Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργου Σεφέρη «Λεπτομέρειες στην Κύπρο»

Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί
σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Άγιου Μάμα,
παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου
εδώ ή αλλού, τώρα, στα περασμένα: χόρευε
μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.
Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό
και χάζευε ένας πέτρινος καμαροφρύδης
σε μια γωνιά της στέγης.

Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη
    ζώνη,
κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.
Άρχισε απ’ το λαιμό: φοινικιές, λέπια, και δαχτυλίδια.
Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή
    κοιλιά,
έβαλε τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παραμυλωνά,
    και τον κατάλαλο·
έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια·
και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, τ’ ακοίμητο σκουλήκι.

Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο – τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

Το παραπάνω ποίημα του Γιώργου Σεφέρη με τίτλο «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄». Εδώ το αντέγραψα από την έκδοση «Ποιήματα» (Ίκαρος, 1998). Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε και ο Αδαμάντιος Διαμαντής, ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες στον οποίο αφιερώνει το ποίημα ο Σεφέρης. Οι δυο τους ήταν πολύ φίλοι και μάλιστα η παραπάνω εικόνα είναι το εξώφυλλο έκδοσης του ζωγράφου με πηγές και στοιχεία σχετικά με το ποίημα αυτό. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία για τη σχέση ποιητή και ζωγράφου αλίευσα από το Διαδίκτυο και αξίζει να διαβαστεί (εδώ: http://users.sch.gr/achrono/wordpress/wp-content/uploads/2018/11/Seferis-Diamantis.pdf). Από την ίδια πηγή είναι και τα παρακάτω έργα του Διαμαντή.


Ο καλόγερος Παπακωνστάντινος, έργο του Διαμαντή, εμπνευσμένο από το ποίημα του Σεφέρη


Λεφκοκάρκα που θα πει φουντούκια, έργο του ζωγράφου για τον ποιητή (κι επειδή δεν έχω ξανασυναντήσει τη λέξη αυτή, δεσμεύομαι να αναζητήσω πληροφορίες)

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Το ύφος μιας μέρας, Γιώργος Σεφέρης

                  


 
  Το ύφος μιας μέρας
                              
Το ύφος μιας μέρας που ζήσαμε πριν δέκα χρόνια σε
ξένο τόπο
ο αιθέρας μιας παμπάλαιης στιγμής που φτερούγισε
κι εχάθη σαν άγγελος Κυρίου
η φωνή μιας γυναίκας λησμονημένης με τόση φρόνηση
και με τόσο κόπο·
ένα τέλος απαρηγόρητο, μαρμαρωμένο βασίλεμα κάποιου
Σεπτεμβρίου.

Καινούρια σπίτια σκονισμένες κλινικές εξανθηματικά
παράθυρα φερετροποιεία…
Συλλογίστηκε κανένας τί υποφέρει ένας ευαίσθητος
φαρμακοποιός που διανυκτερεύει;
Ακαταστασία στην κάμαρα: συρτάρια παράθυρα πόρτες
ανοίγουν το στόμα τους σαν άγρια θηρία·
ένας απαυδισμένος άνθρωπος ρίχνει τα χαρτιά ψάχνει
αστρονομίζεται γυρεύει.

Στενοχωριέται: ά χτυπήσουν την πόρτα ποιός θ’ ανοίξει;
Αν ανοίξει βιβλίο ποιόν θα κοιτάξει; Αν ανοίξει
την ψυχή του ποιός θα κοιτάξει; Αλυσίδα.
Πού ’ναι η αγάπη που κόβει τον καιρό μονοκόμματα
στα δυο και τον αποσβολώνει;
Λόγια μονάχα και χειρονομίες. Μονότροπος μονόλογος
μπροστά σ’ έναν καθρέφτη κάτω από μια ρυτίδα.
Σα μια στάλα μελάνι σε μαντίλι η πλήξη απλώνει.

Πέθαναν όλοι μέσα στο καράβι, μα το καράβι ακολουθάει
το στοχασμό του που άρχισε σαν άνοιξε από το λιμάνι.
Πώς μεγαλώσαν τα νύχια του καπετάνιου… κι ο ναύκληρος
αξούριστος που ’χε τρεις ερωμένες σε κάθε σκάλα…
Η θάλασσα φουσκώνει αργά, τ’ άρμενα καμαρώνουν κι
η μέρα πάει να γλυκάνει.
Τρία δελφίνια μαυρολογούν γυαλίζοντας, χαμογελά η
γοργόνα, κι ένας ναύτης γνέφει ξεχασμένος στη
γάμπια καβάλα.



