Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιτσιτάκης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιτσιτάκης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

21 Απριλίου 1967: όταν η μνήμη κλωθογυρίζει πενήντα χρόνια πίσω...




Μάθημα Δημοκρατίας*

του Γιώργου Πιτσιτάκη

Kόντευε μεσημέρι. Το παρατεταμένο χτύπημα του τηλεφώνου τον ξύπνησε. Έτσι κι αλλιώς δεν το προλάβαινε. Κάθισε στο κρεβάτι και τεντώθηκε. Την προηγούμενη είχε ξενυχτήσει.

H καλή παρέα με φίλους γκαρδιακούς, μπουζούκια, κιθάρες, ακκορντεόν και πολύ τραγούδι από σμυρνέικα, ρεμπέτικα, Μάρκο, Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζηδάκι, λαϊκά μέχρι αντάρτικα, τους κράτησε σχεδόν μέχρι το πρωί. Έβαλε να πιει καφέ. Κοίταξε να δει ποιος τον πήρε. Ήταν ο γέρω-δάσκαλος. Θυμήθηκε το καθιερωμένο τους ετήσιο ραντεβού.
Πάνε λίγα χρόνια, χρόνια των απάνθρωπων μνημονίων, που έγινε κι αυτός συνταξιούχος δάσκαλος, ομόλογος του αγαπημένου του στο δημοτικό δασκάλου, του σημερινού γέρω-δάσκαλου. Συναντιόνταν πότε – πότε στη γειτονιά τους τη Νέα Χώρα, στο καφενείο δίπλα στα Πευκάκια ή λίγο πιο κάτω στο μώλο απέναντι απ’ τη θάλασσα. Ο γέρω-δάσκαλος με το μπαστουνάκι του, βαρύνανε βλέπεις τα χρόνια, πλησιάζει το τριψήφιο νούμερο! Κι είναι και το αναθεματισμένο το τραύμα στο πόδι, «παράσημο» του πολέμου, που ορισμένες φορές είναι παραπάνω από ενοχλητικό. Κάθονται και πίνουν το καφεδάκι τους ή μια και δυό και τρεις δαιμονισμένες ρακές και τα λένε. Λένε για τα σχολικά τους τ’ αλλοτινά και τα τωρινά, τα καινουργιοχωρίτικα παλιά και νέα, κρίνουν την πολιτική κατάσταση, αναστορούνται ιστορίες του τόπου για πρόσωπα και πράγματα. Σιωπηλός όπως τότε στα μαθητικά θρανία, ακούει το γέρω-δάσκαλο. Και αυτός, με περισσή ζωντάνια μα και με μια αδιόρατη πίκρα και θλίψη γι’ αυτά που χάθηκαν, διηγείται ιστορίες καλύτερα κι απ’ τους παλιούς καλούς παραμυθάδες. Μπροστά στα μάτια του προβάλουν ολοζώντανες προπολεμικές δεκαετίες στην κρητική ύπαιθρο, η επική και συνάμα τραγική δεκαετία του Σαράντα και τόσα άλλα διανθισμένα με λέξεις και φράσεις από την κρητική ντοπιολαλιά που έχουν ξεχαστεί ή τείνουν να χαθούν. Αληθινή μυσταγωγία!
Ξαναχτυπά το τηλέφωνο.
– Έλα, ακόμα δεν ξύπνησες;
– Γεια σου καπετάνιο μου. Καλημέρα σου!
– Άστα αυτά. Δεν πιστεύω να ξέχασες το ραντεβού.
– Όχι βέβαια. Το περιμένω με ανυπομονησία. Κι όπως πάντα συνεπής.
Κοιτάζει το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και τον επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.
21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτος στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαν μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.
Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκε χαρούμενος. Για πρώτη φορά στη ζωή του θα έβαζε μακρύ παντελόνι, ένα γαλάζιο τερυλέν, συνδυασμένο με καλά παπούτσια. Σπουδαία υπόθεση. Είχε βαρεθεί τα κοντά παντελόνια. Θα σταματούσε πια να ΄ναι εκτεθειμένος στο κρύο και τη ζέστη και δεν θα φαίνονται πλέον οι μπλαβάδες από τα πεσίματα ή το ξύλο από τους παιδικούς καυγάδες μα και οι βιτσιές του συνετισμού από τη μη συμμόρφωση στις γονικές εντολές. Επιτέλους μεγάλωνε! Το φόρεσε προσεκτικά, στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη και καμάρωνε. «Πως κάνεις έτσι! Σα γύφτικο σκεπάρνι είσαι» ακούει τη φωνή της μάνας του. «Άντε βιάσου και δεν πας για γαμπρός. Θ’ αργήσεις στο σκολειό» συνέχισε, ανεβάζοντας τους τόνους. Όμως αυτός δεν άκουγε τίποτα. Βγαίνει στην αυλή και ο σκύλος τους ο Αράπης έρχεται καταπάνω του να παίξουνε. Για να μην τον λερώσει, τον αποφεύγει με μια επιδέξια κίνηση και απομακρύνεται τρέχοντας. Ο καιρός είχε μια μουντάδα, του φάνηκε πως είχε κατεβασμένα μούτρα. Ο ουρανός γεμάτος συννεφάκια μικρά και ασπρόγκριζα, στριμωγμένα το ’να δίπλα στ’ άλλο.
Στο δρόμο συναντά το συμμαθητή του τον Νικόλα.
– Άκουσες τα νέα; Έγινε, λέει, δικτακτορία είπε το ράδιο, αρχινά ο Νικόλας.
– Δεν άκουσα τίποτα, του απαντά αγχωμένα ανησυχώντας ότι θα καθυστερήσει στο σχολείο.
Φτάνουν, μα η αυλή ήταν γεμάτη από παιδιά. Κοίταζε τριγύρω αν έβλεπαν κάποια αλλαγή πάνω του. Μήπως πρόσεχαν το παντελόνι του. Μάταια όμως. Κανείς δεν έδινε σημασία. Άλλα έπαιζαν κι άλλα είχαν σχηματίσει πηγαδάκια και συζητούσαν. Οι δάσκαλοι μέσα στο γραφείο τους κλεισμένοι δε βαρούσαν το κουδούνι παρ` ότι είχε περάσει η ώρα 07:30 που κανονικά χτυπούσε. Πάει στην πιο μεγάλη παρέα που ήταν συμμαθητές του και ο ξερόλας της τάξης στη μέση, με ύφος επιβλητικό και με απόλυτη σιγουριά άρχισε να εξηγεί στα άλλα τα άσχετα…
– Έγινε Δικτατορία, ο Λαός θα ξεσηκωθεί και θα την ρίξει… το πραξικόπημα δεν θα περάσει… ο Λαός δεν θα μείνει έτσι, θα ξεσηκωθεί…
– Τι είναι η Δικτατορία, Παντελή; ρώτησε κάποιος.
– Ο Λαός δεν είναι ελεύθερος, δεν γίνονται εκλογές, δεν υπάρχουν δουλειές…
Έμεινε με το στόμα ανοιχτό από τις ρητορικές επιδόσεις του συμμαθητή του κι άρχισε να καταλαβαίνει τί είναι – επιτέλους – αυτή η Δικτατορία !!!
Λίγο μετά τις 08:00 ακούγεται ο ήχος του κουδουνιού και τα παιδιά μπαίνουν στην σειρά όπως – όπως με μεγάλη ζωηρότητα από το παιχνίδι και ενδιαφέρον για το τι συμβαίνει.
Ο δάσκαλος τους που εκτελούσε χρέη Διευθυντή μετά την προσευχή, φουρτουνιασμένος και με φανερό τον εκνευρισμό στην όψη του, άρχισε:
– Σήμερα έγινε πραξικόπημα, δεν θα γίνουν μαθήματα, ούτε αύριο θα πάμε στην εκκλησία… .
– Παπανδρέου θέλατε, καλά να πάθετε! ακούστηκε από δίπλα η φωνή μιας νεαρής δασκάλας που χτυπούσε πεισματικά το πόδι της στο πάτωμα.
– Σκάσε μωρή! της απευθύνθηκε οργισμένος.
Πάγωσαν τα παιδιά. Και γυρίζοντας στους μαθητές συνεχίζει:
– Σας ευχόμαστε Καλό Πάσχα, τώρα να πάτε στα σπίτια σας και στο σχολείο θα έρθετε μετά τις γιορτές, αν όλα πάνε καλά…!
Μια βουή, όλο χαρά, βγήκε από τα στόματά τους που θα γλύτωναν το Σαββατιάτικο μάθημα και πήρανε το δρόμο για το σπίτι. Έξω από τον Άγιο Κωνσταντίνο βλέπει το Θοδωρή, το Σταμάτη και το Μιχαλιό με φουσκωμένες τις κοιλιές, να τρέχουν σα να τους έχουν βάλει νέφτι στον κώλο. Ξωπίσω τους ξεγλωσσιασμένος μ’ ένα ραβδί στο χέρι ο κυρ Μάρκος να τους κυνηγά και να φωνάζει: «Τα μανταρίνια μου ρε μπαστάρδια! Αλλά θα σας πιάσω, δε θα σας πιάσω; Τότε θα δείτε τι θα πάθετε». Το διπλανό περβόλι με τα υπέροχα φρούτα είχε υποστεί για πολλοστή φορά την «επιδρομή των βαρβάρων».
