Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

η αγάπη είναι πιο παχιά από τη λήθη

Αγάπη, Ελπίς: Ξυλογραφία Γιάννη Μόραλη (Εθνική Πινακοθήκη, αρ. έργου Π.3548)

η αγάπη είναι πιο παχιά από τη λήθη 
πιο λεπτή απ' την ανάμνηση
πιο σπάνια είναι υγρή απ' όσο ένα κύμα
πιο συχνή απ' όσο αποτυγχάνει

είναι κυρίως τρελή και σεληνιασμένη
και λιγότερη θα είναι ποτέ
απ' όλη την θάλασσα μόνο που είναι
από την θάλασσα βαθύτερη

η αγάπη είναι λιγότερη πάντα απ' όσο κερδίζει
λιγότερη ποτέ από ζωντανή
πιο λίγο μεγαλύτερη απ' όσο ελάχιστα ξεκινάει
ακόμα πιο μικρή από την λήθη

είναι κυρίως λογική και ηλιόλουστη
και πιο πολύ δεν μπορεί να πεθάνει
απ' όλον τον ουρανό μόνο που
πιο ψηλή από τον ουρανό είναι.



Family group: ορειχάλκινο γλυπτό του Henri Moore (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Henry_Moore,_Family_Group_(1950).jpg


Αγάπη μου
τα μαλλιά σου είναι ένα βασίλειο
όπου βασιλεύει το σκοτάδι
το μέτωπό σου είναι ένα μάτσο λουλούδια

το κεφάλι σου είναι ένα ζωηρό δάσος
γεμάτο κοιμισμένα πουλιά
τα στήθη σου είναι σμήνη άσπρων μελισσών
πάνω στο κλαδί του κορμιού σου
το κορμί σου για μένα είναι ο Απρίλης
που στις μασχάλες του σημαίνει η άνοιξη

[...]

τα χείλη σου είναι οι σατράπηδες του κόκκινου
που στο φιλί τους συμμαχούν οι βασιλιάδες
άγιοι είναι
οι καρποί σου
κλειδούχοι του αίματός σου
τα πόδια σου πάνω στους αστραγάλους
είναι λουλούδια σε ασημένια βάζα

στην ομορφιά σου βρίσκεται των φλάουτων το δίλημμα
τα μάτια σου είναι των καμπάνων το φανέρωμα
που καταλαβαίνεις απ' το άρωμα.

------------------------------------------------------------------------

Σημείωση

Τα παραπάνω ποιήματα είναι του ε.ε. κάμμινγκς από την έκδοση του Ηριδανού (2007) με εισαγωγή, επιλογή και μετάφραση από τον Γιάννη Λειβαδά. Πρόκειται για τα ποιήματα με αρ. 9 και 11 αντίστοιχα· στα περιεχόμενα ως τίτλος κάθε ποιήματος δίνεται ο πρώτος στίχος που εδώ είναι με εντονότυπη γραφή. Για την έκδοση αυτή είχα ξαναγράψει πρόσφατα (https://katerinatoraki.blogspot.com/2023/10/ee-cummings.html).

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023

Μαρία Καζαρές: Η ζωή είναι όνειρο


Τι είναι η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια χίμαιρα,  μια σκιά. Στιγμή στου απείρου το χάος είναι απ' ότι φαίνεται μεγάλη. Γιατί η ζωή είν' ένα όνειρο, τι άλλο! Και τα όνειρα, είναι όνειρα του ονείρου.

Λόγια του Ισπανού δραματουργού και ποιητή του 17ου αιώνα Πέδρο Καλντερόν δε λα Μπάρκα από το θεατρικό έργο του  «Η ζωή είναι όνειρο». Το αντέγραψα από το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και απηχεί τον ψυχισμό και την προσωπικότητα της γυναίκας που περιγράφει. Πρόκειται για το βιβλίο «Η μοναδική Μαρία Καζαρές» της Γαλλίδας συγγραφέα Ανν Πλανταζενέ που αφηγείται τη ζωή της σπουδαίας Ισπανογαλλίδας (ή Γαλλίδας με Ισπανική καταγωγή) ηθοποιού Μαρία Καζαρές. Η Μαρία ήταν Ισπανίδα, γεννημένη το 1922 στην Κορούνια της Ισπανίας. Ο πατέρας της, Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγα, ήταν πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας. Πολλοί δημοκρατικοί τον θεωρούσαν ανίκανο και δειλό πολιτικό, ενώ οι εθνικιστές «εχθρό της ενωμένης μεγάλης και ελεύθερης Ισπανίας του Φράνκο». 

Η Μαρία έφυγε με τη μητέρα της από την Ισπανία το 1936.

Αυτή είναι η Μαρία Βικτόρια Κασάρες Πέρεθ αλλά όλοι τη φωνάζουν Βιτολίνια, εκτός από τον πατέρα της που προτιμά το Βίτολα.
Είναι ξαπλωμένη σε ένα παγκάκι στο σιδηροδρομικό σταθμό του Περτύς στα ανατολικά Πυρηναία, με το κεφάλι στον μηρό της μητέρας της, φοράει ένα κοντό πανωφόρι με επένδυση και μποτίνια και γύρω από τα μαύρα της μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδα, έχει δεμένη μια ανοιχτόχρωμη κορδέλα. Είναι ένα πρωί το Νοέμβρη του 1936, χαράματα. Παρά τα ζεστά και άριστης ποιότητας ρούχα τους, το κρύο πιρουνιάζει τα κόκαλα τους και στο τρένο από τη Βαρκελώνη που τις έφερε ως τα σύνορα δεν κοιμήθηκαν όλη νύχτα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που το κορμί της μητέρας τινάζεται από σπασμούς, από συσπάσεις, κάνοντας κάθε τόσο το κεφάλι της Βιτολίνιας να δονείται. Η Γκλόρια Πέρεθ Κασάρες, στητή, με το όμορφο πορσελάνινο πρόσωπό της ανέκφραστο και τα μάτια της, διάφανου μπλε χρώματος, καρφωμένα σ' ένα σημείο που μονάχα εκείνη μπορεί να δει, κλαίει. Μοιάζει με εξόριστη Ρωσίδα πριγκίπισσα, με τα ξανθά λεπτά μαλλιά της, κομμένα σε κομψό καρέ,  και τον σωρό από βαλίτσες από δέρμα χοίρου δίπλα της, με τη μοναχοκόρη της ξαπλωμένη πάνω της στα δεξιά της κι έναν νεαρό να έχει πάρει την ίδια στάση στα αριστερά της. [...]