Το ποίημα περιέχεται στην πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Σεφέρη "Στροφή" (1931) και συγκεκριμένα στο μέρος "Κοχύλια, Σύννεφα" (το άλλο μέρος έχει τον τίτλο "Ερωτικός λόγος"). Όπως γράφει ο Μάριο Βίτι στο βιβλίο του "Φθορά και λόγος: εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη" (Εστία, 1978 η 1η έκδοση), με τα ποιήματα της συλλογής αυτής ο Σεφέρης δοκιμάζει και δοκιμάζεται σε μια ποίηση, πέραν της "καθαρής" των Μαλαρμέ και Βαλερύ, "που δεν φοβάται την ταπείνωση της πεζής καθημερινότητας, την αποσύνθεση, τη φθορά και την ευτέλεια του εκφραστικού προφορικού υλικού", κάνοντας λόγο για "ακάθαρτα" ποιήματα όπως τα είχε αρχικά ονομάσει ο Τάκης Σινόπουλος.
Για τα ποιήματα, μάλιστα, αυτού του μέρους, ο Βίτι γράφει ότι "ο Σεφέρης μπαίνει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει με προκλητικότητα την «παράφωνη ρίμα»". Αναφέρεται με λεπτομέρειες στο παραπάνω ποίημα, το οποίο μάλιστα παραθέτει ολόκληρο, ενώ γράφει και για τον διάλογο με τον Έντγκαρ Άλαν Πόε, μια και στην κεφαλή του ποιήματος δεσπόζει η φράση "We plainly saw that not a soul lived in that fated vessel! " από το έργο του Αμερικανού συγγραφέα "Αι Περιπέτειαι του Αρθούρου Γόρδωνος Πυμ".

Να σημειώσω, τέλος, ότι το μέρος "Κοχύλια, Σύννεφα" ξεκινά με δυο στίχους από τον Ερωτόκριτο:

Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω κάτω,
για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω.

Η ανάρτηση του ποιήματος έγινε με αφορμή τις μαγνητοσκοπημένες αναγνώσεις αγαπημένων κειμένων στο πολύ ενδιαφέρον ηλεκτρονικό περιοδικό "Χάρτης". Το ποίημα του Σεφέρη διαβάζει ο ποιητής Γιάννης Δούκας (έχω γράψει εδώ και εδώ).

------------------------------
 
Σημειώσεις:

1. Η παραπάνω εικόνα είναι το εξώφυλλο του βιβλίου του Πόε στο οποίο αναφέρεται ο Σεφέρης. Αναφορά κάνει ο Βίτι με πηγή το βιβλίο του Κατσίμπαλη "Ελληνική βιβλιογραφία Εντγκαρ Πόε (Edgar Allan Poe)" (όλο το βιβλίο του Κατσίμπαλη σε ψηφιακή μορφή στην Ανέμη).
2. Η αντιγραφή του ποιήματος έγινε από τη συλλογή Ποιήματα (Ίκαρος 1998).

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Οι φίλοι μας έφυγαν...δεν τους γνωρίσαμε

Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια˙
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια˙
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.  

Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μάς έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.



Οι φίλοι μας έφυγαν... δεν τους γνωρίσαμε. Πάνε σαράντα μέρες που έφυγε και η Γιάννα. "Κατερίνα μου σε ευχαριστώ πολύ για τα ωραία που μου λες", έγραφε στο τελευταίο της μήνυμα απαντώντας στο δικό μου. Πάει καιρός, αμελούσα να της στείλω κι άλλο μήνυμα, περίμενα τη γιορτή της, δεν πρόλαβα, αυτή η καθημερινότητα πώς μας προλαβαίνει, πώς μας κουμαντάρει τη ζωή. 


Η Γιάννα Μπώκου-Μανιάτη ήταν μια αξιαγάπητη γυναίκα, ένας άκακος, χαμηλών τόνων, άνθρωπος, με ήθος, καλλιέργεια, ευγένεια και κοινωνική ευαισθησία. Ήταν βιβλιοθηκονόμος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, από τους στυλοβάτες, τις στυλοβάτριες καλύτερα, του θεματικού καταλόγου της, που αποτελούσε και τον κατάλογο καθιερωμένων θεμάτων για τις ελληνικές βιβλιοθήκες (κυρίως για δημοτικές και δημόσιες). Ήταν συχνά τα τηλεφωνήματά της στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΕ (όπου είχα αντίστοιχη αρμοδιότητα τότε) εκεί στη δεκαετία του '80, ρωτώντας με με ποιους τεχνικούς όρους θα διατυπώσει καλύτερα τα θέματά της. Η δεκαετία εκείνη ήταν καθοριστική για την ανάπτυξη και την εξέλιξη των βιβλιοθηκών και η Γιάννα ήταν παρούσα και δραστήρια.


