Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μνήμες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Ιουλίου 2024

Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;

Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος,  αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.

Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...

Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων. 

Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη  και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού). 

Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία... 

Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα). 

Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου. 

Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη. 

[...]

Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα 

Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που  κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;

Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:

Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου. 

Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...

Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...

Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Λαμπριάτικες μνήμες


Το βράδυ της Ανάστασης μας έβαζε η μάνα μας για ύπνο από νωρίς και μας ξυπνούσε δώδεκα παρά για να πάμε στην εκκλησία. Ο πατέρας μας δεν ερχόταν, τον ξυπνούσαμε στο γυρισμό για να πάει να μεταλάβει, κομμουνιστής αλλά Χριστούγεννα και Πάσχα  πήγαινε να μεταλάβει, αυτή τη σχέση του με την εκκλησία την κρατούσε, σαν έθιμο, σαν τάμα, ποιος ξέρει. Μερικές φορές έμενα κι εγώ στην εκκλησία γιατί μου άρεσαν οι ψαλμοί εκείνου του μέρους, κυρίως ο τραγουδιστός ψαλμός (έτσι μου φαινόταν) "Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν..." Ύστερα τρώγαμε, απαραίτητα, πέρα από αυγά και καλιτσούνια, τα πόδια και κοιλιδάκια τυλιγμένα με έντερα αυγολέμονο (αυτό λέγαμε μαγειρίτσα, πολύ αργότερα έμαθα ποια είναι η πραγματική μαγειρίτσα) και σκωταριά τηγανητή.

Την άλλη μέρα κάπου πηγαίναμε να κάνουμε Πάσχα μαζί με συγγενείς και φίλους. Πότε πηγαίναμε στον αδελφό του πατέρα μου, στο θείο Γιώργο,  στον Καλυκά, μια περιοχή μετά τον Κουμπέ και πριν τη Σούδα, είχε εξοχή, αγαπημένος θείος (χωροφύλακας, όταν όμως αναμένονταν φασαρίες, ειδοποιούσε τον πατέρα μου να μην κατεβεί στη συγκέντρωση που προγραμμάτιζε η ΕΔΑ, δεκαετία του '60, ε και τότε τα χάλαγαν για λίγο αλλά πάλι αγαπίζανε), ο θείος πάντα σούβλιζε αρνί, μαζευόμασταν κάμποσοι, αυτός είχε πέντε παιδιά, τρία είμασταν εμείς και οι μεγάλοι, έρχονταν κι άλλοι θείοι και ξαδέρφια, ήταν όμορφα. 

Άλλες φορές, πηγαίναμε στην Αγιά Μαρίνα, στους κουμπάρους, το Γιάννη και την Πολύμια (θυμάμαι το γάμο τους, παιδάκι εγώ, ο πατέρας μου τους πάντρεψε, η Πολύμια λιποθύμισε στο γάμο από στενοχώρα, όχι για το γαμπρό που έπαιρνε μα γιατί άφηνε το πατρικό της, οι νύφες, λέγανε τότε, πρέπει να κλαίνε στο γάμο τους, να δείχνουν πόσο στενοχωρούνται που αποχωρίζονται τους γονείς, τι παράξενα έθιμα κι αυτά...). Εκεί, μας περίμεναν τα τεράστια καλιτσούνια στο κοφίνι, ακόμη έχω τη γεύση τους στο στόμα. Η Αγιά Μαρίνα σήμερα είναι αγνώριστη, δυσκολεύομαι να εντοπίσω το μονοπάτι που ανηφορίζαμε από τον κεντρικό δρόμο που μας άφηνε το λεωφορείο για ν' ανεβούμε στο σπίτι τους. Γιατί βέβαια όλες εκείνες οι διαδρομές γίνονταν με το λεωφορείο, αυτοκίνητο αποκτήσαμε το 1975, πρώτα είχαμε ποδήλατο, ύστερα βέσπα μέχρι να καταφτάσει το ιστορικό Ρενώ 4.


Κάποιες φορές πηγαίναμε στο Νίππος, στο χωριό του πατέρα μου. Η φωτογραφία είναι από το 1976, το σπίτι ήταν χάλαρο τότε, τώρα το έχω αποκαταστήσει και έχει γίνει πλέον το σπίτι μου στο χωριό. Στην αγκαλιά μου έχω τη φιλιότσα μου τη Μαρία, μεγάλη τώρα, ζει στην Αμερική. Δεξιά, το γεροντάκι που κοιτάζει το φακό είναι ο θείος Λευτέρης, ο Τσουρολευτέρης, σπουδαίος άνθρωπος όσο τον θυμάμαι, είχε κάνει στη Μικρασιατική εκστρατεία, πόσο λυπάμαι που τότε δεν τον ρωτήσαμε πράγματα, μόνο θυμάμαι που έλεγε πως είχαν γεμίσει ψείρες...

Τη μεγαλοβδομάδα νηστεύαμε, τουλάχιστον στα φανερά. Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τ' αυγά, την ίδια μέρα ξεκινούσε η μάνα μας τις κουλούρες, μεγάλη διαδικασία, ποτέ δεν την αφομοίωσα, τα κουλούρια τα έφτιαχνε νωρίτερα, ενώ το Σάββατο φτιάχναμε τα καλιτσούνια, δηλαδή έφτιαχναν η μάνα μου με τις γειτόνισσες για βοήθεια και με τη γιαγιά από κοντά, την Κουκουβιτομαρία. Τότε, βέβαια, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι, οπότε παίρναμε τις λαμαρίνες από το φούρνο, μέχρι το '67 που μέναμε στη Νέα Χώρα πηγαίναμε τα καλιτσούνια ή στο φούρνο του Κουκλάκη ή στο φούρνο του Μπάτση που ήταν πιο σύγχρονος, ήταν "γερμανικός"! Το πηγαινέλα των λαμαρινών ήταν δουλειά των παιδιών, κυρίως δική μου που ήμουν η "μεγάλη". Όταν έφταναν στο σπίτι τα καλιτσούνια, η γιαγιά μου δοκίμαζε, και στο δάγκωμα του κάτω χείλους της κόρης της, είχε την απάντηση έτοιμη: "Μα ο Χριστός αναστήθηκε το μεσημέρι"! Αργότερα έμαθα ότι και οι Κερκυραίοι τον ανασταίνουν μεσημέρι το Χριστό. Λέτε οι Βενετοί να είχαν βάλει το χεράκι τους; 

Καλή Ανάσταση, λοιπόν, και του χρόνου αλλιώς, καλύτερη, να ηχήσουν τα σήμαντρα χαρούμενα όταν φτάνουν, όπως λέει ο ποιητής,

Απ' τα χείλη των παιδιών

απ' την άγνοια των χελιδονιών

απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Ήτανε Μεγάλη Παρασκευή...


