Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα About Edmond. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα About Edmond. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Μια αναφορά στην έννοια της ζωντανής βιβλιοθήκης το 1854!





Ο Εντμόντ Αμπού (Edmond About) ήταν Γάλλος αρχαιολόγος. Ήρθε στην Ελλάδα τη διετία 1852-53, ταξίδεψε σε πολλά μέρη του τότε ελληνικού βασιλείου και περιέγραψε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο του “La Grèce contemporaine”, το οποίο εκδόθηκε στη Γαλλία το 1854 και σε δεύτερη έκδοση το 1855. Το βιβλίο μεταφράστηκε στην ελληνική εκατό και πλέον χρόνια αργότερα από τον Α. Σπήλιο με πρόλογο, επιμέλεια και σχολιασμό του Τάσου Βουρνά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αφοί Τολίδη με τον τίτλο “Η Ελλάδα του Όθωνος.Η σύγχρονη Ελλάδα1854” (δυστυχώς, όπως στα περισσότερα βιβλία που εκδόθηκαν μέχρι τη δεκαετία του '70, δεν υπάρχει έτος έκδοσης ούτε άλλη πληροφορία ενδεικτική της περιόδου έκδοσης, πέραν της αναφοράς από τον Βουρνά στον πρόλογο του 1972 ως έτους έκδοσης άλλου βιβλίου στο οποίο παραπέμπει).


Ο Αμπού ασχολείται με όλες τις πλευρές της ζωής στην Ελλάδα, Περιγράφει τόπους, ανθρώπους, καταστάσεις, ήθη και έθιμα. Είναι καλός γνώστης του ελληνικού πολιτισμού και συχνά παραπέμπει σε στοιχεία από την αρχαιότητα. Ο συγγραφέας, με τη ματιά του εξωτερικού παρατηρητή, με τη ματιά βεβαίως του Γάλλου που θεωρεί ότι οι Έλληνες χρωστούν πολλά για την ανεξαρτησία τους στις Μεγάλες Δυνάμεις και κυρίως στους Γάλλους, περιγράφει με στοιχεία την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση της εποχής, διατυπώνει και τις προσωπικές του απόψεις για τα προβλήματα και τις κακοδαιμονίες που υπάρχουν, αποδίδοντάς τα σε μεγάλο βαθμό στην οθωμανική κυριαρχία και στο ρόλο αυτών που κυβέρνησαν μετά την ανεξαρτησία με έμφαση στη βασιλεία του Όθωνα. Το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και σε πολλά σημεία, δυστυχώς, σκέφτεται ο αναγνώστης ότι είναι “σαν να μην πέρασε μια μέρα”, συγκρίνοντας με τη σημερινή κατάσταση. Είναι κι ένα βάλσαμο, κι ας κατηγορήθηκε κάποτε ως προϊόν μισελληνισμού, απέναντι στις θεωρίες του άχρηστου Έλληνα όπου κυριαρχούν η απαξίωση και η αναξιοπρέπεια.

Εδώ θα ήθελα μόνο να απομονώσω ένα στοιχείο από τις πολλές αφηγήσεις που κάνει όταν επισκέπτεται τους τόπους της Ελλάδας. Συχνά ο Αμπού με τη συνοδεία του (και περιγράφει πολύ όμορφα και παραστατικά πώς ταξίδευαν την εποχή εκείνη, εξοπλισμός, συνοδοί-ταχυδρόμοι κτλ.) ταξίδευε για μέρες στα χωριά της Πελοποννήσου που φαινόταν ν' αγαπά ιδιαίτερα για τις πολλές φυσικές της ομορφιές και το ιστορικό βάρος που κουβαλούν οι τόποι της.

Έτσι, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη σχέση των Ελλήνων με τα γράμματα και τη μόρφωση, αναφέρει ότι έχουν “μυαλό τόσο όσο κανένας λαός του κόσμου”. Κι ένας λαός, λέει, “που έχει εξυπνάδα και φιλότιμο είναι ένας λαός για τον οποίο δεν πρέπει διόλου ν' απελπίζεται κανείς”. Σ' ένα από τα ταξίδια στα βουνά της Αρκαδίας, λοιπόν, οι αγωγιάτες έχασαν το δρόμο και βρέθηκαν “σ' ένα απόκρημνο χωριό, μακριά από στρωμένους δρόμους και από την κυκλοφορία των ταξιδιωτών: οι κάτοικοι δεν θυμούνταν να έχουν δει ένα ευρωπαϊκό ρούχο”. Τους παρέλαβε τότε ο δάσκαλος του χωριού και άρχισε να τους διηγείται όλες τις μυθολογικές δόξες του τόπου: για τον Ερμή που γεννήθηκε σε τούτο το βουνό και που έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, για τον Ηρακλή που έφτασε τον κάπρο του Ερύμανθου “εκεί κάτω πίσω από την εκκλησία”, για τον Πάνα που ήταν από τη Γορτυνία και κυνηγούσε τη Σύριγγα στις όχθες του Λάδωνα...

Αλλά επειδή, όπως λέει ο Αμπού, οι Έλληνες “έχουν ίση προθυμία να αφηγούνται εκείνο που ξέρουν και να μαθαίνουν εκείνο που αγνοούν”, μόλις τέλειωσε ο δάσκαλος τις ιστορίες του (“που μας μάθαινε πράγματα που τα ξαίραμε καλύτερα από εκείνον”), ζήτησε να κάνει κι ο ίδιος μερικές ερωτήσεις.

Γράφει ο Αμπού:

Αν καμιά φορά πόθησα να είμαι μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια, αυτό έγινε κατά τη διάρκεια της εξέτασης που ο καλός αυτός άνθρωπος με έκανε να υποστώ. Όλα τα νιάτα του τόπου άκουγαν άπληστα τις απαντήσεις μου και δεν παρέλειπαν μια τόσο καλή ευκαιρία για να μορφωθούν. Αν κάποιος μ' άφηνε να ξεκουραστώ μια στιγμή, όλοι οι γείτονές του του πρότειναν νέες ερωτήσεις. Έπρεπε να τους μιλήσω για τη Γαλλία, για το Παρίσι, για τα μεγάλα ποτάμια μας, για τους σιδηρόδρομους, τα αερόστατα, για την Αγγλία και για την Κίνα, και κυρίως για την Καλιφόρνια. Η περιέργειά τους δεν ήταν πολύ αμαθής και οι ερωτήσεις τους οι ίδιες έδειχναν ότι ήξαιραν αρκετά πράγματα. Άκουγαν τις απαντήσεις μου μέσα σε μιά θυελλώδη σιωπή και τις μεταδίδανε σε κείνους που ήτανε πολύ μακρυά για να μ' ακούνε. Έτσι ασφαλώς θα άκουγαν τον Ηρόδοτο όταν διηγούνταν τα θαύματα της Αιγύπτου και της Ινδίας σ' αυτό το λαό τον ζυμωμένο με περιέργεια και εξυπνάδα”.