Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βλακεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βλακεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Τα λόγια ρίχνουν καθεστώτα; Ή όταν θέλουν ανδρεία τα λόγια τα σοφά...

"... Ψυχικά εντόσθια, αυτό είναι όλο. Μπορείς να πείς πως υπάρχει και ο πόθος του Σουλτάνου, να λατρεύεις και να λατρεύεσαι τελείως μόνος αποκλείοντας όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Στην παλιά Ανατολή, γεννήθηκε έτσι το χαρέμι, και σήμερα έχουμε στη θέση του την οικογένεια, τον έρωτα και το σκύλο.  Και μπορώ να πώ πως η μανία μιας τέτοιας αποκλειστικής κατοχής ενός ανθρώπου , ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει κανένας άλλος, είναι δείγμα προσωπικής μοναξιάς μέσα στην ανθρώπινη κοινότητα που ακόμα και οι σοσιαλιστές σπάνια την απαρνούνται. Εάν το δείς έτσι, δεν είμαστε τίποτε άλλο από μια αστική παρεκτροπή. Δες! Τι υπέροχο!..."

Βρήκα το παραπάνω απόσπασμα στον "Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες" του Ρόμπερτ Μούζιλ (εκδ. Οδυσσέας, τ. ΙΙ, σελ. 328, μετάφραση από την Τούλα Σιετή που δυστυχώς έφυγε πρόωρα το 2010), κάνοντας το τέχνασμα που αναφέρει ο Κούντερα στο βιβλίο του "Η τέχνη του μυθιστορήματος" (εκδ. Εστία, 1996, μετάφραση Φίλ. Δρακονταειδής): "Οταν παίρνω στα χέρια μου αυτό το βιβλίο το ανοίγω πάντοτε στην τύχη, σε οποιαδήποτε σελίδα, χωρίς να με ενδιαφέρει τόσο αυτό που προηγείται ή αυτό που ακολουθεί. Κάθε απόσπασμα διαθέτει από μόνο του μια δική του αξία, μια δική του σοφία, που είναι πάντα εντυπωσιακή." (Παράθεση από το άρθρο του Θανάση Γιαλκέτση στην Ελευθεροτυπία 4/1/2004 "Γιατί διαλέγω τον Μούζιλ"). Οι συμπτώσεις με την ώρα που τα γράφω αυτά και με αυτά που παρακολουθώ να διαδραματίζονται στην πατρίδα μου απόψε και τόσες ημέρες τώρα είναι πραγματικά ανατριχιαστικές...

Ο Μούζιλ στο "Περί βλακείας" (εκδ. Δελφίνι, 1992), όπως σημειώνει πολύ όμορφα ο μεταφραστής του Γιώργος Κεντρωτής, πιστεύει ότι μέσω της πρόσδοσης νοήματος στα πράγματα, της νοηματοδοσίας, συγχωνεύονται το "εν τοις πράγμασι αντίκρυσμα του λόγου" με το νόημα. Γράφει:

"... Περιστασιακά είμαστε όλοι βλάκες, περιστασιακά, επίσης, πρέπει να ενεργούμε σαν τυφλοί, ή έστω, σαν μισότυφλοι, γιατί διαφορετικά ο κόσμος θα έπαυε να κινείται. Αλλά εάν ο κανόνας, που θα συναγόταν από τους κινδύνους της βλακείας, είναι "να απέχεις από κρίσεις και αποφάνσεις για ό,τι δεν πολυκαταλαβαίνεις", τότε είναι κάτι παραπάνω από ασφαλές ότι οι άνθρωποι θα παρέμεναν εσαεί αδρανείς!..."

Έχει ενδιαφέρον η ανάλυση του Γιώργου Κεντρωτή για τη νοηματοδότηση των πραγμάτων μέσω του λόγου, όπως γίνεται από τον Ρόμπερτ Μούζιλ, αλλά αντίστοιχα και από τον Τίτο Πατρίκιο στο ποίημά του Οι στίχοι, 3 από τη συλλογή "Αντικριστοί Καθρέφτες" (εκδ. Στιγμή, 1991):

Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα
είχα γράψει πριν από χρόνια
κι ως σήμερα μου το καταλογίζουν.
Όμως οι στίχοι κάνουν τη δική τους τη δουλειά
δείχνουν τα καθεστώτα, τα κατονομάζουν
ακόμα κι όταν πάνε να εξωραϊστούν
ν΄ανακαινίσουν λίγο τη βιτρίνα
ν΄αλλάξουν επωνυμάι και ταμπέλα.
Μάλιστα οι στίχοι κάποτε πετυχαίνουν
σ΄απρόσμενες στάσεις τους ηγέτες
βέβαιους πως κανένας δεν τους βλέπει
με σώβρακο κιτρινισμένο κι ανοιχτό
πριν φορέσουν περισκελίδα ή παντελόνι
με καλαμέναι πόδια παντόφλες στραβοπατημένες
πριν βάλουν μπότες ή σκαρπίνια
με την κοιλιά να ξεχειλάει πριν τη ρουφήξουν
για να κουμπώσουν το αμπέχονο ή το σακκάκι
με τις μασέλες αφημένες στο ποτήρι
πριν ξαναπροβάρουν τον ιστορικό τους λόγο
με τα προγούλια τους να κρέμονται, τις λάπες
πριν θεληματικό υψώσουν το πηγούνι
πριν ατενίσουν πάντα νέοι το μέλλον.
Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ΄ όλες τις καθεστωτικές αφίσες."

Είχαν, λέει, τη σοφία και την ανδρεία να λένε τα πράγματα με τ΄όνομά τους.


Ο Ρόμπερτ Μούζιλ γεννήθηκε  6 Νοεμβρίου 1880. Ανάμεσα στα άλλα, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις αναφορές στον Μούζιλ, στην προσωπικότητά του, στις σχέσεις του με διανοητές της εποχής του όπως ο Χέρμαν Μπροχ και άλλοι, στον τρίτο τόμο της αυτοβιογραφίας του Ελίας Κανέτι Το παιγνίδι των ματιών (εκδ. Καστανιώτη, 2006). Άλλα βιβλία του που έχω είναι: Ο Κότσυφας (Διάττων, 1988), Δεσμοί (Νεφέλη, 1986), Τρεις Γυναίκες (Νεφέλη, 1985), Ο νεαρός Τέρλες (Ύψιλον, 1984).