Θα παραθέσω δύο μικρά αποσπάσματα από την εισήγηση που παρουσίασε μαζί με τον Γιώργο Μπώκο το 1984 στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων ("Βιβλιοθήκες - υπηρεσίες πληροφόρησης. Βάση για Εθνική ανάπτυξη"). Η εισήγησή τους είχε τίτλο "Συνεργασία μεταξύ των βιβλιοθηκών και συνεργασία με τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα. Προβλήματα και συνέπειες". (Να σημειώσω ότι ο Γιώργος Μπώκος, ο για πάνω από σαράντα χρόνια αγαπημένος σύντροφος της Γιάννας, είναι ο άνθρωπος που περισσότερο από τον καθένα και την καθεμιά στην Ελλάδα γνωρίζει τα ζητήματα γύρω από τις βιβλιοθήκες, την πληροφορία και την πληροφόρηση, αλλά και τα συναφή, τυποποίηση, τεχνολογίες, δίκτυα, αρχεία, πολιτικές κτλ.). Το κείμενό τους εκείνο αποτύπωνε με τον καλύτερο τρόπο την υφιστάμενη, όχι καλή, κατάσταση στις ελληνικές βιβλιοθήκες αλλά και διατύπωνε ως ανάγκη και ως πολιτική πρόταση αυτό που επιχειρήθηκε (και επιχειρείται) στα επόμενα χρόνια˙ δεν είναι εξάλλου τυχαία τονισμένες από τη Γιάννα και το Γιώργο κάποιες συγκεκριμένες λέξεις του κειμένου.

[...] αυτό που ενδιαφέρει να αναλυθεί εδώ είναι ο βαθμός στον οποίο οι σημερινές ελληνικές βιβλιοθήκες έχουν πετύχει:
α) να αποτελούν σύστημα εξυπηρέτησης των ποικίλων δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινωνίας, και
β) κατά πόσο έχουν πετύχει να ενταχθούν στις κοινότητες (λαϊκές, εκπαιδευτικές, επιστημονικές κλπ.) που οφείλουν να εξυπηρετήσουν και να αποτελέσουν ζωντανό συστατικό στοιχείο των μηχανισμών τους.
.....................................
Τελειώνοντας, αυτό που πρέπει για άλλη μια φορά να επισημανθεί εδώ είναι ότι η πραγμάτωση της συνεργασίας μεταξύ των βιβλιοθηκών, αλλά και της συνεργασίας των βιβλιοθηκών με τους λοιπούς κοινωνικούς φορείς είναι κάτι που οι ίδιοι οι βιβλιοθηκάριοι θα μπορούσαν να προωθήσουν σημαντικά.[...] Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθούν οι τεράστιες ευθύνες της Πολιτείας για τη μέχρι τώρα καθυστέρηση στα θέματα των βιβλιοθηκών και κυρίως στο θέμα της νομοθετικής ρύθμισης του δικτύου των ελληνικών βιβλιοθηκών [...]

Πώς το είπε ο ποιητής;

Οι φίλοι μας έφυγαν...
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ' αγάλματα.

------------------------------------------------------
Σημείωση: Αντέγραψα το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (Μυθιστόρημα Ε') από τη συλλογή Ποιήματα (Ίκαρος 1998).

,

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Ο Μίκης για τον Γιάννη Χρήστου




Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ’ ακίνητο κοράκι;
τί θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.


Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ’ τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ’ ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ’ αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ώς πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ’ απ’ τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα — ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.


Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ’ όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά…



Το παραπάνω ποίημα "Raven” του Γιώργου Σεφέρη μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και αφιέρωσε στον Γιάννη Χρήστου όταν πέθανε το 1970 (σκοτώθηκε μαζί με τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα). Γράφει στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει συνολικά για το βιβλίο εδώ):

[…] Βρισκόμουν τότε στον Ωρωπό και συγκλονίστηκα. Του αφιέρωσα το «Raven» ως ελάχιστο δείγμα αγάπης και εκτίμησης.

Στις 20 Απριλίου του 1967, την παραμονή της δικτατορίας, μιλήσαμε στο τηλέφωνο. Όπως είναι γνωστό, το καλοκαίρι του 1967 θα παρουσιάζαμε στον Λυκαβηττό έργα μετασυμφωνικής μουσικής (λαϊκά ορατόρια) διαφόρων Ελλήνων συνθετών και ανάμεσά τους και του Γιάννη Χρήστου, που με εξουσιοδότησε να αναφέρω στην πρες-κόνφερανς που θα έδινα την επομένη, δηλαδή την 21η Απριλίου, ότι θα παρουσίαζε έργο του (Ορατόριο) ειδικά γραμμένο για μας.