Η Βιτολίνια για πρώτη φορά βρίσκεται μακριά από την πατρίδα της την Ισπανία. Είναι τα πρώτα της λεπτά στη Γαλλία, σ' ένα μικροσκοπικό σιδηροδρομικό σταθμό όπου ένα μεγάφωνο μεταδίδει κατ' επανάληψη ένα τραγούδι του οποίου καταλαβαίνει κάποια λόγια από το ρεφραίν: Tout va très bien, Madame la Marquise1 

Η Μαρία και η Γκλόρια, η μητέρα της, νόμιζαν ότι θα έφευγαν για λίγο διάστημα στη Γαλλία, ίσως για λίγους μήνες, ώσπου να φτιάξει η κατάσταση στη χώρα τους, πίστευαν ότι η ισπανική δημοκρατία είχε γερά θεμέλια και  πολλούς υποστηρικτές. Αυτή δεν είναι η προσμονή όλων των προσφύγων, και τελικά η μοίρα τους να πεθαίνουν σε ξένο τόπο;

Οι χώρες που ο πατέρας της ισχυριζόταν πως ήταν φιλικές, ανάμεσά τους και το Λαϊκό μέτωπο του Λεόν Μπλουμ,  ψήφισαν ένα σύμφωνο μη παρέμβασης και οι εθνικιστές προμηθεύονταν όπλα από τη Γερμανία. Η δημοκρατική Ισπανία εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της. Η  κόρη κι ο νεαρός είναι ξαπλωμένοι στο παγκάκι, σαν να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ' το έδαφος,  μονάχα της μητέρας τα πόδια πατάνε στο χώμα της Γαλλίας.

Έτσι περιγράφει συνοπτικά την ηρωίδα της η Πλανταζενέ:

Αν μονάχα ήταν ο πατέρας της εδώ... Ο πατέρας της ο Σαντιάγο Καζάρες Κιρόγα, που διετέλεσε πολλάκις υπουργός, ο τελευταίος πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου της δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας πριν από το πραξικόπημα του Φράνκο στις 18 Ιουλίου του 1936,  κατηγορούμενος σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, την οποία η κόρη του δεν αποδέχεται, ότι αρνήθηκε να δώσει όπλα στους εργάτες, αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση με την ανικανότητά του να ευθύνεται για την έναρξη του εμφυλίου. Ο πατέρας της που πέθανε εξόριστος, τέσσερα χρόνια μετά τη γυναίκα του του 1950, αποκηρυγμένος, αποδοκιμασμένος, τη χρονιά του Ορφέα. Ορφανή. Αυτός ο πόνος δεν θα υποχωρήσει ποτέ. Ο πατέρας της πέθανε στο δωμάτιο της, σ' εκείνο το δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει στο τέλος, στο κρεβάτι της. Η Μαρία δεν φοβάται τα φαντάσματα. Από φαντάσματα είναι γεμάτα η Γαλικία και τα παραμύθια της παιδικής της ηλικίας, τα φαντάσματα αποτελούν μέρος της ζωής όπως ακριβώς και τα όνειρα,  οι αναμνήσεις, οι τύψεις και ο θάνατος. Η Μαρία αποδέχεται πλήρως την παρουσία αυτών των άυλων σωμάτων, όπως αποδέχεται και τη ζωή με οτιδήποτε αυτή εμπεριέχει, χωρισμούς, στιγμές δόξας, πένθος [...] Ο Καμύ την ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Λέει πως η Μαρία διακατέχεται από το δαιμόνιο της ζωής. Τρώει σαν λύκος, γελάει εκκωφαντικά , είναι φλογερή στον έρωτα, κοιμάται βαριά, για ώρες, συνεχόμενα, ο ύπνος της είναι ανανεωτικός.

Η Μαρία έγινε σπουδαία ηθοποιός, διάσημη, φωτογραφίες της βρίσκονται σε όλα τα περιοδικά, γράφουν για τη νεαρή εξόριστη Ισπανίδα με τα πράσινα μάτια που θριάμβευσε στη Ντίαρντρη των θλίψεων2, την περιγράφουν να έχει ύψος 159 ή 161 ή ακόμα 156.  

Έπαιξε στον κινηματογράφο σε ταινίες του Καρνέ, του Μπρεσσόν, του Κοκτό, στο πλευρό του Ζεράρ Φιλίπ ή του Ζαν Μαρσαί και άλλων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο θέατρο, ιερό τέρας, τεράστια τραγωδό την αποκαλούσαν. Έμεινε στην ιστορία η ερμηνεία της στo ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ που ανέβηκε στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1956 σε σκηνοθεσία του Ζαν Βιλάρ (Jean Vilar). Ο τύπος ήταν διθυραμβικός, σαν αναμμένη δάδα η φωνή της έγραφαν. Στα ημερολόγιά της είχε σημειώσει τη φράση «Η κόλαση είναι σκοτεινή» από το έργο, προφανώς μαρτυρώντας δικές της σκέψεις και ανησυχίες. 

