Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Στην Παταγωνία με τον Μπρους Τσάτουιν: εκεί όπου βασιλεύει ο θεός των περιηγητών



Ταξίδι, περιπέτεια, γεωγραφία, ιστορία, παραμύθι, πολιτική, ανθρώπινη αντοχή· όλα αυτά μαζί στο βιβλίο του Μπρους Τσάτουιν «Στην Παταγωνία» (εκδόσεις Χατζηνικολή, σε μετάφραση Τάκη Κίρκη, το είχα διαβάσει στην έκδοση 1977, κυκλοφορεί και τελευταία του 2013).

Το ενδιαφέρον του, γράφει, για την Παταγωνία γιγάντωσε με την προπαγάνδα του Ψυχρού Πολέμου ενώ ήταν σε πολύ νεαρή ηλικία.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1940, ο Κανίβαλος του Κρεμλίνου σκίασε απειλητικά τις ζωές μας. Έγινε εύκολο να δει κανεις τα μουστάκια του για δόντια. Ακούγαμε διαλέξεις για τον πόλεμο που σχεδίαζε. Βλέπαμε τους συμβούλους της πολιτικής άμυνας να διαγράφουν κύκλους γύρω από τις ευρωπαϊκές πόλεις για να προσδιορίσει τις περιοχές που έμελλαν να καταστραφούν ολοκληρωτικά ή μερικά. [...] Ο σύμβουλος εκείνος φορούσε κοντό χακί παντελόνι. [...] Ο πόλεμος ερχόταν και δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα.
[...] Μετά, διαβάσαμε για την βόμβα κοβαλτίου, πολύ χειρότερη από τη βόμβα υδρογόνου, [...]
Κι όμως, διατηρούσαμε την ελπίδα πως θα επιζούσαμε από την έκρηξη. Βάλαμε μπρος μια Επιτροπή Μετανάστευσης και κάναμε σχέδια για την εγκατάστασή μας σε κάποια μακρινή γωνιά της γης. [...] Ο πόλεμος θα ερχόταν στο Βόρειο Ημισφαίριο, γι’ αυτό εμείς κοιτούσαμε προς το Νότο. Αποκλείαμε τις νήσους του Ειρηνικού γιατί τα νησιά είναι παγίδες. Αποκλείαμε την Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία και καταλήγαμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην Παταγωνία ως το ασφαλέστερο μέρος της γης.
[...] Αργότερα ο Στάλιν πέθανε κι εμείς ψάλλαμε ύμνους ευχαριστίας στις εκκλησίες. Εγώ όμως συνέχισα να κρατάω την Παταγωνία για πισινή.

Είχε όμως και άλλες θύμισες από την παιδική του ηλικία, ένα κομματάκι δέρμα, του είχαν πει πως ήταν από βροντόσαυρο της Παταγωνίας. Έτσι, δυομιση δεκαετίες αργότερα, ο Τσάτουιν αποφάσισε να δοκιμάσει εκείνο το νεανικό του όνειρο και ταξίδεψε στην Παταγωνία της Αργεντινής!

Πήγε πρώτα στη Λα Πλάτα, πήγε να επισκεφτεί το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, να δει εκείνο το προϊστορικό ζώο που στοίχειωνε τα όνειρα της παιδικής του ηλικίας. Το είδε, δεν ήταν βροντόσαυρος, μα μυλόδοντας, δίνει κι άλλες πληροφορίες για τις κινήσεις των ζώων πριν από εκατομμύρια χρόνια από βορρά προς νότο και αντίστροφα, για τους αρμαδίλλους, τ’ αστραποθήρια, τους ακανθόχοιρους και για τον Δόκτορα Αμεγκίνο με τις δικές του εκδοχές για την εξέλιξη των θηλαστικών στην αμερικανική ήπειρο. Κι ύστερα ξεκίνησε για την Παταγωνία, από πάνω μέχρι κάτω, ανατολικά και δυτικά, από το Ρίο Νέγκρο, στο Τσουμπούτ, κι από κει στη Σάντα Κρουζ, στο Τιέρα ντελ Φούγκο.


Ταξιδεύει με λεωφορεία, με τα πόδια, με φορτηγά ή με ό,τι άλλο μέσο βρεθεί στο δρόμο του, συναντά ανθρώπους, μπαίνει στα σπίτια τους, ακούει τις ιστορίες τους και τις ιστορίες του τόπου τους. Με οδηγό το χάρτη που υπάρχει στο βιβλίο, ακολουθούμε τις πορείες του. Ο ποταμός Ρίο Νέγκρο ορίζει την αρχή της Παταγωνίας. Ψάχνει να βρει πρωταγωνιστές, ρωτά γι’ αυτούς. Του είπαν για το Δαρβίνο που πέρασε από τα μέρη τους, από τη Σιέρρα Βεντάνα, πηγαίνοντας για το Μπουένος Άιρες. Συναντά Ινδιάνους μετανάστες, μια σκληροτράχηλη φυλή από την Αραουκάνια της νότιας Χιλής. Κάνει περιγραφές της φύσης που σε υποβάλλουν.

