Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Του βιβλιόφιλου



Και γύρω μου και πλάι μου χαρτιά, γραφτά, βιβλία
κόσμοι της σκέψης άπειροι, που στο χαρτί ριχτήκαν
άλλοι μ' αδεξιότητα κι άλλοι με μαεστρία.
Και τους τρυγώ ολημερίς ωσάν μελίσσι άλλο
παρακρατώντας μέσα μου τ' ωραίο, το μεγάλο.


Έτσι έγραφε ο Μιχάλης Γρηγοράκης τον Ιούλιο του 1964 στην Κρητική Εστία (τεύχος 145) στη ρίμα με τον τίτλο "Του βιβλιόφιλου". Είχε δημοσιευτεί σε σελίδα με τη βινιέτα "Ρίμες νοσταλγικές", όπως ήταν και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής που κυκλοφόρησε την ίδια εποχή.

Ο Μιχάλης Γρηγοράκης ήταν μια σημαντική πνευματική φυσιογνωμία των Χανίων, γνωστός ως δημοσιογράφος στα Χανιώτικα Νέα για τέσσερις δεκαετίες, αλλά και ως διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της πόλης από το 1962 ως το 1968 αρχικά, αφού η χούντα τον έδιωξε για τα δημοκρατικά του φρονήματα για να επιστρέψει στη θέση του το 1976. Ανάμεσα στα βιβλία που είχε γράψει, σημειώνω "Τα Χανιά όπως τα είδαν οι ξένοι", "Χανιώτικες φυσιογνωμίες" και "Χανιώτικα παραδοσιακά επαγγέλματα". 

Ημέρα του βιβλίου η σημερινή. Πάνε δέκα χρόνια που έφυγε ο Γρηγοράκης, ήταν αρχές Μαϊου του 2008. Ας είναι τούτη η ανάρτηση μικρή αναφορά στη μνήμη του, σε ανάμνηση εκείνης της ημέρας κάποιου Οκτωβρίου στα μέσα της δεκαετίας του '60, μαθήτρια Δημοτικού ήμουνα, που επισκέφτηκα για πρώτη φορά τη βιβλιοθήκη της πόλης μου και ζήτησα από έναν αυστηρό κύριο που καθόταν στο μεγάλο τραπέζι του αναγνωστηρίου υλικό για την αποταμίευση· και ήταν τότε που κέρδισα τον κουμπαρά κι ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου και μια μόνιμη αγαπητική σχέση με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες. *

Ημέρα του βιβλίου η σημερινή. Θα γραφτούν πολλά, θα γίνουν άλλα τόσα, η πολιτική βιβλίου αυτής της κυβέρνησης δεν έχει καλά ξεδιπλωθεί, η προηγούμενη έκλεισε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου χωρίς να κάνει κάτι άλλο, η Αθήνα γίνεται Παγκόσμια πρωτεύουσα βιβλίου για ένα χρόνο, χωρίς κι εδώ να έχουν καλά καλά ξεδιπλωθεί ο στόχος και το εύρος, ο  Δήμος της Αθήνας** και αρκετές βιβλιοθήκες ξεκινούν δράσεις για το Έτος Βιβλίου. Μακάρι να μην είναι μόνο πανηγύρια και μακάρι τα έργα που θα παραχτούν να έχουν συνέχεια. 

Ημέρα του βιβλίου η σημερινή. Γύρω μου και πλάι μου χαρτιά, γραφτά, βιβλία, παρακρατώντας μέσα μου τ' ωραίο, το μεγάλο...





..........................................................................................

Σημειώσεις

* Ανάμεσα στα πολλά που έχουν γραφτεί για τον Μιχάλη Γρηγοράκη, παραθέτω εδώ τις αναφορές για δύο δημοσιεύματα. Το ένα είναι γραμμένο από τον Χανιώτη γλύπτη Γιάννη Μαρκαντωνάκη για τη σχέση του Γρηγοράκη με τη Δημοτική Πινακοθήκη με αφορμή την Έκθεση που υπάρχει αυτό τον καιρό με τίτλο "Βαβέλ" (Ξανά Βαβελικά 50 +χρόνια μετά αδεία ποιητική. Μιχ. Γρηγοράκη μνήμη). Το άλλο είναι γραμμένο από τον φίλο, δάσκαλο και παλιό συμμαθητή Γιώργο Πιτσιτάκη και αναφέρεται στη σχέση του Γρηγοράκη με τον Νίκο Καζαντζάκη (Ο Μιχάλης Γρηγοράκης και το «σύμπαν» του Ν. Καζαντζάκη)