Η Μαρία Καζαρές ως Λαίδη Μάκβεθ (Πηγή: https://mariacasares.wordpress.com/tag/lady-macbeth/)

Το 1944 γνώρισε τον Αλμπέρ Καμύ. Ήταν μια αγάπη που κράτησε μέχρι το θάνατο του δεύτερου το 1960. Ο Καμύ ήταν παντρεμένος, απέκτησε παιδιά, ο έρωτάς τους ήταν κρυφός, οι συναντήσεις τους αραιές, πέρασαν τέσσερα χρόνια χωριστά, αλλά ξανάσμιξαν. Γράφει στο ημερολόγιό της: «η αγάπη μας δεν έχει άλλο στήριγμα από την ίδια της την ύπαρξη, χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδα, χωρίς λόγο». Κι αλλού: «αν έχουμε αγαπήσει κάποιον κάποτε, τότε δεν είμαστε ποτέ πια μόνοι».

Στα τέλη του 1959 είχαν καιρό να σμίξουν. Θα ξανανταμώνανε το Γενάρη, έτσι είχαν σκοπό. Θα φορέσει το μαύρο αδιάβροχο και το καπελάκι που μόλις αγόρασε εκ μέρους του Αλμπέρ, πρώιμα χριστουγεννιάτικα δώρα.

Όμως εκείνη η συνάντηση του Γενάρη δεν έγινε ποτέ. 

Αναρωτιόταν παλαιότερα σ' ένα γράμμα της η Μαρία: Ακόμη κι ο θάνατος είναι άραγε ικανός να μας χωρίσει; Κι εκείνος της απαντούσε: Όχι, ο θάνατος δε χωρίζει, απλά ανακατεύει λίγο περισσότερο στον άνεμο τη στάχτη των σωμάτων που είχαν ενωθεί ήδη ως τα βάθη της ψυχής τους. 

Αλμπέρ Καμύ και Μαρία Καζαρές (Πηγή φωτογραφίας: https://europe.tv5monde.com/en/tv-guide/documentaries/maria-casares-et-albert-camus-toi-ma-vie-888988)

Η Μαρία δεν είναι απ' τις γυναίκες που τις παντρεύονται. Είναι η μνηστή των νεκρών, η σκοτεινή βασίλισσα, η λαίδη Καμία. Τακτοποίησε τα γράμματα του Αλμπέρ σε ένα σεντούκι, τα γράμματα που της έστελνε εκείνος και τα γράμματα που του έγραφε αυτή, τα οποία ο Ρενέ Σαρ ανέβηκε και τα πήρε από την γκαρσονιέρα της οδού Σαναλέιγ με το που πληροφορήθηκε το φρικτό μαντάτο και της τα πήγε στην οδό Βοζιράρ για να μην πέσουν σε ξένα χέρια. Όλα τα γράμματα που αντάλλασσαν επί δεκάξι ολόκληρα χρόνια. Με το τελευταίο να φτάνει στα χέρια της την επομένη του θανάτου του.

Περνούν πολλά ονόματα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ονόματα που πέρασαν από τη ζωή της Μαρία Καζαρές. Ας αναφέρω μερικά, για πολλά από τα οποία δίνει ενδιαφέρουσες συμπληρωματικές πληροφορίες ο μεταφραστής Γιάννης Στρίγκος: Μάριος Πράσινος, ζωγράφος και χαράκτης με επιρροές από τον σουρεαλισμό, γεννημένος από Έλληνες γονείς, ο συνθέτης Μορίς Ζαρ, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Ζαν Ζενέ, η Ανιές Βαρντά, ο Αντρέ Μαλρό, ο τσιγγάνος καλλιτέχνης του καμπαρέ Νταντέ ή Αντρέ Σλεσσέρ,που «χαμογελά σαν τον Πιερότο του φεγγαριού»3 και που υπήρξε φίλος και σύζυγός της και πολλοί άλλοι.

Η Μαρία Καζαρές πέθανε στο Λα Βερν στις 22 Νοεμβρίου του 1996, μια μέρα αφότου έκλεισε τα 74. Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αλλού (Alloue)  και το σπίτι της, το οποίο κληροδότησε στην κοινότητα, έχει γίνει τόπος δημιουργίας και διαμονής για ηθοποιούς του θεάτρου, σπίτι του ηθοποιού δηλαδή. Το  2010 έδωσαν το όνομά της στο ευρωπαϊκό τμήμα της Γαλλικής υπηρεσίας προσφύγων και Απάτριδων.

Δεν είχε απαρνηθεί ποτέ την Ισπανική ταυτότητα, είχε όμως δηλώσει ότι δεν θα πήγαινε στη γενέτειρα όσο ζούσε ο Φράνκο. Ήταν 19 Ιουλίου του 1976 όταν για πρώτη φορά επέστρεφε στην Ισπανία, είχε φύγει δεκατεσσάρων, επέστρεφε στα πενήντα τρία. Ο Φράνκο ήταν ήδη νεκρός από τις 20 Νοεμβρίου του 1975. Είχαν όμως περάσει πολλά χρόνια από το φευγιό της, παρά την υποδοχή και τις επιτυχίες, ένιωθε ξένη. Μόλις επέστρεψε στη Γαλλία, έκανε αίτηση για τη γαλλική υπηκοότητα. Έγραφε:

Θέλησα να παραμείνω Ισπανίδα όσο καιρό ήμουν πρόσφυγας έτσι ώστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μοιράζομαι με τους συμπατριώτες μου ένα κοινό πεπρωμένο όμως πάντα είχα στο νου μου πώς τη μέρα που θα μπορούσα να γυρίσω πίσω στην Ισπανία τότε θα γινόμουν Γαλλίδα Ακόμη και αν χρειαζόταν να εγκατασταθώ στην Ισπανία.

Νομίζω άξιζε η ανάγνωση του βιβλίου. Η Ανν Πλανταζενέ μελέτησε με προσοχή τα αρχεία της Καζαρές που της εμπιστεύτηκε η κόρη του Καμύ και που εκείνη τα είχε αποκτήσει από την ίδια την Καζαρές. Το βιβλίο που παρέδωσε ήταν μια περιήγηση όχι μόνο στη ζωή και τη δράση της Μαρία Καζαρές, αλλά και σε σημεία της ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων και της κουλτούρας στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα. 

