"Πριν 69 χρόνια στις 27 Ιανουαρίου
1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπίρκενάου. Η 27η
Ιανουαρίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.". Έτσι τελειώνει το εξαιρετικό κείμενό του στη χθεσινή Αυγή ο Βιβλιοθηκάριος.
Και υπολογίζω πως είναι 39 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μου επίσκεψη στο κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκενάου!
Ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο στους Χημικούς Μηχανικούς και στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών της IAESTE, είχα επιλέξει να πάω σε ένα εργοστάσιο ελαστικών στην Κρακοβία. Θα έμενα εκεί 40 μέρες. Ήταν καλοκαίρι του 1975. Πρώτη φορά θα έβγαινα από την Ελλάδα, πήγα με τρένο, το ταξίδι κράτησε τρεις μέρες.
Την πρώτη μέρα που πήγα στο εργοστάσιο, ανέλαβε ο Τεχνικός Διευθυντής να με ξεναγήσει. Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, μάλλον κοντός και μάλλον σοβαρός (έτσι τουλάχιστον έδειχνε στα μάτια ενός εικοσάχρονου τότε κοριτσιού). Μιλούσε Γερμανικά, σε αυτά συνεννούμασταν. Μόλις με χαιρέτησε, τράβηξε το μανίκι του ψηλά και μου έδειξε, εκεί κοντά στον αγκώνα, έναν αριθμό! Δεν μπορώ να πω ότι πολυκατάλαβα αμέσως. Μου εξήγησε.
Η αυλή στο μπλοκ του θανάτου |
Κάποια μέρα μας πήγαν να δούμε από κοντά το μέρος που οι άνθρωποι, στην αρχή ήταν αριθμοί και ύστερα γίνονταν στάχτες. Δεν έχει νόημα να πω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεγαλύτερη θηριωδία, αν ήταν ή όχι το χειρότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί πάντως είδα τους φούρνους, είδα τους θαλάμους αερίων, είδα τα κρεματόρια, είδα τα ηλεκτροφόρα σύρματα, είδα τα νοσοκομεία που έκαναν τα πειράματά τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα του ναζισμού. Είδα τις προθήκες με τα ρούχα των κρατουμένων, είδα τις προθήκες με τα κατσαρολικά τους. Και είδα τις προθήκες με τα παιχνίδια των παιδιών. Γιατί υπήρχαν και παιδιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν τη Ruth Kluger που γράφει ο Βιβλιοθηκάριος, και σαν το μικρό αγοράκι στην ταινία του Μπενίνι. Και υπήρχαν παιδιά που περιμένανε τους γονείς τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν τον Φρανσουά Μασπερό (αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του "Οι μέλισσες και η σφήκα", Σοκόλης 2005).
Ο φούρνος στο κρεματόριο! |
Ο θάλαμος αερίων! |
Το Νοσοκομείο! |
Και ηλεκτροφόρα σύρματα παντού! |
Και άλλοι πολλοί, χιλιάδες, που έζησαν στο πετσί τους τη θυριωδία του ναζισμού. Και υπήρξαν αυτοί που δεν άντεξαν το βάρος της μνήμης. Όπως ήταν ο Primo Levi (να προτείνω ένα ίσως λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου εξαιρετικό, "Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου", Καστανιώτης 2005) και όπως ήταν ο Jean Amery (με το αριστουργηματικό "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση", Άγρα 2010). Να προσθέσω εδώ και τον Χόρχε Σεμπρούν, που τον ανέφερε στο σχόλιό του στην προηγούμενη ανάρτησή μου ο Βιβλιοθηκάριος. Ο Σεμπρούν είχε επίσης βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το γράμμα που του είχε στείλει το 1943 η εκδότρια Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ με τίτλο "Για μια προϋπόθεση της γραφής" δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Του το διάβασε η ίδια η Μαγνύ το 1945, μόλις είχε επιστρέψει από το Μπούχενβαλντ, και της χτύπησε την πόρτα μιά μέρα πριν τη Χιροσίμα (όπως σημειολογικά παρατηρεί ο ίδιος). Αυτά διηγείται ο εξόριστος Ισπανός συγγραφέας στον πρόλογο για το βιβλιαράκι με τον τίτλο αυτό που εκδόθηκε τελικά το 1947. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2001 ("Η προϋπόθεση της γραφής: Γράμμα της Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ προς τον Χόρχε Σεμπρούν", Ολκός 2001).