Σα σήμερα, θυμούμαι που όλο το χωριό μαζί με τον Επιτάφιο θα πήγαινε στον Άγιο Θανάση, το νεκροταφείο, η μάνα μου θα 'δινε στον παπά το χαρτάκι με την "αίτηση" να μνημονέψει τους πεθαμένους, Μανούσου συβίας και των τέκνων, Αλέκου γονέων και αδελφών, Κώστα και των γονέων... Παλιότερα, στεκόταν ο Επιτάφιος πάνω σε κάθε τάφο, με τα χρόνια, γέρασε κι ο παπάς, όλοι γεράσανε και δεν αντέχανε να περιμένουν τη σειρά τους, κι έτσι ο παπάς στέκεται μπροστά στο εκκλησάκι και διαβάζει τα χαρτάκια από κει. Ύστερα, γυρίζαμε στο σπίτι, είχα ετοιμάσει τα εδέσματα της μέρας, χοχλιούς, χταποδάκι στο ξίδι, φάβα, βραστές πατάτες, σαλάτες, ελιές...

 


Νωρίτερα, στην εκκλησία, κορίτσια του χωριού ντυμένα στα μαύρα, οι Μυροφόρες, στέκονταν γύρω από τον Επιτάφιο. Τα εγκώμια θα τα 'ψαλλε η παπαδιά, από κοντά κι ο Νιππιανός δάσκαλος ο Βαγγέλης ο Κακάτσης. 

Αυτά, τα τελευταία χρόνια στο Νίππος του Αποκόρωνα. Όταν ήμουν παιδί αλλά κι αργότερα, στα Χανιά πάντα, γυρίζαμε όλους τους επιτάφιους μέσα στην πόλη, Άγιο Νικόλαο, Αγίους Αναργύρους, Αγία Αικατερίνη, Τριμάρτυρη. Τελευταία αφήναμε τη Φράγκικη εκκλησία, εκεί ο Επιτάφιος ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός από τους δικούς μας, ωραίες μυρωδιές, ωραίοι ήχοι, γαλήνευαν οι ψυχές μας.

Μια χρονιά, δεν θυμούμαι ποια, ήμουν πάντως στο δημοτικό και μέναμε στη Νέα Χώρα, ο ψάλτης του Αγίου Κωνσταντίνου μάζεψε μερικά παιδιά από το σχολείο της συνοικίας να πούμε τα εγκώμια, μαζί κι εγώ. Κάναμε πολλές πρόβες, είχε κανονιστεί μια μαθήτρια να πει το "Ω γλυκύ μου έαρ", όχι εγώ βέβαια. Τη Μεγάλη Παρασκευή, βάλαμε τα καλά μας, πήγαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, ανεβήκαμε στο γυναικωνίτη απ' όπου θα ψέλναμε τα εγκώμια, και αρχίσαμε. 

Στάσις πρώτη:

Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο...

..........

Στάσις δευτέρα:

Άξιον εστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, ...

......................

Στάσις τρίτη:

Αι γενεαί πάσαι, ύμνον την ταφή σου...

Κι όταν φτάναμε στο "Ω γλυκύ μου έαρ", πριν ακόμη ανοίξει το στόμα της η καλλίφωνη συμμαθήτρια, αντήχησε ένα τεράστιο ΩΩΩΩΩΩ σε όλη την εκκλησία, μάλλον παράφωνο, πάντως απρόσμενο ακόμη κι από μένα που ήμουν η ένοχη, που το φώναξα παρασυρμένη από την ευφορία της μέχρι τότε συλλογικής ψαλμωδίας μας. Και με το στόμα ανοιχτό ακόμη στο τεράστιο Ω, αντίκρυσα απέναντί μου το βλοσυρό βλέμμα του ψάλτη, τι μου 'κανες ήθελε να φωνάξει εκείνη την ώρα. Μούδιασα, μαζεύτηκα, να μπορούσε ν' ανοίξει η γης να με καταπιεί, δεν θυμάμαι τη συνέχεια, πάντως σ' εκείνη τη χορωδία δεν ξαναπήγα.

Στο περιβολάκι
μπρος στην εκκλησιά
έμοιαζες πουλάκι
σ’άγρια φυλλωσιά
δυόσμο κι αγιοκέρι
κράταγες στο χέρι
κι έλεγες: "Ραβί
σώσε μας και πάλι"!
Ητανε Μεγάλη
Παρασκευή...

Αυτά τα λόγια του Νίκου Γκάτσου σιγοτραγουδώ τη φετινή Μεγάλη Παρασκευή παρέα με τη θεία φωνή της Βίκυς Μοσχολιού πάνω στη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.


Κι ύστερα ακούω τον σπαρακτικό θρήνο της μάνας που κλαίει για τον χαμό του γιού της,  στο Stabat Mater, με την αξεπέραστη Ειρήνη Παπά.

Ποιος ξέρει πώς θα είναι η επόμενη Μεγάλη Παρασκευή...

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Οι τίγρεις των δωματίων, του Λεωνίδα Κακάρογλου



Πάει καιρός που το ταβάνι στάζει μνήμες...

Άλλη μια ποιητική συλλογή του Λεωνίδα Κακάρογλου γεμάτη με εικόνες και γεμάτη μνήμες. Ο χρόνος και οι μνήμες διαπερνούν όλο το έργο του, ο χρόνος και οι μνήμες κι εδώ, σα φαντάσματα που νανουρίζουν τις τίγρεις των δωματίων  (Εστία, 2017).

... Το αεράκι που μου χαϊδεύει τα μαλλιά
Στέλνει την μνήμη
Στα αζήτητα
Και δεν θυμάμαι
Τι νούμερο παπούτσια
Φόραγες
Για να ταιριάζω τις πατημασιές
Της σκόνης
Στα πόδια σου

Κάποια ποιήματα είναι αφιερωμένα, στον Γιώργη Μανουσάκη, στον Χρίστο Βακαλόπουλο, στον Γιώργο Ίκαρο Μπαμπασάκη, στον αδελφό του. Το ποίημα Περιπέτεια το αφιερώνει στη Μαρία Σερβάκη, την ποιήτρια από την Κρήτη που πέθανε πριν από δυο χρόνια στα 85 της.

Τα βράδια περνώ από το σπίτι σου
Σκοτεινό θηρίο που τρομάζει τους περαστικούς
Δεν χτυπώ το κουδούνι
Εκ άλλου ποιος θα τ' ακούσει
Όλοι κοιμήθηκαν

Οι γάτες περιφέρονται στην αυλή
Ψάχνουν να βρουν πού χάθηκες...

Μνήμες και μοναξιά 

...Κι άλλο φθινόποωρο
Δεν άνοιξα
την καγκελόπορτα του κήπου
Τα φύλλα απάτητα στις περασιές...

και νοσταλγία

Καμιά φορά ονειρεύομαι
Μιαν όμορφη νύχτα
Που θα 'μαστε πάλι όλοι μαζί...

και εικόνες

Στο μισοφωτισμένο δωμάτιο
Βλέπω τα μηρμύγκια
Που διασχίζουν το τραπέζι με τα βιβλία
Το σαμιαμίδι...

και προσπάθεια για λίγη χαρά μέσα από τις μνήμες 

Σ' άλλες μέρες χαρούμενες θα προστρέξω
Δεν θ' αφεθώ να γονατίσω
Στο λυπημένο απόβροχο...

