Πιο μικρός ο Χρόνης, γύρω στα εφτά, είχε ρωτήσει τον πατέρα του, εμείς γιατί δεν έχουμε κορνίζα με τους παππούδες; Δεν υπάρχουν; Εσύ δεν είχες μπαμπά και μαμά; Πόσο έκλαιγες κάθε μέρα;
Ο πατέρας του Χρόνη, ο Στέλιος Σπούγιας, που είχε το κορνιζάδικο «Τέλειον», ψέλλισε κάποια στιγμή, χρόνια αργότερα:
σκέφτομαι όλα τα προηγούμενα σαν βαλμένα σε κορνίζες και μετράω ποιες και πόσες δεν κρεμάω στον τοίχο, ποιες και πόσες κρύβω στο πατάρι.
Ο λόγος για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη Κορνιζωμένοι (εκδ. Καστανιώτη, 2024). Ένα κορνιζάδικο στην Κρανιά, μια μικρή πόλη της Θεσσαλίας, μια πόλη χωρίς ταυτότητα που ούτε λικέρ κράνου δεν κάνει πια, αλλά που είχε γνωρίσει δόξες τότε που ένας υπουργός τα έχωνε κι ένας άλλος τα έδινε όλα. Κι ο πολυποίκιλος, γεμάτος πικρές αλήθειες, λόγος της Καρυστιάνη, με τη χειμαρρώδη γλώσσα και τους θαρραλέους χαρακτηρισμούς για όλους και για όλα, δεν χαρίζεται σε κανέναν και σε καμιά κατάσταση. Η παντοτινά δυναμική και βαθιά ανθρώπινη Ιωάννα, ανατέμνει τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας, περιγράφει τις ανιαρές έως γραφικές παρέες όσο περνούν τα χρόνια, τα αδιέξοδα και τις μικρότητες της ζωής στην περιφέρεια, ταυτόχρονα όμως σε βάζει να σκέφτεσαι για την αγάπη και την αθωότητα των ανθρώπων:
είναι πολύ ωραίο να καταγίνεσαι με την αγάπη,
λέει ένας φίλος του Σπούγια, αλλά τον ίδιο το Σπούγια
καθόλου δεν τον βοηθούσε και η αίσθηση ότι τελικά μπορεί να υπάρχει τόση αθωότητα στον κόσμο και τόσο σιμά του, απόψε στο μισό μέτρο.
Οι άνθρωποι κορνιζώνουν τα πάντα, όπως η 80χρονη κυρία Ελενίτσα, που αν και τυφλή εδώ και 45 χρόνια, ψηλαφά κι αγγίζει τις 227 κορνιζωμένες φωτογραφίες μία μία κι αναγνωρίζει πρόσωπα, τράγους και κατσίκια, τοπία, εικόνες μιας περασμένης ζωής.
[...] Στον πάγκο του Τέλειον κατατέθηκαν για κορνίζωμα κεντημένες Παναγίες και μπαλαρίνες, ένα παζλ με τον Γκάλη, ρετρό διαφημίσεις καλλυντικών, μία καρδιά από σταχωμένους μενεξέδες, τρία ροζ φτερά φλαμίνγκο και τέσσερα μωρουδιακά καλτσάκια [...]
Πρωτότυπη η ιδέα της κορνίζας, πολλές οι σκέψεις που γεννιούνται καθώς γυρνάς τις σελίδες, η μαεστρία της Καρυστιάνη δένει πολλές εικόνες, πολλές παράλληλες ιστορίες, πολλές παράλληλες ζωές. Με αριστοτεχνική γραφή προχωρά, μέσα από τη ζωή του κορνιζάδικου και την καθημερινότητα του κορνιζά, η (κρυφή) ιστορία για την εξαφάνιση του γιού του του Χρόνη, διαβάζεις τις σελίδες γρήγορα, αδημονείς να δεις τι θα γίνει, θέλεις να διαβάσεις τη συνέχεια, να μάθεις την κατάληξη, η συγγραφέας δεν σου αφήνει πολλά περιθώρια να μαντέψεις την εξέλιξη της πλοκής, ή κι εσύ δεν θέλεις να προτρέξεις ώστε να γεύεσαι, να ρουφάς σιγά σιγά όλη την ομορφιά της ανάγνωσης.
Δεν γράφω πολλά για το ίδιο το περιεχόμενο, λίγες σκέψεις κι ερωτήματα μόνο. Το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα! Γλώσσα, γραφή, πλοκή, ροή του λόγου, δομή, η Καρυστιάνη στα καλύτερά της. Κορνιζάς ο κεντρικός ήρωας, οι άνθρωποι εκεί κορνιζώνουν τα πάντα. Άραγε, κορνιζώνουν και τον εαυτό τους, είτε αυθεντικό ή όπως τον φαντάζονται οι ίδιοι ή και ο περίγυρος; Είμαστε κορνιζωμένοι στην εικόνα που θέλουμε, σε αντιλήψεις που μας βολεύουν; Το βιβλίο έχει πολλά. Δεν γράφω περισσότερα, διαβάζεται απνευστί και ακολουθεί στοχασμός και κουβέντα. Εξαιρετικό!!!
Πάντως, ναι, φροντιστήριο ζωής το κορνιζάδικο, πράγματι, και σταυροδρόμι συνάντησης ζωντανών και πεθαμένων οι κορνίζες!
Υστερόγραφο 1
Στη συνέντευξη που έδωσε στον Κώστα Κατσουλάρη στο πλαίσιο των εκπομπών «Βίος και Πολιτεία» του ομώνυμου βιβλιοπωλείου, ανάμεσα στα σοφά και βαθιά ανθρώπινα λόγια της η Καρυστιάνη είπε ότι οι άνθρωποι κορνιζώνουν τα πάντα. Χωρίς να είναι απαραίτητα πολύ σχετικό, θυμήθηκα τον Κάρολο, τον ιδιόμορφο καλλιτέχνη και κομμωτή Κάρολο Καραμπερόπουλο που το σπίτι του στα Χανιά έχει γίνει Μουσείο και όπου κανείς μπορεί να δει ότι και ο Κάρολος κορνίζωνε τα πάντα, καθένα με την ιστορία του.
Κορνιζώνω κι εγώ φωτογραφίες, σταυροδρόμι συνάντησης του χθες με το σήμερα και το αύριο οι φωτογραφίες και για μένα. Κάθε μια με την ιστορία της...