Πρέπει να σημειώσω επίσης την πολύ καλή μετάφραση και συνολική επιμέλεια με συμπληρωματικές πληροφορίες στις υποσημειώσεις από τον μεταφραστή Γιάννη Στρίγκο για πρόσωπα που αναφέρονται μέσα στο κείμενο, πρόσωπα του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής.
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
 
Σημειώσεις

1 Όπως σημειώνει ο μεταφραστής, πρόκειται για το πολύ μεγάλη προπολεμική επιτυχία στη Γαλλία με τον τίτλο του γραμμένο από τον γνωστό σύνθετη της εποχής Πολ Μισρακί. Στους σατιρικούς στίχους ο μπάτλερ της μαρκησίας της ανακοινώνει όλες τις καταστροφές που τη βρήκαν κατά τη διάρκεια της απουσίας της, καθησυχάζοντας την όμως πάντα στο τέλος με τη φράση όλα βαίνουν πολύ καλώς κυρία...


2 Πρόκειται για το θεατρικό έργο με τον αγγλικό τίτλο "Deirdre of the Sorrows", γραμμένο το 1909, στο οποίο ο Ιρλανδός  δραματουργός John Millington Synge αναπλάθει έναν παλιό κέλτικο μύθο. 
 
3 Ο «Πιερότος του φεγγαριού» (ή «Φεγγαρίσιος Πιερότος» από το πρωτότυπο στα γαλλικά "Pierrot Lunaire") είναι το πρώτο ατονικό αριστούργημα του Άρνολντ Σένμπεργκ βασισμένο σε μια σειρά ποιημάτων του Βέλγου ποιητή Άλμπέρ Ζιρό (Albert Giraud). Όπως διαβάζουμε σε πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, στο έργο κυριαρχούν οι αντιφάσεις, ο Πιερότος είναι ήρωας και παλιάτσος, άνδρας που τον υποδύεται μια γυναίκα, τραγουδά και ταυτόχρονα μιλά για τον έρωτα, τη θρησκεία, τη βία, όλα όσα περιστοιχίζουν διαχρονικά τον άνθρωπο και τροφοδοτούν τη κάθε του πράξη. Αξεπέραστος πιερότος του φεγγαριού σε θεατρικές παραστάσεις υπήρξε ο διάσημος μίμος Μαρσέλ Μαρσό.



4 Ο André Schlesser, γνωστός ως Νταντέ (Dadé) ήταν  τραγουδιστής, μίμος και καλλιτέχνης του καμπαρέ. Με τον Μαρκ Σεβαλιέ είχαν δημιουργήσει το ντουέτο Marc Et André. 

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Ένα τρένο εν κινήσει ο τόπος: Μνήμη Άλκης Ζέη

 

Χρονιά Άλκης Ζέη το 2023, εκατό χρόνια από τη γέννησή της. Για τις μέρες τούτες, πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο, παραθέτω ως αφιέρωμα λίγα αποσπάσματα από το εμβληματικό έργο της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».

[...] Το βαγόνι ταλαντεύεται επί τόπου. Η Ελένη κι ο Ευγένιος κοιτάζουν τρομαγμένοι τον Στέφανο και τον Πάνο που δεμένοι χέρι χέρι με χειροπέδες, πηδούν από το τρένο να δραπετεύσουν.

μοτέρ στοπ

- Δεν πηδάνε έτσι. Το τρένο είναι «εν κινήσει», ουρλιάζει ο σκηνοθέτης, και δεν ξέρει πως ο Πάνος έχει πηδήσει στ’ αλήθεια από τρένο εν κινήσει όταν τον είχανε συλλάβει Γερμανοί στην Κατοχή και τον μετέφεραν από ένα στρατόπεδο σε άλλο.

Ήτανε τότε δεκαεννιά χρονών και τώρα τα ΄χει καμπανιστά τα σαρανταπέντε.

Ο Πάνος σηκώνεται από χάμω, το ίδιο κι ο Στέφανος, μια και είναι δεμένοι μαζί. ανεβαίνουν ξανά στο τρένο για να Γίνει η πρόβα όπως θέλει ο σκηνοθέτης για την ίδια σκηνή.

Ο σκηνοθέτης θα ‘χει σίγουρα ακούσει τη φράση «κου ντ’ ετά ντε κολονέλ», μα πού να ξέρει πως αυτή η φράση έριξε στην υπερπαραγωγή του πέντε κομπάρσους, πέντε πολιτικούς πρόσφυγες, όπως λέγονται επίσημα. Χωρίς κάρτα εργασίας και με προβλήματα για κάρτα διαμονής.  Δεν ξέρει πως η Άννα έχει μια φρέσκια ουλή κάτω από το δεξί στήθος από τα βασανιστήρια της χούντας. Δεν ξέρει πως Μόλις πριν δυο μήνες βγήκε από τη φυλακή και ήρθε κρυφά στη Γαλλία με πλαστό διαβατήριο.

[...]

Τον Πάνο τον γνωρίζει από παιδί. Εκείνη ήτανε δεκαπέντε χρονώ κι αυτός δεκαοχτώ.  Στην κατοχή.  Μένανε στην ίδια πολυκατοικία.  Ένα πρωί την περίμενε στις σκάλες. Είχε παράξενο ύφος. «Έλα σε μια ώρα να με βρεις στην ταράτσα, στο πλυσταριό», της είπε φουριαστά και κατρακύλησε τις σκάλες. «Θέλει να με φιλήσει», συλλογίστηκε η Ελένη και πήγε από περιέργεια να δει πως είναι γιατί ακόμα δεν είχε φιληθεί με κανένα αγόρι. Τον βρήκε σκαρφαλωμένο στο γύρο της πέτρινης σκάφης. Της είπε πως αυτή ξεχώριζε από τα κορίτσια της γειτονιάς. Από την ανοιχτή πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα φαινόντανε τα απλωμένα σεντόνια που ανέμιζαν σαν πανιά στο πέλαγος. Ο Πάνος την τράβηξε από τα χέρια να σκαρφαλώσει και αυτή στη σκάφη. «Τώρα θα με φιλήσει;» αναρωτήθηκε. Γιατί εκείνος είχε πλησιάσει το κεφάλι του πολύ κοντά στο δικό της. Άραγε έπρεπε ν’ ανοίξει τα χείλια της ή να τα κρατάει κλειστά; «Δεν νιώθεις τίποτα;» άκουσε ψιθυριστή τη φωνή του Πάνου. «Ναι», απάντησε, μα δεν ήτανε σίγουρη αν ένιωθε κάτι. Δεν τη φίλησε. Της πρότεινε να μπει στην οργάνωση και να βγούνε μαζί να γράψουνε συνθήματα στους τοίχους. «Δεν νιώθεις τους καταχτητές να σου πλακώνουνε το στήθος;» Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της κι άκουσε την καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. «Το ‘λεγα πώς ξεχωρίζεις απ’ τ’ άλλα κορίτσια».

