Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Τίποτα δεν χαρίζεται: ένας οδηγός ανάγνωσης ελληνικής λογοτεχνίας ή η Μάρω Δούκα αυτοβιογραφείται μιλώντας τρυφερά για τους άλλους




Ξημέρωσεν ο δείχτης πάλι Κυριακή.

Έτσι ξεκινά το κείμενό της για το Μανόλη Αναγνωστάκη η Μάρω Δούκα στο τελευταίο της βιβλίο “Τίποτα δεν χαρίζεται”. Είναι στίχος από ποίημα του Αναγνωστάκη, του "ρομαντικού και ονειροπόλου", του "απόλυτου ταξιδευτή της σιωπής και της μοναξιάς", του αγαπημένου της ποιητή με τον οποίο αρχίζει και τελειώνει το βιβλίο. 

Το βιβλίο περιλαμβάνει κείμενα της συγγραφέα γραμμένα την περίοδο 1993 έως 2005, καθώς και σημερινά, με τα οποία μας εισάγει κάθε φορά στα παλαιότερα αυτά κείμενα. Στα νέα κείμενα αναφέρει στοιχεία από το ιστορικό για τη συγγραφή κάθε παλιότερου κειμένου που ακολουθεί, αναπτύσσει νέα θέματα, ενώ, και μέσα από μια ημερολογιακή καταγραφή,  μας θυμίζει γεγονότα και καταστάσεις της αντίστοιχης εκείνης περιόδου. Είναι εξαιρετικός ο τρόπος γραφής, τα νέα κείμενα εξίσου ενδιαφέροντα με τα παλαιά.

Φαντάζομαι φοιτητικές εργασίες να έχουν ως βάση τούτο το βιβλίο της Μάρως Δούκα μαζί με το προηγούμενό της “Ο πεζογράφος και το πιθάρι του”, και πρώτ' απ' όλα θα ήταν χρήσιμο ένα ευρετήριο των ονομάτων που ανθολογούνται. Γιατί, ναι, μπορεί να το θεωρήσει κανείς ως μια παρουσίαση Ελλήνων λογοτεχνών 19ου και 20ου αιώνα.

Τίποτα δεν χαρίζεται και βρίσκω πως ταιριάζει στο αγαπητικό κλίμα του βιβλίου. Μας μιλά με αγάπη για ανθρώπους που συνάντησε και γι’ αυτούς που κλήθηκε να μιλήσει ή να γράψει. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος, ασφαλώς αφορά την ίδια, δικά της βιώματα και δικές της εμπειρίες, μπορεί όμως να αφορά και να αγγίζει τον καθένα μας, για τη στάση που έχουμε απέναντι στους ανθρώπους και στα πράγματα. Αν και ήθελε, όπως είχε πει στην παρουσίαση στο πατάρι του Πατάκη, να δώσει τον τίτλο «Η αγάπη έχει πολλές ερωτήσεις», μια κουβέντα που είχε ακούσει από ένα μικρό αγόρι, ο τίτλος αυτός ταιριάζει νομίζω στο περιεχόμενο και στο ύφος των κειμένων, θα έλεγα και στο νόημα που θέλει να δώσει η συγγραφέας στις σχέσεις της με τους ανθρώπους που ανθολογεί.

Συχνές οι αναφορές της στη Τζένη και στο Γιάννη, φίλους της καλούς, στην ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη και στον ποιητή Γιάννη Κοντό που έφυγε νωρίς, πριν από σχεδόν δυο χρόνια. 




Η Μάρω Δούκα διαβάζει πολύ, και αυτό φαίνεται στα βιβλία της. Έχει άποψη για έλληνες και ξένους λογοτέχνες. Ένα μέρος αφιερώνει στα Σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, το βιβλίο που τη σημάδεψε, όπως λέει, που της έδειξε την άλλη όψη του Νέου Κόσμου:

"...Τι είναι ο καπιταλισμός και η εσωτερική μετανάστευση, τι σημαίνει οικονομική κρίση και αγρότης που χάνει τη γη του, τι είναι τα δάνεια και η κατεστραμμένη σοδειά, ποιο είναι το Χρηματιστήριο, ποιο είναι το αφεντικό και τι φοβάται..." 



