Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρης Μαραγκόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άρης Μαραγκόπουλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Πεδία μάχης αφύλακτα, του Άρη Μαραγκόπουλου




Είχα εδώ και μήνες την εκκρεμότητα να γράψω κάτι για το τελευταίο βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου "Πεδία μάχης αφύλακτα" (Τόπος, 2014), το οποίο, όταν το διάβασα, πριν ένα χρόνο μόλις κυκλοφόρησε, μου είχε αφήσει μια πολύ καλή εντύπωση, μια εντύπωση ότι είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί. Μερικές φορές, ο συγγραφέας γίνεται σκληρός, γίνεται αυστηρός, δείχνει να βλέπει μόνο αρνητικές πλευρές στα πράγματα που συζητά, έτσι ώστε να θέλεις να του πεις «ε όχι και τόσο πια». Κι όμως, στην καμιά φορά υπερβολή του στις διαπιστώσεις που κάνει, καταθέτει αλήθειες που ... μπορεί να μας καίνε, αλλά είναι αλήθειες. Και είναι αλήθειες που τις είχε καταθέσει πριν από 10 και 15 χρόνια! Και το πολύ σημαντικό είναι ότι δείχνει έναν άνθρωπο που έχει μελετήσει βαθειά αυτά που συζητά, οπωσδήποτε έναν αναγνώστη που διαβάζει και παρακολουθεί τι γίνεται στον κόσμο (φυσικά, ο Α.Μ. δεν είναι μόνο ένας απλός αναγνώστης, είναι γνωστές οι διαδρομές και οι παρεμβάσεις του στα εκδοτικά, συγγραφικά και κοινωνικά πράγματα, τονίζω όμως και την ιδιότητα του αναγνώστη, γιατί δίνω ιδιαίτερη σημασία όταν κάποιος θέλει να παρεμβαίνει δημόσια).

Το βιβλίο του είναι ένα εγχειρίδιο σπουδών επικοινωνίας και πολιτισμού, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη βιβλιογραφική καταγραφή. Δεν είμαι ειδικός στα δύο αυτά πεδία, έχω όμως γνώση γύρω από τα ζητήματα πληροφορίας και βιβλιοθηκών που άπτονται σε κάποια σημεία αυτών των πεδίων και που αναφέρονται και στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου.

Αλλά τι είναι αυτό το βιβλίο; Όπως λέει στον υπότιτλο, είναι «θέσεις για την κουλτούρα και τον πολιτισμό». Χωρίζεται σε τρία μέρη με τους παρακάτω τίτλους, που είναι ενδιεκτικοί του περιεχομένου τους :1) 1998-2014: Χρονικό μιας εν προόδω παρακμής 2) Το μέλλον, τώρα 3) Οι διανοούμενοι ως μικρή χώρα.

Τώρα που διαβάζουμε ή ξαναδιαβάζουμε αυτά τα κείμενα, με την απόσταση του χρόνου και με τις συνθήκες τις οποίες βιώνουμε, μπορούμε να ερμηνεύουμε καλύτερα συμπεριφορές και πολιτικές που αναδείχτηκαν και μας οδήγησαν στη σημερινή «βάρβαρη εποχή» όπως την ονομάζει ο ίδιος, αλλά νομίζω και να οδηγηθούμε σε έναν αναστοχασμό και μια αυτογνωσία ο καθένας μας για τη στάση μας στα πράγματα.

Το 1998 έγραφε για τον «εθισμό στον φόβο», που γεννήθηκε στην περίοδο της Κατοχής, οξύνθηκε στον εμφύλιο και διογκώθηκε στη δεκαετία του ’50, που επιμαρτυρεί την υποβάθμιση της συλλογικής (εθνικής) παιδείας και που πλέον η μηχανή του φόβου «έχει αλώσει ολοκληρωτικά συνειδήσεις και κατευθύνει συλλογικές συμπεριφορές». Κι έτσι, λέει, δημιουργείται η «φοβισμένη χώρα»,  που αποστρέφεται «κάθε διαφορετική γνώση που μπορεί να διευρύνει την ελευθερία της». Σαν παραδείγματα φέρνει π.χ. τη λογοτεχνία και τους ξένους πρόσφυγες.

