Tο
Ζαχαροπλαστείο "Πέτρογραδ" της οικογένειας Γιάκοβλεφ. Ανοιξε το 1935 στην οδο Σταδίου 29 και έκλεισε το 1969. (Πηγή) |
Ο Μίκης Θεοδωράκης, στο βιβλίο του «Ανατομία της Μουσικής» (είχα γράψει εδώ), κάνει εκτενή αναφορά στον Νίκο Σκαλκώτα (1904-1949), τον οποίο αγαπά και κάνει παρέα μέχρι τον θάνατό του (ήταν μόλις 25 χρονών τότε ο Μίκης) παρότι δεν δείχνει να τρέφει τα ίδια φιλικά αισθήματα για όλη τη μουσική του και για το ρεύμα της «πρωτοποριακής» μουσικής, που εκπροσωπείται τότε κυρίως από τον Σένμπεργκ (για τον οποίο, μάλιστα, γράφει ότι η συμβολή του περιορίζεται «στην προσφορά νέων αρμονικών και μελωδικών τρόπων… παρά στην ίδια τη δημιουργία»). Ας αφήσουμε όμως στους ειδικούς τη μουσική αποτίμηση και ας δούμε την πιο προσωπική προσέγγιση του Μίκη για τον άνθρωπο και μουσικό Σκαλκώτα.
[…] Μέχρι προχτές ζούσε ανάμεσά μας ο σιωπηλός συνθέτης. Πού ήσαν τότε οι φίλοι του νεκρού Σκαλκώτα; Μήπως δεν ήταν γνωστό σε όλους το πλούσιο έργο του, το βάθος του χαρακτήρα του, η σοβαρότητα της μόρφωσής του; Κι όμως ο Σκαλκώτας ξεχάστηκε πίσω απ’ το τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής, ως την ώρα που έσβησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του. Θλιβερή κοινωνία, θλιβεροί «φίλοι», ν’ αγαπούνε πιότερο τους νεκρούς από του ζωντανούς.
Τον θυμάμαι τον Νίκο Σκαλκώτα όταν πηγαίναμε μαζί στο ζαχαροπλαστείο της οδού Σταδίου «Πέτρογκραντ», ιδιοκτησίας του συνθέτη ελαφράς μουσικής Νίκυ Γιάκοβλεφ. Πεινασμένοι περιμέναμε στο γωνιακό τραπεζάκι να μας φέρει από μια μπύρα και ένα πιροσκί. Αυτή ήταν η αμοιβή μας! Μετά ο Γιάκοβλεφ καθόταν στο πιάνο και αφηνόταν στους αυτοσχεδιασμούς. Ήθελε να γράψει κοντσέρτο για πιάνο. Μόνο που δεν ήξερε καλά μουσική. Έτσι εμείς, ο Σκαλκώτας κι εγώ, σημειώναμε στο πεντάγραμμο ό,τι μπορούσαμε. Αυτή η χαμάλικη δουλειά του Σκαλκώτα ήταν τεράστια. Μπορούσε να δουλεύει νύχτες ολόκληρες νηστικός για λογαριασμό ξένων προκειμένου να κερδίσει λίγες δραχμές. Την ημέρα πήγαινε στις πρόβες της Κρατικής. Σιωπηλός, θα ’λεγα φοβισμένος, σπάνια μιλούσε. Πάντα ευγενικός μέχρι υπερβολής. Δεχόταν με χαμόγελο τις ειρωνείες που του πετούσαν «ευγενικά» οι συνάδελφοί του σε κάθε πρώτη εκτέλεση έργου του.