[...]

- Μ’ αυτό το νυχτικό μοιάζεις είκοσι χρονών, ξαναλέει ο Ευγένιος, που νόμισε πως Ελένη δεν πρόσεξε τι είχε πει.
Εκείνη πάει και κάθεται δίπλα του.
- Τότε, σου άρεσα λιγάκι.
Ήρθε η σειρά του Ευγένιου να ξαφνιαστεί.
- Τότε, ποιος τολμούσε! Ήσουνα η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Η Ελένη σωπαίνει.
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα!
Ποια είναι η κοπέλα;
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
Πιάσανε την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Βγήκε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Έφυγε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Απ’ όπου περνούσε. Τόσες γλώσσες, τόσες χώρες. Με διαβατήριο: αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Μέχρι τα βάθη της Ασίας. Όλο το δρόμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο κει από τη Σαμαρκάνδη ως την Τασκένδη, όπου έχει καταφύγει ο Αχιλλέας μετά τον εμφύλιο. Τασκέντ, όπως τη λένε ρωσικά, που το ένα της γράμμα μοιάζει με τρίαινα του Ποσειδώνα χωρίς το κοντάρι της.

[...]

Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ’ ένα ταγάρι και μία καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ’ όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέέι, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;» ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου». Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγευμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι’ απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν 12 χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε Φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…» Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.

Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση και η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι 12 χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του ‘44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.

[...]

Η εκκλησία είναι μικρή, ο κόσμος στριμώχνεται και όλο καταφθάνουν κι άλλοι. Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί πρόσφυγες του Παρισιού μαζεύτηκαν για το στερνό αντίο στον Οθέλλο. Ο πρώτος νεκρός. Το Λιοντάρι του Ντανφέρ φοράει μπλε σκούρο κοστούμι, σαν κι αυτό που είχε φέρει επιτέλους ο Αχιλλέας από ένα ταξίδι στην «έδρα» και μαύρη γραβάτα. Κρατάει τον λόγο του γραμμένο κι αρχίζει: «Το θέατρο έχασε έναν πρωταγωνιστή και ο αγώνας μας έναν αγωνιστή…»

[...]

Τα χέρια του Ευγένιου είναι λεπτά, με μακριά δάχτυλα και ροζ οβάλ νύχια. Τα κοιτάζω, έτσι που τα έχει ακουμπισμένα στο γύρο του παράθυρου. Ήθελε να γίνει χειρουργός, δεν πρόλαβε.  Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε. Μας προλάβαιναν άλλα. Πόλεμος. Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Όλο τα παλιά θυμόσαστε. Μας βαριούνται. Δεν λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή. Πόσες φορές είπαμε να τη φτιάξουμε από την αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μας έλειψε. Πώς το λέγαμε, Ευγένιε, τότε το «κάνω έρωτα»; Το ξεχάσαμε. Ίσως, όμως, αυτό το ξεχασμένο… Όχι, όχι ο Ντιντιέ. Είναι τόσο ξένος. Με σένα είμαστε το ίδιο. Θα μιλάς για τις διαγραφές σου, θα σου λέω για τον Αχιλλέα, όταν μάζευα τις τρίχες από το σαμαροσκούτι του. Μετά, για την Τασκένδη, για το κορίτσι με τον πυράκανθο του Ζαν-Πωλ, για τον Ζαν-Πωλ που δεν έγινε μεγάλος ζωγράφος. Θα σου γνωρίσω τον Φράνκο και τη Λάουρα, που θα ‘ρθουν την άλλη βδομάδα να μας δουν, θα τους αγαπήσεις. Κι όταν η δικτατορία φύγει …  καλά, όταν τους διώξουμε … με σένα, βλέπεις, δεν θα με πειράζει, γιατί το ξέρω, μόλις κάνω να γδυθώ, θα φανεί στην πλάτη μου, σαν τη σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό που βάζαμε στη βασιλόπιτα, χαραγμένο για πάντα: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.

μοτέρ στοπ

Δεν διάλεξα τυχαία το συγκεκριμένο βιβλίο της Άλκης Ζέη. Περιγράφει γλαφυρά την ιστορία μιας παρέας νέων ανθρώπων, αλλά και συμβολικά τη μοίρα του τόπου μας, αλλά και της αριστεράς τα χρόνια από τον εμφύλιο και πέρα. Το «τρένο εν κινήσει» μου ΄φερε στο μυαλό το σημερινό «κόμμα εν κινήσει». Έτσι αποκάλεσε κάποια στιγμή ο Αριστείδης Μπαλτάς τον Σύριζα, έτσι επιγράφεται ο συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Παραθέτω μια πρόταση από την περιγραφή του:

Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν πρόκειται για ένα νέο παράδειγμα αριστερής πολιτικής ή για το πέρασμα στην άλλη όχθη, ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος εξουσίας - ή για έναν "πειραματισμό" σε μια εποχή όπου οι πολιτικές ταυτότητες μοιάζουν πιο ρευστές από ποτέ, επιτρέποντας να αναδύονται μορφολογίες ακατάτακτες.