Πήρε την ιδέα για τον τίτλο της συλλογής και για το ομώνυμο, τελευταίο στη σειρά, ποίημα "Οι τίγρεις των δωματίων" από το ποίημα Η τίγρη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί παραθέτοντας ένα απόσπασμα. Το αντιγράφω ολόκληρο από τη σελίδα του ποιείν (με εντονότυπα οι στίχοι που παραθέτει ο Λεωνίδας):

Την τίγρη ακολουθήσαμε στη φωλιά της
νυχιές στο χώμα και τις στάλες βροχής απ΄τη μουσούδα της.
Όπως σηκώνει το πόδι και διαλέγει το φύλλο
ή σκύβει στο ζώο το συντροφεύει ως την εξαφάνιση και φοβάται το φως
- τοπία ξεχασμένα πίσω απ΄τις φωνές της λείας και του έρωτα -
την τίγρη τη νυχτερινή τη μάνα πώς ελαφροπατεί
και την ημέρα σε λήθαργο ονειρεύεται τ αστέρια…

Η πλάτη της ξεδιπλώνει όπως ο νοτιάς.
Άγνωστη η θάλασσα στην τίγρη
κι όμως ωραία τής μοιάζει στην κίνηση,
στα μάτια που έρχονται πάντα από πέρα.
Το φεγγάρι! Και τινάχτηκε. Όλο και πιο πολύ κατεβαίνει στα μυστικά…
Βρίσκει τη σιωπή τη σηκώνει με το νύχι την τοποθετεί σε ό, τι αγγίζει.
Τι τρυφερή η τίγρη στη σιωπή!
Ποια μουσική ακούει με το τέταρτο πόδι στον αέρα…
Σταματά το χρόνο μπρος στην πεταλούδα πηδάει
έπειτα στη μέση του κύκλου δροσιά, μεσάνυχτα δίψα και ξημερώματα.

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Ένας μικρός Σεπτέμβρης, πρωτάκι, σχολιαρούδι...




Ένας μικρός Σεπτέμβρης βάζει τα κλάμματα
που στο σχολειό τον πάνε να μάθει γράμματα
θέλει να παίξει ακόμα με τ’ άστρα τ’ ουρανού
πριν έρθουν πρωτοβρόχια και συννεφιές στο νου
πρωτάκι, σχολιαρούδι, του κλέβουν το τραγούδι,
του κλέβουν το τραγούδι...

Ένας γλυκός Σεπτέμβρης στάζει το μέλι του
σωστό παληκαράκι τρυγάει τ’ αμπέλι του
στα Σπάτα λινοβάτης, στο Κορωπί γαμπρός
να τρέμουν τα κορίτσια στα βλέφαρά του μπρος
φυσάει ο απηλιώτης, ο ζέφυρος της νιότης
φυσάει ο απηλιώτης...

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος
το κόκκινο ραγίζει στα μήλα της Ροδιάς
κίτρινα πέφτουν φύλλα στον κήπο της καρδιάς
Η νύχτα μεγαλώνει, δίχτυα στο φως απλώνει,
η νύχτα μεγαλώνει...


(Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης, Μουσική, τραγούδι Παντελής Θαλασσινός).






11 Σεπτέμβρη 2017, ανοίγουν τα σχολεία και ... τι να πρωτοθυμηθώ από τη διδασκάλισσά μου, όπως έλεγε το ποίημα που απάγγειλα στο τέλος της πρώτης τάξης. Δασκάλα μου τότε ήταν η κυρία Τερψιχόρη. Ήμουν στο 5ο Δημοτικό Χανίων, στη Νέα Χώρα. Λίγα χρόνια ύστερα, ακριβώς πριν από 50 χρόνια, 10 Σεπτεμβρίου του 1967, μετακομίσαμε στα Λενταριανά, τη συνοικία των Λεντάρηδων, αυτοί φαίνεται να κατείχαν όλη την περιοχή. Λίγα τα κτίσματα τότε, εκτός σχεδίου για χρόνια πολλά κι ας είναι δυό βήματα από το κέντρο της πόλης, αυθαίρετα όλα, και με τη βούλα της Πολιτείας. Παλιά μου τέχνη...

11 Σεπτέμβρη 2001, οι δίδυμοι πύργοι, το αναπάντεχο, το απίστευτο, πριν από ένα χρόνο, το 2000, είχα επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη (μοναδική φορά), τους είδα και τους καμάρωσα, είχα δει τότε και το χρυσοποίκιλτο Μέγαρο Τραμπ και ξεκαθάρισα την έννοια του κιτς. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είπε σήμερα ότι "η Αμερική δεν λυγίζει" μιλώντας για την 11η Σεπτέμβρη του 2001 και τους 184 νεκρούς. Κι εγώ σκέφτομαι πόσο άδικος και πόσο βάρβαρος ήταν ο χαμός τους. Και σέβομαι τη μνήμη τους. Και το ίδιο σκέφτομαι τους χιλιάδες που χάνονται χωρίς να μιλά κανείς γι' αυτούς, τους χιλιάδες από Ιράκ, από Συρία, από Αφγανιστάν, από Υεμένη, από Λιβύη, από... από... από Χιλή...

11 Σεπτέμβρη 1973, το πραξικόπημα στη Χιλή, η Αριστερά στην εξουσία, ποια εξουσία, ας πούμε στην Κυβέρνηση, μα κάνουν τ' αδύνατα δυνατά να τη ρίξουν, και το κατάφεραν, ο ρόλος της Αμερικής, τα συγχαρητήρια της Θάτσερ... Και θυμάμαι εκείνη την καταπληκτική παράσταση που είχα δει στο Λονδίνο το 1992 "Death and the Maiden" του Ariel Dorfman (ανέβηκε αργότερα και στην Αθήνα με τίτλο "Ο θάνατος και η κόρη).

11 Σεπτέμβρη 2001, μόλις είχε γυρίσει από το ταξίδι της στη Νέα Υόρκη η πολύ καλή μου φίλη Μαίρη Παπαδάκη. Και στις 27 Σεπτέμβρη έφυγε μα δεν ξαναγύρισε...

Ένας παλιός Σεπτέμβρης φίλος αχώριστος
καθώς περνούν τα χρόνια γίνεται αγνώριστος...

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Μαύρη καγκελόπορτα και άλλες ιστορίες, του Διονύση Καψάλη: αγαπημένες μνήμες και εικόνες



Πεζά ποιήματα ή ποιητικά πεζά θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τις μικρές ιστορίες που περιέχονται στην πολύ πρόσφατη δουλειά του Διονύση Καψάλη με τίτλο Μαύρη καγκελόπορτα (Άγρα, 2017). Ιστορίες με καθημερινές στιγμές και εικόνες, όλες γεμάτες νοσταλγία, βγαλμένες από τις μνήμες του ποιητή. Και είναι ιστορίες για τις αγάπες του, γι΄  αυτό και είναι αφιερωμένες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, προφανώς αγαπημένα του, στον Γιώργο Αγουρίδη, στον Παντελή Μπουκάλα,  στον Σταύρο και στον Γιάννη Πετσόπουλο, κι άλλους ώσπου να συμπληρωθεί ο αριθμός δώδεκα όσες και οι ιστορίες.

