Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πολιτική βιβλίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πολιτική βιβλίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

Μυρσίνη Ζορμπά: η γυναίκα με όραμα τον πολιτισμό της καθημερινότητας, με το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες εγγύηση ανάπτυξης

 

Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα που έφυγε από τη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά, η γυναίκα που τίμησε τα γράμματα, τον πολιτισμό, το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με μεράκι και διαρκή εγρήγορση. Δυστυχώς, ενώ είχα ετοιμάσει αμέσως μετά τον θάνατό της ένα κείμενο για ανάρτηση, δικές μου δυσκολίες ανέβαλαν την ολοκλήρωση και δημοσιοποίησή του. Έτσι, παραθέτω το κείμενο που είχα ετοιμάσει πέρσι, τον Απρίλιο του 2023, και στη συνέχεια συμπληρώνω με λίγα από τα πολλά που θα ήθελα να γράψω.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Δεν είναι πια στη ζωή η Μυρσίνη Ζορμπά, η γυναίκα που πάλευε με όλο της το είναι για τον πολιτισμό, τον πολιτισμό για τον καθένα, τον πολιτισμό της καθημερινότητας, που ήταν και όραμά της όταν ήταν υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Σύριζα. Φτωχότερος ο κόσμος μας!

«Αν δεν μπορέσουμε να έχουμε τον πολιτισμό στην καθημερινή μας ζωή, στην πραγματικότητα είμαστε απομακρυσμένοι και από τα άλλα [...] πρέπει να μπαίνουμε στους χώρους πολιτισμού και να βγαίνουμε διαφορετικοί, διαφορετικοί στην καθημερινή συμπεριφορά, στη νοοτροπία, στη σκέψη μας», έλεγε στη συνέντευξη που έδινε ως Υπουργός Πολιτισμού στην εκπομπή Άλλη διάσταση της ΕΡΤ στον Κώστα Αρβανίτη και τη Φωτεινή Λαμπρίδη.

Ήταν η γυναίκα που ονειρεύτηκε κι έκανε πράξη έναν φορέα βιβλίου για τη χώρα μας, το ΕΚΕΒΙ, που κατάργησε η Κυβέρνηση Σαμαρά το 2013 και που πάλι εκείνη, ως Υπουργός Πολιτισμού, έβαλε τα θεμέλια να ξαναδημιουργήσει μα δεν πρόλαβε. Η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο που όριζε τη δημιουργία του νέου Οργανισμού Βιβλίου είχε ολοκληρωθεί στις 12 Απριλίου του 2019, οι εκλογές την πρόλαβαν και δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει το όραμά της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε τίποτα, η αρμόδια υπουργός κυρία Μενδώνη είχε δηλώσει από πολύ νωρίς ότι δεν συμφωνεί με το νομοσχέδιο και θα το αλλάξει (πρωτότυπο, η συνέχεια του κράτους πάει περίπατο), βέβαια δεν έγινε τίποτα εδώ και τέσσερα χρόνια...*
Φτωχότερος ο κόσμος μας!


Η Μυρσίνη Ζορμπά ήταν μια στοχάστρια, φαίνεται στον λόγο της, στα βιβλία της, αλλά και στη μεγάλη τιμή που της έκανε το Πανεπιστήμιο της Ρώμης να δώσει το όνομά της στο Εργαστήριο Νεοελληνικών Σπουδών.
Φτωχότερος ο κόσμος μας! 

Σήμερα θα περιοριστώ ν' αναφερθώ στην Πρωτοβουλία για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών που ξεκίνησε από τη Μυρσίνη Ζορμπά το 2021 και αγκαλιάστηκε από μεγάλο αριθμό ανθρώπων του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους. 

Η αρχή έγινε με άρθρο των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά με τίτλο «Ανάπτυξη χωρίς βιβλιοθήκες;» (Εφημερίδα των Συντακτών, 10 Ιανουαρίου 2021), στο οποίο αναγνωρίζουν τις βιβλιοθήκες ως απαραίτητα στοιχεία παιδείας και πολιτισμού μιας κοινωνίας.

Σχολεία χωρίς βιβλιοθήκες σημαίνει αφυδατωμένη και σχολαστική εκπαίδευση. Ο πολιτισμός χωρίς ένα δίκτυο από πολιτισμικές κυψέλες, που αναπτύσσονται στις τοπικές βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα, σημαίνει φωτισμένη βιτρίνα χωρίς περιεχόμενο. Μπορεί ο κόσμος να περνά από τον έντυπο στον διαδικτυακό λόγο, αλλά κάθε εποχή χτίζεται ακουμπώντας πάνω στην προηγούμενη, αλλιώς πέφτει στο κενό χάνοντας και το επόμενο τρένο.

Η βιβλιοθήκη δεν είναι αποθήκη βιβλίων. Είναι προπαντός σχέση ανάμεσα στα βιβλία και τους αναγνώστες. Σχέση που διαμεσολαβείται από βιβλιοθηκονόμους που προσανατολίζουν και τους μαθητές και τους χρήστες στους λαβυρίνθους της γνώσης. Σχέση ανάμεσα στους αναγνώστες που μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Είναι κοινότητα αναζητήσεων, συζητήσεων και δραστηριοτήτων.

Με τα παραπάνω λόγια αρχίζουν το κείμενό τους για να συνεχίσουν με τη διατύπωση της ανάγκης για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού σε πανελλαδική κλίμακα 

που θα λειτουργεί προσφέροντας την υποδομή πάνω στην οποία να ακουμπούν οι ανάγκες για πληροφόρηση, επικοινωνία, εκπαιδευτική και πολιτισμική ανάπτυξη χωρίς περιορισμούς

και που θα συνδέει εκπαίδευση και πολιτισμό, που θα δημιουργεί κοινότητες ενδιαφερόντων, ένα πλέγμα γνώσης και πολιτισμού που

θα έπρεπε να αποτελεί και την βασική εγγύηση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης.

Η κατάσταση των ελληνικών βιβλιοθηκών όπως δίνεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 2002-2020 και δημοσιεύονται στο κείμενο της Πρωτοβουλίας (Φεβρουάριος 2021)

Με βάση το παραπάνω, περισσότεροι από 60 συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές, βιβλιοθηκονόμοι, πανεπιστημιακοί και άλλοι συνυπογράφουν κείμενο της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών (σε μορφή pdf το έχω ανεβάσει εδώ). Στο κείμενο οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ότι ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού μπορεί να εξασφαλίζει τους μοναδικούς δημόσιους χώρους και να λειτουργεί:

-ως θεσμός δια βίου μάθησης και κατάρτισης. Οι βιβλιοθήκες είναι οι πλέον "εμπιστεύσιμοι" φορείς, καθώς ενήλικες με ζητήματα γραμματισμού (βασικού ή και ψηφιακού) καταφεύγουν ευκολότερα σε μία βιβλιοθήκη.

- ως αστερισμός κέντρων τεκμηρίωσης και αρχείων της τοπικής πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και δραστηριότητας. Η αξιοποίηση τους μπορεί να προσφέρει τη  δυνατότητα  καταγραφής της προφορικής τοπικής ιστορίας, αναπτυξιακές προοπτικές, καθώς και να διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτές.

- ως δυναμική συνεργασία με άλλες δομές και θεσμούς της κοινότητας (ΚΑΠΗ, παιδικοί σταθμοί, ΜΚΟ της περιοχής, ωδεία, εργαστήρια τέχνης κλπ) και κοινωνική υποστήριξη ιδιαίτερα ευαίσθητων χώρων, όπως είναι οι φυλακές (βιβλιοθήκες φυλακών), τα νοσοκομεία (βιβλιοθήκες συνοδών και ασθενών), τα γηροκομεία, τα ιδρύματα. 

Σημειώνεται επίσης ότι:

Η ενσωμάτωση της λειτουργίας των υποδομών αυτών και του ανθρώπινου δυναμικού τους στις καθημερινές λειτουργίες της κοινότητας, των μικρών και μεγάλων πόλεων και περιοχών, θα μεγιστοποιήσει την εκπαιδευτική και πολιτισμική τους αξία προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Η εικόνα από τη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook

Η Πρωτοβουλία απέκτησε υπόσταση, είχαμε τακτικές διαδικτυακές συναντήσεις τις οποίες συντόνιζε ο Μιχάλης Καλαμαράς μαζί με βιβλιοθηκονόμους, ενώ όλες οι δράσεις δημοσιοποιούνταν στη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook, κάποιες από τις οποίες αναφέρω επιγραμματικά παρακάτω:

Στις 14 Απριλίου 2021 πραγματοποιήθηκε η συζήτηση με θέμα  «Η ανάγκη Δικτύου Βιβλιοθηκών και το Ταμείο Ανάκαμψης». Μίλησαν βιβλιοθηκονόμοι, εκδότες, συγγραφείς και άλλοι άνθρωποι του βιβλίου, και η Μυρσίνη (μετά το 2:06'), τόνισε με έμφαση ότι τα κονδύλια που δίνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.

Η Μυρσίνη Ζορμπά κατά τη συζήτηση της Πρωτοβουλίας Βιβλιοθηκών για τις δυνατότητες του ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας
 
Η Μυρσίνη Ζορμπά έβλεπε το Ταμείο Ανάκαμψης ως την καλύτερη ευκαιρία για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού, κάτι όμως που δεν συμβάδιζε με την κυβερνητική πολιτική ούτε την πολιτική των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού αυτά τα τέσσερα χρόνια, και αυτό φαίνεται από την παντελή απουσία πολιτικής βιβλιοθηκών (και βιβλίου), από την ουσιαστική (ή και φυσική;) ανυπαρξία του Γενικού Συμβουλίου Βιβλιοθηκών και από τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για το έργο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (όπου άλλαξαν τις προτεραιότητες όπως τις είχε θέσει η ίδια η Βιβλιοθήκη και ο οραματικός Γενικός Διευθυντής της, πρόσφατα χαμένος κι αυτός, Φίλιππος Τσιμπόγλου και όπου χωρίς καμιά συζήτηση και κανένα προφανή λόγο ανέθεσαν το έργο στο Τεχνικό Επιμελητήριο!).
 
