Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Άνοιξε τα χέρια, πάτησε στις μύτες των ποδιών, πάτησε στον αέρα, η Ελένη



(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά — ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, —δισταχτικός πάντα,— η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· — είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, — ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, —σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·— δεν ήξερες πια τί ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Άκουσε απέξω το κουδούνισμα, πολύ μοναχικό, μέσα σ’ ένα γνωστό του χώρο, άγνωστα τώρα διαρρυθμισμένο, με άγνωστες διακλαδώσεις, σε σκοτεινά χρώματα. Αργούσαν ν’ ανοίξουν. Κάποιος έσκυψε απ’ το πάνω παράθυρο. Δεν ήταν αυτή. Μια υπηρέτρια, — πολύ νέα. Σα να γέλασε. Έφυγε απ’ το παράθυρο. Αργούσαν πάλι. Ύστερα βήματα στη μέσα σκάλα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα. Ανέβηκε. Μια μυρωδιά από σκόνη, σάπιους καρπούς, στεγνή σαπουνάδα, ούρα. Από δω. Κρεβατοκάμαρα. Ντουλάπα. Μετάλλινος καθρέφτης. Δυο σαραβαλιασμένες σκαλιστές πολυθρόνες. Τσίγκινο τραπεζάκι με φλιτζάνια του καφέ κι αποτσίγαρα. Κι εκείνη; Όχι, όχι, — δεν είναι δυνατόν. Γριά — γριά — εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια — Όχι, όχι, Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της —— ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).
 

Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα που φοράω στο δείχτη. 

................................................................................
 
Οι νεκροί πια δε μας πονούν, — κι είναι παράξενο — δεν είναι;—
όχι για κείνους τόσο, όσο για μας, — αυτή η ουδέτερη οικειότητά τους
μ’ έναν χώρο που τους έχει αρνηθεί και που αυτοί δε συνεισφέρουν
στα έξοδα της συντήρησής του είτε στην έγνοια της φθοράς του,
αυτοί, συντελεσμένοι κι αμετάβλητοι, μόνον σαν κάπως πιο μεγάλοι.

Αυτό ’ναι κάποτε που μας ξενίζει — η υπερτροφία του αμετάβλητου
κι η σιωπηλή τους αυτάρκεια — όχι αγέρωχη, διόλου· δεν πασχίζουν
να σου επιβάλλουν την ανάμνησή τους, να σου είναι αρεστοί...
 
...................................................................................

Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, — να αναλήφθηκα τάχα στ' αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου — ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών — να πατήσω στον αέρα, — το τρίτο λουλούδι —


(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. Καθώς βγήκε στο διάδρομο, ένιωσε τις δούλες, κολλημένες στον τοίχο, να κρυφακούν. Δε σάλεψαν διόλου. Κατέβηκε τη μέσα σκάλα σα να κατέβαινε σ’ ένα βαθύ πηγάδι, έχοντας την αίσθηση πως δε θα ’βρισκε την πόρτα της εξόδου — καμιά πόρτα. Τα δάχτυλά του, συσπασμένα, έψαχναν κιόλας για το πόμολο. Φαντάστηκε μάλιστα πως τα χέρια του ήταν δυο πουλιά που ασθμαίναν από έλλειψη αέρα, ενώ ταυτόχρονα ήξερε πως τούτη η εικόνα δεν ήταν παρά η έκφραση αυτοσυμπάθειας που αντιπαραθέτουμε συνήθως σ’ έναν αόριστο φόβο. Άξαφνα ακούστηκαν φωνές επάνω. Ανάψανε τα ηλεκτρικά στη σκάλα, στο διάδρομο, στα δωμάτια. Ανέβηκε πάλι. Ήταν βέβαιος τώρα. Η γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι, με τον αγκώνα ακουμπισμένο στο τσίγκινο τραπεζάκι, με το μάγουλο στην παλάμη. Οι υπηρέτριες έμπαιναν, έβγαιναν, θορυβούσαν. Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κι οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’ ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι —«ώς να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,— αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του —όσα γλιτώσαν— θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. "Για το Νεκροτομείο", είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου — τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)


ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος – Αύγουστος 1970
 

Γιάννη Ρίτσου, "Ελένη", απόσπασμα. 