Και όταν πέθανε ξαφνικά, η ορχήστρα τήρησε ενός λεπτού σιγή για τον «τύπο αυτόν που χάθηκε», όπως είπαν τότε κάποια επίσημα χείλη… Πού ήσαν, αλήθεια, όλον αυτόν τον καιρό οι φίλοι του ζωντανού Σκαλκώτα;
Μπορώ να πω ότι αγαπούσα πολύ τον Σκαλκώτα κι εκείνος με τιμούσε με την αγάπη και τη φιλία του. Ίσως να ήμουν απ’ τους ελάχιστους που μαζί τους κουβέντιαζε για το έργο του και συχνά με καλούσε στο σπίτι του να δω τις παρτιτούρες που έγραφε εκείνη την εποχή. Ήξερα ότι είχε πολύ δυνατό αυτί. Η τεχνική του ήταν άρτια. Πολλές φορές όμως του παρατήρησα ότι φόρτωνε υπερβολικά την ορχήστρα του. Κάθε μέρα έβλεπα νέες γραμμές. Ένα πυκνό, όλο και πιο πυκνό κοντραπούντο. Όταν παίζαμε το έργο στην Κρατική – έπαιζα τότε κι εγώ – με τις λίγες πρόβες και το σχετικά χαμηλό επίπεδο πολλών μουσικών, ακούγονταν όλα μπερδεμένα, χαοτικά. Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό η αιτία. Για μένα, έφταιγε κυρίως το γράψιμο. Ήμουν σίγουρος ότι από ένα σημείο και πέρα δεν τον ενδιέφερε τόσο το ακουστικό φαινόμενο, αλλά πιο πολύ το γεγονός ότι όλες αυτές οι γραμμές υπήρχαν σαν σκέψεις, σαν ιδέες επάνω στο χαρτί.
Είχαν διατυπωθεί, στριμωγμένες θα ‘λεγες από μια εσωτερική διανοητική και ψυχική αναγκαιότητα να ζήσουν ιδανικά – υποκειμενικά – φυλακισμένες στο πεντάγραμμο, κάθε μία γραμμή με τη δική της ιστορία. […]
Και συνεχίζει παρακάτω μ’ ένα σημείωμα που είχε δημοσιεύσει στις 2 Νοεμβρίου του 1952 στην «Προοδευτική Αλλαγή»:
Εκείνος που θα ήθελε να έχει μια άμεση και γνήσια επαφή με ό,τι ονομάζουμε στη μουσική «φορμαλισμό», δεν έχει παρά ν’ ακούσει το “Largo Ostinato” του Νίκου Σκαλκώτα… Το έργο του, πολυσύνθετο, πλατύ, δε βρήκε στον καιρό του αξιόλογη απήχηση εξόν απ’ τους «χορούς» του.
Δεν είναι, όμως, που η εποχή του δεν τον κατάλαβε. Η αιτία βρίσκεται μέσα στις ίδιες του τις συνθέσεις, με το ακαθόριστο, το σκοτεινό τους περιεχόμενο, την εγκεφαλική τους διάθεση, τον μηδενιστικό τους προσανατολισμό.
Ναι ο Σκαλκώτας ήταν ένας φορμαλιστής. Η λεπτή, η τρομακτικά ευαίσθητη φύση του, τυλίχτηκε ασφυκτικά απ’ τους πλοκάμους μιας σαπισμένης, δίχως ορίζοντα εποχής. Η σκληρότητα και η αδιαφορία των ανθρώπων τον ανάγκασε να κλειστεί στον εαυτό του. Και όταν ακόμα σου μιλούσε, η φωνή του έπαιρνε έναν σιγανό, φοβισμένο τόνο, τα λόγια του με δυσκολία φτάνανε στ’ αυτιά σου. […]
Ήταν τότε 27 χρονών ο Μίκης, αγαπούσε τον Νίκο Σκαλκώτα και τον θεωρούσε «τραγική μορφή». Καταλήγοντας, ξεχωρίζει τον Σκαλκώτα και τον Χρήστου από «το κύκλωμα της λεγόμενης πρωτοποριακής μουσικής», όπως, λέει, εννοούν κάποιοι «ιδιόρρυθμοι εγκέφαλοι» την «κάθε είδους εκκεντρικότητα». Αυτοί, γράφει, «αποδείξανε ότι είναι γνήσιοι μουσικοί, γνήσιοι καλλιτέχνες και γνήσιοι δημιουργοί».