Από τη συζήτηση που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες στη μνήμη Έλγκας Καββαδία στις 9 Δεκεμβρίου 2021

Στις 9 Δεκεμβρίου 2021 πραγματοποιήθηκε η διαδικτυακή συζήτηση για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Παιδιού και στη μνήμη της Έλγκας Χατζοπούλου-Καββαδία. Είχε προηγηθεί στις 22 Νοεμβρίου μια εξίσου ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη συζήτηση με θέμα «Λέσχες ανάγνωσης και Βιβλιοθήκες». Όλα τα υλικά των συναντήσεων έχουν αναρτηθεί στη σελίδα στο Facebook. Δυστυχώς, το εγχείρημα δεν συνεχίστηκε, δεν βοήθησε η ταχεία επιδείνωση της υγείας της, φάνηκε όμως ότι κι εμείς είχαμε αδυναμία να θεμελιώσουμε και να υποστηρίξουμε μια πρόταση συνέχειας του έργου. Ήταν όμως μια χρήσιμη εμπειρία κι έδωσε καλές ευκαιρίες να τεθούν ζητήματα και να έρθουν κοντά άνθρωποι του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους.

Το σήμα της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Για να μη μακρηγορήσω, δεν θα πω άλλα για τη Μυρσίνη Ζορμπά και για τα βιβλία της «Πολιτική του πολιτισμού: Ευρώπη και Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα» και «Ανδρέας Παπανδρέου: Πολιτισμικό πορτρέτο» που είχα διαβάσει όταν εκδόθηκαν, θα παραθέσω όμως κάποιες ποιητικές σκέψεις της από το «Ημερολόγιο του τέλους» όπως επιγράφεται το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2023 με τίτλο «Σημειώσεις από την εποχή των προσδοκιών» (εκδ. Πόλις, με εισαγωγή και επιμέλεια από τον σύντροφό της και ιστορικό Αντώνη Λιάκο).
 
Τόση άνοιξη
πώς να κρατηθώ αμέτοχη 
πώς να αδικήσω τις παπαρούνες, ανταποδίδοντας
     σε άσπρο μαύρο
τα κίτρινα ράμφη των αρσενικών κοτσυφιών σαν θηλυκά
τις μηλιές, τις λεμονιές, κάνοντας οικονομία στο άρωμα.
Μετράω τα πενηνταράκια μου, τις τρύπιες δεκάρες
ξεχασμένες στην τσέπη ενός ευτυχισμένου παλτού
μήπως και φτάνουν να αγοράσω μια εφήμερη μετοχή.
[...]
 
 Και στην τελευταία σελίδα, με ημερομηνία 19.1.23, διαβάζουμε:

Το φαγητό, το διάβασμα, ο καιρός έξω από το παράθυρο, τα ωραία λουλούδια, οι φίλοι, οι επικοινωνίες, οι συζητήσεις, τα ενδιαφέροντα πάνω απ' όλα, η δύναμη των ιδεών που δεν σταματάει να υπάρχει και που καταφέρνει να εξακτινωθεί πέρα από τον χρόνο.

Έτσι νικούσε τον φόβο της ανυπαρξίας, που ήταν πια κοντά, μόλις τρεις μήνες της είχαν απομείνει. Όμως, η ανυπαρξία της ύλης δεν εξαφανίζει την ύπαρξη του λόγου, του πνεύματος, της σπουδαίας παρακαταθήκης που άφησε. Για μένα, με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, και παρά τα όσα τυχόν προβλήματα προέκυψαν στην πορεία, έδωσε ορατότητα στο βιβλίο, στην ανάγνωση, στις λέσχες ανάγνωσης, στις βιβλιοθήκες, η Μυρσίνη Ζορμπά οραματίστηκε πολιτική βιβλίου. Σήμερα τι υπάρχει; * 
 
 

-------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Σημείωση
 
* Αν και στο περσινό κείμενο αναφέρω ότι η κ. Μενδώνη δεν είχε κάνει τίποτα για έναν Οργανισμό Βιβλίου (και πράγματι έτσι ήταν), μόλις πρόσφατα (και μετά από πέντε χρόνια στην Κυβέρνηση) έδωσε στη δημοσιότητα για διαβούλευση σχέδιο για την ίδρυση Ελληνικού Ιδρύματος Βιβλίου και Πολιτισμού, που θα είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, στη θέση του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και που βασικό σκοπό θα έχει την εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Συνοπτικά, μπορώ να παρατηρήσω ότι δεν έχει καμιά σχέση με το εύρος δράσεων του ΕΚΕΒΙ και δεν δίνει καμιά σιγουριά για το τι ακριβώς θέλουν να κάνουν. Κι, επίσης,  υπάρχουν πολλά ερωτήματα. Γιατί όχι Ίδρυμα Βιβλίου; Γιατί μόνο το Υπ. Πολιτισμού έχει λόγο; Γιατί λείπουν οι βιβλιοθήκες και οι βιβλιοθηκονόμοι από την εκπροσώπηση; Γιατί λείπουν οι εκπαιδευτικοί; Τι θα γίνει με το εξαφανισμένο έργο του ΕΚΕΒΙ;

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Έχει βιβλιοθήκες η χώρα μας;


Στο χθεσινό αφιέρωμα της Εφημερίδας των Συντακτών με τίτλο "Σε online μονοπάτια εκδότες, βιβλιοπώλες και αναγνώστες", υπήρχαν δηλώσεις εκδοτών και βιβλιοπωλών σχετικά με το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτή την περίοδο λόγω κορονοϊού.

Ανάμεσα σε όσα ειπώθηκαν, ενδιαφέροντα και σοβαρά, διαβάζω και το παρακάτω:
 
Η πρώτη και πολύ απλή [πρόταση] είναι: βιβλιοθήκες. Σήμερα, αύριο, όχι κάποτε θα... Η υγειονομική κρίση είναι ευκαιρία να αποκτήσει και η χώρα μας βιβλιοθήκες. Η κατ’ έτος αγορά του μεγαλύτερου μέρους της εκδοτικής παραγωγής από τη μια είναι ευεργετική για τους εκδότες, από την άλλη αναγεννά τις βιβλιοθήκες. Δεν είναι ούτε δώρα, ούτε κουπόνια, ούτε επιχορηγήσεις, είναι μια πολιτική απόφαση από την οποία το Δημόσιο βγαίνει κερδισμένο αποκτώντας τον πλούτο της πνευματικής παραγωγής, και οι εκδότες στηρίζονται με τον τρόπο που γίνεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, μια σπάνια περίπτωση win-win.

Το πρόβλημα στο χώρο του βιβλίου είναι υπαρκτό, όντως, όχι μόνο τώρα, και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, ενώ η αναγκαστική διακοπή λειτουργίας αυτή την περίοδο λόγω της καραντίνας έχει ανυπολόγιστες, οικονομικές καταρχάς, συνέπειες για επιχειρηματίες και εργαζόμενους στο χώρο.  Οι υπηρεσίες ηλεκτρονικών παραγγελιών δίνουν μια σχετική βοήθεια στον κλάδο και αν κρίνω από τη δική μου εμπειρία, μιας και χρειάστηκε να κάνω χρήση των ηλεκτρονικών παραγγελιών πολλές φορές αυτές τις μέρες, δουλεύουν καλά. Δεν είχα ξαναδοκιμάσει, προτιμώ την περιήγηση στα φυσικά βιβλιοπωλεία, όμως τώρα ήταν μια καλή λύση και μια πρόκληση να αγοράσω βιβλία από τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία για μένα, για τα εγγόνια μου και για τους φίλους μου.  Σκέφτομαι τους ανθρώπους που δουλεύουν εντατικά για να φτάσουν στα χέρια μας (εκδότες και όποιοι βιβλιοπώλες έχουν ηλεκτρονικές ή άλλες υπηρεσίες απομακρυσμένης εξυπηρέτησης, υπάλληλοι ταχυμεταφορών κτλ.), σκέφτομαι όμως και τα υπόλοιπα βιβλιοπωλεία που δεν έχουν καμιά δυνατότητα να "παίξουν" σ' αυτό το παιχνίδι και σίγουρα η όποια ενίσχυση μέσω των ρυθμίσεων για ΚΑΔ δεν θα αναπληρώσει τις απώλειες και την αβεβαιότητα της μετά την καραντίνα εποχής.

Είναι θετικό ότι, αν και στη χώρα μας υπάρχουν όχι ένας, όχι δύο μόνο φορείς βιβλίου, κατάφεραν να βρουν τρόπο κοινής αντιμετώπισης των προβλημάτων τους. Έτσι, τις προηγούμενες ημέρες, με την ονομασία Σύμπραξη εκδοτών, προώθησαν στην Κυβέρνηση και δημοσιοποίησαν   τα αιτήματά τους για τη στήριξη του βιβλίου. Και στην επίσημη εκείνη παρέμβαση, αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες, κάνουν λόγο για το υπαρκτό πρόβλημα της διασποράς αρμοδιοτήτων σε Υπουργεία Πολιτισμού, Παιδείας, Εσωτερικών για δημόσιες, σχολικές - ακαδημαϊκές, δημοτικές αντίστοιχα, αλλά και σε όλα για ειδικές βιβλιοθήκες κτλ., πρόβλημα δηλαδή που οφείλεται στην έλλειψη εθνικής πολιτικής βιβλιοθηκών (και βιβλίου, φυσικά). Και συνεχίζουν στην επιστολή:

Οι Σύλλογοι Εκδοτών προτείνουμε να τεθούν σε εφαρμογή άμεσα απτά μέτρα στήριξης του βιβλίου. Ενδεικτικά:
  • τον εκσυγχρονισμό των βιβλιοθηκών με εφαρμογή δανεισμού από το σπίτι: επιλογή και παραγγελία τίτλων ηλεκτρονικά, παράδοση και επιστροφή με κούριερ, με ελάχιστη επιβάρυνση του αναγνώστη.
  • την αγορά μεγάλου αριθμού ελληνικών και μεταφρασμένων τίτλων βιβλίων από δημόσιες και δημοτικές βιβλιοθήκες με τη δυνατότητα του εξ αποστάσεως δανεισμού για τους αναγνώστες. Με τον τρόπο αυτό θα υποστηριχθούν οι εκδότες, οι τυπογράφοι, οι βιβλιοδέτες και οι Έλληνες συγγραφείς με τα δικαιώματα που θα εισπράξουν.
Αν με το "άμεσα απτά μέτρα" εννοούν να μπει τώρα στις βιβλιοθήκες η εφαρμογή δανεισμού από το σπίτι, γνωρίζουν ότι δεν γίνεται (για λόγους τεχνικούς και οργανωτικούς, για λόγους έλλειψης προσωπικού κτλ.). Πρέπει να πω, βέβαια, ότι θα ήταν όντως χρήσιμο αν αυτή την περίοδο οι βιβλιοθήκες είχαν ηλεκτρονικές  υπηρεσίες δανεισμού  (όπως ήδη κάνει η Εθνική Βιβλιοθήκη, έστω μόνο με τον δανεισμό ηλεκτρονικών βιβλίων).