Πέρα από τους βράχους ήταν η έρημος. Θόρυβος δεν ακουγόταν άλλος από τον άνεμο που θρόιζε ανάμεσα στ’ αγκάθια και σφύριζε μέσα στα ξερά χορτάρια. Κανένα σημείο ζωής, εκτός από ένα γεράκι κι ένα μαύρο σκαθάρι που ανεβοκατέβαινε επάνω σε άσπρες πέτρες. Η έρημος της Παταγωνίας δεν έχει άμμο ή χαλίκι, αλλά είναι κατάσπαρτη από αγκάθια με γκρίζα φύλλα που δίνουν μια πικρή μυρουδιά όταν τα πατήσει κανείς.

Και τι δεν ξετρύπωσε από τα σεντούκια της ιστορίας, της παράδοσης, των παραμυθιών, των διαδόσεων και των λαϊκών δοξασιών. Γυρίζει πίσω στον 19ο αιώνα και παλιότερα, ανασκαλεύει ιστορίες ντόπιων που έφυγαν στην Ευρώπη ή Ευρωπαίων που έφτασαν σε τούτα τα μέρη,  θυμίζεται στίχους του Βολταίρου από το έπος του Ερσίγια, περνά τα Χριστούγεννα με την κοινότητα των Ουαλλών στο Τσουμπούτ. Συνάντησε έναν Πέρση, τον Αλί, που είχε φτάσει μέχρι εκεί ως ιεραπόστολος. Η Περσία είναι πολύ πλούσια, αλλά οι Αμερικανοί έχουν καταληστέψει τον πλούτο της, του είπε ο Αλί.

Φτάνει στο Επουγιέν, του δείχνουν τη Λαγκουνίτα, μια λιμνούλα, ζητά να μάθει για τον Τεξανό τυχοδιώκτη και χρυσοθήρα Μάρτιν Σέφιλντ που ήρθε γύρω στα 1900, τον παραμυθά που έλεγε πως είχε βρει ζωντανό πλησιόσαυρο!

Βρίσκει αφορμή να μας συστήσει τον Κάσιντυ, τον πιο καταζητούμενο εγκληματία της Αμερικής στις αρχές του 20ου αιώνα· οι γονείς του ήταν Μορμόνοι, είχαν έρθει από την Αγγλία, αυτός μεγάλωσε στη Γιούτα· στα 18 του, τον Ιούνιο του 1884, εγκατέλειψε την οικογένεια, από Μπομπ Πάρκερ έγινε Μπουτς Κάσιντυ και «όρισε ως φυσικούς του εχθρούς τις μεγάλες κτηνοτροφικές εταιρείες, τις εταιρείες των σιδηροδρόμων και τις τράπεζες και έπεισε τον εαυτό του ότι το δίκιο βρισκόταν στην απέναντι μεριά του νόμου». Η ζωή του έγινε θρύλος, λένε πως πέθανε το 1911, η αδελφή του όμως, «μια ντόμπρα και δραστήρια γυναίκα στα ενενήντα της», ενεργό μέλος του Δημοκρατικού κόμματος, που την επισκέφτηκε ο Τσάτουιν, του λέει ότι είχε δει τον αδελφό της το 1925 και ότι πέθανε προς το τέλος της δεκαετίας του ’30 από πνευμονία. Ένας θρυλικός κάου-μπόυ.

Στο Ρίο Πίκο, που ήταν κάποτε γερμανική αποικία της Νουέβα Αλεμάνια, ψάχνει τα χνάρια του παλιού χρυσορυχείου, αλλά και των φημισμένων μπαντολέρος Νορτεαμερικάνος Γουίλσον και ΄Εβανς.

Συνάντησε λογής λογής ανθρώπους, ντόπιους μα και ξένους πολλούς που ήρθαν και ρίζωσαν σε τούτο τον τόπο. Συνάντησε Άγγλους, Ουαλλούς, Σκωτσέζους, Ισπανούς, Ινδιάνους, έναν Γερμανό, μια Ρωσίδα που δεν σήκωνε κακή κουβέντα για τον Σολζενίτσιν αλλά και για τους Σλάβους, μια Σουηδέζα, μια Ιταλίδα από την Πάδοβα, έναν Λιθουανό. Ο πάστορας Παλάσιο του μίλησε για τον μονόκερο της Παταγωνίας κι αυτός βάλθηκε να τον αναζητήσει στην Κορντιγιέρα.