Με αφορμή, και όχι μόνο, το Έτος Σκαλκώτα που γιορτάζουμε φέτος.
[…] Μέχρι προχτές ζούσε ανάμεσά μας ο σιωπηλός συνθέτης. Πού ήσαν τότε οι φίλοι του νεκρού Σκαλκώτα; Μήπως δεν ήταν γνωστό σε όλους το πλούσιο έργο του, το βάθος του χαρακτήρα του, η σοβαρότητα της μόρφωσής του; Κι όμως ο Σκαλκώτας ξεχάστηκε πίσω απ’ το τελευταίο αναλόγιο της Κρατικής, ως την ώρα που έσβησε πάνω στην ακμή της ηλικίας του. Θλιβερή κοινωνία, θλιβεροί «φίλοι», ν’ αγαπούνε πιότερο τους νεκρούς από του ζωντανούς.
Τον θυμάμαι τον Νίκο Σκαλκώτα όταν πηγαίναμε μαζί στο ζαχαροπλαστείο της οδού Σταδίου «Πέτρογκραντ», ιδιοκτησίας του συνθέτη ελαφράς μουσικής Νίκυ Γιάκοβλεφ. Πεινασμένοι περιμέναμε στο γωνιακό τραπεζάκι να μας φέρει από μια μπύρα και ένα πιροσκί. Αυτή ήταν η αμοιβή μας! Μετά ο Γιάκοβλεφ καθόταν στο πιάνο και αφηνόταν στους αυτοσχεδιασμούς. Ήθελε να γράψει κοντσέρτο για πιάνο. Μόνο που δεν ήξερε καλά μουσική. Έτσι εμείς, ο Σκαλκώτας κι εγώ, σημειώναμε στο πεντάγραμμο ό,τι μπορούσαμε. Αυτή η χαμάλικη δουλειά του Σκαλκώτα ήταν τεράστια. Μπορούσε να δουλεύει νύχτες ολόκληρες νηστικός για λογαριασμό ξένων προκειμένου να κερδίσει λίγες δραχμές. Την ημέρα πήγαινε στις πρόβες της Κρατικής. Σιωπηλός, θα ’λεγα φοβισμένος, σπάνια μιλούσε. Πάντα ευγενικός μέχρι υπερβολής. Δεχόταν με χαμόγελο τις ειρωνείες που του πετούσαν «ευγενικά» οι συνάδελφοί του σε κάθε πρώτη εκτέλεση έργου του.
Και όταν πέθανε ξαφνικά, η ορχήστρα τήρησε ενός λεπτού σιγή για τον «τύπο αυτόν που χάθηκε», όπως είπαν τότε κάποια επίσημα χείλη… Πού ήσαν, αλήθεια, όλον αυτόν τον καιρό οι φίλοι του ζωντανού Σκαλκώτα;
Μπορώ να πω ότι αγαπούσα πολύ τον Σκαλκώτα κι εκείνος με τιμούσε με την αγάπη και τη φιλία του. Ίσως να ήμουν απ’ τους ελάχιστους που μαζί τους κουβέντιαζε για το έργο του και συχνά με καλούσε στο σπίτι του να δω τις παρτιτούρες που έγραφε εκείνη την εποχή. Ήξερα ότι είχε πολύ δυνατό αυτί. Η τεχνική του ήταν άρτια. Πολλές φορές όμως του παρατήρησα ότι φόρτωνε υπερβολικά την ορχήστρα του. Κάθε μέρα έβλεπα νέες γραμμές. Ένα πυκνό, όλο και πιο πυκνό κοντραπούντο. Όταν παίζαμε το έργο στην Κρατική – έπαιζα τότε κι εγώ – με τις λίγες πρόβες και το σχετικά χαμηλό επίπεδο πολλών μουσικών, ακούγονταν όλα μπερδεμένα, χαοτικά. Δεν ήταν, όμως, μόνον αυτό η αιτία. Για μένα, έφταιγε κυρίως το γράψιμο. Ήμουν σίγουρος ότι από ένα σημείο και πέρα δεν τον ενδιέφερε τόσο το ακουστικό φαινόμενο, αλλά πιο πολύ το γεγονός ότι όλες αυτές οι γραμμές υπήρχαν σαν σκέψεις, σαν ιδέες επάνω στο χαρτί.