Όσον αφορά το δεύτερο μέτρο, πραγματικά θα μπορούσαν οι βιβλιοθήκες να εμπλουτίζονται περισσότερο και να είναι ενημερωμένες με τα καινούρια βιβλία, πράγμα που, όπως είναι γνωστό, εξαρτάται από τις προϊστάμενες αρχές των βιβλιοθηκών (δήμοι, σχολεία κτλ.). 

Αναρωτιέμαι, πάντως, πριν από αυτή την ανακοίνωση είχαν κάποια επικοινωνία και με τους φορείς από τον χώρο των βιβλιοθηκών; 

Γενικότερα, κατανοώ το πρόβλημα που θέτουν σε σχέση με τις βιβλιοθήκες, θεωρώ όμως ότι συνολικά αυτό δεν οφείλεται (μόνο) στο ότι οι βιβλιοθήκες δεν αγοράζουν νέα βιβλία ή δεν έχουν ηλεκτρονικές υπηρεσίες δανεισμού (που και τα δύο χρειάζονται), αλλά στο ότι δεν υπάρχει μια συνολική, κεντρική, εθνική πολιτική για το βιβλίο και για τις βιβλιοθήκες. (Δεν λέω να γίνουμε Φινλανδία, ούτε Δανία γίναμε, όμως θα μπορούσαμε να πάρουμε κάποιες ιδέες). Πιστεύω ότι και οι βιβλιοθήκες θα πρέπει, μετά την κρίση, να εξετάσουν τις δυνατότητες ηλεκτρονικών παραγγελιών. Και οι παράμετροι που θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους είναι πολλές, πολιτική δανεισμού, διαδικασίες, τεχνολογική υποδομή, οικονομικά δεδομένα, ανάγκες σε προσωπικό, γραφειοκρατικά ζητήματα κτλ κτλ.

Πάντως, για να τελειώσω όπως άρχισα, δεν θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος εκδότης και οι Έλληνες εκδότες συνολικά  δεν ξέρουν αν υπάρχουν βιβλιοθήκες στη χώρα μας· κατανοώ, επίσης, ότι στον περιορισμένο χώρο της εφημερίδας δεν θα ήταν δυνατή η ανάπτυξη του θέματος για το οποίο γίνεται νύξη (προγράμματα στήριξης για ανάγνωση). Όμως, όταν σε δημόσια τοποθέτηση υποστηρίζεται ότι η κρίση είναι ευκαιρία για να αποκτήσει και η χώρα μας βιβλιοθήκες (που ... δεν έχει δηλαδή;), νομίζω είναι τουλάχιστον ανακριβές. Και οπωσδήποτε είναι, κατά τη γνώμη μου, δυσφήμιση και αποτροπή του κόσμου να εκτιμήσει την αξία τους και να τις προσεγγίσει. 
Στην πρόσφατη ανάρτηση με τίτλο Μένουμε σπίτι, και τώρα; Πάμε στις βιβλιοθήκες μας!,  έδωσα ενδεικτικά μερικές ιδέες από το τεράστιο, πολύτιμο ψηφιοποιημένο υλικό που διαθέτουν οι ελληνικές βιβλιοθήκες. Όλο αυτό δεν προέκυψε από το πουθενά, δεν έγινε χωρίς μελέτη, κανόνες, γνώση, επαγγελματισμό,υπευθυνότητα και αγάπη.

Μακάρι να τελειώσει όλο αυτό το κακό γρήγορα, να βγούμε έξω, να πάμε στα βιβλιοπωλεία, να πάμε στις βιβλιοθήκες και να κάνουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας να αγαπήσουν το βιβλίο. Και η Πολιτεία, βέβαια, ν' ασχοληθεί με το βιβλίο και με τις βιβλιοθήκες...

                                                                                                                                    

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Πολιτική βιβλίου;

(Πηγή εικόνας εδώ)
Τον Ιούλιο του 2016 είχε συσταθεί μια Επιτροπή για το βιβλίο, είχε ανακοινωθεί η σύνθεσή της και αναμενόταν το πόρισμα μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Είχαν τότε δημοσιευτεί άρθρα σε πολλά μέσα, η ανακούφιση ήταν έκδηλη, οι προσδοκίες πολλές και η ελπίδα για αλλαγή σελίδας θα γινόταν πραγματικότητα. Ο τότε Υπουργός Πολιτισμού Αριστείδης Μπαλτάς μάλιστα είχε τοποθετηθεί και δημόσια υποστηρίζοντας τη θέση για την ενιαία τιμή βιβλίου. Κι όμως, από τότε δεν έχει ακουστεί τίποτα. Κάνοντας μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο, η επιτροπή αυτή χάνεται κάπου μετά το καλοκαίρι του 2016, ενώ στον ιστότοπο του ΥΠΠΟ και ειδικότερα στη σελίδα του Τμήματος Γραμμάτων, Βιβλίου και Ψηφιακού Περιεχομένου δεν υπάρχει καμιά αναφορά, ούτε όμως και η αναζήτηση στον ιστότοπο είναι δυνατή (δεν λειτουργεί!).

(Πηγή εικόνας εδώ)


Έτσι, το άρθρο του Πέτρου Ζούνη με τίτλο "Απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός πολιτικής για το βιβλίο" που δημοσιεύτηκε την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου στην εφημερίδα "Εποχή" είχε ενδιαφέρον γιατί  έδωσε κάποιες πληροφορίες ότι μάλλον κάτι μπορεί να κινείται. Δημοσιεύω εδώ ολόκληρο το κείμενο:

Απαραίτητος ο επαναπροσδιορισμός πολιτικής για το βιβλίο

Αν δεχτούμε ότι η παιδεία και ο πολιτισμός είναι αυτά τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η συνοχή μιας κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα και η ανάπτυξή της σε όλα τα επίπεδα. Αν δεχτούμε, ότι η γνώση που αποκτάται στο διάβα της ιστορίας εκτός της μεταφοράς της από γενιά σε γενιά διά του προφορικού λόγου, κυρίως γίνεται διά του γραπτού. Αν λάβουμε επίσης υπ’ όψιν ότι το βιβλίο, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ έχει χαρακτηριστεί ως πολιτιστικό αγαθό, τότε εύλογα μπαίνει το ερώτημα: «είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται και να συνωστίζεται το πολιτιστικό αγαθό μαζί με τα διάφορα άλλα, και να επαφίεται η τιμή και διακίνησή του στην ελεύθερη αγορά»;

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όπως Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία κ.λπ. υπάρχει ενιαία τιμή βιβλίου. Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται κυρίως τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία και οι εκδότες από τους μεγάλους ανταγωνιστές τους. Μάλιστα κατά τις διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (όπου δεν ισχύει η ενιαία τιμή βιβλίου) σχετικά με τη συμφωνία για τη Διατλαντική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων, γνωστή ως TTIP, ο επικεφαλής των διαπραγματεύσεων της ΕΕ δήλωσε κατηγορηματικά ότι η Ενιαία Τιμή Βιβλίου δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης.

Το ελληνικό ολιγοπώλιο

Στην Ελλάδα η Ενιαία Τιμή Βιβλίου καθιερώθηκε με το νόμο 2557/24.12.1997. Σύμφωνα με αυτόν, ο εκδότης όριζε τη λιανική τιμή του βιβλίου και κανείς δεν μπορούσε να το διαθέτει σε ψηλότερη ή χαμηλότερη τιμή, πέρα από ένα +/- 10%. Ο νόμος αυτός καταργήθηκε το 2014 από τον κ. Χατζηδάκη. Πρόκειται για μνημονιακό νόμο, ο οποίος ψηφίστηκε στο πλαίσιο της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ. Στόχος ήταν να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός στην αγορά και να πέσουν οι τιμές του βιβλίου.

Τα αποτελέσματα δύο χρόνια μετά ήταν, ναι μεν, να πέσουν οι τιμές στα εμπορικά βιβλία, αλλά να ακριβύνουν τα ποιοτικά και μη εμπορικά. Επίσης να περάσει η αγορά σε δύο-τρία βιβλιοπωλεία και πέντε –έξι εκδότες. Ταυτόχρονα, κλείνουν βιβλιοπωλεία μικρά, και κυρίως στην περιφέρεια, τα οποία λειτουργούσαν και ως χώροι πολιτισμού. Όσο το φαινόμενο αυτό θα συνεχίζεται, τόσο πιο πολύ θα υποβαθμίζεται το ποιοτικό βιβλίο. Επίσης, η περίοδος κρίσης που περνάει η χώρα μας και η καθίζηση της κατανάλωσης είναι φανερό ότι οξύνει και επιταχύνει το παραπάνω πρόβλημα, που με τη σειρά του παρασέρνει και σε αύξηση της ανεργίας.

Δυνατότητα αναθεώρησης

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τους αρμόδιους υπουργούς, Ν. Ξυδάκη και Αριστερίδη Μπαλτά, έχει δηλώσει ότι θα προχωρήσει σε διαδικασία αναθεώρησης της κατάργησης της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η σημερινή υπουργός κ. Κονιόρδου. Το θέμα, όμως, είναι ότι δεν είναι αρμοδιότητα μόνο του υπουργείου Πολιτισμού, αλλά εμπλέκεται και το υπουργείο Οικονομίας. Επίσης ο νόμος είναι μνημονιακός και χρειάζεται και η γνώμη των θεσμών-δανειστών μας.

Με ερώτηση προς την Κομισιόν ο έλληνας ευρωβουλευτής κ. Γραμματικάκης για την επαναφορά της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου, η επίτροπος άφησε ανοιχτή τη δυνατότητα. Επίσης από το υπουργείο Πολιτισμού έχει τεθεί το θέμα στα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών και έγινε δεκτό να συζητηθεί, εφόσον υπάρχει μελέτη που αιτιολογεί την πρόταση αναθεώρησης της κατάργησης της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου.

Αναμένεται μέσα στον Φλεβάρη να δημοπρατηθεί η μελέτη και να ολοκληρωθεί η διαδικασία μέσα στο 2017. Για να έχει αίσιο τέλος αυτή η προσπάθεια, είναι φανερό πως πρέπει να κινητοποιηθούν τα αρμόδια υπουργεία. Το υπουργείο Πολιτισμού θα πρέπει να ζητήσει τη στήριξη των ομόλογων υπουργών στην Ευρώπη, να αξιοποιήσει τη θέση του επικεφαλής διαπραγματευτή της ΕΕ για την TTIP, όπως επίσης και τους συλλόγους εκδοτών της Γερμανίας και της Γαλλίας, που με επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό και τον αρμόδιο υπουργό ζητούν την Ενιαία Τιμή Βιβλίου.