Και όλο κατηφορίζει. Περνά στο Περίτο Μορένο κι ύστερα στο Πουέρτο Δεσεάδο, όπου επισκέπτεται μαζί με έναν ορνιθολόγο μια αποικία πιγκουίνων, είναι οι μαγγελανικοί ή γαϊδουροπιγκουίνοι. Παρακολουθούν τα μικρά που μόλις είχαν βγει από τ’ αυγά τους. «Τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο εξερευνητής σερ Τζον Νάρμπορο είχε σταθεί στο ίδιο σημείο και τα είχε περιγράωει να στέκονται όρθια σαν μικρά παιδιά με άσπρες ποδιές και κοντά-κοντά το ένα με το άλλο».

Το ταξίδι συνεχίζεται «παραπατώντας και πέφτοντας κάτω από τον άνεμο και το χαλάζι», κάποτε τρώει κι ένα κουτί μπαγιάτικες σαρδέλες για να ξεγελάσει την πείνα του. Κι ύστερα πάει ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, τότε που στις 30 Οκτωβρίου 1593, το εκατόν είκοσι τόνων πλοίο Ντιζάιαρ, στο γυρισμό του στην Αγγλία, αγκυροβόλησε στο ποταμίσιο λιμάνι του Πορτ Ντιζάιαρ. Διηγείται την ιστορία του καπετάνιου Τζον Ντέιβις, του ναυτικού από το Ντέβον που το 1591 ξεκίνησε από το Πλύμουθ με το πλοίο Ντιζάιαρ, περιγράφει τις περιπέτειες, το πέρασμα από τα Φόκλαντ, από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό, στο Πέγκουιν Άιλαντ, όπου οι ναύτες σκότωσαν 20.000 πιγκουίνους, τους ξέραναν και τους πάστωσαν, έφτασαν στον Ισημερινό, όμως τα παστά σκουλήκιασαν, έπαθαν όλοι σκορβούτο και πέθαναν εκτός από πέντε· έζησε κι ο Ντέιβις, μα όταν γύρισε σπίτι βρήκε τη γυναίκα του «με έναν κομψό αγαπητικό», έτσι έφυγε πάλι στα καράβια και πέθανε το 1605.

Οι περιπέτειες του Ντέιβις έχουν καταγραφεί στο βιβλίο «Το νότιο ταξίδι του Τζον Ντέιβις», που κυκλοφόρησε το 1600 από τις εκδόσεις Χάκλουιτ· έτσι γράφει ο Τσάτουιν, υπάρχει βέβαια μια σχετική ανακρίβεια, αλλά χωρίς ν’ αλλάζει το βασικό περιεχόμενο. Ο Τζον Ντέιβις από το Ντέβον ήταν σπουδαίος εξερευνητής και θαλασσοπόρος, ήταν αυτός που ανακάλυψε τα νησιά Φόκλαντ και τα ταξίδια του έχουν όντως καταγραφεί από τον ίδιο, αλλά και από τον σύγχρονό του Ρίτσαρντ Χάκλουιτ (Richard Hakluyt, το όνομα του οποίου πήραν οι ομώνυμες εκδόσεις που ιδρύθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα). Πολλές πληροφορίες βρίσκει κανείς στη Βικιπαίδεια, αλλά και σε σχετική σελίδα του ιστότοπου Library and Archives Canada.

Το εντυπωσιακό είναι ότι δυο αιώνες αργότερα, ένας ποιητής, επίσης από το Ντέβον, ο Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, γράφει «τους 625 ξακουστούς στίχους του Γέρο-Ναυτικού, με τις σφυροκοπούσες επαναλήψεις του και με θέμα το έγκλημα, την περιπλάνηση και την εξιλέωση», όπως γράφει ο Τσάτουιν. Αλλά γι’ αυτό θα γράψω σε επόμενη ανάρτηση, μιας και κοσμεί τη βιβλιοθήκη μου «Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού» (Χατζηνικολή, 1987).

Οι περιπέτειες του Τσάτουιν συνεχίζονται. Κι όλο κατηφορίζει κι όλο διηγείται ιστορίες από τα παλιά. Κι ακολουθώ τα χνάρια του πάνω στο χάρτη, μέχρι που βρίσκει κάποιον να τραγουδά:

A las cinco de la tarde.
Eran las cinco de la tarde…

Και στο νου μου ήρθαν τα λόγια του Νίκου Γκάτσου και η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και οι φωνές του Μάνου Κατράκη και του Κώστα Πασχάλη να θρηνούν  για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας

Πέντε η ώρα που βραδιάζει
πέντε ακριβώς, την ώρα που βραδιάζει
φέρνει έν’ αγόρι το νεκροσέντονο
πέντε η ώρα που βραδιάζει….