Ο εθισμός είναι έννοια που τη χρησιμοποιεί συχνά, εθιζόμαστε, γράφει, «πιο πολύ στο γυαλιστερό εφήμερο, κάθε ημέρα γινόμαστε οι ίδιοι πιο εφήμεροι». Ενώ πιο πρόσφατα (το 2008) έγραφε ότι, όντας πνιγμένοι στο ρεπορτάζ και στη δημοσιογραφική αληθοφάνεια, χάνουμε από τα μάτια μας την Επιθυμία. «Την Επιθυμία για την Ουτοπία ενός άλλου κόσμου. Την επιθυμία γενικώς. Συνηθίζει κανείς στην ασχήμια ίοπως συνηθίζει στην οικολογική καταστροφή, όπως συνηθίζει στην πολιτική διαφθορά, όπως ένα κουρασμένο ζευγάρι συνηθίζειο να απέχει από τον έρωτα...». (Μου θυμίζει εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο ενός αμερικάνου δημοσιογράφου που έγραφε ότι χρησιμοποιώντας πια τα παιδιά το Ίντερνετ για τις σχολικές τους εργασίες αντί να χρησιμοποιούν τις έντυπες εγκυκλοπαίδειες, βρίσκουν τα πάντα και γρήγορα, δεν μένει τίποτα που δεν μπορούν να βρουν άμεσα και μένει μόνο ως έλλειμμα η περιέργεια και η επιθυμία να ψάξουν κι άλλο, κάποια άλλη φορά, κάπου αλλού.).

Αν και «μια φρικτά φοβισμένη κοινωνία, μια εν τέλει αδύναμη να αντισταθεί σε οτιδήποτε κοινωνία» ίσως σε ένα βαθμό να μην ισχύει τώρα, όμως, ίσως θα έπρεπε νωρίτερα να έχουμε δεί αυτό που έγραφε στην Αυγή το 1999: «Ας γίνουμε όλοι καθηγητές του μέλλοντός μας!». Για να μην ισχύει αυτό που λίγο μετά έγραφε: «Συναινώ, άρα υπάρχω»!!!

Είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση για το περιττό και το άχρηστο που ο κόσμος της παγκοσμιοποίησης θέλει να προσδώσει στον άνθρωπο σήμερα, που θέλει να τον κάνει έναν άνθρωπο χωρίς ιδιότητες, χωρίς δημιουργικό στοχασμό («όταν ξεπερνάει τα όρια της αναγκαίας τεχνογνωσίας για τη διαχείριση των πληροφοριών»), όπου είναι περιττός ο ελεύθερος χρόνος (συμπληρώνω εγώ: πάρτε τη λειτουργία των καταστημάτων και τις Κυριακές, πάρτε τα ωράρια στις μεγάλες εταιρείες, πάρτε τη φιλολογία για τους άχρηστους υπαλλήλους), είναι περιττός ο έρωτας («όταν δεν αναπαράγει την εικόνα του ζευγαριού των διαφημίσεων»), όπου χάνεται ο ορίζοντας των δικαιωμάτων και των ελάχιστων αναγκών (δείτε τι γίνεται αυτό τον καιρό με τις απαιτήσεις των «δανειστών» μας) κτλ. (να παραπέμψω με την ευκαιρία στον «άνθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ, αλλά και στο «η χρησιμότητα τουάχρηστου» του Nuccio Ordine που κυκλοφόρησε το 2013 στα ελληνικά και έχει ενδιαφέρον).


