Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη
κι αν του ανακόβεται η στιγμή
ναρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.
Πάρτε το φως! Είναι καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.
Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά
να σκύψη κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχό μου μάτι.
Πάρτε το φως! Είναι η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είνε η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως! Με τυραννεί...
μου αρνιέται την ψυχή μου...
Το παραπάνω ποίημα είναι της Μαρίας Πολυδούρη. Το αντέγραψα από μια παλιά έκδοση από Γ. Οικονόμου με εισαγωγή Έλλης Αλεξίου και ανθολόγηση Γιώργη Πικρού. Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Γιάννη Σπανό και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ανθολογία Β» όπου το τραγούδησε η Πόπη Αστεριάδη, καθώς και από τον Νότη Μαυρουδή και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Άγρυπνο φεγγάρι» με ερμηνεία από τη Μαρία Θωίδου.
Στη μνήμη του πολυαγαπημένου φίλου Φίλιππου. Στη μνήμη του παθιασμένου βιβλιοθηκονόμου, Γενικού Διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης που έφυγε σήμερα το πρωί αφήνοντας κενό που δεν περιγράφεται με λόγια. Όλη η αγάπη μας στην αγαπημένη του Νίκη!