Λίγο καιρό πριν είχε έλθει σπίτι μου, μαζί με τον φίλο συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, για να μου πει ότι άκουσε το «Άξιον Εστί» και ότι αρχίζει να πιστεύει ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί προς κάποια λύση…

Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ο Χρήστου, όπως κάθε δημιουργός, έψαχνε, δραματικά θα λέγαμε, να βρει τη «λύση» μέσα στο χάος που είναι η σύγχρονη μουσική. Γνήσιος συνθέτης με δημιουργικούς χυμούς, φιλοδοξούσε να συνθέσει έργα ζωντανά και όχι ρομπότ ή Φράνκεστάιν… Έθετε ίσως και αυτός το ερώτημα: «Για ποιον γράφω; Με ποιον θέλω να συνομιλήσω; Σε ποιον απευθύνομαι;» 


Ο Μίκης αυτά τα ερωτήματα έθετε ο ίδιος στη ζωή του και στο έργο του. Σήμερα κλείνει τα 94. Νάναι καλά και να ξεπεράσει τα εκατό!

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Φτωχή Πατρίδα, κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή...


Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
να ’ρθούμε πρώτοι εμείς! — οι στερνοί.
..............................................................

Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:

το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά

σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.

Δες το σελέμη, δες και το φάντη
πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη
που ρητορεύεται λειτουργικά
μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά.

Μαυραγορίτες από τα Νάφια
της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί

στα χώματά σου τα λαβωμένα
γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα
και δεν μπορούνε χωρίς εσέ —
οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.


Απόσπασμα από «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένο στην πόλη Cava dei Tirreni του Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 7 Οκτωβρίου του 1944. Περιέχεται στο "Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄" (Ίκαρος, 1993). 




Είναι, επίσης, το πρώτο τραγούδι στη νέα συλλογή του Νότη Μαυρουδή "Άγρυπνο φεγγάρι" που παρουσιάστηκε χθες βράδυ στον Ιανό. Τραγουδά ο Σωκράτης Μάλαμας. Στο όμορφο βιβλίο-σιντί, περιέχονται όλα τα ποιήματα του δίσκου, έργα των Σαραντάρη, Λαπαθιώτη, Βάρναλη, Πολυδούρη, Καρυωτάκη, Βιζυηνού. Τραγουδούν επίσης Νένα Βενετσάνου, Μόρφω Τσαϊρέλη, Μαρία Θωίδου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Χρήστος Θηβαίος.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο - Γιώργος Σεφέρης




Β'

Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί·
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο                                                  5
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα                                                          10
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού—το φοβερό παφλασμό.

Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.


Γ'

Κι όμως σ’ αυτό τον ύπνο
τ’ όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
στο βραχνά.
Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ’ το κύμα                    5
και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·                                                10
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανεβεί το ταυρόπουλο·
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές                                          15
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.





Οι παραπάνω στίχοι του Γιώργου Σεφέρη είναι από το Θερινό Ηλιοστάσι, ένα από τα Τρία κρυφά ποιήματα. Τα έγραψε τον Δεκέμβριο του 1966. Σε λίγους μήνες επιβλήθηκε η δικτατορία και "τ' όνειρο ξεπέφτει στο βραχνά". Δυο χρόνια αργότερα, στις 28 Μαρτίου του 1969, ο ποιητής, με ηχογραφημένο μήνυμά του που ακούστηκε μέσω του BBC σε όλο τον κόσμο, καταγγέλλει τη δικτατορία και τονίζει πως είναι εθνική επιταγή να σταματήσει αυτή η ανωμαλία. Είπε τότε:

Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.

Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.

Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.

Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.

Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

--------------------------------------------

Σημειώσεις

1.    Τα ποιήματα είναι από τη συγκεντρωτική έκδοση "Γιώργος Σεφέρης: Ποιήματα", (Ίκαρος 1998, 19η έκδοση), όπου η επιμέλεια και οι σημειώσεις είναι του Γ.Π. Σαββίδη.

2.   Η πρώτη εικόνα είναι ο πίνακας "Η Πτώση του Ίκαρου" του Πίτερ Μπρίγκελ (Peter Bruegel, 1525-1569). Πηγή της εικόνας: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Pieter_Bruegel_de_Oude_-_De_val_van_Icarus.jpg. Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης Γ.Π.Σαββίδης, η κ. Σεφέρη τον πληροφόρησε πως όταν έγραφε τους στίχους 10-12 στο Β' είχε κατά νου αυτό τον πίνακα όπως τον περιγράφει ο ποιητής W.H.Auden στο ποίημά του "Musée des Beaux Arts" (το έχει μεταφράσει ο Σεφέρης).