Είχαν διατυπωθεί, στριμωγμένες θα ‘λεγες από μια εσωτερική διανοητική και ψυχική αναγκαιότητα να ζήσουν ιδανικά – υποκειμενικά – φυλακισμένες στο πεντάγραμμο, κάθε μία γραμμή με τη δική της ιστορία. […]
Και συνεχίζει παρακάτω μ’ ένα σημείωμα που είχε δημοσιεύσει στις 2 Νοεμβρίου του 1952 στην «Προοδευτική Αλλαγή»:
Εκείνος που θα ήθελε να έχει μια άμεση και γνήσια επαφή με ό,τι ονομάζουμε στη μουσική «φορμαλισμό», δεν έχει παρά ν’ ακούσει το “Largo Ostinato” του Νίκου Σκαλκώτα… Το έργο του, πολυσύνθετο, πλατύ, δε βρήκε στον καιρό του αξιόλογη απήχηση εξόν απ’ τους «χορούς» του.
Δεν είναι, όμως, που η εποχή του δεν τον κατάλαβε. Η αιτία βρίσκεται μέσα στις ίδιες του τις συνθέσεις, με το ακαθόριστο, το σκοτεινό τους περιεχόμενο, την εγκεφαλική τους διάθεση, τον μηδενιστικό τους προσανατολισμό.
Ναι ο Σκαλκώτας ήταν ένας φορμαλιστής. Η λεπτή, η τρομακτικά ευαίσθητη φύση του, τυλίχτηκε ασφυκτικά απ’ τους πλοκάμους μιας σαπισμένης, δίχως ορίζοντα εποχής. Η σκληρότητα και η αδιαφορία των ανθρώπων τον ανάγκασε να κλειστεί στον εαυτό του. Και όταν ακόμα σου μιλούσε, η φωνή του έπαιρνε έναν σιγανό, φοβισμένο τόνο, τα λόγια του με δυσκολία φτάνανε στ’ αυτιά σου. […]
Ήταν τότε 27 χρονών ο Μίκης, αγαπούσε τον Νίκο Σκαλκώτα και τον θεωρούσε «τραγική μορφή». Καταλήγοντας, ξεχωρίζει τον Σκαλκώτα και τον Χρήστου από «το κύκλωμα της λεγόμενης πρωτοποριακής μουσικής», όπως, λέει, εννοούν κάποιοι «ιδιόρρυθμοι εγκέφαλοι» την «κάθε είδους εκκεντρικότητα». Αυτοί, γράφει, «αποδείξανε ότι είναι γνήσιοι μουσικοί, γνήσιοι καλλιτέχνες και γνήσιοι δημιουργοί».
Με αφορμή, και όχι μόνο, το Έτος Σκαλκώτα που γιορτάζουμε φέτος.
.................................................
Σημειώσεις:
Πληροφορίες για το ζαχαροπλαστείο Πέτρογκραντ υπάρχουν στις ιστοσελίδες:
https://palia.kithara.gr/index.php?cmd=ci&cre=ciakpblev%20niku.
- http://rebetcafe.blogspot.com/2013/01/blog-post_31.html (απ' όπου και η φωτογραφία) και
- http://www.stougiannidis.gr/AENAON/AS9/zaxaroplasteia.pdf.
https://palia.kithara.gr/index.php?cmd=ci&cre=ciakpblev%20niku.
Η "Προοδευτική Αλλαγή" ήταν πρωινή ημερήσια εφημερίδα της Αριστεράς. Είχε ως υπότιτλο "Δημοκρατία - Ελευθερία - Δικαιοσύνη".