Επίσης για να στηριχθεί και ενισχυθεί η αγορά βιβλίου, χρειάζεται να υπάρξουν και ευρύτερες παρεμβάσεις, που έχουν να κάνουν με τη σύσταση φορέα που θα έχει την αρμοδιότητα να ασχολείται και να διαμορφώνει πολιτική για το βιβλίο, την προώθησή του στην ελληνική, αλλά και την ξένη αγορά. Να υπάρξει εξορθολογισμός στον ΦΠΑ, όπου έχουμε το παράδοξο υπηρεσίες και υλικά να είναι στο 24% και το βιβλίο στο 6%. Ουσιαστικά, χρειάζεται ένας επαναπροσδιορισμός της πολιτικής γι’ αυτό το πολιτιστικό αγαθό που λέγεται Βιβλίο.


Πάντως, σε κάθε περίπτωση το πόρισμα της επιτροπής θα ήταν πολύ χρήσιμο να υπάρχει και να δημοσιοποιηθεί. Τα θέματα που θα είχε, όπως είχε δημοσιοποιηθεί στα μέσα ενημέρωσης, ήταν:
  • Θεσμικό όργανο με αρμοδιότητες για την πολιτική του βιβλίου 
  • Προγράμματα υποστήριξης των δημιουργών 
  • Προγράμματα υποστήριξης των συντελεστών παραγωγής 
  • Προγράμματα για τις βιβλιοθήκες 
  • Κοινωνική διάδοση της ανάγνωσης 
  • Ειδικά θέματα λειτουργίας της αγοράς βιβλίου 
  • Προώθηση του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό 
  • Κλαδικές εκθέσεις βιβλίου 
  • Έρευνες και βιβλιογραφική βάση δεδομένων 
  • Πνευματικά δικαιώματα και προστασία τους 
  • Θεσμικό πλαίσιο για τα Κρατικά Βραβεία
Ποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν είναι, όχι απλά σημαντικά αλλά και υποχρεωτικά απαραίτητα τα παραπάνω ζητήματα για τα οποία πρέπει να διατυπωθούν θέσεις και προτάσεις; Ποιος θα μπορούσε να πει ότι δεν είναι όχι απλά σημαντικό, αλλά υποχρεωτικά απαραίτητο να έχουμε σαφώς ορισμένη και σαφώς διατυπωμένη πολιτική βιβλίου; 

Εύχομαι και ελπίζω να μην βρεθούμε στην ανάγκη να αναρωτηθούμε κάποια στιγμή: Πολιτική βιβλίου (την είδατε;)τίτλο που αντέγραψα από ένα άρθρο στο περιοδικό της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων σε τεύχος του 1992. 



Πολιτική βιβλίου (την είδατε;):
άρθρο στο περιοδικό της ΕΕΒ, 1992 (Πηγή εδώ)

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Για μια Εθνική πολιτική βιβλίου και βιβλιοθηκών (μερικές πρώτες σκέψεις και ως συμβολή στις συζητήσεις που έχει ξεκινήσει ο Σύριζα)


Έγραψα τις προάλλες, με αφορμή τη μέρα θανάτου του Λένιν, για τη σχέση του με το βιβλίο, με την ανάγνωση και με τις βιβλιοθήκες. Η σχέση του ήταν βαθειά, συστηματική και διαρκής. Ο Ρώσος ηγέτης παρακολουθούσε τη διεθνή βιβλιογραφία, αναζητούσε τα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά που τον ενδιέφεραν και επισκεπτόταν τις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες προκειμένου να μελετήσει τα θέματά του. Και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε με την Επανάσταση του Οχτώβρη, ήταν η υποστήριξη πολιτικής βιβλίου και βιβλιοθηκών, για την αναδιοργάνωση των βιβλιοθηκών στη Ρωσία, την ίδρυση κεντρικού συστήματος βιβλιοθηκών και για την εισαγωγή του Ελβετο-αμερικάνικου συστήματος σύμφωνα με τις πρακτικές που εφαρμόζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελβετία. Ενώ, ήδη το Νοέμβριο 1917, διετύπωσε τους στόχους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Πετρούπολη που δεν υπολείπονται από τους στόχους που σήμερα θα πρέπει να βάζουν οι αντίστοιχες βιβλιοθήκες.

Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα, βιβλίο του 1970 για τις υπηρεσίες παράδοσης βιβλίων στο σπίτι από δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ευρώπη και στην Αμερική και που ξεκίνησαν το 1918 στην Ολλανδία, αναφέρεται σε ρώσικο περιοδικό του 1937 που κάνει λόγο ότι η αποστολή βιβλίων με το ταχυδρομείο είναι πρόσθετη υπηρεσία που παρέχεται στους Ρώσους αναγνώστες, οι οποίοι μπορούν να τηλεφωνούν ή να αποστέλλουν με το ταχυδρομείο το αίτημα τους στη βιβλιοθήκη, επιβαρυνόμενοι με το κόστος αποστολής. Πρέπει να προσθέσω επίσης ότι στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι οι δανειστικές υπηρεσίες της Βρετανικής Βιβλιοθήκης ξεκίνησαν το 1740, ενώ το 1765 δημιουργήθηκε η πρώτη αμερικάνικη δανειστική βιβλιοθήκη στη Βοστώνη. Οι συνδρομητικές βιβλιοθήκες εμφανίστηκαν το 19ο αιώνα οι οποίες παρείχαν υπηρεσίες απομακρυσμένης παράδοσης, ενώ το 1926 οι 37 από τις 44 ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες των ΗΠΑ παρείχαν αντίστοιχες υπηρεσίες. (Πηγή: Jordan, Robert Thayer, Tomorrow's Library: Direct Access and Delivery. New York: Bowker, 1970).

Έγραφα αλλού για τον Μάριο Βίττι και τη σχέση του συγγραφέα με τον αναγνώστη. Έλεγε σε μια συνέντευξή του το 1988 ο Μάριο Βίτι ότι συγγραφέας και αναγνώστης "επιζητούν μια αλληλεγγύη για το ίδιο αντικείμενο αγάπης". 

Η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Τόνυ Μόρρισον είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 1998 στο περιοδικό Vibe αναφερόμενη στη στάση ανδρών και γυναικών απέναντι στα βιβλία και την ανάγνωση: «… λέγανε κάποτε στις γυναίκες: “μην το διαβάζεις αυτό το πράγμα, θα σου βάλει ιδέες”…»

Αυτό το τελευταίο δένει με τα προηγούμενα και δένει πολύ καλά με την αντίληψη που έχω για το βιβλίο και για τους φορείς που το στηρίζουν και το υποστηρίζουν. Το βιβλίο βάζει ιδέες! Άραγε, γι’ αυτό δεν έχει υποστηριχθεί όσο πρέπει στον τόπο μας; Κάποιοι φοβούνται τις ιδέες; Ή μήπως, δεν εκτιμούν αυτό ακριβώς το πράγμα; Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση που έχει προκύψει εδώ και πάνω από ένα χρόνο με το ΕΚΕΒΙ, που το καταργεί ο ένας Υπουργός χωρίς άλλη συζήτηση (στην κυριολεξία, έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να υποσχεθεί ο επόμενος ότι δεν θα το καταργήσει (πάλι έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να το στείλει τελικά ο ίδιος σε έναν άλλο προβληματικό οργανισμό, στην ουσία καταργώντας το, αυτό που δείχνει τελικά είναι ότι υπάρχει πρόγραμμα και αυτό είναι ότι δεν ενδιαφέρει να έχουμε διακριτές δράσεις «που βάζουν ιδέες!».

Κι ένας τέτοιος θεσμός είναι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Δεν εξετάζω εδώ τα λάθη και τις αδυναμίες και τα τυχόν μικρά ή μεγάλα ατοπήματα, εξάλλου, όπως είχα γράψει και παλιότερα, δεν γίνεται ν’ ακολουθούμε «πονάει δόντι, κόψει κεφάλι», ας τα διορθώσουν (π.χ. εδώ  και εδώ). 

Το ΕΚΕΒΙ είναι ένας προοδευτικός, ένας δημοκρατικός θεσμός, ξεχωριστός για τη χώρα μας, που μπορεί να παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην πνευματική παραγωγή και εν τέλει στη διαμόρφωση κουλτούρας με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει ως έννοια και ως πρακτική στην καθημερινή ζωή κάθε ανθρώπου. Ξεφυλλίζω μια σειρά τευχιδίων που είχε εκδώσει το ΕΚΕΒΙ γύρω στο 1998 με τίτλο «φιλόβιβλον», καθένα από τα οποία περιέχουν αποσπάσματα κειμένων σχετικών με τα βιβλία και την ανάγνωση, γραμμένα από γνωστούς ξένους συγγραφείς. Την επιλογή και τη μετάφραση έχει κάνει ο Θανάσης Γιαλκέτσης. Ξεφυλλίζω μια άλλη σειρά τευχιδίων του ΕΚΕΒΙ με τις εισηγήσεις από το Συμπόσιο που οργάνωσε μαζί με το Τμήμα ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου τον Μάιο 1998 με τίτλο «Βιβλίο και μέσα μαζικής επικοινωνίας».
 