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Κράτησα τη ζωή μου... Στη μνήμη της Αννούλας




"...Μέναμε στην αρχή, στο προάστιο Vitry με την οικογένεια του τραγουδιστή Αντώνη Καλογιάννη. Μετά νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στο προάστιο Villejuif. Τέλος, πήγαμε σ' ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα στο δήμο του Ivry-sur-Seine, σε μικρή απόσταση με το μετρό από το κέντρο του Παρισιού. Το οικοδομικό συγκρότημα που βρισκόταν το διαμέρισμά μας είχε κτίσει ο Renaudie, ένας πολύ καλός αρχιτέκτονας. Τα σπίτια είναι από μπετόν γκρίζο, άβαφο και μοιάζουν σαν δαντέλες..." *

Μου 'χε μιλήσει για τον Καλογιάννη η Άννα. Και χθες βράδυ που έβλεπα μια πρόσφατη εκπομπή της Έλενας Κατρίτση από τη σειρά Προσωπικά με τον Αντώνη Καλογιάννη (δείτε την, αξίζει, ο Καλογιάννης είναι αυθεντικός), όταν προς το τέλος τον ρώτησε η δημοσιογράφος τι θάθελε να κρατήσει, είπε το "Κράτησα τη ζωή μου". Είναι το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη "Επιφάνια, 1937", που το τραγούδησε ο ίδιος αξεπέραστα πάνω στη μουσική του παντοτινού Μίκη Θεοδωράκη. Ένιωσα ότι ταιριάζει στην Αννούλα, τη Σολωμίτσα μας (είχα γράψει εδώ και εδώ και εδώ).

Αντιγράφω το ποίημα από τη σελίδα του ΕΚΕΒΙ (φάκελο "Ταξιδεύοντας με το Γιώργο Σεφέρη" στο πρόγραμμα του ... πάλαι ποτέ "προγράμματος εμψύχωσης σχολικών βιβλιοθηκών" - και με την ευκαιρία, τι γίνεται με το ΕΚΕΒΙ και με την περίφημη πολιτική βιβλίου;;;) 

Επιφάνια, 1937

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγ-
γαριού
η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια
το σταμνί που δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας
και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλ-
λιά σου
χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδε-
βαράν.

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας
ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής
σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,
καμιά φωτιά στην κορυφή τους' βραδιάζει.
Κράτησα τη ζωή μου. στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή
μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν
στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα
να μένουν εκεί που φύσηξε ο βοριάς καθώς ακούω
γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα που βλέπω δε ρωτούν μήτε η γυναίκα
περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. ο χιονι-
σμένος
κάμπος, ως πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν
μήτε ο καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκλήσια μήτε
τα χέρια που απλώνουνται για να γυρέψουν, κι οι
δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη
σιωπή
δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ. ψίθυροι
σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη
σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα
χαλίκια
σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των
νερών
κάτω απ' τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-
στά πηγάδια
ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες
που μου ξεφεύγουν
εκεί που τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ο άνθρωπος
που βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό που
σ' αγγίζει
στάλες βαριές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου
μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή
βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-
ρά του,
δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο
γυρεύεις
να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους που έφυγαν
εκείνους
που χάθηκαν μέσα στον ύπνο τούς πελαγίσιους τάφους,
όσο ζητάς τα σώματα που αγάπησες να σκύψουν
κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί
που στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη
και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε η καρδιά σου,
ο δρόμος δεν έχει αλλαγή. κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι
και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.


----------------------------------------------------


* Το απόσπασμα είναι από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Άννας Σολωμού "Μια ζωή μέσα από καταιγίδες".

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Για την Ευρώπη και τον "Homo Europœus"



Ποιος όμως είναι άραγε Ευρωπαίος;

................................................................................
Πάντως δεν είμαστε ακόμα τέλειοι Ευρωπαίοι. [είχαν προηγηθεί οι αναφορές στις επιρροές της Ρώμης και του χριστιανισμού] Κάτι λείπει από τη μορφή μας. Λείπει αυτός ο υπέροχος μετασχηματισμός στον οποίο οφείλουμε όχι μόνο το αίσθημα της δημόσιας τάξης, την καλλιέργεια της πόλης και του ανθρώπινου δικαίοου, ούτε μόνο τη βαθύτητα των ψυχών μας, το απόλυτο ιδεώδες και την αίσθηση μιας αιώνιας δικαιοσύνης. Λείπει κι εκείνη η λεπτή και έντονη δραστηριότητα, στην οποία οφείλουμε την υπεροχή της ευφυίας μας, την οξυδέρκεια, τη στερεότητα της γνώσης μας, όπως της οφείλουμε και την ενάργεια, την καθαρότητα και τη διάκριση των τεχνών μας και της λογοτεχνίας μας. Αυτές οι αρετές μας ήρθαν από την Ελλάδα.
......................................................................................
Αυτό που οφείλουμε στην Ελλάδα είναι ίσως αυτό που μας διέκρινε σε μεγαλύτερο βαθμό από την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Της οφείλουμε την πειθαρχία του Πνεύματος, το παράδοξο παράδειγμα της τελειότητας σε όλα τα επίπεδα. Της οφείλουμε μια μέθοδο σκέψης που τείνει προς την αναγωγή κάθε πράγματος στον άνθρωπο, στον ακέραιο άνθρωπο...
Από αυτή την πειθαρχία επρόκειτο να γεννηθεί η επιστήμη. Η επιστήμη μας, δηλαδή ο πιο χαρακτηριστικός καρπός, η πιο ασφαλής και πιο προσωπική δόξα του πνεύματός μας. Η Ευρώπη είναι πρώτα απ' όλα δημιουργός της επιστήμης...