Ο Angelos Novus του Paul Klee συμβόλιζε για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν τον Άγγελο της Ιστορίας του Μεσοπολέμου, για τον Άρη Μαραγκόπουλο συμβολίζει το ίδιο παραστατικά και την ψηφιακή εποχή
Κάνει συχνά λόγο για την τηλεόραση και τα άλλα μέσα επικοινωνίας και για το ρόλο τους στη διαμόρφωση χαρακτήρων,  συμπεριφορών, στάσεων ζωής και αξιών. Και για την πολιτιστική πολιτική που χρειάζεται ως αντίβαρο στο μεγαλαδελφισμό και στον ωχαδερφισμό. Και για την κυρίαρχη ελληνική κουλτούρα που χαρακτηρίζεται από τον παρεμβατικό ρόλο της Εκκλησίας, τις πελατειακές σχέσεις στην πολιτική, την υποκατάσταση της αξιοκρατίας με κριτήρια μικροπολιτικά, τις εθνικιστικές εξάρσεις, τον ελληνοκεντρισμό ως αξιακό κριτήριο, τις μικροαστικές συμπεριφορές στην καθημερινότητα, τον αριστερό λαϊκισμό κτλ. κτλ. Και για τη λογοτεχνία και την οικονομική δυναμική  της παραλογοτεχνίας. Μια παρατήρηση που έχω να κάνω εδώ είναι ότι, αν και συμφωνώ με τη γενική διαπίστωση, διαφωνώ με τις κρίσεις του συγγραφέα για τις αναγνώστριες αυτών των «ευπώλητων» βιβλίων και νομίζω ότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο, ζήτημα παιδείας, κουλτούρας και πολιτισμού που εξάλλου ο ίδιος πολύ καλά αναλύει. (Με την ευκαιρία, πάντως, ενδιαφέρον δοκίμιο για το φαινόμενο της παραλογοτεχνίας είναι το βιβλίο της Εύας Στάμου «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας» (Gutenberg, 2014).

Και για την Εθνική Βιβλιοθήκη γράφει και για τις βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και για την ανάγκη δημιουργίας δικτύου δανειστικών βιβλιοθηκών. Θα είχα να σημειώσω ότι υπάρχουν βέβαια κάποιες εξελίξεις σήμερα κι επίσης θα έλεγα ότι ακόμη προέχει η καλλιέργεια της χρήσης των βιβλιοθηκών, γιατί υπάρχουν βιβλιοθήκες στη χώρα μας, παρά τα όποια προβλήματα, και δεν είναι αυτονόητη η χρήση τους. Εξάλλου και ο ίδιος κάνει λόγο για πολιτισμική βαρβαρότητα όταν τα περισσότερα σχολεία στερούνται ζωντανές βιβλιοθήκες ώστε τα παιδιά να εξοικειώνονται με το εξωσχολικό βιβλίο (εδώ βέβαια είναι καθοριστικός ο ρόλος των εκπαιδευτικών) και όταν οι δήμοι διαθέτουν τα κονδύλια για βιβλιοθήκες σε άλλα έργα ή εκδηλώσεις (θέλω να πιστεύω ότι δεν γίνεται πάντα έτσι, όσο για τις εκδηλώσεις, πραγματικά είναι υπό συζήτηση αυτός ο υπερκαταναλωτισμός εξωστρέφειας σε σχέση με την ίδια τη βιβλιοθήκη και το ρόλο της, χωρίς βέβαια να είμαι ενάντια σ’ αυτές).

Γράφει για το διανοούμενο, που ρόλος του είναι «να αντισταθεί στο ακατάσχετο ρεύμα χρηματισμού της ανθρώπινης ζωής, να διασώσει τη Μνήμη, να υπερασπιστεί την παγκόσμια πατρίδα των ανθρωπιστικών ιδεών, να χτυπήσει το ρατσισμό, το φασισμό, τον ιμπεριαλισμό... να δικεδικήσει περισσότερη ελευθερία...».

Γράφει για τον πολιτισμό, την «πολιτιστική εξίσωση», το αμερικάνικο όνειρο, τον μιμητισμό, την κυριαρχία «της μιας εικόνας, της μιας γλώσσας και του ενός εικονικού/αγοραίου πολιτισμού», παραπέμποντας μάλιστα σε δηλώσεις του γνωστού Μπρεζίνσκι στις οποίες έκανε λόγο για τον πολιτισμό των μαζών και την πολιτική δύναμη του μιμητισμού που αυξάνουν σημαντικά τον αμερικάνικο ρόλο. Και για την τέχνη γράφει, για το έργο τέχνης, την αναπαραγωγή του και τον δημιουργό του.

Γράφει για τον κυβερνοχώρο και για τον φυσικό χρόνο και χώρο που δεν έχει σημασία για το Διαδίκτυο και για την αξία όπως ορίζεται στο Φέισμπουκ και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα με τα like. Αναφέρεται στην εμπορευματοποίηση του φυσικού κόσμου μέσα από τον ψηφιακό («το ψηφιακό μέσο είναι το μήνυμα») και στο ρόλο της πληροφορίας που, όπως η γη και το κεφάλαιο, αποτελεί μορφή ιδιοκτησίας που μονοπωλείται.
Μάλιστα, συγκρίνοντας την τηλεόραση με το Διαδίκτυο, σημειώνει ότι αυτό, ακόμη περισσότερο, πέτυχε να εντάξει την προσωπική ζωή στη σφαίρα της αγοράς, με την ψευδαίσθηση μάλιστα της οικειοθελούς ατομικής συμμετοχής. Παραπέμπει στο πραγματικά πολύ αξιόλογο βιβλίο των Nicholas Christakis και James Fowler "Συνδεδεμένοι: η εκπληκτική δύναμη των κοινωνικών δικτύων και πώς αυτά διαμορφώνουν τη ζωή μας" (το οποίο, κατά τη γνώμη μου, απαντά πολύ πειστικά στο φαινόμενο των «φίλων» του Φέισμπουκ).




Θα σταθώ ιδιαίτερα στην αναφορά που κάνει για τον ιστορικό της πληροφορίας και των επικοινωνιών Daniel Schiller και στο βιβλίο του "Digital Capitalism: Networking the Global Market System" (The MIT Press, 2000).  Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, στο οποίο ο παλαίμαχος πλέον  καθηγητής Επιστήμης της Πληροφορίας στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις συζητά και πλευρές της παγκόσμιας δικτύωσης και του Ίντερνετ άλλες από τις καθιερωμένες, χρησιμοποιώντας τον όρο «ψηφιακός καπιταλισμός». [Χαίρομαι ιδιαίτερα για τις αναφορές στον Schiller γιατί αυτό το βιβλίο το είχα διαβάσει ήδη από τότε που κυκλοφόρησε, ενώ του ίδιου έχω και τα "Theorizing Communication: A History" και “How to Think About Information”. Είναι πολυγραφότατος και παρεμβατικός και μπορεί κανείς να βρει πολλές ομιλίες του και άρθρα του, ενώ και στο ένθετο της Le Monde Diplomatique στην Αυγή της Κυριακής 3/3/2013 είχε δημοσιευτεί το άρθρο του «Ποιος θα ελέγξει το Διαδίκτυο;» (είχε ξαναμπεί σε πρόσφατο φύλλο).] 

Επειδή όμως είναι πάρα πολλά και χρήσιμα αυτά που μας μεταφέρει για προβληματισμό και αναστοχασμό ο Άρης Μαραγκόπουλος, θα σταματήσω με κάποια αποσπάσματα από ερωτήματα που θέτει στο κείμενο με τίτλο «Υπάρχει χρεία διανοουμένων;» και θα έλεγα, επειδή είχαν γραφτεί μέχρι τον Απρίλιο του 2014, ότι βοηθούν να τα βάζουμε αυτά τα ερωτήματα συνεχώς, για το παρελθόν και για το παρόν (θέλοντας να πιστεύω ότι υπάρχει κάποια θετική αναλαμπή):

·        Είδατε ποτέ κανέναν πολιτικό να συζητάει ουσιαστικά με διανοουμένους εν όψει των οποιωνδήποτε αποφάσεών του;
·    Προσέξατε μήπως κάποια μεταπολιτευτική κυβέρνηση να έκανε το παραμικρό για να έχουμε μια λειτουργική, σύγχρονη κλπ. Εθνική βΙβλιοθήκη, που να ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τις δημόσιες βιβλιοθήκες αυτής της χώρας;
·  Αντιληφθήκατε μήπως να έχουν γίνει σοβαρές αλλαγές στους αρχαιολογικούς τόπους και τα αντίστοιχα μουσεία της χώρας...;
·         Διαπιστώσατε μήπως να λειτουργούν κανονικά οι σχολικές βιβλιοθήκες...;
·   Σας είναι άραγε γνωστή η κατάσταση του ενός σχολικού, γυμνασιακού, πανεπιστημιακού κλπ εγχειριδίου;
·         Γνωρίζετε καλά το επίπεδο της δημόσιας παιδείας;
·         Σας λέει τίποτε η λέξη «παπαγαλία»;


Έγραφε ο Άρης Μαραγκόπουλος το 1999 στην Αυγή: «Σε δέκα χρόνια, αν δεν αντισταθούμε σήμερα, τώρα, ακόμα και ο μολυσμένος αέρας θα μας έχουν πείσει ότι είναι πεντακάθαρος».!!!!!

Επίκαιρο παρά ποτέ!