Και μαζί με τις δικές του μνήμες, ο Καψάλης μας γυρίζει πίσω, στον κόσμο χρόνων προηγούμενων, λιγότερο ή περισσότερο παλιών και στον κόσμο αγαπημένων τόπων και μορφών.

Με εικόνες μιας παλιότερης Αθήνας, όπως στην ιστορία για τη Μαύρη Καγκελόπορτα αφιερωμένη στον Γιώργο Αγουρίδη.

Με εικόνες των παιδικών του χρόνων, όπου μια χελώνα σε κάποιο κήπο "σέρνει το γερασμένο σπίτι της/αργά, πολύ αργά πάνω στο χώμα"

Με λόγια και εικόνες για τον Σαίξπηρ (γνωστός καλός μεταφραστής εξάλλου του Σαίξπηρ ο Καψάλης), γιατί ... "το ουσιώδες και το θαυμαστό, είναι ότι υπήρξε αυτός ο άνθρωπος..."

Με λόγια και εικόνες από το Αρχαιολογικό Μουσείο των Σερρών και από την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν!

..................................... Όμως τότε,
με τα παράθυρα ανοιχτά, τις πόρτες
ορθάνοιχτεες στο άναρθρο σκοτάδι,
ξεχύνονταν βαθιά μέσα στη νύχτα, 
λες κι ήθελαν να την εξευμενίσουν,
ήχοι αδροί του τελευταίου μέρους
της πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν...

Και πώς μιλά για τη Γουίνι, την ηρωίδα του Μπέκετ στις Ευτυχισμένες μέρες*,

Τόσο λίγα όσα μπορείς να πείς -
τα λες όλα : ίσως για να προλάβεις

τη λησμονιά,...






Από τις ιστορίες του, ξεχωρίζω την Αφιέρωση. Την εμπνεύστηκε με αφορμή την αφιέρωση που διάβασε σ' ένα παλιό βιβλίο με ποιήματα του Τόμας Χάρντυ, το Human Shows, Far Phantasies, και που ο ίδιος είχε αγοράσει σ' ένα παλαιοπωλείο της Charing Cross στο Λονδίνο, 90 χρόνια από την αρχική του αγορά! Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1925 και το συγκεκριμένο αντίτυπο είχε χαριστεί το 1926 σε κάποια Χλόη από κάποια  Miss Daisy Forbes-Robertson. Και η δεσποινίς αυτή πρέπει να ήταν η σουφραζέτα που το 1913 φυλακίστηκε γιατί, κατά την επίσκεψη στο Μπέρμινγχαμ του τότε πρωθυπουργού της χώρας, εκείνη διαμαρτυρόμενη έσπασε μια τζαμαρία κτλ κτλ... Πόσο ωραία δένει την ιστορία του συγκεκριμένου αντιτύπου με τους κατά καιρούς κατόχους του μέχρι να φτάσει στα χέρια του ποιητή! **


Η ανακοίνωση σε εφημερίδα της εποχής για το περιστατικό
με τη σουφραζέτα Μις Ντέιζι Φορμπς-Ρόμπερτσον

Τελειώνοντας, νιώθω πως οι ιστορίες του Καψάλη αντιστοιχούν σ' αυτό που ο ίδιος αναρωτιέται για τη λέξη Termagant:

Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι στον κόσμο
μπορούν να σχηματίσουνε μια εικόνα
στη μνήμη τους, μια ιδέα τόπου ή χρόνου,
μια αίσθηση (δεν λέω "ερμηνεία"),...



Σημειώσεις

* Το παραπάνω βίντεο είναι από την παράσταση με τις "Ευτυχισμένες μέρες" του Μπέκετ που σκηνοθέτησε ο Αλέξης Μινωτής στο Εθνικό Θέατρο το 1980. Ακούγεται η Βάσω Μανωλίδου ως Γουίνι, ενώ στο ρόλο του Γουίλι έπαιζε ο Μηνάς Χατζησάββας. Η μετάφραση του έργου είχε γίνει από τη Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

**  Ας μου επιτραπεί και μένα μια συμπλήρωση για τις δεσποινίδες Forbes-Robertson. Την ίδια εποχή που έδρασε η σουφραζέτα Μις Ντέιζι, μια άλλη Forbes-Robertson, η φεμινίστρια Beatrice Forbes-Robertson Hale, κυκλοφόρησε το βιβλίο "What Women Want: An Interpretation of the Feminist Movement" (Τι θέλουν οι γυναίκες: μια ερμηνεία του φεμινιστικού κινήματος). Η Μπεατρίς αναφέρεται ως ανηψιά του ηθοποιού Sir Johnston Forbes-Robertson, ο οποίος ήταν αδελφός της Ντέιζι, άρα η Μπεατρις ήταν ανηψιά της Ντέιζι κτλ κτλ. 

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

21 Απριλίου 1967: όταν η μνήμη κλωθογυρίζει πενήντα χρόνια πίσω...




Μάθημα Δημοκρατίας*

του Γιώργου Πιτσιτάκη

Kόντευε μεσημέρι. Το παρατεταμένο χτύπημα του τηλεφώνου τον ξύπνησε. Έτσι κι αλλιώς δεν το προλάβαινε. Κάθισε στο κρεβάτι και τεντώθηκε. Την προηγούμενη είχε ξενυχτήσει.