Δεν βρήκε το μυλόδοντα που είχε ονειρευτεί. Βρήκε όμως το θεό του. Κι όταν ο Αλί από την Περσία τον ρώτησε ποιο είναι το θρήσκευμά του, εκείνος απάντησε:

Δεν έχω κανένα ιδιαίτερο θρήσκευμα σήμερα το πρωί. Θεός μου είναι ο Θεός των περιηγητών. Όταν περπατήσεις πολύ, μάλλον δεν έχεις ανάγκη από άλλους θεούς. 

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

«Κοράσιο κυρφοφίλητο και κυρφογαστρωμμένο»



Πέρα ‘ς  τη πέρα γειτονιά πέρα ‘ς τη πέρα ρούγα
κάθεται μια γερόντισσα κι έχει και γέρον άντρα
κι έχει κ’ ένα κακό σκυλί ‘να ξέμορφο κορίτσι
κοράσιο κυρφοφίλητο και κυρφογαστρωμμένο
τση μήνες ελογάριαζε ποιο μήνα θα γεννήσει
‘ς το παρεθύρ’ εκάθεντο τα μάγουλάν τσ’ εκράθιε.
Σετέμπρι, Οχτώβρη, Νοέμπρη και Δεκέμπρη
Γεννάρη, γέννα του Χριστού κι’ αρχημενιά του χρόνου
Φλεβάρη, φλέγαις μ’ ανοιξε τση ρώγαις τω βυζιώ μου
για να βυζάξω το παιδί να γοργομεγαλώση
και να το βάλω ’ς το σκολειό γράμματα να του μάθω
Μάρτη μου με τα λούλουδα κι’ Απρίλη με τα ρόδα
Μάη μου μάγεψέ τονε το νειό απού μ’ αγάπα
απού μ’ εφίλιε κι’ ήλεγε ποτέ του δε μ’ αρνάται
κ’ εδά ’γκαψε και μ’ άφηκε ‘σαν καλαμιά ’ς το κάμπο.

........................................................................



Με αφορμή τα πρόσφατα τραγικά περιστατικά θανάτωσης των νεογέννητων παιδιών τους από δύο πολύ νεαρές κοπέλες, ο Παντελής Μπουκάλας δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο «Μάνα-Μήδεια», σόσιαλ μίντια και μια πέρδικα (Καθημερινή, 6 Μαϊου 2018).

Στο άρθρο του ο Μπουκάλας αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια και στα θέματα με τα οποία καταπιάνονται, που δεν είναι μόνο όπως τα παραμύθια, για βασιλοπούλες και παλάτια, για χρυσάφια και μαργαριτάρια, αλλά πολύ συχνά και για τη σκληρή καθημερινή ζωή. Το δημοτικό τραγούδι, γράφει, έχει τον τρόπο του να μιλήσει για κορυφαία γεγονότα του ιδιωτικού βίου, να μην τ’ αφήσει στον χώρο του αφώνητου από δειλία ή αιδημοσύνη, ή για να μην ταράξει την κοινωνική «κανονικότητα».




Ξεφυλλίζοντας τον τόμο με τα δημοτικά τραγούδια που είχε συγκεντρώσει ο Νικόλαος Πολίτης1, βρήκα το τραγούδι «Η κατάρα της απαρνημένης» (αρ. 128), το οποίο, όπως γράφει ο ίδιος στις εισαγωγικές σημειώσεις του, απαντά σε πολλές παραλλαγές δυο τύπων. Στον ένα τύπο, ο «άπιστος εραστής» έχει φύγει μακριά και η κοπέλα τον καταριέται· τέτοια είναι τα τραγούδια στις παρακάτω εικόνες που περιέχονται και στον σχετικό τόμο.


Παραλλαγή  του τραγουδιού «Η κατάρα της απαρνημένης» 
(Ν. Γ. Πολίτης. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού. Τυπογραφείον «Εστία», 1914).

Παραλλαγή  του τραγουδιού «Η κατάρα της απαρνημένης» 
(Ν. Γ. Πολίτης. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού. Τυπογραφείον «Εστία», 1914).