** Είναι αλήθεια ότι η βιβλιοθήκη του ίδιου του Δήμου της Αθήνας έχει να ζηλέψει από βιβλιοθήκες σε άλλες πρωτεύουσες του κόσμου. Γιατί η Δημοτική της Αθήνας δεν είναι, μόνο, ό,τι και κάθε άλλη δημοτική βιβλιοθήκη, είναι επιπλέον η Βιβλιοθήκη της πόλης των Αθηνών, η Βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας. Γιατί η Δημοτική βιβλιοθήκη της πρωτεύουσας δεν λειτουργεί (μόνο) ως βιβλιοθήκη που καλείται να καλύψει πληροφοριακές ανάγκες με την "παραδοσιακή" έννοια, αλλά αποτελεί κέντρο πληροφόρησης για την πόλη γενικότερα, κέντρο ανάδειξης και προβολής της πόλης. Και όταν μάλιστα η πόλη αυτή είναι η Αθήνα, καλείται με έμφαση να συνδεθεί με την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής της κληρονομιάς. Θα μπορούσα να επεκταθώ κι άλλο, να πω για τον διακριτό ρόλο της κεντρικής και των περιφερειακών βιβλιοθηκών, για τη σχέση με τα σχολεία και τους τοπικούς φορείς, για το νοιάξιμο στη νεολαία, στους ξένους, στους άστεγους. Μακάρι να έχουν ήδη ειπωθεί από τους αρμόδιους και γω να παραμένω μια γκρινιάρα νοσταλγός καλών βιβλιοθηκών..




Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο...




Θα 'ταν βράδυ, όταν τη ρίξαν μες στην πηγάδα. Στο δεξί χέρι πολλές ευχές, στ' αριστερό καμιά κατάρα, το δέντρο της ζωής μες στην παλάμη της θαλερό κι ένα στραβό σκυλόδοντο στ' απάνω σαγόνι· με τόσα σημάδια, παιδάκι μου, της έλεγε η μάνα της, δεν σε φοβούμαι μήπως κακοπάθεις, κι όλο να την ξεματιάζει η έγνοια της.

[...] Ημέρες τριάντα χύμα στην πηγάδα. Ημέρες τριάντα με το ίδιο παραμύθι. Δεν είχε να φοβηθεί. Τούτο το παρόν που αιμορραγεί ιχνογραφήθηκε πριν από χρόνια και το τοπίο πριν από αιώνες. [...] Χύμα τα μετερίζια στην πηγάδα. 

[...] Ο τέταρτος όροφος: ο διάδρομος με τους ξύλινους πάγκους, τα γραφεία των ανακρίσεων, η σκάλα για το πλυσταριό. Κάθισε στην άκρη ενός πάγκου. Το ίδιο βράδυ την εγκατέλειψε ο Σολωνός. Δεν ήξερε πως σ' αυτόν τον πάγκο θα 'μενε ημέρες επτά, περιμένοντας και μη περιμένοντας.

¨Ετσι έγραφε στα 1970-1972 η Μάρω Δούκα για την πηγάδα στη Μπουμπουλίνας, που έγινε και το πρώτο της βιβλίο με τον ομώνυμο τίτλο και κυκλοφόρησε το 1974 από τον Κέδρο (σήμερα η συμπληρωμένη έκδοση από τον Πατάκη).




... στην οδό Μπουμπουλίνας, σ' ένα παλιό κτίριο, στα υπόγειά του, όπου στεγαζόταν τότε η Γενική Ασφάλεια. [...] Ούτε θυμάμαι ακριβώς τον χώρο· μόνον ότι ήμαστε πολλοί μαζί ριγμένοι σ' ένα λάκκο κι είχε από πάνω ο λάκκος ένα γυάλινο στέγαστρο και γύρω γύρω στον λάκκο υπήρχαν κελιά και σε κάποιο σημείο του λάκκου υπήρχε μια τρύπα όπου κατέβαιναν και κοιμούνταν οι άντρες, ενώ εμείς κοιμόμαστε στο τσιμεντεδένιο δάπεδο του λάκκου, η μία δίπλα στην άλλη, επάνω σε φθαρμένες κουβέρτες που μύριζαν ψυλλόσκονη. 

[...] Περίμενα τη μητέρα μου, την περίμενα με λαχτάρα, γιατί της είχα παραγγείλει να μου φέρει οδοντόπαστα.

[...] "Η οδοντόπαστα;" ρώτησα τον φύλακα. "Μπα, θα μου ζητήσεις και τον λογαριασμό; Εγώ φταίω που δεν σου έφερε η μανούλα σου οδοντόπαστα;" 

[...] Και περνούσαν οι μέρες στον λάκκο της Μπουμπουλίνας. Καλοκαίρι. Αναστεναγμοί και παγωμάρα. Η σιωπή και το πέταγμα της μύγας. Είπα στη φίλη μου για ένα διήγημα του Χάμσουν που είχα διαβάσει πριν από καιρό με μια μύγα. Στράβωσε τα χείλη της: "Διαβάζεις τον ναζιστή Χάμσουν;" Ταράχτηκα. Ντρεπόμουν να της πω ότι δεν ήξερα τίποτα για το ποιόν του συγγραφέα! [...] Και ξαφνικά πανικός! Το παιδί από την Κύπρο έκοψε μ' ένα καθρεφτάκι τις φλέβες του.