H καλή παρέα με φίλους γκαρδιακούς, μπουζούκια, κιθάρες, ακκορντεόν και πολύ τραγούδι από σμυρνέικα, ρεμπέτικα, Μάρκο, Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, λαϊκά μέχρι αντάρτικα, τους κράτησε σχεδόν μέχρι το πρωί. Έβαλε να πιει καφέ. Κοίταξε να δει ποιος τον πήρε. Ήταν ο γέρω-δάσκαλος. Θυμήθηκε το καθιερωμένο τους ετήσιο ραντεβού.
Πάνε λίγα χρόνια, χρόνια των απάνθρωπων μνημονίων, που έγινε κι αυτός συνταξιούχος δάσκαλος, ομόλογος του αγαπημένου του στο δημοτικό δασκάλου, του σημερινού γέρω-δάσκαλου. Συναντιόνταν πότε – πότε στη γειτονιά τους τη Νέα Χώρα, στο καφενείο δίπλα στα Πευκάκια ή λίγο πιο κάτω στο μώλο απέναντι απ’ τη θάλασσα. Ο γέρω-δάσκαλος με το μπαστουνάκι του, βαρύνανε βλέπεις τα χρόνια, πλησιάζει το τριψήφιο νούμερο! Κι είναι και το αναθεματισμένο το τραύμα στο πόδι, «παράσημο» του πολέμου, που ορισμένες φορές είναι παραπάνω από ενοχλητικό. Κάθονται και πίνουν το καφεδάκι τους ή μια και δυό και τρεις δαιμονισμένες ρακές και τα λένε. Λένε για τα σχολικά τους τ’ αλλοτινά και τα τωρινά, τα καινουργιοχωρίτικα παλιά και νέα, κρίνουν την πολιτική κατάσταση, αναστορούνται ιστορίες του τόπου για πρόσωπα και πράγματα. Σιωπηλός όπως τότε στα μαθητικά θρανία, ακούει το γέρω-δάσκαλο. Και αυτός, με περισσή ζωντάνια μα και με μια αδιόρατη πίκρα και θλίψη γι’ αυτά που χάθηκαν, διηγείται ιστορίες καλύτερα κι απ’ τους παλιούς καλούς παραμυθάδες. Μπροστά στα μάτια του προβάλουν ολοζώντανες προπολεμικές δεκαετίες στην κρητική ύπαιθρο, η επική και συνάμα τραγική δεκαετία του Σαράντα και τόσα άλλα διανθισμένα με λέξεις και φράσεις από την κρητική ντοπιολαλιά που έχουν ξεχαστεί ή τείνουν να χαθούν. Αληθινή μυσταγωγία!
Ξαναχτυπά το τηλέφωνο.
– Έλα, ακόμα δεν ξύπνησες;
– Γεια σου καπετάνιο μου. Καλημέρα σου!
– Άστα αυτά. Δεν πιστεύω να ξέχασες το ραντεβού.
– Όχι βέβαια. Το περιμένω με ανυπομονησία. Κι όπως πάντα συνεπής.
Κοιτάζει το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και τον επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.
21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτος στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαν μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.
Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκε χαρούμενος. Για πρώτη φορά στη ζωή του θα έβαζε μακρύ παντελόνι, ένα γαλάζιο τερυλέν, συνδυασμένο με καλά παπούτσια. Σπουδαία υπόθεση. Είχε βαρεθεί τα κοντά παντελόνια. Θα σταματούσε πια να ΄ναι εκτεθειμένος στο κρύο και τη ζέστη και δεν θα φαίνονται πλέον οι μπλαβάδες από τα πεσίματα ή το ξύλο από τους παιδικούς καυγάδες μα και οι βιτσιές του συνετισμού από τη μη συμμόρφωση στις γονικές εντολές. Επιτέλους μεγάλωνε! Το φόρεσε προσεκτικά, στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη και καμάρωνε. «Πως κάνεις έτσι! Σα γύφτικο σκεπάρνι είσαι» ακούει τη φωνή της μάνας του. «Άντε βιάσου και δεν πας για γαμπρός. Θ’ αργήσεις στο σκολειό» συνέχισε, ανεβάζοντας τους τόνους. Όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα. Βγαίνει στην αυλή και ο σκύλος τους ο Αράπης έρχεται καταπάνω του να παίξουνε. Για να μην τον λερώσει, τον αποφεύγει με μια επιδέξια κίνηση και απομακρύνεται τρέχοντας. Ο καιρός είχε μια μουντάδα, του φάνηκε πως είχε κατεβασμένα μούτρα. Ο ουρανός γεμάτος συννεφάκια μικρά και ασπρόγκριζα, στριμωγμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο.
Στο δρόμο συναντά το συμμαθητή του τον Νικόλα.
– Άκουσες τα νέα; Έγινε, λέει, δικτακτορία είπε το ράδιο, αρχινά ο Νικόλας.
– Δεν άκουσα τίποτα, του απαντά αγχωμένα ανησυχώντας ότι θα καθυστερήσει στο σχολείο.
Φτάνουν, μα η αυλή ήταν γεμάτη από παιδιά. Κοίταζε τριγύρω αν έβλεπαν κάποια αλλαγή πάνω του. Μήπως πρόσεχαν το παντελόνι του. Μάταια όμως. Κανείς δεν έδινε σημασία. Άλλα έπαιζαν κι άλλα είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και συζητούσαν. Οι δάσκαλοι μέσα στο γραφείο τους κλεισμένοι δε βαρούσαν το κουδούνι παρ` ότι είχε περάσει η ώρα 07:30 που κανονικά χτυπούσε. Πάει στην πιο μεγάλη παρέα που ήταν συμμαθητές του και ο ξερόλας της τάξης στη μέση, με ύφος επιβλητικό και με απόλυτη σιγουριά άρχισε να εξηγεί στα άλλα τα άσχετα…
– Έγινε Δικτατορία, ο Λαός θα ξεσηκωθεί και θα την ρίξει… το πραξικόπημα δεν θα περάσει… ο Λαός δεν θα μείνει έτσι, θα ξεσηκωθεί…
– Τι είναι η Δικτατορία, Παντελή; ρώτησε κάποιος.
– Ο Λαός δεν είναι ελεύθερος, δεν γίνονται εκλογές, δεν υπάρχουν δουλειές…
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό από τις ρητορικές επιδόσεις του συμμαθητή του κι άρχισε να καταλαβαίνει τί είναι – επιτέλους – αυτή η Δικτατορία !!!
Λίγο μετά τις 08:00 ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού και τα παιδιά μπαίνουν στην σειρά όπως – όπως με μεγάλη ζωηρότητα από το παιχνίδι και ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει.
Ο δάσκαλος τους που εκτελούσε χρέη Διευθυντή μετά την προσευχή, φουρτουνιασμένος και με φανερό τον εκνευρισμό στην όψη του, άρχισε:
– Σήμερα έγινε πραξικόπημα, δεν θα γίνουν μαθήματα, ούτε αύριο θα πάμε στην εκκλησία… .
– Παπανδρέου θέλατε, καλά να πάθετε! ακούστηκε από δίπλα η φωνή μιας νεαρής δασκάλας που χτυπούσε πεισματικά το πόδι της στο πάτωμα.