Κατά τον άλλο τύπο τραγουδιών, «κορίτσι κρυφαγκάλιαστο και κρυφαγγαστρωμένο», υπολογίζει τον χρόνον καθ’ ον θα ίδη το φως ο καρπός των λαθραίων γάμων και προσωποποιούν τους μήνας της εγκυμοσύνης, επικαλείται την βοήθειαν αυτών και καταράται τον εγκαταλείψαντα εραστήν. Σ’ αυτό τον τύπο ανήκει το τραγούδι που έχω παραθέσει στην αρχή. Είναι  «Η κατάρα της απατηθείσης κόρης», που αντέγραψα από τον τόμο   του  Αριστείδη Κριάρη (1921, σελ. 256)2. Εξάλλου, στον ίδιο τόμο, βρήκα και το τραγούδι για την «ατιμασθείσα» ή την «εξαπατώσα κόρη», όπου δίνεται και η διάσταση της πονηρής κόρης που κρύβεται από τη μάνα της κτλ κτλ.

«Η ατιμασθείσα», με παραλλαγή το τραγούδι «Η εξαπατώσα κόρη» (Α. Κριάρη.


Ο Παντελής Μπουκάλας αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι «Η παιδοκτόνος και η πέρδικα», στο οποίο μια νεαρή μητέρα σκοπεύει να πετάξει το παιδί της που απέκτησε χωρίς γάμο (κλεψιγαμία) για να γλυτώσει από την κατακραυγή του κόσμου (!;), αλλά την προλαβαίνει μια πέρδικα και την αποτρέπει από την παιδοκτονία μιλώντας της για τα δικά της δεκαοχτώ παιδιά-πουλιά που έχει. Το τραγούδι υπάρχει σε πολλές παραλλαγές, εδώ παραθέτω μια από τη Λέσβο (έχει τον τίτλο «Μια μάνα που ‘χε ένα γιο»)3:

Μια μάνα που ’χε ένα γιο, μα ήταν λωλοπαρμένη
δεν είχε την υπομονή για να το αναθρέψει
και στην ποδιά της το ’βαλε, πάει να το ρεματίσει.
Στο δρόμο που επήγαινε, στη στράτα που πηγαίνει
μια πέρδικα της απαντά, μια πέρδικα της λέγει:
-Μωρή σκύλα, μωρή άνομη, μωρή μαριολεμένη
εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά, πάσχω να τ’ αναθρέψω,
και συ έκανες χρυσόν υγιό, πας να τονε ρεματίσεις.
Και στην ποδιά της το ’βαλε, στο σπίτι της πηγαίνει
το ’βαλε στην κούνια του, το τραγουδεί και λέει:
Γιε μου σα γίνεις κυνηγός, σα γίνεις παλλικάρι,
σαν απαντήσεις πέρδικα, να μη τηνε σκοτώσεις,
η πέρδικα είναι η μάνα σου κι εγώ η μητριά σου.


Με το τραγούδι αυτό γίνεται φανερό, λέει ο Μπουκάλας και έτσι είναι όντως, ότι «αιώνες πριν» δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό ένα παιδί που θα γεννιόταν εκτός γάμου, «αιώνες πριν» η κάθε κοπέλα – Ελληνίδα ή «Εβραία, Σαρακηνή, Αρμενοπούλα και Βουλγαροπούλα» - που γεννούσε παιδί εκτός γάμου ήταν η ντροπή της οικογένειας και της κοινωνίας, αλλά επίσης κι «αιώνες πριν» στις διάφορες παραλλαγές του τραγουδιού «διαφαίνεται η ανάγκη του ποιητή να απενοχοποιήσει την πράξη της κόρης που θέλει να απαλλαγεί από το νεογέννητο τέκνο της, αφού η κοινωνία δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί το γεγονός της απόκτησης τέκνου εκτός γάμου».

Αυτά «αιώνες πριν». Όμως, πώς μας φαίνεται που το τραγούδι αυτό θίγει ένα πρόβλημα που ακόμη και σήμερα δείχνει να είναι υπαρκτό· πώς μας φαίνεται που μια νέα κοπέλα του 2018 δεν αντέχει μέχρι το τέλος την απόφαση που η ίδια πήρε κάποια στιγμή για τη ζωή της· πώς μας φαίνεται που μια κόρη και μια μάνα μπόρεσαν να φτάσουν σ’ αυτή την πράξη, πώς δεν βρέθηκε μια πέρδικα στο δρόμο τους. Όμως, αυτό το έντονα κοινωνικό, ηθικό, ανθρωπιστικό, πολιτισμικό πρόβλημα, «η δημοσιογραφία εκείνη που παραμένει εκουσίως όμηρος των εξουθενωμένων στερεοτύπων, το εξέθεσε υπό την επιγραφή «Μάνα-Μήδεια»», γράφει ο Παντελής Μπουκάλας, κι αυτό το ονομάζει «κανιβαλικό κιτρινισμό (με συνδαιτυμόνες και πολλούς σοσιαλμιντιάδες)».