[...] Σεπτέμβριο, μας μετέφεραν σ' ένα χάλαρο στην 3η Σεπτεμβρίου κι από κει στις Φυλακές Αβέρωφ. Κι έπειτα, καταχείμωνο, στους δρόμους πάλι της Αθήνας. Ένα βραδάκι βιαζόμουν για να είμαι στην ώρα μου στη συνάντηση με τον Νίκο Δούκα. Κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη άκουσα κάποιον που με φώναζε με το πατρικό μου και σωστά: "Γεωργεδάκη!"

Γύρισα ταραγμένη κι είδα τον φύλακα της οδού Μπουμπουλίνας. Αυτόν που μου είχε αγοράσει με δικά του λεφτά οδοντόπαστα. Χαιρόταν που με ξανάβλεπε. "Τι κάνεις, κοπέλα μου, έβαλες μυαλό; Σοβαρεύτηκες;" Τον χαιρέτησα ψυχρά· πάγωσε το χαμόγελο στα χείλη του. Εκείνη τη νύχτα είχα να πετάξω προκηρύξεις στα Πετράλωνα.

Η Μάρω Δούκα περιγράφει το πέρασμά της από τα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας και την πηγάδα ("Καλοκαίρι", από τη συλλογή "Τα μαύρα λουστρίνια", Πατάκης, 2005). Ήταν Αύγουστος του 1967. 

Στην πηγάδα βρέθηκε την ίδια εποχή και ο Διονύσης Σαββόπουλος. 

Είδα μια ξανθιά αεράτη να πλησιάζει μ’ ένα λουλούδι στο χέρι, γαρίφαλο ή τριαντάφυλλο, δεν θυμάμαι. Όπως επίσης δεν θυμάμαι το χρώμα του λουλουδιού. Κατά πάσα πιθανότητα κόκκινο. Κατέβηκε με αποφασιστικότητα τα σκαλιά και μίλησε στον φύλακα. «Σαββόπουλος!» φώναξε ο φύλακας. Πλησίασε ο Σαββόπουλος. «Σε ζητάει μια ξανθιά…» «Πού είναι;» μισόκλεινε τα μάτια του ο Σαββόπουλος. «Στραβούλιακα!» γέλασε ο φύλακας.

[...] Ξύπνησα από τη φασαρία. Είχαν ανεβάσει τη νύχτα στον Τέταρτο τον Σαββόπουλο και τον κατέβασαν ξημερώματα μισερωμένο. Τον αναβαστούσαν δύο και τον έκλεισαν σ’ ένα κελί.

(από "Τα μαύρα λουστρίνια", στο ίδιο όπως παραπάνω)

Μαζί τους στην πηγάδα και η κυρία Μάνου, αγωνίστρια του ΚΚΕ που είχαν φέρει εκεί μέχρι να τη στείλουν σε κάποιο ξερονήσι. Η κυρία Μάνου ήταν η θεία για τους νέους εκείνους, τους εμψύχωνε· και ο Σαββόπουλος έγραψε γι' αυτήν ένα τραγούδι, μα η λογοκρισία της δικτατορίας δεν τον άφησε να κυκλοφορήσει με αναφορά στο όνομά της κι έτσι έγινε "Η θεία Μάρω", ένα από τα τραγούδια στο Περιβόλι του τρελλού:


Στην υγρή μας την αυλή, στρώνει για να κοιμηθεί

η κυρία Μάρω.
Κλαίνε ακόμα κι οι σκληροί, μα έχει απόφαση σωστή
η κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
πες μας για δράκους, πες μας για σπαθιά.

Τηλεόραση φτηνή, ψυγεία, δόσεις, γιωταχί
και οικοδομές.
Πριζουνίκ, πρατήρια και χρηματιστήρια
και διακοπές.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Στην κάμαρή σου περίμενέ μας αύριο, 
καθισμένη στο χαμηλό σοφά.

Την αλήθεια την πικρή δε θα την πω, μην τρελαθεί
η κυρία Μάρω.
Το χεράκι της θα κρατώ, δίπλα στο τζάκι θα τη βρω
την κυρία Μάρω.

Θεία Μάρω, καλέ θεία Μάρω, αύριο, 
φύλαξε και για μας λίγο χαλβά.
Θεία Μάρω, στην ποδιά σου αύριο, 
θα γείρουμε σαν ορφανά παιδιά.