– Σκάσε μωρή! της απευθύνθηκε οργισμένος.
Πάγωσαν τα παιδιά. Και γυρίζοντας στους μαθητές συνεχίζει:
– Σας ευχόμαστε Καλό Πάσχα, τώρα να πάτε στα σπίτια σας και στο σχολείο θα έρθετε μετά τις γιορτές, αν όλα πάνε καλά…!
Μια βουή, όλο χαρά, βγήκε από τα στόματά τους που θα γλύτωναν το Σαββατιάτικο μάθημα και πήρανε το δρόμο για το σπίτι. Έξω από τον Άγιο Κωνσταντίνο βλέπει το Θοδωρή, το Σταμάτη και το Μιχαλιό με φουσκωμένες τις κοιλιές, να τρέχουν σα να τους έχουν βάλει νέφτι στον κώλο. Ξωπίσω τους ξεγλωσσιασμένος μ’ ένα ραβδί στο χέρι ο κυρ Μάρκος να τους κυνηγά και να φωνάζει: «Τα μανταρίνια μου ρε μπαστάρδια! Αλλά θα σας πιάσω, δε θα σας πιάσω; Τότε θα δείτε τι θα πάθετε». Το διπλανό περβόλι με τα υπέροχα φρούτα είχε υποστεί για πολλοστή φορά την «επιδρομή των βαρβάρων».
Επιστρέφοντας ήταν όλα άνω κάτω. Η μάνα είχε βάλει μπρος και συγύριζε το σπίτι για ν’ αστράφτει από καθαριότητα ενόψει του Πάσχα. Ήταν ανεβασμένη πάνω στο σερβάν και ξεσκόνιζε μέχρι και το ταβάνι. «Έπρεπε να μυρίζει πάστρα το σπίτι», έλεγε. Το ράδιο δεν έπαιζε τα λαϊκά τραγούδια της εποχής και δεν ακούονταν η θεϊκή φωνή του Καζαντζίδη, του Στελάρα όπως τον έλεγε ο πατέρας, πάρα μόνο μουσικές άγνωστες σ’ αυτόν, εμβατήρια τα λέγαν, με λόγια όπως «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά» που κατέληγαν στο «Ζήτω η Επανάστασις!» και άλλα ακαλαβίστικα και βαρετά. Ο εκφωνητής διέκοπτε συχνά-πυκνά και ανακοίνωνε: «Από της πρωίας της σήμερον, ο Ελληνικός στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας, θέτοντας τέλος στην φαυλότητα των πολιτικών προσώπων που ωθούσαν την Ελλάδα, στις αγκάλες του Κομμουνισμού. Η κυκλοφορία στους δρόμους δεν θα επιτρέπεται απ` την εβδόμην απογευματινήν έως και την έκτην πρωϊνήν της αύριον. Όστις θεάται εις τας οδούς στο διάστημα των προαναφερθέντων ωρών, θα πυροβολείται χωρίς προειδοποίησιν». Τα λόγια τούτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και δεν τα ξέχασε παρά το ότι πέρασαν πολλές δεκαετίες.
Ρωτά τη μάνα γι’ αυτά και του απαντά: «Δεν έχουμε πια ελευθερία! Έφεραν δικτατορία… χούντα. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Σε λίγο καταφθάνει ο πατέρας γεμάτος σκόνη. Λιμενεργάτης στο λιμάνι. Φαίνεται κατάκοπος…
– Που δούλευες κι έγινες έτσι; τον ρωτά η μάνα.
– Στ’ αμπάρι, φτυαρίζαμε στάρι. Φάγαμε τη σκόνη με το κουτάλι! Μα μάθαμε τα γεγονότα, σταματήσαμε και φύγαμε, απαντά. Ήρθα από το γιαλό και δε ξέρω τι τρέχει στην πόλη.
– Μπαμπά τι θα πει δικτατορία και χούντα; Γιατί το ράδιο δεν παίζει τα ωραία τραγούδια που ακούμε;
Σα να μην άκουσε τις ερωτήσεις, συνεχίζει: «Τους δικούς μας τους πιάσανε στον ύπνο οι κερατάδες και φαίνεται δε προλάβανε ούτε κιχ να κάνουν».
Μετά τις διακοπές τα παιδιά ξαναγυρίζουν στη σχολική καθημερινότητα. Στις πρώτες μέρες του Μάη, την ώρα της ωδικής ο δάσκαλος τους ανακοινώνει ότι θα μάθουνε να τραγουδούνε Ριζίτικα. Ως παιδί της πόλης πολύ λίγα πράγματα ήξερε για την κρητική μουσική και το κρητικό τραγούδι. Τους γράφει τα λόγια στον πίνακα. «Πότε θα κάνει Ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα, να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω …». Όρθιος στο βάθρο της έδρας, τους καλεί να κάνουνε ησυχία κι αρχίζει να τραγουδά. Νεκρική σιγή. Εεεεεε, Πόοοτέ θα κά, Ποοτέ θα κάαανει ει ει Ξαστεριά ααα… . Τι ήταν αυτό που έβλεπε κι άκουγε; Νόμιζε πως ονειρεύεται. Ένας άλλος δάσκαλος βρισκόταν εκεί απέναντι του. Ο μικρός το δέμας δάσκαλός του μπροστά στα έκπληκτα παιδικά του μάτια, είχε μεταμορφωθεί σε γίγαντα σαν τον Καζαντζακικό δάσκαλο στον «Καπετάν Μιχάλη». Οι τρίχες της κεφαλής του στέκονταν ολόρθες, το ίδιο κι οι τρίχες των χεριών του είχαν ισιώσει. Η φωνή του βροντερή, πρωτεϊκή, χτυπούσε κατευθείαν στο κέντρο του εγκεφάλου του. Αληθινή μυσταγωγία. Κι αυτά τα λόγια! Πότε ειπώθηκαν; Τι τάχα θέλουν να πουν; Γιατί θέλουν να κάμει «μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες»; Γιατί θέλουν τα «μωρά παιδιά να κλαίν’ δίχως μανάδες»; Ερωτήματα στο παιδικό μυαλουδάκι που τότε έμειναν αναπάντητα. Το κορμί του δασκάλου πάλλονταν κι έτρεμε ολόκληρος. Ο ιδρώτας έτρεχε βρύση στο κούτελό του. Το πουκάμισό του ήταν μουσκεμένο ως κάτω. Μέχρι να τελειώσει το ριζίτικο, νόμιζε ότι θα καταρρεύσει. Όμως διαψεύστηκε. Στο τέλος ο δάσκαλος χαμογελαστός, συνέχισε το μάθημα.
Τον είχε συνεπάρει όλο αυτό το σκηνικό. Συγκλονισμένος προσπαθούσε να συνέλθει. Κι οι απορίες σωρηδόν, η μια πίσω απ΄ την άλλη. Γιατί αυτό το τραγούδι τώρα; Ξανάρθε στο νου του η αποφράδα Παρασκευή που κλείσανε για Πάσχα, τα λόγια των συμμαθητών, του δασκάλου, της μάνας και του πατέρα, τα εμβατήρια στο ράδιο. Αυτό το ριζίτικο, σκέφτηκε, ήθελε πολλά να πει. Ο δάσκαλος κατάφερε και του μετάδωσε το αντιστασιακό μήνυμα του τραγουδιού. Είναι το πρώτο και καλύτερο μάθημα δημοκρατίας που έχει πάρει μέχρι σήμερα.
Βυθισμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις, ξεχάστηκε. Κοίταξε το ρολόι. Θα καθυστερήσει στο ραντεβού και ο γέρω-δάσκαλος δεν αστειεύεται, θα τον επιπλήξει όπως μόνον αυτός ξέρει.

