή μπόγους σκούρους, "χαιρέτα", να φωνάζει η μάνα, κι η θεία μαζί τώρα, "χαιρέτα", και καθώς ξεμάκραινε το καράβι τους από το καϊκι, τον σήκωσαν, τον έσερναν με βία, από την πλώρη στην πρύμνη η πορεία τους, παράλληλα με την πορεία του καϊκιού ... "χαιρέτα, να, βλέπεις; αυτός είναι ο μπαμπάς σου, Κώστα, Κώστα, ο Ανθούσης μας", κι ένας άντρας με θαλασσιά μάτια, δεν τα διέκρινε μα ήξερε από τότε πως μόνο θαλασσιά θα μπορούσαν να είναι τα μάτια του πατέρα του, σηκώθηκε από τον πάγκο κι άρχισε να κουνά και τα δυο χέρια, φτερούγες ίδιες, τα 'βλεπαν οι γλάροι κι ακολουθούσαν τ' απόνερα του πλεούμενου..."
Σαν απότιση φόρου τιμής στη μνήμη του Κώστα και του Ανθούση το κείμενο αυτό της Τρουλλινού. Και οι δυο πια δεν ζούν. Ο Κώστας είναι ο Χανιώτης αγωνιστής γιατρός Κώστας Χιωτάκης, ο γιατρός για τους φτωχούς της πόλης μας, όσο την κατοικούσε βέβαια, αφού έλειπε στη θάλασσα, σε άλλα νησιά, μικρά και αφιλόξενα. Πόσο όμορφα περιγράφει εκείνα τα θαλασσιά του μάτια, είναι σαν να τον βλέπω δίπλα μου, στητό, σοβαρό μα προσιτό και αγαπητό σε όλους...
Η συγγραφέας ξεκινά τα διηγήματα με έναν στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη από την ποιητική του συλλογή ΥΓ.:
Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος…
Δείχνει να έχει ένα κόμπο στο στήθος όταν αφηγείται τις ιστορίες των ηρώων της, οι ιστορίες της είναι βιώματα, άλλωστε ο συγγραφέας είναι πλαστογράφος του εαυτού του, όπως διάβασα πρόσφατα από τον Κλαούντιο Μάγκρις. Γράφει ο Μάγκρις στο "Δούναβη"*:
"Οποιοσδήποτε γράφει είναι ένας πλαστογράφος του εαυτού του, που κολλά με παθιασμένη ειλικρίνεια, αλλά και προβαίνοντας σε μια αυθαίρετη υποκατάσταση προσώπου, την αντωνυμία "εγώ" σε κάποιον άλλο, που στην πραγματικότητα βαδίζει τον δικό του δρόμο".
Αυτός ο κόμπος μπορεί να βρεθεί και στο δικό μας στήθος, κοινά βιώματα, γνώριμες φιγούρες και αγαπημένοι τόποι μας δένουν με τις ιστορίες της, όταν οι περιγραφές είναι τόσο οικείες και τόσο δυνατές.
.........................................................................................
* Η μικρή αναφορά στον Δούναβη του Μάγκρις είναι μόνο γιατί έχω πολύ πρόσφατο το διάβασμά του, ελπίζω να αναφερθώ εκτενέστερα σε όλο το βιβλίο αργότερα, γιατί το αξίζει..
Ετικέτες
βιβλία,
Τρουλλινού Νίκη,
χέρια
http://www.toraki.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)