Φοβάμαι πως οι πειραματισμοί ζάλισαν, χάλασε η μηχανή στο κόμμα εν κινήσει... Κρίμα στις ελπίδες!

Χαλασμένη, όμως, είναι η μηχανή και συνολικά στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας, 

  • όταν αφιέρωσαν τόσες ώρες στη Βουλή με ανούσιες τελικά συζητήσεις και αντεγκλήσεις στο θέμα της εξεταστικής για το έγκλημα των Τεμπών, μ' έναν κορυφαίο κυβερνητικό παράγοντα (Βορίδη) να προγράφει το αποτέλεσμα των ερευνών και μια αδύναμη αντιπολίτευση να μην μπορεί να βρίσκει κοινά σημεία σε τέτοια τραγικά ζητήματα,
  • όταν μια πρώην υπουργός παιδείας επισείει «κινδύνους» από την επέλαση των «σκουρόχρωμων» στην Ευρώπη, ενώ σε λίγες μέρες φονεύεται από αστυνομικό ένας 17χρονος μαθητής με τον χαρακτηρισμό «17χρονος ρομά» και ο αρμόδιος υπουργός επικαλείται «ανωμαλίες» λόγω «απείθειας»,

χαλασμένη η μηχανή και παγκόσμια,

  • όταν η κλιματική κρίση όλο και απλώνεται και βαθαίνουν οι διακρίσεις, οι διαιρέσεις, οι ανισότητες στον κόσμο,
  • όταν οι συνεννοήσεις μεταξύ κρατών βασίζονται στα συμφέροντα των μεγάλων και στις αγοραπωλησίες όπλων, όταν σκοτώνονται άμαχοι και χιλιάδες παιδιά ανάμεσά τους και η επίκληση της ανθρωπιστικής βοήθειας ακούγεται μόνο σαν ειρωνεία στ' αυτιά μας, όταν καταστρέφονται πολιτισμοί και η ίδια η μνήμη, συλλογική και ατομική, όταν η ειρήνη γίνεται ζητούμενο χωρίς αντίκρυσμα...

Η Άλκη Ζέη αγαπούσε τα παιδιά και τα παιδιά την αγαπούσαν, τους έλεγε ωραίες ιστορίες από το σήμερα και από το χθες. Τα παιδιά και τα εγγόνια θέλουν ν΄ακούνε ιστορίες.

Σαν κι αυτή που έχω στο μυαλό μου σήμερα, τι έγινε εκείνη την Τετάρτη του Νοέμβρη 1973, θυμάμαι τη μορφή του ωραίου Κρητικού, του Νίκου Ξυλούρη, ανέβηκε στα σκαλιά του κτιρίου της Πρυτανείας στο Πολυτεχνείο, τραγούδησε το Πότε θα κάνει ξαστεριά και τραγουδούσαμε μαζί, από τις ωραιότερες, τις πιο συγκλονιστικές εικόνες που κρατώ πάντα ζωντανές.

...................................................................................

Σημείωση

Τα αποσπάσματα από το μυθιστόρηαμ της Άλκης Ζέη είναι από την τρίτη έκδοση του βιβλίου στις εκδόσεις Κέδρος (1987) που έχω στη βιβλιοθήκη μου, ενώ στον ίδιο εκδοτικό είχε κάνει 34 εκδόσεις μέχρι το 2008. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Εκείνος που των ουρανών τ' αμέτρητα είδε φώτα: Μνήμη Γιώργου Γραμματικάκη


Τιμώντας τη μνήμη ενός σπουδαίου ανθρώπου και επιστήμονα που έφυγε τις προηγούμενες ημέρες, του Γιώργου Γραμματικάκη, επιλέγω αποσπάσματα από το ξεχωριστό βιβλίο του «Η κόμη της Βερενίκης».1 Το βιβλίο εκδόθηκε το 1990 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, στη βιβλιοθήκη μου έχω την τέταρτη έκδοση (1992), ενώ έχει φτάσει στη 37η έκδοση (2018).

Ανακεφαλαιώνοντας συνοπτικά την ιστορία της γης και του ανθρώπου επί της γης και δίνοντάς μας μια εικόνα για τη συνείδηση του εαυτού μας και του όλου, ο Γιώργος Γραμματικάκης γράφει: 2

Σε αυτή τη μία και μόνο ώρα στη διαδρομή ενός ολόκληρου έτους, επισυμβαίνει ουσιαστικά η ανθρώπινη εξέλιξη· λίγα μόνον λεπτά κατέχει η γραπτή ανθρώπινη ιστορία· και μόνο σε μερικά δευτερόλεπτα μετράται η περίοδος που η επιστήμη και η τεχνολογία μετατρέπουν τον άνθρωπο από υπόδουλο, σχεδόν σε κυρίαρχο του φυσικού κόσμου. Κυρίαρχο ναι, όχι όμως και αναγκαστικά σοφώτερο.

Στο κεφάλαιο "Η δοκιμασία ενός πολιτισμού" προβλέπει αυτά που πλέον είναι ήδη πραγματικότητα στη γη μας:

Το τέλος της δεύτερης χιλιετίας - παρόλο που ορόσημο αυθαίρετο - βρίσκει τη γη και τους κατοίκους της απειλούμενους από μια ανάπτυξη χωρίς μέτρο· που μήτε το φυσικό περιβάλλον σέβεται, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου αλλοιώνει. Αν ληφθεί υπ' όψιν ότι, κατά την ίδια περίοδο, μεγάλες είναι οι κατακτήσεις της επιστήμης και ότι η πρόοδος της τεχνολογίας είναι ικανή να απαλλάξει το ανθρώπινο είδος από πολλά προβλήματα, η κατάληξη αυτή των πραγμάτων έχει δυσδιάκριτες τις ερμηνείες.[...]