Ήταν Αύγουστος του 1967. Η Μάρω, η πραγματική, ήτανε μόλις 20 χρονώ κορίτσι τότε. Κι έγραφε στην Πηγάδα, καταλήγοντας:

Όσο ονειροβατούσαμε, ξεγελιόμαστε με αυταπάτες. Μα το καπάκι πετάχτηκε, ο ατμός έγινε θολούρα, η κίνηση σημειωτόν επί τα αυτά. [...] Υποταγμένοι στα λογής αντικείμενα, εκείνου του βιβλίου, εκείνου του πίνακα, και προπαντός οι αφίσες και τα σήματα ειρήνης, τα σήματα κονκάρδες, κάτι σαν αγκύλωση στο μυαλό μας, κι αυτός ο όμορφος Γκεβάρα, επικίνδυνο πράγμα η ομορφιά. Θα πούμε είναι αδύνατη η μνήμη, ελαστική η συνείδηση. Ας ευλογήσουμε τα λογής αντικείμενα, όπως ο δούλος τον αφέντη του. Συχωροχάρτι και αλαζονεία μας: Η προηγούμενη γενιά δεν τα κατάφερε, κι ας έγραψε τραγούδια, μουσική, κι ας χάραξε μ' αιμα τ' αρχικά της στους δρόμους της ελευθερίας.

Μικρή αναφορά για τη σημερινή μέρα, όχι τόσο ή μόνο για να μην αδυνατίζει η μνήμη, αλλά κυρίως για τη συνείδηση, που δεν της πρέπει ελαστική να είναι...

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Το σωστό και το δίκαιο...




Σωστό και δίκαιο

Για κάθε πολίτη που σκοτώνουν
οι Αμερικανοί πληρώνουν
αν δεν είχε πολεμήσει εναντίον τους
120 μάρκα αποζημίωση και για κάθε
σκοτωμένο παιδί πληρώνουν 60 μάρκα
εξάλλου για κάθε καταστραμμένο σπίτι
δίνουν 90 μάρκα μετρητά
και δέκα σακιά τσιμέντο
και δέκα λαμαρίνες.
Γι' αυτό και μεις θάπρεπε
ν' αρχίσουμε από σήμερα έρανο
για την περίπτωση
που μια μέρα στην Ουάσινγκτον ένας πρόεδρος
θα τουφεκιστεί
ή θα κρεμαστεί
θα δώσουν τότε στη φαμελιά του
120 μάρκα
κι έτσι θα κλείσει το ζήτημα.
Κι αν χάσουν τη ζωή τους
και τα μέλη της φαμιλιάς του μαζί
καλό θα ήταν 
νάχαμε έτοιμα τίποτα ψιλά και γι' αυτή την περίπτωση
Κι αν ο Λευκός Οίκος 
τιναχτεί στον αέρα
90 μάρκα έξτρα
και δέκα σακιά τσιμέντο
και δέκα λαμαρίνες.

Το παραπάνω ποίημα είναι από τη συλλογή "Φωνές χωρίς πατρίδα" του Erich Fried, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1980 από τις εκδόσεις Κάλβος σε μετάφραση του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Ο Φριντ (1921-1988) ήταν Εβραίος γεννημένος στην Αυστρία, που το 1938, μετά την κατάληψη της χώρας του από τους Ναζί, κατέφυγε στην Αγγλία όπου και έζησε την υπόλοιπη ζωή του. 
Ο τσουχτερός, σαρκαστικός λόγος του που διαπερνά την ποίησή του, φαίνεται παραπάνω από καθαρά στο παραπάνω ποίημα, στο οποίο, σαν υποσημείωση, διαβάζουμε το παρακάτω:

Η εφημερίδα The Guardian του Λονδίνου έγραψε τον Δεκέμβρη του 1969 ότι, σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών αρμοδίων στη Σαϊγκόν, οι ισχυρισμοί των ντόπιων για τις γυναίκες και τα παιδιά που σφαγιάσθηκαν στο Μυ Λάι ήταν υπερβολικοί, για να ζητήσουν περισσότερη χρηματική αποζημίωση. Τα ποσά που δίνονταν ως αποζημίωση ανακοινώθηκαν από την αμερικανική πρεσβεία στη Σαϊγκόν μόνο μετά την επίθεση του Τετ.

Και μην μου πείτε καμιά ομοιότητα με τα σημερινά... Αλλάζουν μόνο οι τρόποι επικοινωνίας, και οι ανακοινώσεις μέσω twitter. Δέκα σακιά τσιμέντο και δέκα λαμαρίνες η αμοιβή σας μανάδες και παιδάκια μου. Σωστά και δίκαια! Τότε Βιετνάμ, ύστερα Ιράκ, τώρα Συρία...