*Αφιερωμένο στον δάσκαλό μου Βασίλη Ιγγλεζάκη 




Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε για τη σημερινή μέρα από από τον Γιώργο Πιτσιτάκη, δάσκαλο και ιστορικό ερευνητή, που και άλλες φορές έχω αναφερθεί στις έρευνές του πάνω στην ιστορία της πόλης και των ανθρώπων των Χανίων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Δημοσιεύτηκε στα σημερινά Χανιώτικα Νέα και είναι αφιερωμένο στον Βασίλη Ιγγλεζάκη, το γέρο δάσκαλο, όπως τον ονομάζει ο ίδιος, τον δάσκαλό μας στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού, στη Νέα Χώρα. Στο 6ο δημοτικό, στο καινουριοχτισμένο σχολείο, πηγαίναμε τότε μαζί με το Γιώργο. Κι επειδή κάτι έγραφα σε παλαιότερη ανάρτηση για εκείνη την αποφράδα ημέρα, ας μου επιτραπεί μια παραλλαγή - αντιγραφή, συνέχεια και συμπλήρωμα της ιστορίας από την κοινή μας μνήμη:



Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και μας επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.

21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτη στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.

Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκα χαρούμενη. Πήγα πρωί πρωί στο σχολείο. Δάσκαλο είχα τον Βασίλη Ιγγλεζάκη (κάποια στιγμή θα γράψω για τον ωραίο αυτό άνθρωπο). Κάτι περίεργο έδειχνε να συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, συγκεντρωθήκαμε για την πρωινή προσευχή, οι δάσκαλοι παραταγμένοι ως συνήθως. Μα πάλι, όχι, δεν ήταν "ως συνήθως", ένα μούδιασμα υπήρχε, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας την εικόνα τους μπροστά μου, ναι, δεν ήταν η συνήθης εικόνα ούτε του κυρίου Ιγγλεζάκη, ούτε της κυρίας Ιπποδάμειας, ούτε των υπόλοιπων δασκάλων.

Αλλά η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η εικόνα μιας άλλης δασκάλας, της κυρίας Γουλιέλμου, που έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε φανερά και μεις δεν καταλαβαίναμε γιατί.

Τι ν' απόγινε άραγε, δεν έμαθα ποτέ.

Μας είπαν ότι δεν θα γίνει μάθημα και μας έστειλαν στα σπίτια μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά χάρηκαν τη ... νόμιμη κοπάνα εκείνη τη μέρα.

Εγώ γύρισα σπίτι μου, η μάνα μου έψαχνε Αυγές παρατημένες κάτω από το στρώμα για να τις εξαφανίσει και το απόγευμα καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού, περιμένοντας με αγωνία τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά, υπήρχε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο τόπος έμπαινε στο γύψο.

Και θυμάμαι, όταν περνούσαμε από το σπίτι του Μιχελουδάκη (στελέχους της αριστεράς), η μάνα μου καλημέριζε μια ηλικωμένη γυναίκα, μονίμως δακρυσμένη, και ρώταγε τα νέα του, ήταν η μάνα ή η πεθερά του, εκείνος ήταν εξορία και η γυναίκα του έγκυος. Αργότερα στο γυμνάσιο είχε έλθει ως φιλόλογος ο αδελφός του...


Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; 
Περπατώ στην πόλη. Στην Τζανακάκη, στο κέντρο της πόλης, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ήθελαν λέει ν' ανοίξουν κι άλλα γραφεία στη Σούδα και δεν τους άφησαν. 
Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει...
Ή μήπως ξεχνά...
Μεθαύριο εκλογές στη Γαλλία. Κι εκεί δεν ξεχνά ο λαός. Ή μήπως κι εκεί ο λαός ξεχνά...
Τι να πω, πίσω-μπρος κλωθογυρίζει ο νους...

----------------------------------------------------------------------------------------------------

* Σημείωση

Το παραπάνω διήγημα του Γιώργου Πιτσιτάκη κυκλοφόρησε και σε μικρό αριθμό φωτοαντιγράφων με φροντίδα του συγγραφέα. Την έκδοση κοσμούν χαρακτικά της Βάσως Κατράκη, καθώς και σκίτσα του δασκάλου – σκιτσογράφου Χρήστου Πετράκη από το βιβλίο-λεύκωμα «Οι άθλοι του Πονηρίδη» (τιμητική έκδοση του μαθητικού περιοδικού «Τα Χανιωτάκια» του Συλλόγου Δασκάλων – Νηπιαγωγών νομού Χανίων, Απρίλης 2008). 



Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Από τα πηγάδια της μνήμης πόσα βγαίνουν!



"Όσο περνούν τα χρόνια και επέρχεται το βαθύ γήρας, τόσο πιο έντονα αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχουν δύο πηγάδια μνήμης: το ένα, θα το ονόμαζα της «Ζωής». Περιέχει σκηνές, έντονες εικόνες και ακούσματα. Ξάφνου, όπως μια στιγμιαία αναλαμπή μες το σκοτάδι,, αναδύονται από τα έγκατα του πηγαδιού αυτού, ως εάν το σύνορο ανάμεσα στο παιδί και τη γραία να μην υπήρχε, διαυγή και ατόφια θαμμένα θραύσματα από εικόνες και ακούσματα. 12 χρονών: στην πλατεία Αγάμων. Το φοβερό συναίσθημα της ωμής βίας: δύο άντρες κρεμασμένοι από τους φανοστάτες.14 χρονών, εκεί, στην ίδια πλατεία, το πρωτοφανέρωτο συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού: οι αντάρτες μας με τα φυσεκλίκια τους, καλπάζουν πάνω στα άλογα, έρχονται, λευτερώθηκε η Αθήνα μας…

Κι ακόμα, ένα παράδειγμα από τα κοιτάσματα της πεζής καθημερινότητας: στα καλά καθούμενα, καθώς κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση μασουλώντας ένα σύκο, αρχίζω νοερά να απαγγέλω: «ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω κούι-κούι και κανένας δεν μ’ ακούει. Κι ώσπου να φτάσει η μάνα μου και η σκύλα η αδελφή μου, επρόφτασεν ο χάροντας και πήρε την ψυχή μου»! «Πότε ήταν; Ήταν εκείνη τη φορά, ή μια άλλη φορά;». Φύρδην-μίγδην, εκεί, στο αταξινόμητο αρχείο της μνήμης και της λήθης, το «άκουσμα» αυτό, παρέμενε ανέπαφο!..."

Έτσι ξεκίνησε η Τζίνα Πολίτη την ομιλία της στην εκδήλωση που έγινε τον Νοέμβριο στην Αθήνα για την παρουσίαση του συλλογικού έργου "Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση" (επιμέλεια Κώστα Βούλγαρη και Γιάννη Παππά, εκδόσεις Διαπολιτισμός 2016). Τα πηγάδια της μνήμης ήταν ο τίτλος της ομιλίας και σκαλίζοντας τη μνήμη της, ξεκινώντας από το If του Αναγνωστάκη πέρασε από το Άν του Κίπλινγκ για να φτάσει στην παρωδία του Βάρναλη και να καταλήξει στο Γιατρό Ινεότη του Χειμωνά! Έτσι, μέσα από ένα ντόμινο ανάγνωσης (όπως έχω ονοματίσει αυτές τις διακειμενικές δρασκελιές), μας φέρνει με τον όμορφο λόγο της στον κόσμο της μνήμης και του πολιτισμού της η πολύ καλή φιλόλογος (που ο λόγος της πάντα μου αρέσει και τη διαβάζω κι ας μην είμαι φιλόλογος η ίδια). 

Στο βιβλίο, το κείμενό της έχει τον τίτλο "Αναζητώντας το κλειδί", κι εκεί παίζει με το κλειδί για να φτιάξει ακόμη ένα ντόμινο. Και από το ποίημα Εκεί του Αναγνωστάκη

"Εκεί θα τα βρεις .