Πολλές οι αναφορές όχι μόνο στα πρόσωπα για τα οποία έγραψε το άρθρο ή την αφιερωματική ομιλία, αλλά και για πολλούς άλλους που αναφέρονται είτε σε εκείνα τα κείμενα ή στα ενδιάμεσα σημερινά. Γι' αυτό μας δίνει την ευκαιρία να θυμηθούμε αλλά και σε πολλούς από μας να διαβάσουμε για κάποιους λογοτέχνες που ίσως και να αγνοούσαμε (τυχαία ή και σκόπιμα κάποτε). Ομολογώ πως αρκετούς δεν έχω διαβάσει, ανάμεσά τους και τον Ανδρέα Φραγκιά αν και η Καγκελόπορτα μου είναι πολύ γνωστό έργο του, ήδη αγόρασα για αρχή το Άνθρωποι και σπίτια. Είναι σαν μια αποκάλυψη το κείμενο "Τιμώντας τη μνήμη του Αντρέα Φραγκιά". Και πώς δένει η ιστορία με τον ταχυδρόμο! Τόσο τρυφερή και τόσο ανθρώπινη, μου θύμισε τον ταχυδρόμου του Νερούδα. 

Γράφει ολόκληρα κείμενα ή κάνει αναφορές για τον Σολωμό, για τον Βιζυηνό, ολόκληρη πραγματεία για τον Βιζυηνό, για τον Ρίτσο - ο Ρίτσος δείχνει να βρίσκεται παντού στο έργο της, για τον Τσαρούχη, τον Τσίρκα, τον Ιωάννου, για τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Τάσο Λειβαδίτη, το Δημήτρη Χατζή, τον Χριστόφορο Λιοντάκη, το Γιώργο Χειμωνά, για τον Καραγάτση, για τον Κώστα Ταχτσή ("περιπατητής θορυβώδης") και τον Άρη Αλεξάνδρου ("αναχωρητής στην πίκρα") και για τόσους άλλους!




Συνάντησε τον Τσαρούχη στο σπίτι του στο Μαρούσι. Μπροστά στον "Σκεπτόμενό" του. Του μίλησε για το μπλε στα έργα του, που το έχουν αντιγράψει λογής λογής. Την κέρασε μέλι με καρυδόψυχα. Η λουίζα άχνιζε στο λευκό φλυτζάνι...

Ολόκληρη η Ελλάδα, της είχε πει ο Ρίτσος, "η οσμή και το σώμα της, ζει και ανασαίνει και διαρκεί μέσα στη ζωγραφική του Τσαρούχη". 




Αποκαθιστά τη σχέση Αναγνωστάκη - Ρίτσου, που δεν ήταν και η καλύτερη ανάμεσα στον "ανανεωτικό" και τον "παραδοσιακό" αριστερό. "Αριστοκρατικός, πατρικός, ελεήμων και απόμακρος" ο Ρίτσος, "οικείος, καθημερινός, κοφτός έως και απότομος" ο Αναγνωστάκης, που όμως, στο τέλος, "έπιασαν τη χαμένη άκρη του ν(ο)ήματος".