Όχι, το παραπάνω δεν είναι απόσπασμα από την αποψινή ομιλία του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν στην Πνύκα.* Πήρα όμως αφορμή για να ξεφυλλίσω από τη βιβλιοθήκη μου ένα από τα βιβλία που έχω του Πωλ Βαλερύ. Πρόκειται για το "Η κρίση του πνεύματος" (Καστανιώτης 1996, σε μετάφραση Θανάση Χατζόπουλου), γραμμένο το 1919 και στο οποίο ο Γάλλος πολυμαθής συγγραφέας αναφέρεται στην κρίση που βρίσκεται η Ευρώπη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, σε πνεύμα μάλλον απαισιοδοξίας, αλλά και μάλλον ελιτισμού, μιλάει για τον "Homo Europœus", όπως ο ίδιος κατονομάζει τον άνθρωπο της Ευρώπης, το μέρος του κόσμου που δεν είναι άλλο από "το σύνολο των μεγίστων", της φιλοδοξίας, της ισχύος, της παραγωγής, της εργασίας κτλ. κτλ. (Έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις για την αμφιλεγόμενη στάση του Βαλερύ απέναντι στα πολιτικά πράγματα της εποχής του, καθώς και για την ελιτίστικη κριτική του στα κοινωνικά ζητήματα, θέματα στα οποία αναφέρεται και ο Νικόλας Σεβαστάκης σε παλαιότερο άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών με τίτλο "Ο Βαλερί και η πολιτική του πνεύματος". Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι αξίζει να διαβάσει κανείς τα έργα του "Ο άνθρωπος και το κοχύλι", "Διάλογος για το δέντρο" και πολύ περισσότερο το "Ευπαλίνος ή ο αρχιτέκτων", στο οποίο ξεδιπλώνεται η οπωσδήποτε πολυσχιδής προσωπικότητα του Βαλερύ, και βέβαια αναφέρομαι μόνο στα βιβλία που τυχαίνει να έχω).

... Η στρατιωτική κρίση έχει μάλλον λήξει. Η οικονομική κρίση είναι ορατή σε όλο της το μεγαλείο. Όμως η πνευματική κρίση, κρίση πιο λεπτοφυής, που από την ίδια της τη φύση εμφανίζεται με τις πιο απατηλές όψεις (αφού εκτυλίσσεται μέσα στο ίδιο το βασίλειο της απόκρυψης), αυτή η κρίση δύσκολα επιτρέπει να συλλάβουμε το αληθινό της στίγμα, τη φάση της ....

Δεν μας φαίνεται σαν να μιλάει για το σήμερα; Κι όμως γράφτηκε σχεδόν πριν από 100 χρόνια! Και να τι γράφει στο επίμετρο ο Θανάσης Χατζόπουλος πριν από 20 και κάτι χρόνια:

... Τελικά βέβαια όλη αυτή η "σύμπτωση" παρελθόντος/παρόντος, ή η φωνή του παρελθόντος που έρχεται να μιλήσει για ένα δεδομένο πλέον παρόν, σαν να είχε προφητεύσει ή σαν να είχε δει κάτι με κλειστά μάτια πριν καλά καλά υπάρξει, πιθανόν να μην είναι τίποτα περισσότερο από την ίδια την ιστορία του ανθρώπου, που κάποτε επαναλαμβάνεται με ανατριχιαστική ακρίβεια και ομοιότητα...

Ανατριχιάζω στη σκέψη ότι η ιστορία (μπορεί και να) επαναλαμβάνεται. Και τα δείγματα στην Ευρώπη "των μεγίστων" (!) δυστυχώς υπάρχουν. Άραγε, οι αποψινές ομιλίες των Μακρόν και Τσίπρα θα μπορέσουν να δώσουν κάτι περισσότερο από ευχολόγια μιας Έκθεσης Ιδεών; Μακάρι!