Για το ΕΚΕΒΙ, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να υπάρχει ως ξεχωριστός φορέας βιβλίου, και όχι να μεταφερθεί σε άλλον. Εξάλλου, με τη συγχώνευσή του δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα από αυτά που μερικές φορές επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την απαξίωσή του. Όπως μάλιστα έγραψα σε σχόλιο στη δημόσια διαβούλευση για το σχετικό άρθρο 9 στο νομοσχέδιο που καταργεί φορείς αδιακρίτως ρόλων, σημασίας, έργου, ανθρώπων κτλ.: «Το κύριο ζήτημα στο σχετικό άρθρο είναι η αναφορά κατάργησης του ίδιου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και δευτερευόντως η μεταφορά διαφόρων αρμοδιοτήτων, οι οποίες εξάλλου δεν αναφέρονται αναλυτικά. Όταν ορίζεται ότι μεταφέρονται διάφορες οικονομικές, δικονομικές και άλλες σχετικές εκκρεμότητες (χωρίς να λησμονείται το χαράτσι), δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στο ίδιο το αντικείμενο του ΕΚΕΒΙ, δηλαδή στο βιβλίο και ούτε στους εργαζόμενους που απασχολούνται μέχρι τώρα. Τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στο ΕΚΕΒΙ; Υπάρχει πολιτική βιβλίου; Όταν αναφέρεται ότι «οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ των υφιστάμενων οργανικών μονάδων του φορέα υποδοχής», δεν διασφαλίζεται ότι υπάρχουν διακριτές λειτουργίες σχετικές με τον φορέα του βιβλίου. Ποια θα είναι η τύχη της Biblionet; Και ξανά, οι εργαζόμενοι στο αντικείμενο του βιβλίου έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και ειδικότητα. Ποια θα είναι η τύχη τους;»
Υπάρχει και η συζήτηση για την ενιαία τιμή βιβλίου, όπου η Κυβέρνηση, μέσω άλλου Υπουργού τώρα, θέλει να καταργήσει την ενιαία τιμή βιβλίου, ευνοώντας έτσι τις μεγάλες αλυσίδες και αδιαφορώντας τόσο για τους μικρούς βιβλιοπώλες (κύρια στη συνοικία και στην περιφέρεια) όσο και για τους πολίτες, ως «καταναλωτές, ως υπαρκτούς ή δυνητικούς αγοραστές βιβλίων. 
Και ενώ οι περισσότεροι εκδότες έχουν εναντιωθεί στο ενδεχόμενο αυτό, μου είναι εξαιρετικά περίεργο και μου γεννά αρνητικές εντυπώσεις η πολεμική εκ μέρους συγκεκριμένου ιδιοκτήτη γνωστού ιστορικού βιβλιοπωλείου της Αθήνας (που σαν φοιτήτρια στη δεκαετία του ’70 το υπογειάκι στα Εξάρχεια ήταν η κύρια πηγή τροφοδότησής μου με πολιτικά και όχι μόνο βιβλία!). Αν και αυτά που καταγγέλλονται κι εδώ είναι σοβαρά, αυτό δεν σημαίνει ότι, για άλλη μια φορά, πρέπει να ξεριζώσουμε μια θετική ρύθμιση (κι εδώ μάλιστα, επίσης … με πρόγραμμα!). ¨Ετσι σχολίασα με αφορμή τη δημοσίευση του σχετικού αντίλογου: «Φοβάμαι ότι ο αντίλογος εξυπηρετεί ίδιους σκοπούς με αυτούς που επικαλείται για τους υπόλοιπους. Και φυσικά δεν απαντάει επί της ουσίας τι γίνεται με τα μικρά βιβλιοπωλεία (που, καλώς κάνουν και ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί) και ούτε με τους αναγνώστες, με τους βιβλιόφιλους ή με τους δυνητικούς βιβλιόφιλους τέλος πάντων. Γιατί δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους οι εκδότες και βιβλιοπώλες, ώστε να μην υπάρχει αυτός ο ανταγωνισμός; Μήπως ο αντίλογος γίνεται για να γίνεται; Αυτή τη στιγμή, πάρα πολύ συχνά, πάμε στα διάφορα βιβλιοπωλεία, βλέπουμε, δεν αγοράζουμε αλλά πάμε σε ένα από εκείνα τα βιβλιοπωλεία που ξέρουμε ότι έχουν χαμηλότερη τιμή (για τα προ των δύο ετών βέβαια, προφανώς ο αντιλέγων θα ήθελε να μπορεί να έχει έκπτωση και στα νέα βιβλία). Για μας τους "πελάτες" εξυπηρετεί η ενιαία τιμή και ας βρουν το θεσμικό και δεοντολογικό πλαίσιο για ένα υγιή ανταγωνισμό, γιατί όντως αυτά που αναφέρονται είναι σοβαρά και σε σημεία μου θυμίζουν  το περίφημο "το νόμιμο είναι και ηθικό"!!!»

 Μετά από τα παραπάνω, νομίζω ότι χρειάζεται να διατυπωθεί μια πολιτική βιβλίου συγκεκριμένη, δηλαδή τι λέμε και τι κάνουμε για το βιβλίο. Δεν έχω μάλιστα πρόβλημα να την ονομάσω Εθνική Πολιτική Βιβλίου η οποία θα υλοποιεί μια Εθνική Στρατηγική για την Παιδεία και τον Πολιτισμό (όσο και αν αυτό από κάποιους μπορεί να χαρακτηριστεί υπερφίαλο, μη ρεαλιστικό κτλ.). Ξεκινάμε με αφετηρία ότι αντιμετωπίζουμε / εξετάζουμε το βιβλίο από διάφορες πλευρές, οι οποίες έχουν ή δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, ανάλογα με τον τομέα δράσης και ανάλογα με τα εμπλεκόμενα μέρη. Έτσι, έχουμε το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό και το βιβλίο ως εμπόρευμα. Κι έχουμε τους εκδότες που ενδιαφέρονται πρώτιστα για το βιβλίο ως εμπόρευμα (και όχι μόνο βέβαια, αλλά η διάκριση αυτή χρειάζεται αρχικά για λόγους ταξινόμησης), έχουμε τους συγγραφείς και λοιπούς πνευματικούς παραγωγούς (μεταφραστές, επιμελητές κτλ) οι οποίοι ενδιαφέρονται και για τις δύο επόψεις και έχουμε τέλος τις βιβλιοθήκες, τα σχολεία και την κοινωνία / όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό (κι εδώ βέβαια ισχύει το ίδιο όπως με τους εκδότες). Κι έχουμε για το ίδιο το βιβλίο, ως έννοια και ως δημιούργημα, τις διάφορες εκφάνσεις μορφής, χρήσης, λειτουργίας κτλ. Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, χρειάζεται να διατυπωθεί συγκεκριμένη πολιτική, με αρχές και κανόνες, όπου θα λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ανάγκες και δυνατότητες μαζί με τις διεθνείς εμπειρίες και εξελίξεις.
Η εθνική πολιτική βιβλίου δεν είναι το ΕΚΕΒΙ, ή μάλλον δεν είναι μόνο το ΕΚΕΒΙ. Το ΕΚΕΒΙ όμως υλοποιεί στο μεγαλύτερο μέρος την πολιτική βιβλίου ή συντονίζει τις πολιτικές και τις δράσεις που σχετίζονται με αυτό. Και στο πλαίσιο αυτό, το ΕΚΕΒΙ οφείλει να συνεργάζεται με φορείς (δεν είμαι σίγουρη αν η μέχρι τώρα τυπική συμμετοχή εκπροσώπων φορέων έχει συμβάλει στο έργο τους ή αν επέτρεψαν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις να έχουν συμβολή, για αυτό οι ίδιοι θα πρέπει να τοποθετηθούν ανοιχτά), όπως οι φορείς των παραπάνω κύριων εμπλεκόμενων μερών (εκδότες, βιβλιοθήκες, συγγραφείς, εκπαιδευτικά ιδρύματα κτλ.), αλλά και η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, οι φορείς διαχείρισης δικαιωμάτων (π.χ. ΟΣΔΕΛ) κτλ.

Στο σημείο αυτό, δεν θα εξειδικεύσω τι σημαίνει καθένα από τα παραπάνω στοιχεία. Θα προχωρήσω παραπέρα, στο ζήτημα των βιβλιοθηκών. Και για τις βιβλιοθήκες χρειάζεται – επιτέλους – Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών. Δεν είμαστε στην αρχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς προτάσεις, έχουν γίνει ενέργειες, έχουν γίνει αρκετά πράγματα τα προηγούμενα χρόνια – ιδιαίτερα στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες αλλά και σε αρκετές δημόσιες και ειδικές κ.ά., κυρίως με τη συνδρομή των κονδυλίων από ευρωπαϊκά προγράμματα. Υπάρχουν πολλά προβλήματα και είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι σήμερα, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης συνολικά αλλά και εξ αιτίας των πολιτικών που εφαρμόζονται και των αντιλήψεων που υπάρχουν, οι βιβλιοθήκες και οι άνθρωποι που τις λειτουργούν όχι απλά δεν αποτελούν προτεραιότητα, μάλλον δεν ενδιαφέρουν. Έτσι, διώχνεται προσωπικό, κόβονται συνδρομές, υπηρεσίες και συστήματα που είχαν δημιουργηθεί από ανθρώπους με πολύ μεράκι, αγάπη και γνώση (πολύ σημαντική παράμετρος το διανοητικό κεφάλαιο που περικλείεται στις δράσεις αυτές) καταδικάζονται στην απαξίωση, στην αδράνεια, στη «διαθεσιμότητα» (νιώθω ότι αυτή τη λέξη βρήκαν για να αποδώσουν το αγγλικό obsolescence!), δηλαδή στην αχρήστευση. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης ή του Αριστοτέλειου Θεσσαλονίκης για να πάρει μια εικόνα του τι έχει γίνει.
Πάντως, η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών χρειάζεται και γενικά και για τους παραπάνω λόγους να διατυπωθεί από την αρχή. Η Πολιτική αυτή πρέπει να πάρει υπόψη της όλες τις κατηγορίες βιβλιοθηκών, τα ζητήματα εκπαίδευσης του προσωπικού τους, αλλά και εκπαίδευσης των πολιτών ως χρηστών τους (με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικρές ηλικίες αλλά και στο χώρο της εκπαίδευσης και της έρευνας). Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αφορά ένα συγκεκριμένο υπουργείο και γι’ αυτό η παρακολούθηση της υλοποίησής της δεν μπορεί να ενταχθεί κάτω από τη μία ή την άλλη Διεύθυνση Γραμμάτων οποιουδήποτε Υπουργείου. 

Χρειάζεται να οριστεί ο ρόλος των κεντρικών θεσμικών φορέων όπως είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη (ο όρος Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μου αρέσει, να θυμίσω εξάλλου ότι είχε ξαναγίνει μια τέτοια προσπάθεια, έτυχε να είμαι μέλος εκείνης της – άμισθης – ομάδας με μέλη και γνωστούς συγγραφείς, όμως δεν θυμάμαι να έγινε κάτι στη συνέχεια). Η γνώμη μου είναι ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη χρειάζεται καταρχάς να παίζει το ρόλο της ως Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι εξαγγελίες περί της μεγάλης Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Αθήνα δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θα συμβάλει, όταν ως πολίτης, χρήστης βιβλιοθηκών ή πολύ περισσότερο δυνητικός χρήστης (με δεδομένο το χαμηλό ποσοστό χρήσης των βιβλιοθηκών στη χώρα μας αλλά και γενικότερα το χαμηλό ποσοστό ανάγνωσης βιβλίων), θέλω να έχω τη βιβλιοθήκη με ρόλο δημόσιας στη γειτονιά μου (κι εδώ δεν θα συμφωνήσω με το Γ. Τροχόπουλο που υποστήριξε σε κάποια συνέντευξή του περίπου ότι δεν πειράζει αν κλείσουν κάποιες δημοτικές βιβλιοθήκες, για μένα πειράζει και χρειάζεται και αυτό να συζητηθεί).
Υπάρχει επίσης το ζήτημα της υποστήριξης των βιβλιοθηκών από τους χορηγούς, κύρια από το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, που έχει αναλάβει έναν αριθμό δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών, καθώς και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Δεν θα εκθέσω τώρα πλήρη άποψη για το θέμα, εξάλλου, προσωπικά και σε θεωρητικό επίπεδο κατ’ αρχήν, δεν έχω πλήρη αντίθεση στη συμβολή των ιδρυμάτων αυτών (να σημειώσω ότι επίσης τα Ιδρύματα Λάτση και Ωνάση έχουν αναλάβει σχετικές δράσεις, διατηρώντας όμως χαμηλότερους τόνους προβολής). Νομίζω όμως ότι χρειάζεται να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των δύο μερών, να είναι διακριτός ο ρόλος της Πολιτείας και των θεσμικών φορέων της και βέβαια οι δράσεις να ανταποκρίνονται στο ρόλο των βιβλιοθηκών στη σημερινή εποχή, όπως ορίζονται από τον ίδιο το χώρο των βιβλιοθηκών και σε συνεργασία με τις κοινότητες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. 