Διαβάζοντας τις σκέψεις της, από ποιες αφετηρίες ξεκίνησε για να γράψει τα βιβλία της, ποια ήταν τα στοιχεία που την επηρέασαν, νιώθω πως θέλω να τα ξαναδιαβάσω, να δω και από μια ματιά που δεν είχα στην πρώτη, τόσο μακρινή πια, ανάγνωση. Όπως ας πούμε το “Εις τον πάτο της εικόνας”, με αφορμή το οποίο κάνει λόγο για «την ομαδική, διεστραμμένη στροφή της δεκαετίας από το σημαντικό στο ασήμαντο». Μήπως δεν είναι προφητικό; Μήπως δεν είναι αλήθεια; Βρίσκει την ευκαιρία να τοποθετηθεί με ειλικρίνεια και θάρρος για τα πολιτικοκοινωνικά πράγματα της εποχής και κάνει λόγο για τη “λουσάτη Ελλάδα”. Και για τα πιστεύω της. Όπως η ηρωίδα στην "Αρχαία σκουριά": "Κι ευγνωμονούσα την τύχη μου που έγινα αριστερή. Αριστερή και σε μιαν άκρη, αντιμέτωπη με τους μικρούς θανάτους που με καραδοκούσαν από πάντα, τα σκιάχτρα που με φοβέριζαν..."

Στη μελέτη για τον Βιζυηνό, κάνει μια ενδιαφέρουσα συνοπτική καταγραφή των ιστορικών γεγονότων της εποχής, φτάνοντας στη χρονιά του θανάτου του, το 1896, για να μας θυμίσει ότι την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Χαρίλαος Τρικούπης, ότι γίνονται απεργίες στο Λαύριο και ότι ο Γλάρος του Τσέχωφ που ανέβηκε στην Πετρούπολη σημείωσε παταγώδη αποτυχία.



Και πώς γράφει το ιστορικό μυθιστόρημα; Πώς συνομιλεί με την ιστορία, όπως της αρέσει να λέει, και τι σημαίνει ταξίδι στο παρελθόν; Με τις περιπλανήσεις μας στα περασμένα, γράφει, "δεν συντηρούμε μόνο την ιστορική μνήμη, αλλά και ξανακερδίζουμε, παρηγορημένοι, την πίστη μας στο παρόν και την ελπίδα μας στο μέλλον".

Αναφέρεται στο πώς έγραψε το Σκούφο από πορφύρα. Μάθημα γραφής. Ένα εξαιρετικό κείμενο, μάθημα δημιουργικής γραφής για εκκολαπτόμενους συγγραφείς (στο βαθμό, βέβαια, που δεχόμαστε ότι η συγγραφή διδάσκεται).



Δηλώνει πεζογράφος, κι όμως συνεχώς ανατρέχει στην ποίηση. Της αρέσει η ποίηση, της αρέσει αυτό το «ασταμάτητο πάρε δώσε με τις λέξεις» και μας θυμίζει κάποιους από τους ωραιότερους στίχους των ποιητών μας, γιατί "η ζωή μας ανθίζει και ευωδιάζει μόνο κάτω από τον ίσκιο των ποιητών που αγαπήσαμε". Ξεχωρίζει στίχους σαν κι αυτούς:

-ω πάντοτε αγαπήσαμε το παραπάνω της επιθυμίας- 
         (του Γιάννη Ρίτσου)

όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε...
        (του Τάσου Λειβαδίτη)

Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και αγαπημένε
πάντοτ' ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε. 
         (του Διον. Σολωμού)

Κι έτσι μπαίνει ο χρόνος στο ήσυχο βασίλεμά του
         (του ελληνολάτρη Γερμανού ποιητή Χέλντερλιν)

Είναι ωραία η αφήγηση της Μάρως Δούκα, η αναφορά στα προσωπικά της γούστα, στα αρέσει και αγαπώ της, στις συνήθειές της, στη μετάβασή της από τη γραφομηχανή στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στα του δικού της εαυτού, γιατί, όπως έλεγαν οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου τους οποίους μάλιστα επικαλείται,

«Μιλώντας για τον εαυτό σου και για μας μίλησες
μιλώντας αποκλειστικά για μας
δεν θα μιλούσες για κανένα...»