Ο ποιητής το γραψε μετά τον θάνατο της αδελφής του Νίνας. Κυκλοφόρησε αρχικά το 1972 από τον Κέδρο με το χαρακτικό της Βάσως Κατράκη στο εξώφυλλο. Στη συνέχεια περιλήφθηκε στη συλλογή Τέταρτη Διάσταση. (Περισσότερα εδώ).

Αντί άλλων λέξεων, αντιγράφω το παραπάνω στη μνήμη της Ελένης που έφυγε το απόγευμα˙ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, άνοιξε τα χέρια, πάτησε στις μύτες των ποδιών, πάτησε στον αέρα˙ που θα πήγε τώρα;

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Κοιμήθηκε κοιμήθηκε στων αρχαγγέλων τη σκιά

 

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στου γιασεμιού την ευωδιά
στην ερημιά του φεγγαριού
στο κυματάκι του γιαλού
Οι άνθρωποι μ’ αρνήθηκαν
κανείς δεν μου σιμώνει
μόνο μου κάνει συντροφιά
της νύχτας το τριζόνι

Έννοια σου, λέει, έννοια σου
κι εγώ είμαι εδώ κοντά σου
για συντροφιά στην έγνοια σου
και για παρηγοριά σου

Τρι και τρι και τρι και τρι
τι πικρή που ’ναι η ζωή
τι γλυκιά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι

Κοιμήθηκε κοιμήθηκε στων αρχαγγέλων τη σκιά, στων γιασεμιών την ευωδιά ο Μίκης. Διάλεξα το τραγούδι με την ερμηνεία του Πέτρου Πανδή γιατί θεώρησα πιο ταιριαστό για τη μέρα (αν και υπάρχουν πολύ καλές ερμηνείες από Ντόρα Γιαννακοπούλου, Σούλα Μπιρμπίλη κ.ά.). Εδώ παραπέμπω από δίσκο με μπαλάντες του Μίκη (https://music.youtube.com/watch?v=5TcE8Yj7vY8). Στη συλλογή μου έχω έναν άλλο δίσκο LP με ζωντανές ηχογραφήσεις από συναυλίες στην Ευρώπη.

Το εξώφυλλο του δίσκου με τον Πέτρο Πανδή
 
Το οπισθόφυλλο του δίσκου
 

Το Μουσικό Σύμπαν του Μίκη ήταν τεράστιο. Η παρακάτω εικόνα είναι μέρος από το σύμπαν αυτό, σχεδιασμένο από τον ίδιο σε σελίδες Α4 (ανάμεσα στα έργα, διακρίνεται και η συλλογή "Μικρές Κυκλάδες" που περιέχει το τριζόνι). Πηγή της εικόνας είναι το εκπαιδευτικό υλικό (εγχειρίδιο και δύο CD) με τίτλο Μίκη Θεοδωράκη Ιστορίες που παρήγαγε το 2005 η Νομαρχία Χανίων στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 80χρονα ου Μίκη. Ένα αξιόλογο έργο που παρουσιάζει το σύμπαν του Μίκη Θεοδωράκη με σεβασμό και αγάπη. Τότε μοιράστηκε στα σχολεία των Χανίων, όμως πιστεύω θα άξιζε οι φορείς να επανέλθουν με επικαιροποίηση και ευρύτερη δημοσιοποίηση.

Ο Μίκης σήμερα αναπαύθηκε στη φιλόξενη γη του Γαλατά!

Και να τί λέει για τον Γαλατά (περιέχεται στο δεύτερο CD του παραπάνω έργου):   

https://mikisguide.gr/wp-content/uploads/2020/05/Track03-1.mp3.

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
στων αρχαγγέλων τη σκιά
στων φύλλων το μουρμουρητό
στων άστρων το χρυσό γιαλό
Τι να ’φταιξα της μοίρας μου
κι έτσι με φαρμακώνει
μονάχα μου αποκρίνεται
της νύχτας το τριζόνι

Είμαι μικρό πολύ μικρό
μα είναι ο Θεός μεγάλος
αυτό ποτέ δε θα σ’ το πω
μήτε κανένας άλλος

Τρι και τρι και τρι και τρι
τι πικρή που ’ναι η ζωή
τι γλυκιά και τι πικρή
τρι και τρι και τρι και τρι

.........................................................

Σημ. Η πρώτη φωτογραφία είναι από τη συναυλία που έδωσε ο Μίκης στις 17 Σεπτεμβρίου 1951 στα Χανιά (πηγή: ιστότοπος του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη https://mikisguide.gr/).