"Κρατάει πολύ ο θάνατος
κρατάει ολόκληρη ζωή"
έγραψε ο Αργύρης Χιόνης, και πρέπει να το πιστέψουμε πως και αυτός και η Λουκία Ρικάκη δεν θα δημιουργήσουν άλλο.
Εκείνη, με την τόση ευαισθησία της, τη ζωντάνια και την ανοιχτή ματιά, μας ήταν τόσο κοντινή σαν και απαραίτητη. Μας ταξίδεψε ποιητικά στα νησιά του αρχιπελάγους με το ντοκυμαντέρ της "Το Αιγαίο μέσα από τα λόγια των ποιητών", μας γνώρισε τα "παιδιά της χορωδίας" από τη Ρόδο, μας έφερε κοντά με τον Άλλο μέσα από το ομώνυμο ντοκυμαντέρ της αφηγούμενη τη ζωή στο ορεινό χωριό Πατσιδερό του Νομού Ηρακλείου Κρήτης, αλλά και με την ταινία Αλβανία για τη σειρά "Φυλές της Αθήνας" της ΝΕΤ. Εκεί, πάλι κατέφυγε στην ποίηση, χρησιμοποιώντας το ποίημα "Παράθυρο" του Γιάννη Ρίτσου:
"... Σιωπή και ακινησία λοιπόν. Μπορείς να πεις και υποκρισία,
γιατί γνωρίζεις, ίσως, πόσες κραυγές σταυρωμένες,
πόσες χειρονομίες γονατισμένες κατοικούν
πίσω απ' αυτή την κάθετη, κρυστάλλινη λαμπρότητα..."
Όμως η ίδια είχε χρησιμοποιήσει τους πιο αισιόδοξους στίχους του Ρίτσου από το ποίημα:
"...Και πια δεν είναι τίποτα που να λυγίζει τη ζωή σου και τα μάτια σου
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς να το δείξεις περήφανα και να το τραγουδήσεις
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς να στρέψεις τη μορφή του προς τον ήλιο..."
γιατί γνωρίζεις, ίσως, πόσες κραυγές σταυρωμένες,
πόσες χειρονομίες γονατισμένες κατοικούν
πίσω απ' αυτή την κάθετη, κρυστάλλινη λαμπρότητα..."
Όμως η ίδια είχε χρησιμοποιήσει τους πιο αισιόδοξους στίχους του Ρίτσου από το ποίημα:
"...Και πια δεν είναι τίποτα που να λυγίζει τη ζωή σου και τα μάτια σου
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς να το δείξεις περήφανα και να το τραγουδήσεις
και τίποτα δεν είναι που να μην μπορείς να στρέψεις τη μορφή του προς τον ήλιο..."
Και για τον Αργύρη Χιόνη, ήταν "πάθος, ανάγκη ζωής" η ποίηση. Όμως
"Διανύουμε την εποχή της ερήμου
ο μεγαλύτερος ποιητής της
αυτός που θα την τραγουδήσει πιο σωστά
θάναι μουγκός"
Κι εμείς όλοι;
Κι εμείς όλοι;
"Ακέφαλοι μας συμβουλεύουν
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε"
Λες να φοβόταν το θάνατο όταν έγραφε
"... Τρώω καρπό, φτύνω κουκούτσι, φυτρώνει δέντρο.
Κουλοί μας δείχνουν
Κουτσοί μας οδηγούν
Εμείς δεμένοι
Πρόθυμα ακολουθούμε"
Λες να φοβόταν το θάνατο όταν έγραφε
"... Τρώω καρπό, φτύνω κουκούτσι, φυτρώνει δέντρο.
Αχ, να 'χα κι εγώ κουκούτσι, να το 'φτυνε ο θάνατος, να φύτρωνα ξανά..."
Σαν από τραγική σύμπτωση απόψε δανείστηκα από τη δημοτική βιβλιοθήκη τα ποιήματα του Αντώνη Φωστιέρη (Ποίηση 1970-2005, συγκεντρωτική έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη 2008) και ξαναδιάβασα "Το Θα και το Να του Θανάτου":
"Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές
Σαν από τραγική σύμπτωση απόψε δανείστηκα από τη δημοτική βιβλιοθήκη τα ποιήματα του Αντώνη Φωστιέρη (Ποίηση 1970-2005, συγκεντρωτική έκδοση, εκδόσεις Καστανιώτη 2008) και ξαναδιάβασα "Το Θα και το Να του Θανάτου":
"Έτσι λοιπόν χωρέσανε στα μάτια σου τόσες κοινές
ασήμαντες εικόνες
Ποιος θα ’χει χρόνο κάποτε να βυθιστεί στη λίμνη μιας
ανάμνησης
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη
Η αιωνιότητα κρατάει τόσο λίγο
Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη
να εξηγεί
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος -
Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος
Με πόσα θα και πόσα να που ψιθυρίζει ο θάνατος
Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή
Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί
ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους
Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά
Γι’ αυτό κι ο άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος
Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου
Λεπτά χρειάστηκε λεπτά
Χιλιάδες δευτερόλεπτα
Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες
Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί
Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση
Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες
Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος -
Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;"