Το περιβάλλον της γης αλλού θίγεται από ισχυρά συμφέροντα, κάποιες φορές από γνήσια ανάγκη και κάποτε από άγνοια ή αναισθησία. Ενώ δε τα βιομηχανικά κράτη χρεώνονται από βουλιμία ενεργειακή και διεκδικούν τη μερίδα του λέοντος σε κάθε μορφής ρύπανση, τα λεγόμενα «υπό ανάπτυξιν» κράτη σύρονται ή επιθυμούν την ίδια ταυτότητα προόδου. Το δε «σύνδρομο των συνόρων» είναι πάντοτε μια γραμμή ψυχολογικής αυτοάμυνας για τον άνθρωπο. Έξω από τη δική του περιοχή ή ιδιοκτησία, η καταστροφή δεν τον αφορά. Αυταπάτη βαθύτατη, αφού ένα πυρηνικό ατύχημα, η ρύπανση των υδάτων, ή η καταστροφή του όζοντος δύσκολα αναγνωρίζουν εθνικά και ατομικά σύνορα.[ ...]

Ο μετασχηματισμός της ανθρωπότητας, έννοια ουτοπιστική όσο και απόλυτα αναγκαία, είναι η μόνη που μπορεί να αποκαταστήσει έναν πολιτισμό σε αρμονία με τη φύση και τον εσωτερικό άνθρωπο· και να ενισχύσει ό,τι σπουδαίο συνιστά τον άνθρωπο και τις προοπτικές του, τα ίδια τα επιτεύγματα του μέχρι τώρα πολιτισμού του. Αλλιώς, η κοκκινόχρωμη Κόμη της Βερενίκης, ενώ έχει συνείδηση των λαμπρών αστερισμών του Ωρίωνα και του Υδροχόου, θα εξακολουθεί να νοσταλγεί το κεφάλι της Βασίλισσας, τα εκφραστικά μάτια και τα χέρια της. Μόνο που η βασίλισσα δεν θα υπάρχει πια· ούτε, αλλοίμονο, τα πουλιά η τα ποτάμια των ανακτόρων.

Στον επίλογο ή επιμύθιο όπως το ονομάζει, γράφει για τον πόνο του, τον πόνο του επιστήμονα, του ερευνητή, του εργάτη της επιστημονικής γνώσης:

[...] μήτε οι δημιουργοί της επιστημονικής γνώσης είναι απαλλαγμένοι από τα σύμφυτα της εποχής η της επιστημονικής ανθρώπινης φύσης· τον ανταγωνισμό και την ευτέλεια των επιδιώξεων, την αχρωματική όραση και την αποθέωση της μερικότητας. Οι γνώσεις ωστόσο, δεν είναι πάντοτε Γνώση. Κι αν έχει κάτι ανάγκη ο σύγχρονος πολιτισμός, είναι περισσότερη σοφία· περισσότερο, δηλαδή, πολιτισμό.[...]

Τελειώνει με την εξαιρετική ανάλυσή του για τον μετέωρο άνθρωπο, τον άνθρωπο τον απελευθερωμένο από ηθικές επιταγές που είχαν κατά κανόνα ρίζες θρησκευτικές αλλά και από την αυταπάτη ότι μια δίκαιη κοινωνία αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα:

Τούτο ακριβώς, αποτελεί ένα σημείο με αδιάψευστη βαρύτητα· διότι υπονοεί έναν καινούργιο ανθρωπισμό, χωρίς στηρίγματα θρησκευτικά ή τον ρομαντισμό της άγνοιας. O μετέωρος άνθρωπος υποπτεύεται ήδη ότι, μόνο ένας κόσμος που ξεκινά από αυτόν και καταλήγει στον Άλλο - τους άλλους μετέωρους ανθρώπους - έχει κάποια λογική υπάρξεως ή δυνατότητα να επιβιώσει. Αυτή είναι η προσωπική ευθύνη, αλλά και η χάρις του: Τον μετέωρο άνθρωπο θα ισορροπήσει μόνο το άπλωμα του χεριού στους άλλους κατοίκους του πλανήτη, και στη φύση ή τη θάλασσα που υπήρξαν μάρτυρες στη γένεση του. Μόνο που, αν αυτό γίνει, τώρα θα είναι ένα χέρι όχι οδηγούμενο από την ιστορία ή τον φόβο της τιμωρίας, αλλά βαθύτατη γνώση. Την μόνη ικανή, μαζί με τον έρωτα ή την Τέχνη, να υπερβεί το δέος και το κενό· το Κενό.

Ο μετέωρος άνθρωπος. Έποικος ενός ιδιόμορφου πλανήτη που ανήκει σε έναν ασήμαντο γαλαξία, γνώστης της ακραίας του ήττας - «δεν γνωρίζω τίποτα», θα πει ο Μπόρχες, «ούτε καν την ημερομηνία του θανάτου μου» - αυτός ο άνθρωπος τολμάει εντούτοις να θέτει ερωτήματα που αγγίζουν την ίδια του την ύπαρξη και την ύπαρξη του κόσμου Αν αυτό συνιστά το μεγαλείο ή τη Σισσύφια μοίρα του, είναι μια απάντηση που ξεπερνά κατά πολύ την επιστήμη.

Ανάπτυξη (ποια ανάπτυξη;) και περιβάλλον (οικολογική και κλιματική κρίση οι σημερινές πλέον έννοιες), γνώσεις και Γνώση (με κεφαλαίο), σοφία και πολιτισμός· αυτές είναι οι έννοιες που ταλανίζουν τον Γιώργο Γραμματικάκη. Αυτές είναι οι αλήθειες του επιστήμονα που επικαλείται συνεχώς την έννοια του πολιτισμού και που η νοηματοδότησή της δεν μπορεί παρά να περιέχει την αρμονία με τη φύση και τον εσωτερικό άνθρωπο! 