Οι φωτογραφίες είναι όλες από το φωτογραφικό άλμπουμ που αγόρασα τότε και περιέχει φωτογραφίες του Πολωνού φωτογράφου Adam Kaczkowski (1917-1995). Είχε εκδοθεί από το Κρατικό Μουσείο του Άουσβιτς (Państwowe Muzeum w Oświęcimiu) μάλλον γύρω στο 1970. |
Υστερόγραφο
Η παραμονή μου στην Κρακοβία ήταν πάντως ευχάριστη. Κατά την καθημερινή μου μετάβαση στο εργοστάσιο, περνούσα από ένα άλλο, που μύριζε σοκολάτα, κάτι σαν την ΊΟΝ στην Πειραιώς δηλαδή. Το θυμήθηκα όταν μας πήγαν επίσκεψη κάποια φορά με τη Σχολή. Από το ίδιο το αντικείμενο μέσα στο εργοστάσιο ελαστικών της Κρακοβίας, το μόνο που θυμάμαι είναι η πρώτη επικοινωνία με τους Πολωνούς φοιτητές που επίσης έκαναν την πρακτική τους εκεί: με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο με μια μεγάλη μπανιέρα και μου έδειξαν πώς δοκιμάζεται η αντοχή των προφυλακτικών (ήταν ένα από τα προϊόντα που παρήγαγε το εργοστάσιο). Τα γέμιζαν λοιπόν νερό, πολύ νερό κτλ κτλ. Οι δοκιμές αυτές επαναλαμβάνονταν συχνά. Είμασταν όλοι παιδιά...
Επίσης, στην Κρακοβία γνώρισα τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Θυμάμαι την Ελένη Νοικοκύρη, μια, όχι ψηλή, καλοφτιαγμένη, μεσόκοπη γυναίκα, που είχε κάνει αντάρτισσα στον ΕΛΑΣ και στο σπίτι της είχε φωτογραφία της με στολή και ντουφέκι. Γνώρισα κι άλλους, είχε πολλούς η ελληνική κοινότητα και οι περισσότεροι δούλευαν στα εργοστάσια της Νόβα Χούτα που ήταν στην άκρη της πόλης (όταν ξαναπήγα το 1999, η εικόνα της περιοχής αυτής ήταν πολύ διαφορετική).
Πήγα και στο ελληνικό χωριό προς τα ανατολικά, ανέβηκα στο Ζακοπάνε το βουνό, πήγα στο αλατορυχείο της Βιελίτσκα.
Αφήνω τελευταία την Κρακοβία γιατί είναι η πόλη που μου αρέσει πολύ. Ίσως γιατί ήταν ο πρώτος μου ταξιδιωτικός προορισμός. Ίσως γιατί οι παραστάσεις με έφεραν πιο κοντά στην πραγματικότητα και στην αξία της μνήμης. Ήταν οι παραστάσεις από την επίσκεψη στο Άουσβιτς. Αλλά ήταν και η καθημερινή μου συνάντηση για ένα μήνα με έναν "κανονικό" άνθρωπο που όμως είχε ανεξίτηλο αριθμό στο χέρι, ήταν έτσι σημαδεμένος, αλλά κι ευτυχώς ζωντανός...
Λίγοι επέστρεψαν από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένας απ' αυτούς που δε γύρισαν ήταν και ο αδερφός του πατέρα μου, ο Αντώνης, ήταν δεν ήταν 20 χρονώ όταν τον πήραν για καταναγκαστική εργασία. Ο καημός της μάνας τους που δεν έσβησε ποτέ!
Ποιος μπορεί να μιλάει τώρα για αυτά τα τέρατα και να μην ανατριχιάζει!