Τελειώνοντας προς το παρόν, χωρίς να κλείνω το θέμα, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είμαστε στην αρχή. Υπάρχουν βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και υπάρχουν δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα (γιατί έχει ακουστεί και αυτό) και υπάρχει ένα σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο (για να χρησιμοποιήσω … όρους οικονομικούς, αλλά που εγώ τους δίνω γενικότερη σημασία) που τις λειτουργεί (αρκεί να του δίνεται η δυνατότητα αυτή). 
Η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών δεν είναι ίδια με την Εθνική Πολιτική Βιβλίου, έχουν συνάφειες, όπως και την Εθνική Πολιτική για την Έρευνα και για την Παιδεία και για τον Πολιτισμό και κάθε μια πρέπει να παίρνει υπόψη της στοιχεία από τις άλλες. Έτσι, για να δέσω το θέμα και με το ΕΚΕΒΙ, θα αναφερθώ σε μια έρευνα που είχε γίνει το 1998 για το Παρατηρητήριο Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ από το Τμήμα Αρχειονομίας – Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και αφορούσε την καταγραφή των ελληνικών βιβλιοθηκών. Διαβάζω στην Τελική Έκθεση της έρευνας:

«… Ο χώρος των βιβλιοθηκών και των υπηρεσιών Πληροφόρησης στην Ελλάδα παρουσιάζει, όπως είναι γνωστό, σοβαρότατα προβλήματα, οφειλόμενα, σε μεγάλο βαθμό, στην καθυστερημένη, χαλαρή, χωρίς σύστημα, νομοθετικές προβλέψεις και προγραμματισμό διαμόρφωση του τομέα αυτού στη χώρα μας. Η από πολλούς και σε πολλά επίπεδα διαπιστωμένη απουσία ουσιαστικής υποστήριξης της έρευνας, της εκπαίδευσης, της επιμόρφωσης και της ψυχαγωγίας από ένα ικανοποιητικό αναπτυγμένο δίκτυο βιβλιοθηκών και υπηρεσιών πληροφόρησης οφείλεται σε πολλούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και άλλους λόγους…
….Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος, ο σωστός σχεδιασμός και η διαμόρφωση και άσκηση της ανάλογης πολιτικής από όσους εμπλέκονται σα θέματα αυτά προϋποθέτει τη γνώση του χώρου ή, καλύτερα, τη γνώση του προβλήματος…»
Την επόμενη χρονιά, ο Μπεκατώρος έγραφε: "Εκπαίδευση των παιδιών μας ορθή (σε όλες τις  βαθμίδες), πολιτική για τον πνευματικό πολιτισμό και για την επιμόρφωση και καλλιέργεια του λαού μας, βιβλιοθήκες πάσης φύσεως (σχολικές/λαϊκές, πανεπιστημιακές, ειδικές, ερευνητικές κ.ά.) δεν πρόκειται να αποκτήσουμε αν δεν αλλάξουμε γραμμή πλεύσεως..."
Τα έχουν πει και η Ένωση Βιβλιοθηκονόμων και άλλοι μεμονωμένοι επαγγελματίες του χώρου. Αυτό που χρειάζεται είναι όντως ο σωστός σχεδιασμός, ο προγραμματισμός, οι νομοθετικές προβλέψεις, η διαμόρφωση και αυστηρή υλοποίηση πολιτικής. Ας πιάσουμε το νήμα από μια άκρη κι ας προχωρήσουμε. Είνα καλό να βάζουμε ιδέες στα κεφάλια των παιδιών μας κι ας το θεωρούν κάποιοι κακό πράγμα...


Υστερόγραφο
Στην έρευνα του Ιονίου Πανεπιστημίου, βασικοί συντελεστές ήταν ο Γιώργος Μπώκος, ομότιμος σήμερα καθηγητής του παραπάνω τμήματος και η Μαρία Σκεπαστιανού, τότε διδάσκουσα του τμήματος. Δυστυχώς, η δυναμική Μαρία έφυγε νωρίς. Ας αφιερώσω την ανάρτηση αυτή στη μνήμη της. Είναι τόσο λίγο για τα τόσα πολλά που πρόλαβε στο σύντομο βίο της.







Τρίτη 28 Μαΐου 2013

"Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου" της Χριστίνας Μπάνου: μια εξαιρετική αποτύπωση της εκδοτικής κατάστασης στην Ελλάδα διαχρονικά και στην εποχή της κρίσης


Πολύς λόγος γίνεται για το βιβλίο, μόλις που τελείωσε η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη και μόλις που ανακοινώνεται το κλείσιμο οργανισμών και μαζί μ' αυτούς και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, γιατί κατά τον αρμόδιο υπουργό δεν φαίνεται να έχει λόγο ύπαρξης (τον είπαν και υπουργό της καταστροφής).

Σήμερα ακούσαμε για 46 δημόσιες βιβλιοθήκες που θα συγχωνευθούν (για να δοθεί ευκαιρία, λέω εγώ και όχι μόνο εγώ, να απολυθούν εργαζόμενοι), προ καιρού έκλεισε το ιστορικό βιβλιοπωλείο της Εστίας, ακούμε κατά καιρούς για εκδοτικούς οίκους και για βιβλιοπωλεία που δεν πάνε καλά, κάποια ιστολόγια πήραν πρωτοβουλία και διεκδίκησαν μείωση της τιμής του βιβλίου, οι βιβλιοθήκες δυσκολεύονται ή δεν αγοράζουν καθόλου νέα βιβλία, για σχολικές βιβλιοθήκες ούτε λόγος, οι ακαδημαϊκές στενάζουν, πολιτική καλλιέργειας της αγάπης στο βιβλίο και στην ανάγνωση δεν υπάρχει, πολιτική βιβλίου γενικότερα δεν υπάρχει. Ποικίλα τα προβλήματα, λοιπόν, στο χώρο του βιβλίου.

Στο βιβλίο της  "Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου: Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα" (εκδόσεις Παπαζήση 2012), η Χριστίνα Μπάνου αποπειράται και επιτυγχάνει να καλύψει, να αποκαλύψει, να περιγράψει και να ερμηνεύσει το χώρο του βιβλίου, κυρίως από την πλευρά των εκδοτών, δίνοντας στους αναγνώστες πολύτιμες πληροφορίες και στοιχεία.

Το θέμα του βιβλίου ανήκει στα επιστημονικά και ερευνητικά ενδιαφέροντα της συγγραφέως (είναι επίκουρος καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχειονομίας - Βιβλιοθηκονομίας του Ιόνιου Πανεπιστημίου), ενώ η παρούσα έκδοση μπορεί να θεωρηθεί ως συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της "Διαχρονικά γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας στον δυτικό πολιτισμό" (Κότινος 2008), το οποίο ασχολείται με τη διαμόρφωση και τα γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας από τον Άλδο Μανούτιο και τον Le Breton μέχρι σήμερα, όπως χαρακτηριστικά γράφει η ίδια.


Το παρόν βιβλίο ασχολείται με την κατάσταση της εκδοτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Ξεκινά με σύντομη καταγραφή της αντίστοιχης εικόνας διεθνώς, γύρω από το εκδοτικό σκηνικό και τις σχέσεις ανάμεσα στους μεγάλους και τους μικρούς εκδοτικούς οίκους (κυριαρχία, εξάρτηση, εξαγορές, συγχωνεύσεις, αλυσίδες, πολιτική προώθησης, ευπώλητα κτλ.), βιβλιοπαραγωγή, βιβλιοπωλεία, νέες τεχνολογίες, επίδραση της οικονομικής ύφεσης.

Όλα τα παραπάνω ζητήματα μεταφέρονται και στη συζήτηση για τα γνωρίσματα της ελληνικής εκδοτικής βιομηχανίας. Τα στοιχεία που δίνει η συγγραφέας είναι πολλά, βασίζονται σε έρευνες που έχει κάνει η ίδια στο πλαίσιο των διδακτικών και ερευνητικών της δραστηριοτήτων, αλλά και σε αναφορές από πληθώρα ελλήνων και ξένων ειδικών. Εξάλλου, είναι εντυπωσιακά πολλές οι αναφορές σε δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων για τα θέματα αυτά (πράγμα που μαρτυρεί τη συνεπή παρακολούθηση του τύπου πέραν της επιστημονικής βιβλιογραφίας), ενώ πρέπει να επισημάνω και τον  τρόπο με τον οποίο αξιοποιούνται οι αναφορές αυτές, δίνοντας το λόγο σε εκδότες, συγγραφείς ή δημοσιογράφους να μιλούν, στο κατάλληλο σημείο, επανειλημμένα και εναλλακτικά, για τα διάφορα και πολλά ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται.