Και βέβαια, παντού η Κρήτη, παντού τα Χανιά, τα Χανιά των παιδικών της χρόνων και του σχολείου και τα Χανιά σήμερα, όπως τα χαίρεται κάθε καλοκαίρι. Και η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης πάντα στις αναφορές και στις αγάπες της. 

Και το ΕΚΕΒΙ στις αναφορές της, στην ίδρυση και εξέλιξη του οποίου είχε σημαντική συμβολή. Και η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βέροιας, από τις πρωτοπόρες δημόσιες βιβλιοθήκες της χώρας με την εντυπωσιακή ανάπτυξη. Γιατί διαβάζω ένα βιβλίο, αναρωτιέται. Και ποιος ο ρόλος μιας δημόσιας και δημοτικής βιβλιοθήκης; Σκοπός, γράφει, "δεν είναι μόνο η ικανοποίηση των αναγκών του αναγνώστη, αλλά και η διακριτική καθοδήγησή του, όπως επίσης και η συστηματική προσπάθεια για ανανέωση και διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού".

Τελειώνει με Αναγνωστάκη και με τον Ουρανό, τον ουτοπικό όπως τον χαρακτηρίζει. Νιώθω πως σ' αυτό το ποίημα κρύβεται και το δικό της όραμα, η δική της ουτοπία ίσως;

Πρώτα να πιάσω τα χέρια σου
Να ψηλαφίσω το σφυγμό σου
Ύστερα να πάμε μαζί στο δάσος
Ν' αγκαλιάσουμε τα μεγάλα δέντρα
Που στον κάθε κορμό έχουμε χαράξει
Εδώ και χρόνια τα ιερά ονόματα
Να τα συλλαβίσουμε μαζί
Να τα μετρήσουμε ένα ένα
Με τα μάτια ψηλά στον ουρανό σαν προσευχή.

Το δικό μας το δάσος δεν το κρύβει ο ουρανός.

Δεν περνούν από δω ξυλοκόποι.


Επειδή αυτά που έχω σημειώσει και θα μπορούσα να καταγράψω είναι πολλά, θα ολοκληρώσω αυτήν εδώ την αναφορά μου για το βιβλίο της Μάρως Δούκα κάνοντας λόγο για ένα ιδιαίτερο κείμενο με τίτλο "Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία;". Θα έλεγα ότι είναι επίκαιρο (αρχή σχολικής χρονιάς) και θα συνιστούσα να το διαβάσουν τόσο μαθητές όσο και καθηγητές. Πρόκειται για την ομιλία που είχε κάνει σε μαθητές λυκείου τον Μάρτιο του 1996 καλεσμένη στα εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα από τον τότε διευθυντή Σταύρο Ζουμπουλάκη. Το κείμενο όλο είναι ένα μανιφέστο ανάγνωσης λογοτεχνίας, γραμμένο απλά, με λόγο που κυλά τρυφερά, με κατανόηση, με ύφος κατάλληλο για παιδιά στην εφηβεία, όχι ως ειδήμων και παντογνώστης, όχι με πρέπει και πώς, αλλά με σχόλια και απορίες που γεννούν όνειρα και σκέψεις. Όπως για την ποίηση με στίχους του Εμπειρίκου:

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τ' ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ!

"Ποιητές και πεζογράφοι οι πρώτοι μου θεοί", λέει στα παιδιά. "Θα τους οφείλω τη γνώση ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να εμφυσήσει με την ανάσα του ζωή στο ανύπαρκτο...". 

Διαβάζω, συνεχίζει, σημαίνει "ανασυνθέτω το παρελθόν μου και αναρωτιέμαι για το μέλλον μου". Κι αυτό, λέει, θέλει ενεργητική συμμετοχή, θέλει προσπάθεια, έχει κανόνες, δεν είναι απλή ψυχαγωγία, δεν ξεμπλέκεις εύκολα. Όπως της έλεγε κάποτε ο βιβλιοθηκάριος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης στα Χανιά, το βιβλίο θέλει σεργιάνι!