* Ο Γάλλος Πρόεδρος, πραγματοποιώντας επίσημη επίσκεψη σήμερα και αύριο στη χώρα μας, στην ομιλία που εκφώνησε απόψε στο λόφο της Πνύκας στην Ακρόπολη αναφέρθηκε στην Ελλάδα και στο χρέος της υπόλοιπης Ευρώπης για τον πολιτισμό που της κληροδότησε, ανέτρεξε στην ιστορική ομιλία του Αντρέ Μαλρώ το 1959, αναφέρθηκε στην κρίση που υπάρχει στην Ευρώπη σήμερα, και που δεν είναι μόνο οικονομική και που δεν πλήττει μόνο την Ελλάδα (και για την οποία δεν φταίει η Ελλάδα, όπως είπε), και τόνισε με έμφαση την ανάγκη επανεκκίνησης της Ευρώπης σε πνεύμα ελευθερίας, δικαιοσύνης, ασφάλειας, ειρήνης, δημοκρατίας. Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα ζητήματα πολιτισμού και πολιτιστικής κληρονομιάς και πρότεινε τη διοργάνωση μιας ευρωπαϊκής συνέλευσης για τον πολιτισμό που θα ξεκινήσει από την Αθήνα. Τελείωσε δε την ομιλία του με στίχους του Σεφέρη από το ποίημα «Les anges sont blancs» (Οἱ ἄγγελοι εἶναι λευκοί) που ο ποιητής έγραψε το 1939 και αφιέρωσε στον Χένρυ Μίλλερ:

............................................
κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Θ' ανεβώ στον ουρανό να ρωτήξω το Θεό....


Πεντέλη: τα όνειρα θα νικήσουν 
 
του Ηλία Αποστολίδη, Αυγή  18/03/2012
 
Θανεβώ στον ουρανό
Να ρωτήξω το θεό.

Για να περάσει ο Ψαραντώνης και να βγει στην κορυφή της Πεντέλης και από κει στον ουρανό, θα πρέπει να περάσει μέσα από δάσος 3.500 στρεμμάτων. Είναι το μόνο δάσος που έμεινε από το βουνό, αφού όλα τα πευκοδάση και τα πουρνάρια και οι δρυς κάηκαν από το 1981 μέχρι το 2009. Θα είναι δάσος κερδοφόρο με ιδιοκτήτη με ονοματεπώνυμο και μάλιστα ιερώνυμο.

Σε ψηλό βουνό σε ριζιμιό
Κάθετεν αητός

Μια φορά και ένα καιρό υπήρχε και ένα βουνό, δεν θυμάμαι το όνομά του, που έβγαζε μάρμαρο και αγάλματα και κάτι κτήρια σαν τον Παρθενώνα. Η κορυφή του είχε το σχήμα του Αητού που πετάει. Κάπως έτσι βρήκαν και κάτι παλιοί το σχήμα της στέγης που λέγεται Αέτωμα. Σήμερα κύριε Ψαραντώνη όταν λες το ριζίτικο να κάνεις εξαίρεση αυτό το βουνό που θυμίζει φάντασμα. Εκεί δεν κάθονται πια αετοί, θρονιάστηκαν αετονύχηδες.

Κι αν ετσάκωσα κλαδόπον να τσακούται το χερόπομ
Κι αν εμάρανα φυλλόπον να μαραίνεται το ψόπομ.

Η Λεμόνα χολιάστηκε από την κίνηση να κοπεί ο καρπός της. Η κόρη ορκίζεται να σπάσει το χέρι της αν έσπασε έστω και ένα κλαδάκι, να πεθάνει αν εμάρανε έστω και ένα φυλλαράκι. Ποντιακή λαϊκή ευαισθησία, αλλά στην περίπτωσή μας ταιριάζει το Τσιάμπασιν.

Εκάεν και το τσιάμπασιν κι επέμναν τα ντουβάρια
Κι ερούξαν σο γιουρτάρεμαν τη Ορντούς τα τζαναβάρια.

Το Τσιάμπασιν ήταν το ελατοδάσος με τα λιβάδια της Ορντούς (Κωτύωρα), που κάηκε σε μια μεγάλη φωτιά. Μαζί με το δάσος κάηκαν και τα σπίτια, οπότε βρήκαν ευκαιρία για πλιάτσικο (γιουρτάρεμαν) τα θηρία της Ορντούς. Στην περίπτωσή μας είναι δύσκολο να ξεχωρήσει τις, ποια είναι τα θηρία, ποιο είναι τα τσιάμπασιν και ποια είναι η συγκεκριμένη φωτιά.

Μες της Πεντέλης τα βουνά
στα πεύκα τριγυρίζω
τον Χάρο ψάχνω για να βρω μανούλα μου
μα δεν τον εγνωρίζω.

Χάρε του λέω άσε με
ακόμα για να ζήσω
έχω γυναίκα και παιδιά μανούλα μου
πες μου πού θα τ' αφήσω.