.................................................

Σημειώσεις

1 Πρόκειται για το βιβλίο του Νικολάου Πολίτη «Δημοτικά τραγούδια: Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», από τις εκδόσεις «Ιστορική έρευνα» με έδρα την Αθήνα και χωρίς πληροφορίες χρονολογίας έκδοσης (όπως γινόταν, δυστυχώς, σε όλες τις εκδόσεις παλιότερα). Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για φωτογραφική ανατύπωση του βιβλίου του με τίτλο «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» (Τυπογραφείον «Εστία», 19140, το οποίο μάλιστα υπάρχει σε ψηφιοποιημένη μορφή στην εξαιρετική ψηφιακή συλλογή Ανέμη της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης.

2 Πλήρης Συλλογή Κρητικών ασμάτων: ηρωικών, ιστορικών, πολεμικών, του γάμου, της τάβλας, του χορού κλπ κλπ. και απασών των κρητικών παροιμιών διστίχων και αινιγμάτων μεθ' ερμηνευτικών υποσημειώσεων / υπό Αριστείδου Κριάρη. Εν Αθήναις: Τύποις: Α. Φραντζεσκάκη και Α. Καϊτατζή, 1920. (Πηγή: Ανέμη)


3 Το τραγούδι έχει μελοποιηθεί από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, το τραγούδησε αρχικά η Μελίνα Κανά, αλλά και ο Γιάννης Χαρούλης στη συνέχεια που το περιέλαβε στο δίσκο με τίτλο «Μαγγανείες».

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο



Μόλις φτάσετε στο Αλγέρι, θα πρέπει να πάρετε τους ανηφορικούς δρόμους, να τους ανεβείτε και μετά να τους κατεβείτε. Θα πέσετε στην Ντιντούς Μουράντ με τα αμέτρητα σοκάκια να την κόβουν κάθετα σαν εκατοντάδες ιστορίες, δυο βήματα από μια γέφυρα που τη μοιράζονται αυτόχειρες και ερωτευμένοι.
Κατεβείτε κι άλλο, απομακρυνθείτε από τα καφενεία και τα μπιστρό, τα μαγαζιά να πουλάνε ρούχα, τις αγορές φρούτων και λαχανικών [...]
Θα σκαρφαλώσετε τους δρόμους, θα σπρώξετε βαριές ξύλινες πόρτες που δεν είναι ποτέ κλειδωμένες, θα χαϊδέψετε τα σημάδια που άφησαν στους τοίχους σφαίρες που θέρισαν συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, στρατιωτικούς, δασκάλους, ανώνυμους, παιδιά. [...]
Θα ψάξετε τον αριθμό 2Β, που θα δυσκολευτείτε να τον βρείτε επειδή κάποιοι αριθμοί δεν υπάρχουν πια. Θα σταθείτε μπροστά στην επιγραφή μιας βιτρίνας: Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο


Ένα βιβλίο-έκπληξη από μια νεαρή συγγραφέα. Τη λένε Καουτέρ Αντιμί, είναι μόλις 32 χρονών, κατάγεται από το Αλγέρι και εδώ και δέκα χρόνια ζει στη Γαλλία και γράφει στα γαλλικά. Το βιβλίο λέγεται "Τα πλούτη μας" (Πόλις, 2018, μτφρ. Έφη Κορομηλά) και ασχολείται με το βιβλιοπωλείο "Τα αληθινά πλούτη" που είχε στήσει το 1936 στο Αλγέρι ο Εντμόν Σαρλό. Βρίσκεται στο 2Β της οδού Χαμανί πρώην Σαρράς. Είναι βιβλιοθήκη, βιβλιοπωλείο, εκδοτικός οίκος, αλλά πάνω απ' όλα, "ένας χώρος για τους φίλους που αγαπούν τη λογοτεχνία και τη Μεσόγειο".

Η συγγραφέας παρακολουθεί από κοντά τον ιδρυτή του βιβλιοπωλείου, διαβάζει (επινοεί) τα ημερολόγιά του και μαζί μ' αυτόν διατρέχει την ιστορία της πατρίδας της στον εικοστό αιώνα, ζει τις εξεγέρσεις των νέων της εποχής, αφουγκράζεται τις αγωνίες των μεγαλύτερων και περπατά στους δρόμους της γενέθλιας πόλης με διάθεση νοσταλγική και αγαπητική.

Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο τα Αληθινά Πλούτη, εκεί εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία του νεαρού Καμύ, που τον βλέπουμε συχνά στο πατάρι, αναζητώντας την ησυχία του βιβλιοπωλείου, να γράφει δικά του κείμενα ή να διορθώνει προς έκδοση βιβλία του εκδοτικού. Ποδαρικό εξάλλου έγινε με το θεατρικό έργο του Καμύ "Εξέγερση στις Αστούριες" που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1936. Με το βιβλιοπωλείο και το εκδοτικό συνδέονται ποικιλοτρόπως γνωστοί αλγερινοί και γάλλοι συγγραφείς,  όπως ο Αμρούς, ο Ρουά, ο Σενάκ, ο Ζιονό, ο Ρομπλές, ο Ωντιζιό, ο Ζιντ, η Γερτρούδη Στάιν και άλλοι πολλοί. Ένας απ' αυτούς ήταν και ο ο αντιστασιακός Βερκόρ, του οποίου τα 20.000 αντίτυπα από τη "Σιωπή της θάλασσας" που τυπώθηκαν τον Οκτώβριο του 1943 εξαντλήθηκαν μέσα σε μια βδομάδα στο Αλγέρι (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1945 σε μετάφραση της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ). Εξάλλου, και τον τίτλο τον πήρε από το ομώνυμο βιβλίο του Ζιονό (Les Vraies richesses) που είχε κυκλοφορήσει το 1935. Στις θύμησες που ξετυλίγει η συγγραφέας επινοώντας τα ημερολόγια του Σαρλό περνούν φιγούρες, όπως ο  Λόρκα που τα βιβλία του κάηκαν από τους φρανκιστές στην Πλάθα δελ Κάρμεν της Γρανάδας το '38 και ο Σαιντ-Εξυπερύ που εξαφανίστηκε ενώ βρισκόταν σε πτήση τον Αύγουστο του '44. Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθεται και όλη η βιβλιογραφία που συμβουλεύτηκε η Αντιμί για να γράψει το βιβλίο της.

Τα Αληθινά Πλούτη είναι βιβλιοπωλείο και δανειστική βιβλιοθήκη, έχει συνδρομητές, εκδίδει βιβλία, ζει τις στιγμές που οι "νεαροί της γειτονιάς ξανάφτιαχναν τον κόσμο", παραδίνεται στις φλόγες και καταστρέφονται όλα τα σημειωματάρια του Σαρλό, ό ίδιος φυλακίζεται, τίθεται σε κατ' οίκον περιορισμό, εκτοπίζεται, το βιβλιοπωλείο γίνεται παράρτημα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αλλάζει χέρια, αλλάζει η γειτονιά, αλλάζει όνομα ο δρόμος, οι μνήμες ξεθωριάζουν...

Γραφική και συνάμα τραγική φιγούρα ο Αμπνταλλά, που δούλευε στο βιβλιοπωλείο-βιβλιοθήκη μέχρι το τέλος, δεν του άρεσε να διαβάζει βιβλία, όμως αγαπούσε να τα τακτοποιεί, οργάνωνε τα βιβλία στα ράφια και τις καρτέλες δανεισμού στα συρταράκια με πολλή αγάπη και πολλή προσοχή, έμεινε μέχρι το τέλος στα Αληθινά Πλούτη και ύστερα, όταν πια δεν χρειαζόταν στους καινούριους ιδιοκτήτες, δεν έφυγε από τη γειτονιά,  μα τυλιγμένος με το άσπρο πανί του, ακουμπισμένος στο ραβδί του, έμενε όρθιος στο πεζοδρόμιο όλη τη μέρα και για να κοιμάται το βράδυ, του είχαν δώσει μια γωνιά στη διπλανή πιτσαρία, σ' ένα καμαράκι, όπου "αποθηκεύουν το αλεύρι, τη μαγιά, τα καφάσια με τις ντομάτες, τους τενεκέδες με το λάδι και τα βάζα με τις ελιές". 

Αλγέρι 2017, Αλγερία 1930, Αλγέρι 1935-1936, Αλγέρι 1939, Γερμανία 1940, Σετίφ 1945, Παρίσι 1945-1949, Αλγερία 1954, Αλγέρι 1959-1960, Παρίσι 1961, Αλγέρι 1961, Αλγέρι 2017. Αυτά είναι μερικά από τα κεφάλαια του βιβλίου. Μέσα από την ιστορία του βιβλιοπωλείου στο Αλγέρι περνά η ιστορία της Αλγερίας στον 20ο αιώνα, οι αντιαποικιακές εξεγέρσεις, τα επαναστατικά κινήματα, οι ακροδεξιές οργανώσεις, ο ρόλος και ο διχασμός των Γάλλων, ο ντε Γκωλ, ο πόλεμος, η Αντίσταση, οι πόλεμοι...