Σημαντικό συστατικό της εργασίας είναι ότι για κάθε ζήτημα, πέραν της αναλυτικής παρουσίασης των στοιχείων μέσα στο κείμενο (όπου βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα την παράθεση κάθε φορά των κριτηρίων ή των παραγόντων επίδρασης, στοιχεία που δίνουν τροφή για περαιτέρω ανάλυση και διερεύνηση), στη συνέχεια ανακεφαλαιώνει εκθέτοντας συνοπτικά τα προηγουμένως λεχθέντα, ενώ επίσης πολύ συχνά χρησιμοποιεί πίνακες για την παρουσίαση κριτηρίων, εναλλακτικών περιπτώσεων, δυνατών και αδύνατων σημείων κατά περίπτωση κτλ.
Στον παραπάνω πίνακα αναλύονται τα κριτήρια με βάση τα οποία οι έλληνες εκδότες επιλέγουν κείμενα για έκδοση

Είναι δύσκολο να αναφερθώ διεξοδικά στα περιεχόμενα του βιβλίου, μπορώ όμως να επισημάνω μερικά σημεία. Κατ' αρχήν, όσον αφορά τα περιεχόμενα συνολικά, το βιβλίο ασχολείται με ζητήματα που διαμορφώνουν την ταυτότητα των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα τις αρχές του 21ου αιώνα, όπως: βιβλιοπαραγωγή, αριθμός και οργάνωση των εκδοτικών οίκων, γνωρίσματα μικρών, μεσαίων και μεγάλων, διαφορές, ρόλος του εκδότη και του επιμελητή, κριτήρια επιλογής κειμένων για έκδοση, μηχανισμοί παραγωγής και ανάδειξη βιβλίων-επιτυχιών ("ευπώλητων"), τιμή βιβλίου, νέες τεχνολογίες, αναγνωστική συμπεριφορά, ρόλος του κράτους, αισθητική ταυτότητα εκδοτικού οίκου, προώθηση και διαφήμιση, πανεπιστημιακά συγγράμματα, επίδραση της οικονομικής κρίσης. Για να φτάσει στο σήμερα, κάνει μια αναδρομή, από τα τέλη του 19ου αιώνα, στους σταθμούς της εκδοτικής παραγωγής με τα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου: πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οικονομική κρίση της δεκαετίας του '30 (πολύ χρήσιμη η συσχέτιση με την σημερινή κρίση ως προς τις δυνατότητες ερμηνείας αντίστοιχων ζητημάτων), δικτατορία του Μεταξά, Κατοχή, δεκαετίες 1950 και 1960, δικτατορία, πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεκαετία 1980 μέχρι σήμερα.

Πώς είναι η βιβλιοπαραγωγή στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια και ποια μεταβολή παρατηρείται στα χρόνια της κρίσης; Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν οι εκδοτικοί οίκοι, στην πλειονότητά τους οικογενειακές επιχειρήσεις, τι απόψεις εκφράζουν γύρω από τα κριτήρια επιλογής, το οικονομικό όφελος, την παραγωγή μεγάλου ή μικρού αριθμού τίτλων ετησίως, τα "ευπώλητα" (best-sellers) και τα μακράς πνοής (long-sellers), τη νέα τεχνολογία, την αισθητική, τις μεταφράσεις, τις σχέσεις με τους συγγραφείς, την τιμή του βιβλίου. Πώς εντοπίζεται και πώς αντιμετωπίζεται το αναγνωστικό κοινό και τι σημαίνει ο όρος "δημιουργία και επινόηση του κοινού"; Τι γίνεται με τα βιβλιοπωλεία, τις αλυσίδες και τα παραδοσιακά; Τι γίνεται με τις βιβλιοθήκες, αν και πώς στηρίζουν τους εκδοτικούς οίκους και ασκούν αναγνωστική πολιτική; (Δεν έχουν κατορθώσει να διαδραματίζουν τέτοιο ρόλο στην Ελλάδα οι βιβλιοθήκες, αλλά ούτε και οι λέσχες ανάγνωσης, υποστηρίζει η συγγραφέας, και συμφωνώ μαζί της, όμως αν αυτό δεν γινόταν τα προηγούμενα χρόνια, πολύ περισσότερο τώρα που δεν υπάρχει μέριμνα και πολιτική, κατ' αρχήν από το κράτος).

Ποιος είναι ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης; Αναφέρονται προβλήματα ρευστότητας, μείωση παραγωγής, πτωχεύσεις, επαναπροσδιορισμός πολιτικών, μείωση προσωπικού (υπάρχουν εκδότες που τυπώνουν στο εξωτερικό, ενώ συχνά προτιμάται η διεκπεραίωση κάποιων εργασιών με εξωτερικούς συνεργάτες).

Η εκδοτική βιομηχανία είναι "υψηλού ρίσκου", αλλά και "υψηλού επιπέδου", ασχολούμενη με ένα "ιδιαίτερο" και "εύθραυστο" προϊόν, όπως είναι το βιβλίο. Έτσι, και όποιος ασχολείται με τα ζητήματα αυτά, χρειάζεται να τα προσεγγίσει με γνώση, με ιδιαίτερο σεβασμό και ευαισθησία. Νομίζω αυτό κάνει η Χριστίνα Μπάνου. Εγώ, πέραν των χρήσιμων στοιχείων που πήρα, πέραν της αναγνωστικής απόλαυσης που πραγματικά εισέπραξα διαβάζοντας το βιβλίο, σημείωσα και πολλές αναφορές που θα αναζητήσω για ανάγνωση (εκτός βέβαια από το πολύ καλό βιβλίο του Λουκά Αξελού που ήδη έχω κι έχω διαβάσει "Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα", Στοχαστής, 2008). Νιώθω επίσης την ανάγκη να διαβάσω ένα βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου αλλά δεν το έχω ακόμη διαβάσει και στο οποίο αναφέρεται συχνά: "Οι μέλισσες και η σφήκα" του François Maspero (Σοκόλη 2005).

Αξίζει επίσης να αναφέρω ότι αναφέρεται συχνά στη συμβολή του ΕΚΕΒΙ στην καλλιέργεια και προώθηση του βιβλίου και της αναγνωστικής πολιτικής, ενώ σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιεί στοιχεία από έρευνές του για να στηρίξει και να ερμηνεύσει τις δικές της τοποθετήσεις. Αναφέρεται επίσης σε σχετικές έρευνες της Μονάδας Διασφάλισης Ποιότητας Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών.

Αναμφισβήτητα το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί από οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να δει πώς συγκροτείται και πώς λειτουργεί ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα. Παράλληλα όμως, με τον πλούτο των ζητημάτων που ανοίγει, μπορεί να λειτουργήσει ως ένας οδηγός ερευνητικών εργασιών γύρω από τα θέματα του βιβλίου, της ανάγνωσης, της συγγραφής, των βιβλιοθηκών, του πολιτισμού κτλ. Και μία πρόταση. Το βιβλίο ασχολείται κυρίως με εκδοτικούς οίκους - ιδιωτικές επιχειρήσεις, κάνει μικρή αναφορά σε οργανισμούς, θα είχε ενδιαφέρον η αντίστοιχη λεπτομερής αποτύπωση. Θα ... περιμένουμε.

Και τελικά, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου; Η συγγραφέας, αφού συνδέει την εκδοτική βιομηχανία με την παγκοσμιοποίηση και την οικονομική κρίση, κάνει προβλέψεις, μιλά για την αναγκαία αυτο-κριτική του κλάδου και κάνει λόγο για το άμεσο στοίχημα που είναι "η οικονομικότερη μορφή και η χαμηλότερη τιμή του βιβλίου, καθώς και οι απ' ευθείας πωλήσεις". Και αναφερόμενη στη λέξη "επανάσταση" σχετικά με το βιβλίο, τη θεωρεί πως έχει πάντα νόημα, τη συνδέει με την επανάσταση της πληροφόρησης, συνδέει το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες με τη μνήμη, τη δική μας την προσωπική και τη μνήμη της ανθρωπότητας και καταλήγει, χρησιμοποιώντας και φράση του Μπόρχες :

Συνεπώς, το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου - ούτως ή άλλως σημαντικό και κατ' αρχήν κάπως μετέωρο σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον - όπως το προσδιορίζει η διαδοχή των επαναστάσεων, δεν μπορεί παρά να είναι ένα βήμα κατάφασης στις βεβαιότητες του εντύπου, που θα οδηγήσει στη "φιλική βαρύτητα του βιβλίου", γιατί το "βιβλίο αποτελεί μια από τις δυνατότητες ευτυχίας που έχουμε εμείς οι άνθρωποι".


Στο συλλογικό έργο "Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο" (Μεταίχμιο 2008) με κείμενα ειδικών στην ανάγνωση επιστημόνων, η Χριστίνα Μπάνου έχει κάνει την επιμέλεια

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

H τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα της κρίσης και οι Βιβλιοθήκες που δημιουργούν αναγνώστες!

Οι Βιβλιοθήκες δημιουργούν αναγνώστες



"Μπορεί να μειωθεί  η τιμή των βιβλίων;


Εντεκα βιβλιοφιλικά μπλογκ με κοινή τους επιστολή προς τους εκδότες τούς ζήτησαν να μειώσουν τις τιμές των βιβλίων.  Η επιστολή είχε μεγάλη απήχηση και έκανε τον γύρο των κοινωνικών δικτύων.  Με αφορμή αυτή την επιστολή συζητάνε οι: Άγης Αθανασιάδης, (blog Librofilo), Βιβή Γεωργαντοπούλου (blog Λέσχη του Degas, συντάκτρια της επιστολής), Θοδωρής Βασιλόπουλος (ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείων «Ευριπίδης»),  Νίκος Αργύρης (εκδόσεις Ίκαρος), Αργύρης Καστανιώτης (εκδόσεις Καστανιώτη).
Συντονίζει ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος, δημοσιογράφος  στο ΒΗΜΑ"

Αυτή η συζήτηση παρουσιάζεται στη σελίδα του Βήματος με τον τίτλο H τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα της κρίσης.

Όπως έχουμε ήδη γράψει, με πρωτοβουλία 11 ιστολογίων (μεταξύ των οποίων και του Καγκουρώ) έχει ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με την τιμή των βιβλίων και κυρίως των νέων εκδόσεων. Στην ανοιχτή επιστολή που δημοσιεύτηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2013, διατυπώσαμε (κάνοντας κάποιες επιμέρους τροποποιήσεις κάποιοι από εμάς, ώστε να εκφράζουμε την προσωπική μας άποψη σε συγκεκριμένα σημεία, χωρίς να ξεφεύγουμε από το γενικό πλαίσιο αλλά και χωρίς τη διάθεση καθολικής επιβολής της άποψής μας στα σημεία αυτά)  ότι η τιμή των (νέων κύρια) βιβλίων είναι κατά μέσον όρο υψηλή, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημερινές οικονομικές δυσκολίες που βιώνουμε όλοι μας.


Κάποιες εφημερίδες δημοσίευσαν την επιστολή, παίρνοντας ή όχι θέση πάνω στο θέμα, στο διαδικτυακό σταθμό Amagi Radio πραγματοποιήθηκε σχετική εκπομπή, ενώ ο φίλος Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιό του "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία"  διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για την πρωτοβουλία, έδωσε όμως τη δυνατότητα πλατιάς ενημέρωσης και συζήτησης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε ο Γιάννης Μπασκόζος του Βήματος με δύο άρθρα, όπου στο τελευταίο της περασμένης Κυριακής 10/3, πέραν της σύμφωνης γνώμης του για την πρωτοβουλία, εκφράζει απόψεις για την ανάγκη καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας, για το ρόλο του σχολείου από τις πρώτες πρώτες βαθμίδες, για το ρόλο των βιβλιοθηκών και την ανάγκη ενίσχυσής τους.

