η δικιά μου αγάπη πού ’ναι, και χαλάλι οι πραματειές
Ο πραματευτής
Το τραγούδι του πραματευτή ήταν το αγαπημένο της μάνας μου. Ποιος ξέρει γιατί, πάντως μέχρι σχεδόν τα τελευταία της όσο είχε δυνάμεις, ήταν η καλύτερη πελάτισσα στους πλανόδιους εμπόρους που περνάνε ακόμη από τις συνοικιακές γειτονιές της πόλης μας κι απ' τα χωριά, σαν τους παλιούς πραματευτάδες. Και τι δεν είχε αγοράσει, προίκες για τις κόρες και το γιο, προίκες για τα εγγόνια, σεντόνια για όλα τα σπίτια, κουβαρίστρες, τσιμπιδάκια, ψιλικά πολλώ λογιώ...
Αυτή την εμπειρία του πραματευτή είχε κι ο Κώστας Μουντάκης ως βοηθός σ' έναν πλανόδιο μικροπωλητή και την κατέγραψε για να δώσει ένα από τα ομορφότερα κρητικά λαϊκά τραγούδια. Ο Κώστας Μουντάκης, ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής, μ' ένα ιδιαίτερο μέταλλο φωνής, γεννήθηκε στο χωριό Αλφά του Ρεθύμνου από φτωχή πολυμελή οικογένεια. Την πρώτη του λύρα την απέκτησε το 1943, αφού έδωσε ένα αρνί και πέντε
οκάδες τυρί (https://www.candiadoc.gr/2020/01/31/me-ena-arni-ke-5-okades-tyri-apektise).
Έφυγε σαν σήμερα πριν από 30 χρόνια, 31 Ιανουαρίου του 1991. Είχε γεννηθεί το 1926, ίδια χρονιά με τον πατέρα μου. Εκείνος αγαπούσε τ' αγρίμια κι αγριμάκια μου, πάλι από τη φωνή του Μουντάκη.
Αγρίμια κι αγριμάκια μου,
λάφια μου μερωμένα,
πέστε μου πού `ναι οι τόποι σας,
πού `ναι τα χειμαδιά σας;
Γκρεμνά `ναι εμάς οι τόποι μας,
λέσκες τα χειμαδιά μας,
τα σπηλιαράκια του βουνού
είναι τα γονικά μας.
Ταχιά ταχιά’να αρχιχρονιά ταχιά’ ν’ αρχή του χρόνου, ταχιά’ ν’ απού περπάτησε ο Κύριος στον κόσμο Και εβγήκε και χαιρέτησε ούλους τους ζευγολάτες. Και ο πρώτος που τα’ απάντησε ήταν ο Άης Βασίλης Πολλά τα έτη Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις. Καλό το λες αφέντη μου καλό και ευλογημένο, Η χάρη σου το βλόγησε με το δεξί σου χέρι, με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο. Πες μου να ζήσεις Βασιλειό πόσα μουζούρια σπέρνεις; Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σταράκι δέκα πέντε ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Είπαμε δα τ‘ αφέντη μας να πούμε τση κυράς μας Κυρά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα οπού τον έχεις τον υγιό, τον μοσχοκανακάρη λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολειό τον πέμπεις κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ” ένα χρυσό βιτσάλι και η κυρά δασκάλισσα μ’ ένα μαργαριτάρι.
Είπαμε δα και στη κυράς ας πούμε και τση βάγιας Νάψε βαγίτσα το κερί νάψε και το ντουμπλέρι και κάτσε και ντουχούντιζε ίντα θα μας εφέρεις απάκι γή λουκάνικο γη από πλευρά κομμάτι γη από τον πόρο του βουγιού να πιούμε μια γεμάτη.
Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα
Επά που καλαντρίσαμε καλά μας επλερώσαν Καλά να ‘ναι τα έχη τους και τα πονομάτά τους και αν έχουν και αρσενικό παιδί στη σέλα καβαλάρη να σιέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάδι να το μαζώνει η μάνα του, να’χει χαρά μεγάλη.
Πάλι κι αν είναι θηλυκό μια καλή να κάνει Που δεν τον φτάνει τον υγιό Άντρα να τον επάρει.
Ξύπνησ' αφέντη ξύπνησε, να φάμε και να πιούμε!
Χίλια καλώς σας βρήκαμε!
Καλή καλύτερη χρονιά!!!
Σημείωση:
Τα κάλαντα στις δύο εικόνες είναι όπως τα κατέγραψε ο Αντώνης Γιανναράκης από τους
Λάκκους Χανίων στο βιβλίο του Άσματα Κρητικά που κυκλοφόρησε το 1876 στη Λειψία (περιέχεται στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ανέμη του Πανεπιστημίου Κρήτης). Τα κάλαντα στη σύγχρονη εκδοχή τους είναι αντιγραμμένα από τον ιστότοπο Candiadoc. Στο βίντεο ακούγονται σε μια παλιά ηχογράφηση ο σπουδαίος Κρητικός λυράρης και τραγουδιστής Κώστας Μουντάκης και η Καίτη Ρουκουνάκη.
τραγουδά ο σπουδαίος Κρητικός τραγουδιστής και λαουτιέρης Νίκος Μανιάς.
Χαίρομαι να σας εθωρώ
σαν την καρνάδα βιόλα
σαν τον Χανιώτικο μπαξέ
που ανθεί και βγάνει ρόδα
όπως τραγουδά ο νέος λυράρης Πέτρος Μαρούλης.
Κι εγώ αφιερώνω τις αγαπητικές μαντινάδες στους φίλους και στις φίλες μου που σήμερα θα είχαμε γλέντι στο σπίτι.
Που 'σαι ρε μάνα που όταν σου είπα την τότε ηλικία μου για να μην με αντιμετωπίζεις σαν "παιδί", δαγκώθηκες. Μαμά γερνάω, σου' χα πει. Αλλά, το γλέντι θα το κάνουμε, αργότερα, αφού σκοτώσουμε το δράκο! Πήγε, λέει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάποτε σ'ένα χωριό να μιλήσει, ρώτησε τους χωρικούς τι προβλήματα έχουν κι εκείνοι του είπαν ότι πρόβλημά τους είναι ο δάκος. Και απάντησε ο Βενιζέλος: "Θα τονε σκοτώσουμε και το δράκο!" Αλήθεια, ψέματα, ποιος ξέρει. Πάντως, εμείς το δράκο θα τονε σκοτώσουμε, και το γλέντι θα το κάνουμε! "Οι ρυτίδες της ψυχής είναι βαθύτερες από του δέρματος. Λευκότερο, το χιόνι στην ελπίδα απ' ό,τι στα μαλλιά."