Η Αντιμί αγαπά τον τόπο της, αγωνιά για το παρόν και το μέλλον του και βρήκε τρόπο να κρατήσει τις μνήμες ζωντανές. Λέει:

Είμαστε οι κάτοικοι τούτης της πόλης και η μνήμη μας είναι το άθροισμα των ιστοριών μας.

Η νοσταλγία της Αντιμί για τον τόπο της, το Αλγέρι, μου θύμισε την Ελέν, την αστυνομικίνα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό στο Soléa:

[...] Μου έδειξε το πέλαγος.
- Από εκεί έφτασα στη Μασσαλία. Από τη θάλασσα. Ήμουνα έξι χρονώ. Ποτέ μου δεν ξέχασα την ομορφιά που έχει αυτή η πόλη όταν αρχίζει το χάραμα. Αλλά ποτέ δεν ξέχασα και το Αλγέρι. Κι ας μην το ξανάδα. Το ξέρετε το Αλγέρι;
- Όχι. Δεν έχω ταξιδέψει πολύ.
- Εκεί κάτω γεννήθηκα. Προσπάθησα χρόνια, με νύχια και με δόντια, να με αποσπάσουν εδώ, στη Μασσαλία. Η Μασσαλία δεν είναι Αλγέρι. Έχω όμως την αίσθηση ότι μπορώ από δω ν' αγναντέψω το λιμάνι εκεί μακριά. [...]

Δεν μπορούμε παρά να κρατήσουμε στη μνήμη μας την επιθυμία που εκφράζει με την τελευταία φράση της η νεαρή Καουτέρ:

Θα'ρθείτε κάποτε στο 2Β της οδού Χαμανί, έτσι δεν είναι;

Άραγε, αν πάμε, ακόμη κι αν δε βρούμε το 2Β της οδού Χαμανί, θα βρούμε τη βιτρίνα που γράφει "Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο";

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Παράξενη Πρωτομαγιά σα νοσταλγείς το περσινό το καλοκαίρι...

Χαρακτικό του Τάσσου με τίτλο "Αφιέρωμα στον Γ. Ρίτσο" (Εθνική Πινακοθήκη)
Ο Γιάννης Ρίτσος είχε γεννηθεί σαν σήμερα το 1909.


Στα τζάμια σου μπουμπουκιάζει η χτεσινή βροχή
τώρα που η παραλία ανάβει τα φανάρια της.
Ένα καΐκι στάθηκε καταμεσίς στο πέλαγο.
Γαλήνη.
Περίμενε δω με το βλέμμα στις σταγόνες
(δυο ανθισμένες γαλάζιες σταγόνες τα μάτια σου).
Περίμενε. Θα ξημερώσει.
Θέλω να σε ξέρω στο παράθυρο
αγναντεύοντας κατά τον τόπο της χαραυγής
νοσταλγώντας το περσινό καλοκαίρι.
(Τα νερά ν’ ανασαίνουν ζεστασιά
το γυμνό σώμα της ημέρας πλαγιάζει μες στα στάχυα
κι ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα κρυφοκοιτάει μια παπαρούνα.)
Θέλω να σου χαρίσω ένα τόσο δα ουράνιο τόξο
τώρα στα γενέθλια της δεκαοχτάχρονης αυγής,
ένα λουλουδένιο δαχτυλίδι
μια υπόσχεση ελπίδας.


Πρωτομαγιά, του Άρη Αλεξάνδρου, από τη συλλογή "Ακόμα τούτη η άνοιξη", που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1946 από τις εκδόσεις Γκοβόστη. (Η αντιγραφή έγινε από την έκδοση Άρης Αλεξάνδρου: Ποιήματα (1941-1974), ύψιλον/βιβλία, 1991, με σημείωμα του Αλέξανδρου Αργυρίου).




Και πέρασαν τριάντα χρόνια κι έγραψε ο Γκάτσος για την παράξενη Πρωτομαγιά:

Παράξενη πρωτομαγιά
μ' αγκάθια πλέκουν σήμερα στεφάνια,
ήρθ' ο καιρός του "έχε γεια"
τι να την κάνεις πια την περηφάνια.

Στα δυο σου μάτια τα χρυσαφιά
σκοτάδι πέφτει και συννεφιά,
ποιες μπόρες φέρνεις και ποιες βροχές
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές,
σε κουρασμένες νεκρές ψυχές.

Παράξενη πρωτομαγιά
ο ήλιος καίει το πέλαγο στη δύση,
μα της καρδιάς την πυρκαγιά
πού θα βρεθεί ποτάμι να την σβήσει.

Παράξενη πρωτομαγιά...

(Μελοποιήθηκε από τον Χατζηδάκι και πρωτοτραγουδήθηκε από Γαλάνη - Μητσιά).