Όπως φάνηκε στην παραπάνω συζήτηση στο Βήμα, τόσο οι εκδότες όσο και οι βιβλιοπώλες αρνούνται (γιατί αδυνατούν, όπως υποστηρίζουν) τη μείωση της τιμής, θέτοντας ως κύριο πρόβλημα το ύψος του ΦΠΑ (για τον οποίο υπάρχει πράγματι ένα πρόβλημα).

Διατηρώντας τις απόψεις μου και βασιζόμενη, πέραν της προσωπικής εμπειρίας σε στοιχεία από σχετικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ και της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τα οποία ανέφερα στην ανάρτησή μου, βρίσκω ότι το βιβλίο θα έπρεπε να είναι φτηνότερο, ώστε να είναι περισσότερο προσιτό σε αναγνώστες. Πιστεύω ότι το βιβλίο έχει έναν ξεχωριστό ρόλο, δεν μπορεί να θεωρείται απλά ένα εμπορικό/εμπορεύσιμο αγαθό και έτσι δεν μπορεί να λογαριάζεται από τους (όχι μόνο "βιβλιόφιλους") πολίτες ως προς το οικονομικό αντίκρυσμα που έχει για τους δημιουργούς και διακινητές του (εκδότες, βιβλιοπώλες, συγγραφείς).

Όχι πως δεν αναγνωρίζονται τα προβλήματα στους χώρους αυτούς, κάθε άλλο μάλιστα. Ορθά ζητείται και η εκδήλωση ειλικρινούς ενδιαφέροντος των αρμόδιων θεσμικών φορέων (ποιων, αυτών που έτσι απλά αποφάσισαν το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ υπακούοντας στο "πονάει δόντι, κόψει κεφάλι" ή αυτών που διέλυσαν τις σχολικές βιβλιοθήκες πριν τις ολοκληρώσουν καν ή κτλ κτλ.). Ορθά επισημαίνονται αδυναμίες και κακοδαιμονίες. Ορθά σημειώνεται ότι χρειάζεται πολλή δουλειά για να νιώσουν οι Έλληνες την ανάγκη να διαβάζουν, ότι το σχολείο πρέπει να παίξει τον καταλυτικό ρόλο και ότι είναι οι βιβλιοθήκες αυτές που δημιουργούν τους αναγνώστες.

Πραγματικά, εκτιμώ ιδιαίτερα ότι η άποψη αυτή, και παρά τις αντιρρήσεις του για το θέμα της τιμής, εκφράστηκε από εκπρόσωπο των εκδοτών. Και το εκτιμώ ακόμη περισσότερο, ενθυμούμενη ότι πριν πολλά χρόνια, ένας εκδότης μου είχε πει, όταν ζήτησα να μου στείλει στη Βιβλιοθήκη φυλλάδιο με τους τίτλους που εκδίδει (προ Διαδικτύου αυτά) για να κάνουμε αγορά (τότε ακόμη αγόραζαν βιβλία οι βιβλιοθήκες) είχε εκφράσει επιφυλάξεις γιατί, λέει, έτσι έχανε πελάτες!!!


 Αντιγράφω παρακάτω τα σχόλια που έκανα στη Λέσχη Degas και στο Διαβάζοντας, συμπληρωματικά της ανάρτησής μου και παίρνοντας υπόψη σχόλια που είχαν ήδη διατυπωθεί:

Τελικά η κουβέντα ποια είναι; Αν είναι το βιβλίο ακριβό; Άν μπορούν οι εκδότες να μειώσουν την τιμή; Άν έπρεπε να σταλεί η επιστολή στον αρμόδιο υπουργό; Άν μπορούν να ανοίγουν συζητήσεις μέσα από τα ιστολόγια; Η δική μου γνώμη είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις είναι ακριβό, δεν το συγκρίνω με άλλα αγαθά ή "μέσα ψυχαγωγίας" (εκεί, πιστέψτε με, θα βγει πολύ πιο φτηνό), σε αρκετές περιπτώσεις όντως οι εκδότες δεν μπορούν να κάνουν μείωση (εκτιμώ και συνιστώ σχετικά τη χθεσινή, πιστεύω ειλικρινή, συζήτηση στο Amagi Radio με τον εκδότη του Ικαρου, αλλά και παλιότερη συζήτηση στο ιστολόγιο της Ωκεανίδας), και ο χώρος όλων των συντελεστών του βιβλίου έχει προβλήματα, και όλη η κοινωνία έχουμε προβλήματα.

Νομίζετε είναι εύκολο να αγοράσει κανείς βιβλίο με 15 ευρώ; Και αν αγοράσει ένα, πόσα άλλα καινούρια θα "τολμήσει" να αγοράσει; Κάπως έτσι τα έγραψα και στο δικό μου ιστολόγιο, με κάποιες μικροαλλαγές στην αρχική επιστολή, αλλά στο πνεύμα, ας πούμε τη γνώμη μας, ας ανοίξουμε το θέμα, ας ακούσουμε και τους άλλους και τέλος πάντων ας ανοίξουμε και το άλλο πιο μεγάλο θέμα, αυτό της χαμηλής αναγνωσιμότητας, αυτό πώς θα το λύσουμε; Όχι οι ιστολόγοι βέβαια.

Και ας μη βαράνε όσοι δεν συμφωνούν, ας καταθέσουν κι αυτοί τις γνώμες τους, πολιτισμένα. Και μην ξεχνάμε, υπάρχουν και βιβλιοθήκες, επιμένω, και όχι κόντρα στα εκδοτικά και στα βιβλιοπωλεία.

Και μία συμπλήρωση σχετικά με τα άλλα μέσα ψυχαγωγίας, πέρα από την όποια διαφορά του είδους (άλλο θέμα συζήτησης, δεν το ανοίγω εδώ), να σημειώσω ότι στον κινηματογράφο θα δώσει ο καθένας 7 ευρώ, στο θέατρο 15-20 κτλ, δηλαδή από το ίδιο σπίτι ή την ίδα παρέα το σύνολο θα είναι πολλαπλάσιο. Όλοι αυτοί όμως θα διαβάσουν ένα αντίτυπο του βιβλίου. Δίνω ένα επιχείρημα στους εκδότες και στους βιβλιοπώλες, αλλά δεν είν' εκεί το θέμα."
 
Κάποια άλλα θέματα επίσης:

Το ζήτημα δεν είναι μόνο η ατομική θέση ενός εκδότη ή ενός βιβλιοπώλη. Και το ζήτημα δεν είναι μόνο τα βιβλιοπωλεία του κέντρου, αλλά και αυτά της συνοικίας και αυτά της περιφέρειας. Εάν το κάθε μεγάλο βιβλιοπωλείο του κέντρου έχει τη δυνατότητα να κάνει τις τρομερές εκπτώσεις (τις οποίες πράγματι απολαμβάνω κι εγώ), τα πράγματα δεν είναι πάντα το ίδιο εύκολα και για τα υπόλοιπα. Και δεν συμφωνώ με κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου.

Το πρόβλημα στην τιμή, όπως φαίνεται και από τις σχετικές έρευνες, είναι ακόμη μεγαλύτερο στα μη λογοτεχνικά βιβλία, δοκίμια, ιστορικά, πολιτικά, επιστημονικά κτλ.  Επίσης, υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα στους εκδότες χωρίς αυτό να αιτιολογείται πάντοτε από ποιότητα, μέγεθος κτλ. Και συχνά διαφορές ανάμεσα σε ελληνικά και μεταφρασμένα, με μεγαλύτερη τιμή συχνά στα ελληνικά.

Το θέμα της τιμής  του βιβλίου δεν αφορά μόνο μια ελίτ αναγνωστών, που μπορεί να διατηρούν και κάποια ιστολόγια, ακόμη και αν είναι χαμηλό το γενικό ποσοστό αυτών που διαβάζουν, ακόμη και αν υπάρχει μεγάλο ποσοστό ζήτησης στα λεγόμενα ευπώλητα (τα οποία, ας το ομολογήσουμε, χρησιμοποιούν και τα ... σοβαρά βιβλιοπωλεία ως κράχτες πλέον). Και τελικά, πώς ορίζονται αυτά τα ευπώλητα, ή μάλλον πώς χωρίζονται οι αναγνώστες σε αναγνώστες καλών και αναγνώστες ευπώλητων βιβλίων; Και... ας μου επιτραπεί να διατυπώσω μια ίσως αιρετική ως προς τα παραπάνω άποψη. Το ζήτημα δεν (πρέπει να) αφορά μόνο και πολύ περισσότερο όσους από εμάς ... ρουφάμε τα βιβλία κατά δεκάδες (μήπως και αυτό καταντά τελικά καταναλωτική μανία;), αλλά τον καθένα και την καθεμιά που θέλει ή θα ήθελε ή θα μπορούσε να θέλει να διαβάσει ένα, μάλλον περισσότερα από ένα, βιβλίο.

Θεωρώ επίσης ότι εμάς τους αναγνώστες, δηλαδή τους πολίτες, μας ενδιαφέρει να έχουμε πρόσβαση στη γνώση, και αγοράζοντας βιβλία, αλλά και δανειζόμενοι βιβλία από βιβλιοθήκες (αλλά και από φίλους). Μας ενδιαφέρει να υπάρχει βιβλίο, να υπάρχει καλό βιβλίο, και σε αυτό δεν θα συμφωνήσω με απόψεις του να προχωρήσουν οι εκδότες στην παραγωγή φτηνού βιβλίου τσέπης όπως στην Αγγλία π.χ. (σε βάρος στοιχείων ποιότητας σε σχέση με τη γλώσσα, την αισθητική κτλ. και σε αυτό συμμερίζομαι την άποψη των εκδοτών που το επικαλούνται).

Έτσι, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία, εν τέλει, είναι η τόνωση της χρήσης των βιβλίων, της ανάγνωσης δηλαδή και αυτό πρέπει να γίνει με όλους που έχουν σχέση, είναι εκδότες, είναι βιβλιοπώλες, είναι θεσμοί όπως το ΕΚΕΒΙ και οι βιβλιοθήκες, είναι οι λέσχες ανάγνωσης, είναι οι εκπαιδευτικοί, είναι τα διάφορα ιστολόγια (γιατί όχι), δηλαδή οι ενεργοί πολίτες. Σε αυτό το πλαίσιο, η τιμή του βιβλίου πρέπει να είναι προσιτή, λαμβάνοντας υπόψη και τις σημερινές δύσκολες συνθήκες, αλλά και τις διαπιστώσεις που όλοι κάνουμε για την αναγκαιότητα υποστήριξης της παιδείας, της καλλιέργειας, της ψυχαγωγίας, της αναγνωσιμότητας. 

Και μην ξεχνάμε: (και) οι βιβλιοθήκες δημιουργούν αναγνώστες, ας τις πλαισιώσουμε και ας τις υποστηρίξουμε!