Ο κύριος Στράτος Παγιουμτζής, όταν τραγουδούσε τους στίχους του κ. Χ. Βασιλειάδη, σίγουρα δεν ήξερε ότι υπάρχει και Πεντέλη χωρίς πεύκα, τι μορφή θα είχε το 2012 ο Χάρος. Ακόμη δεν ήξερε ότι ο Χάρος ποτέ δεν σέβεται γυναίκα, μανούλα και παιδιά.

Πούσαι Πετροπέρδικά μου
Που πετάς στα ονειρά μου.

Η Πετροπέρδικα και η Πεντέλη και ο Αητός και η Λεμόνα θα συνωμοτήσουν πως αυτό το δάσος δεν θα γίνει ποτέ. Τα όνειρα θα νικήσουν.
Γειά σου Γιώργο Ντούρε, να ξέρεις πως ακόμα αντέχουμε.
Αποστολίδης Ηλίας

Τώρα που οι ... κάτω στη γη εκπρόσωποι του θεού  "επενδύουν" στ' όνομα της ανάπτυξης χωρίς ... να τονε ρωτήξουνε το θεό, τα λόγια του Ηλία γίνονται βάλσαμο - οδηγός και για την άλλη άποψη. Πολλές φορές έχει γράψει ο Ηλίας για την Πεντέλη (ένα παράδειγμα επίσης εδώ) κι έχει εκφράσει την αγωνία του και την αγάπη του για το δάσος και για το περιβάλλον, δηλαδή για τους ανθρώπους, με λόγια ευαισθησίας, αλλά και με απόψεις θεμελιωμένες πάνω στη γνώση και στην εμπειρία που διαθέτει έτσι κι αλλιώς. Ηλία σ' ευχαριστούμε. Τα όνειρα θα νικήσουν. Και αύριο είναι η μέρα της ποίησης! 

Διάλειμμα χαράς

 Πεντέλη, ἄνοιξη

 Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλοι ἐκεῖνο τὸ πρωὶ
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
...............................................
(από τα Ημερολόγια καταστρώματος του Γιώργου Σεφέρη, όλο το ποίημα εδώ)

(Ο Ψαραντώνης τραγουδώντας για την πετροπέρδικα: http://www.youtube.com/watch?v=slO4Ghtjorg)

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Τα τριζόνια

Γιώργος Σεφέρης

Το σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Και τα χρόνια

που ζούμε σαν αυτά χτυπούν
καθώς οι δίκαιοι σιωπούν
σα να μην είχαν τι να πουν.

Κάποτε τ' άκουσα στο Πήλιο
να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο
μέσα στη νύχτα. Αλλά το φύλλο

της μοίρας τώρα το γυρίσαμε
και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε
από τους υπερβόρειους ίσαμε

τους νέγρους του ισημερινού
που έχουνε σώμα χωρίς νου
και που φωνάζουν σαν πονούν.

Κι εγώ πονώ κι εσείς πονείτε
μα δε φωνάζουμε και μήτε
καν ψιθυρίζουμε, γιατί

η μηχανή είναι βιαστική
στη φρίκη και στην καταφρόνια
στο θάνατο και στη ζωή,

το σπίτι γέμισε τριζόνια.
 
Πρετόρια, 16 Γενάρη '42 
από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β' (1944-1945), αφιερωμένο στη Μαρώ  

(Με αφορμή την αναφορά στο ιστολόγιο του Βαγγέλη Κακατσάκη http://petaxta.blogspot.com/2011/06/blog-post_30.html)

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Διάλειμμα Χαρᾶς

 Γιώργος Σεφέρης

 Πεντέλη, ἄνοιξη

 Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλοι ἐκεῖνο τὸ πρωὶ
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
Ἐρωτιδεῖς καὶ σάτυροι παῖζαν καὶ τραγουδοῦσαν
κι ἔβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στὶς μαῦρες δάφνες
σάρκες μικρῶν παιδιῶν.

 Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλο τὸ πρωΐ
ἡ ἄβυσσο κλειστὸ πηγάδι
ὅπου χτυποῦσε τὸ τρυφερὸ πόδι ἑνὸς ἀνήλικου φαύνου
θυμᾶσαι τὸ γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!

 Ἔπειτα σύννεφα βροχὴ καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα
ἔπαψες νὰ γελᾶς σὰν ἔγειρες μέσα στὴν καλύβα
κι ἄνοιξες τὰ μεγάλα σου τὰ μάτια κοιτάζοντας
τὸν ἀρχάγγελο νὰ γυμνάζεται μὲ μία πύρινη ρομφαία-
«Ἀνεξήγητο» εἶπες «ἀνεξήγητο
δὲν καταλαβαίνω τοὺς ἀνθρώπους
ὅσο καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ χρώματα
εἶναι ὅλοι τους μαῦροι».