Υπάρχει, αλήθεια, σοφία στον σημερινό κόσμο; Και πώς, αναρωτιέμαι, εννοούμε τον πολιτισμό;  Ας κρατήσουμε τα σοφά λόγια του Γιώργου Γραμματικάκη, μας χρειάζονται και στις μέρες τούτες.3

Κρατώ και την εικόνα του με το κασκόλ γύρω από το λαιμό και την πίπα στο στόμα, σταθερές της εξωτερικής του εμφάνισης για πολλά χρόνια. Όμως, παρακαλώ διαβάστε και το όμορφο, αγαπητικό αποχαιρετιστήριο κείμενο του επίσης ωραίου ανθρώπου Αργύρη Μπακιρτζή (στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον) για τη συνάντησή τους στα Υακίνθεια στα Ανώγεια. Και όπου βέβαια, δεν θα μπορούσε να λείψει η ποίηση, όπως το απόσπασμα  από το ποίημα Mare Sirenum του Γιώργου Μουρέλου:

Και ναυαγήσαμε στις χώρες των Σειρήνων
Κόμη της Βερενίκης κρεμασμένη σαν οπτασία
Στα δέντρα και στα φυλλώματα
Οι φωνές του δάσους μάς έσυραν να χαθούμε.

Ο Γιώργος Γραμματικάκης με τον Αργύρη Μπακιρτζή (Πηγή: 
Νέο Πλανόδιον

Αποχαιρετούμε τον Γιώργο Γραμματικάκη δέκα χρόνια από το φευγιό του φίλου του, άλλου σπουδαίου ανθρώπου των γραμμάτων και σπουδαίου Κρητικού, του Στυλιανού Αλεξίου. Τελειώνοντας τον πρόλογό του ο Αλεξίου, όπου μας μεταφέρει εικόνες από συναντήσεις και κουβέντες με τον Γραμματικάκη, περιγράφει το διάβασμα του βιβλίου ως να ήταν «ένας μικρόκοσμος καλοσύνης και Γνώσης, ένας μικρός αλλά χωρίς πέρατα Παράδεισος, μια μικρή αιωνιότητα μέσα σε μια παράλογη και επικίνδυνη εποχή»

Φαντάζομαι τώρα τους δυο φίλους να κοιτάζουν «τον Στρούμπουλα, το Μπουρούνι της Ρογδιάς και τη θάλασσα της Κρήτης». 

Και φαντάζομαι τον Γιώργο Γραμματικάκη να συλλογάται:

Τί θέλω εγώ στους ουρανούς; Μαλλί της Βερενίκης πάλι ας γίνω,
και ο Ωρίων ας πάει να λάμπει πλάι στον Υδροχόο...
4

.................................................................................................................

Σημειώσεις

1. Για το ίδιο το βιβλίο, παραθέτω την περιγραφή που δίνεται στη Βιβλιονετ για την τελευταία έκδοση του βιβλίου (2018):

Το βιβλίο αυτό αφορά σε ένα πείραμα που έγινε πριν από 15 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια. O επιστήμονας που το σχεδίασε δεν είναι πια τριγύρω για να μας εξηγήσει τι ακριβώς έκανε και κυρίως, τι σκοπό εξυπηρετούσε. Ήταν δε τέτοιες οι συνθήκες και η θερμοκρασία του πειράματος, που καθιστούν ανέφικτη την επανάληψή του στα γήινα εργαστήρια. O Γιώργος Γραμματικάκης, ανασυνθέτοντας με τρόπο ποιητικό και γλαφυρό τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις για τη γένεση του Σύμπαντος και την εμφάνιση της ζωής, αναφέρεται στην κορυφαία εκδήλωση αυτής της ζωής, τον άνθρωπο, και υπογραμμίζει τους κινδύνους που απειλούν τη Γη και τον πολιτισμό μας. Bιβλίο βαθύτατα φιλοσοφικό και με έντονο λογοτεχνικό χαρακτήρα, H Kόμη της Bερενίκης ανοίγει νέους δρόμους στη σύγχρονη πολυδιάστατη θεώρηση της Eπιστήμης αλλά και του Aνθρώπου: καθώς ο εικοστός αιώνας πλησιάζει στο τέλος του, και ο άνθρωπος μένει ολοένα και πιο μετέωρος, μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε πάνω σε έναν άλλο πολιτισμό, πάνω σε μια νέα αντίληψη του ανθρωπισμού;

2. Η εικόνα του εξωφύλλου και τα αποσπάσματα που παραθέτω (με πλάγια γραφή και κόκκινο χρώμα) είναι από την έκδοση του 1992. Παρεμβάσεις έκανα μόνο στην επισήμανση ορισμένων σημείων με εντονότυπη γραφή.

3. Στην ανάρτηση αυτή θέλησα να παραθέσω λίγα μόνο προφητικά και τόσο επίκαιρα λόγια του Γιώργου Γραμματικάκη, που ήταν ένας σπουδαίος επιστήμονας, ένας δραστήριος και ευαίσθητος στα κοινωνικά ζητήματα άνθρωπος, ένας σοφός Κρητικός. Θα έχει όμως ενδιαφέρον να ανεβάσω, αν τα καταφέρω, ξεχωριστές αναρτήσεις για τη Βερενίκη, τη Θάλασσα των Σειρήνων, καθώς και τον Γάλλο επιστήμονα και συγγραφέα που έφυγε πρόωρα το 2010 Ντενί Γκετζ, του οποίου έχω απολαύσει τα μυθιστορήματα «Το θεώρημα του παπαγάλου» και «Τα αστέρια της Βερενίκης». Σε κάθε περίπτωση, αναζητήστε τα.

4. Η φράση του τίτλου είναι ο πρώτος στίχος από το ποίημα «Βερενίκης Κόμη» του Καλλίμαχου, όπως το μετέφρασε ο Στυλιανός Αλεξίου και δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γραμματικάκη. Επίσης, το δίστιχο με το οποίο τελειώνω την ανάρτηση αυτή είναι το τελευταίο δίστιχο του ίδιου ποιήματος. Το ποίημα είχε αρχικά δημοσιευτεί στο περιοδικό «Παλίμψηστον» που εκδίδει η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου.