Καλῶς τονε τὸν Μάη μὲ τοὺς γλυκοὺς ζεφύρους,
μὲ τὰ κουκιὰ τὰ φρέσκα, τοὺς μυρωδάτους τσίρους,
μὲ τ' ἄνθη, μὲ τὰ ρόδα, μὲ τὰ χλωρὰ γρασίδια,
μὲ μουσικαῖς, τραγούδια, ἐρωτικὰ παιχνίδια,
γέλοια, φωναῖς, μεθύσια...
ψυχή μου, στὰ Πατήσια.
Μόλις, τρελλέ μου Μάη, ἡ μούρη σου προβάλλει,
τῆς Πλάκας οἱ τενόροι σοῦ ἐξυμνοῦν τὰ κάλλη,
καὶ μὲ αὐτοὺς ἀρχίζει τῶν ποιητῶν ἡ λύρα
τὸ πιὸ βαθὺ ρομάντσο γιὰ τἄφθονά σου μύρα,
καὶ ὅσαις ὠμορφάδες
σκορπᾶς καὶ πρασινάδαις.
Γιὰ δέτε τί μαγεία στῶν Πατησιῶν τὸ μέρος!
Ἐδῶ σὰν πεταλοῦδα κρυφοπετᾶ ὁ ἔρως,
ἐδῶ ἡ Μούσαις ὅλαις, ἐδῶ ἡ Ἀφροδίτη,
ἐδῶ ἡ Θεσσαλία, ἡ Ἤπειρος κι' ἡ Κρήτη.
Ἐδῶ κι' ἡ κάθε Χάρις,
ὁ Βάκχος καὶ ὁ Ἄρης.
Ἴτε, Ἑλλήνων παῖδες, στοῦ Μάη τὸ τσιμποῦσι,
ἴτε, Ἑλλήνων παῖδες, καὶ κάνετε γιουροῦσι
στὰ τόσα περιβόλια, στοὺς Μάηδες, στοὺς τσίρους,
στὴν ἀγγουροσαλάτα καὶ εἰς τοὺς ποδογύρους,
καὶ ψάλλετε ὀλίγα
πολεμικὰ τοῦ Ρήγα.
Ἐδῶ σπαθὶ δὲν παίζει, οὔτε βροντᾶ τουφέκι,
Κιρκάσιοι δὲν εἶναι ἐδῶ καὶ Ζεϊμπέκοι,
ποὺ μόλις τοὺς κυττάξῃς τουρτούρισμα σὲ πιάνει,
ἐδῶ τοῦ Ἄγγλου Χόβαρτ ἡ μπάλα δὲν μᾶς φθάνει,
καὶ οὔτε μία σφαῖρα
σφυρίζει στὸν ἀέρα.
Ζήτω λοιπὸν καὶ πάλιν ὁ πόλεμος, ὦ φίλοι!
Αὐτὸ ἂς ποῦμε ὅλοι μὲ γέλοιο εἰς τὰ χείλη.
Ζήτω ὁ Στάφορδ Νόρθκοτ, ζήτω καὶ τόσοι ἄλλοι,
ποὺ προσπαθοῦν νὰ γίνῃ ἡ χώρα μας μεγάλη,
καὶ σκούζουν τόσο χρόνο
γιὰ τὴν Ἑλλάδα μόνο.
Ζήτω ὁ νέος Μάης, τὸ ζεῦκι, τὸ κρεμμύδι,
τὸ τρυφερὸ ἀγγοῦρι μὲ λάδι καὶ μὲ ξύδι,
ἡ μπύρα, ἡ ρετσίνα, τ' ὀρεκτικὸν τὸ σκόρδον,
ὁ Βήκονσφηλδ, οἱ Ἄγγλοι, καὶ ἡ Βουλὴ τῶν Λόρδων.
Μὰ ζήτω κι' ἡ Εὐρώπη,
ὁποὺ γιὰ μᾶς ἐκόπη.
Ἐμπρὸς λοιπὸν στοῦ Μάη αὐτὸ τὸ πανηγύρι
ἂς πιοῦμε στὴν ὑγειά των ὁλάκερο ποτῆρι,
καὶ πλέκοντας στεφάνια μὲ ἀγκινάρας φύλλα,
ἂς πᾶμε στὸν Σουλτᾶνο μὲ ρόπαλα καὶ ξύλα,
νὰ τοῦ εἰποῦμε ὅλοι:
«Σικτὶρ ἀπὸ τὴν Πόλι».
Το παραπάνω είναι το ποίημα "Ο Μάης" του Γεωργίου Σουρή που το έγραψε το 1878. Μετά από 15 χρόνια γιορτάστηκε για πρώτη φορά η Πρωτομαγιά στην Ελλάδα. πρωτοστάτησε ο Σταύρος Καλλέργης, ένας από τους πρώτους σοσιαλιστές.
Αντέγραψα το ποίημα από το σχετικό λήμμα στη Βικιθήκη.