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα το πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
....
Θ΄αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά"


έρχεται στον Μίλτο Σαχτούρη και στη συλλογή του "Με το πρόσωπο στον τοίχο"

"Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, 
αλλά ο καλλίτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας"

και φτάνει στην "Ιστορία των Μεταμορφώσεων" του Γιάννη Πάνου

"Κλείδωσα το κιβώτιο και το έσπρωξα βαθιά κάτω από τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, άφησα το κλειδί να γλιστρήσει σε μια σχισμή του τοίχου ανάμεσα στις πέτρες που το κατάπιαν ως τα θεμέλια... Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ποιητής;"

(Κι εγώ, συνεχίζοντας εκεί που το άφησε, θα θυμηθώ την Remington του Γιάννη Πάνου).

Αλλά, ας γυρίσουμε στο ίδιο το βιβλίο. Περιέχει 14 κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρον, αναφερόμενα σε στοιχεία από τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή. Ξεχωρίζω, πέρα από το κείμενο της Τζίνας Πολίτη, χωρίς να υποβαθμίζω και τα υπόλοιπα, το κείμενο της Άντειας Φραντζή με τίτλο "Ο θείος Λένον και ο Ανώνυμος: σημειώσεις στο περιθώριο". Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το επίμετρο από τον Κώστα Χριστόπουλο "Ιδεολογία και αισθητική στους αριστερούς καλλιτέχνες" με αναφορά στο παράδειγμα του χαράκτη Τάσσου, αλλά και με πολλές αναφορές σε έννοιες όπως πατριωτικιή αριστερά, μεσσιανισμός, Ρωμιοσύνη, ελληνικότητα και σε πρόσωπα όπως Σβορώνος, Αυγέρης, Γληνός, Ζντάνοφ, Λεοντάρης, Κόντογλου κ.ά. 

Παραθέτω παρακάτω τα ποιήματα τα οποία ανασκάλισε από τα πηγάδια της μνήμης της η Τζίνα Πολίτη στην ομιλία της, ξεκινώντας από το If του Μανόλη Αναγνωστάκη.

If...

                                         του Μανόλη Αναγνωστάκη

Αν — λέω αν…Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίςΗ αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,Μετά ΧαϊδάριΑϊ-ΣτράτηςΜακρονήσιΙτζεδίν,
Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδαΎστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακήςΜε δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωσηΑποκηρύξεως όταν σ’ απομονώσαν στο ΨυχιατρείοΑν —σήμερα λογιστής σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων—
Άχρηστος πια για όλους, στυμμένο λεμόνι,Ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,Αν — λέω αν…Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικάΉ από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους
Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους — δε λέω αβρόχοις ποσίΑλλά αν…
(Φτάνει. Μ’ αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.Άλλον αέρα θέλουν για ν’ αρέσουν, άλλη «μετουσίωση».
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).

Άν μπορείς...

                                                         του Κίπλινγκ

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.




Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!


Και ας μου επιτραπεί να σκαλίσω ακόμη παραπέρα, αναζητώντας εγώ στον Καβάφη λίγα λόγια:



Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. 


Από τα πηγάδια της μνήμης μας πόσα βγαίνουν...

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Μακάρι να' τανε τα πάντα αλλιώς...





Θα σου γλιστρήσει από τα χέρια άλλη μια μέρα
θα τις μετράς και θα'ναι οι μισές
θα βλέπεις θάλασσα και θα΄σαι σε μια ξέρα
μόνο τα κύματα θα ακούς και τις φωνές

Κάνει στην άκρη ο καιρός να σε χωρέσει
μια αυταπάτη οι επιλογές
έχεις αφήσει το ταξίδι σου στη μέση
για το χατίρι σου αλλάζουν οι εποχές


Κρύβεις ακόμα μια φορά το πρόσωπό σου
μακάρι να'τανε τα πάντα αλλιώς
μακάρι να'ταν να περνούσε το δικό σου
νιώθεις χαμένος,αλλά είσαι ζωντανός

Σαν ναυαγός που ονειρεύεται καράβια
κρατώντας τη φωτιά του ζωντανή
ψάχνεις ακόμα στον ορίζοντα σημάδια
που θα σε φέρουν πάλι πίσω στη ζωή


Χάνεις αυτό που σου'χει τύχει για να ζήσεις
είναι το σήμερα,αίμα ζεστό
ένα τσιγάρο σου'χει μείνει να καπνίσεις
δεν έχει αλλού,δεν έχει αλλιώς,μόνο εδώ


Σαν ναυαγός. 

Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Τραγουδούν: Δημήτρης Μητροπάνος και Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Για τους νεκρούς λόγια...


Τους πεθαμένους σκέφτομαι βιαίως,
εκείνους που πέθαναν, δίχως να θέλουν
να τελειώσει η ζωή τους, εκείνους
που να ζήσουν ήθελαν ακόμα
κι όμως έχασαν τη ζωή τους...

Από το ποίημα της Ζωής Καρέλλη "Για τους νεκρούς λόγια".

Στη μνήμη όσων χάσαμε κάποτε χωρίς να θέλουν.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Ξεθωριάζουν πίσω μας τα περασμένα;




Ρίγησε τάφε
ο θρήνος μου τ' αγέρι
του φθινοπώρου

Τούτο το Φθινόπωρο
γερασμένα μοιάζουν
τα πουλιά και τα σύννεφα

Τόσα όνειρα
αγριόχορτα στον τάφο
του στρατιώτη

(Από τα χαϊκού του φθινοπώρου του Matsu Basho στο: Haiku "Το ραβδί του οδοιπόρου", εκδ. Αιώρα, 2011).

Ο θάνατος.

Ευτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η επιστροφή· ταυτόχρονα το ξεκίνημα κι ο γυρισμός· κάθε στιγμή πεθαίνουμε. Γι' αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της ζωής είναι ο θάνατος.... "Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!" φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί... 

(Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, 1971).

Και η λήθη.

Η λήθη των νεκρών, που τόσο αξεπέραστα ύμνησε ο Λορέντζος Μαβίλης στο ομώνυμο ποίημα:

Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής...


Και η λήθη των ζωντανών που διατρέχει όλο το έργο της Κικής Δημουλά  :

Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ' ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

(Από το Λίγο του Κόσμου, εκδ. στιγμή, 1990)

Η λήθη και η μνήμη:

Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα 
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη...

(Από το "Η εφηβεία της Λήθης", εκδ. στιγμή, 1994)

Και η φωτογραφία:

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Όπως βρέχει χωρίς να βρέχει.

(από το ποίημα "Απροσδοκίες", της συλλογής Χαίρε ποτέ", εκδ. στιγμή, 1991)

Και τελικά

Κυλάει ο καιρός
ξεθωριάζουν πίσω μας
τα περασμένα

(χαϊκού του φθινοπώρου του Yosa Buson)


Ο θάνατος, η λήθη και η μνήμη, ζούμε για να ζούν... Πάνε 23 χρόνια...
Εις μνήμην...

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Λήθη

του Λορέντζου Μαβίλη

Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!

Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.

(Για το Γιώργο που αγαπούσε την ποίηση και που έφυγε χθές βράδυ ξαφνικά....)