Επιστρέφοντας ήταν όλα άνω κάτω. Η μάνα είχε βάλει μπρος και συγύριζε το σπίτι για ν’ αστράφτει από καθαριότητα ενόψει του Πάσχα. Ήταν ανεβασμένη πάνω στο σερβάν και ξεσκόνιζε μέχρι και το ταβάνι. «Έπρεπε να μυρίζει πάστρα το σπίτι», έλεγε. Το ράδιο δεν έπαιζε τα λαϊκά τραγούδια της εποχής και δεν ακούονταν η θεϊκή φωνή του Καζαντζίδη, του Στελάρα όπως τον έλεγε ο πατέρας, πάρα μόνο μουσικές άγνωστες σ’ αυτόν, εμβατήρια τα λέγαν, με λόγια όπως «των εχθρών τα φουσάτα περάσαν σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά» που κατέληγαν στο «Ζήτω η Επανάστασις!» και άλλα ακαλαβίστικα και βαρετά. Ο εκφωνητής διέκοπτε συχνά-πυκνά και ανακοίνωνε: «Από της πρωίας της σήμερον, ο Ελληνικός στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας, θέτοντας τέλος στην φαυλότητα των πολιτικών προσώπων που ωθούσαν την Ελλάδα, στις αγκάλες του Κομμουνισμού. Η κυκλοφορία στους δρόμους δεν θα επιτρέπεται απ` την εβδόμην απογευματινήν έως και την έκτην πρωϊνήν της αύριον. Όστις θεάται εις τας οδούς στο διάστημα των προαναφερθέντων ωρών, θα πυροβολείται χωρίς προειδοποίησιν». Τα λόγια τούτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και δεν τα ξέχασε παρά το ότι πέρασαν πολλές δεκαετίες.
Ρωτά τη μάνα γι’ αυτά και του απαντά: «Δεν έχουμε πια ελευθερία! Έφεραν δικτατορία… χούντα. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις». Σε λίγο καταφθάνει ο πατέρας γεμάτος σκόνη. Λιμενεργάτης στο λιμάνι. Φαίνεται κατάκοπος…
– Που δούλευες κι έγινες έτσι; τον ρωτά η μάνα.
– Στ’ αμπάρι, φτυαρίζαμε στάρι. Φάγαμε τη σκόνη με το κουτάλι! Μα μάθαμε τα γεγονότα, σταματήσαμε και φύγαμε, απαντά. Ήρθα από το γιαλό και δε ξέρω τι τρέχει στην πόλη.
– Μπαμπά τι θα πει δικτατορία και χούντα; Γιατί το ράδιο δεν παίζει τα ωραία τραγούδια που ακούμε;
Σα να μην άκουσε τις ερωτήσεις, συνεχίζει: «Τους δικούς μας τους πιάσανε στον ύπνο οι κερατάδες και φαίνεται δε προλάβανε ούτε κιχ να κάνουν».
Μετά τις διακοπές τα παιδιά ξαναγυρίζουν στη σχολική καθημερινότητα. Στις πρώτες μέρες του Μάη, την ώρα της ωδικής ο δάσκαλος τους ανακοινώνει ότι θα μάθουνε να τραγουδούνε Ριζίτικα. Ως παιδί της πόλης πολύ λίγα πράγματα ήξερε για την κρητική μουσική και το κρητικό τραγούδι. Τους γράφει τα λόγια στον πίνακα. «Πότε θα κάνει Ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει, να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα, να κατεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω …». Όρθιος στο βάθρο της έδρας, τους καλεί να κάνουνε ησυχία κι αρχίζει να τραγουδά. Νεκρική σιγή. Εεεεεε, Πόοοτέ θα κά, Ποοτέ θα κάαανει ει ει Ξαστεριά ααα… . Τι ήταν αυτό που έβλεπε κι άκουγε; Νόμιζε πως ονειρεύεται. Ένας άλλος δάσκαλος βρισκόταν εκεί απέναντι του. Ο μικρός το δέμας δάσκαλός του μπροστά στα έκπληκτα παιδικά του μάτια, είχε μεταμορφωθεί σε γίγαντα σαν τον Καζαντζακικό δάσκαλο στον «Καπετάν Μιχάλη». Οι τρίχες της κεφαλής του στέκονταν ολόρθες, το ίδιο κι οι τρίχες των χεριών του είχαν ισιώσει. Η φωνή του βροντερή, πρωτεϊκή, χτυπούσε κατευθείαν στο κέντρο του εγκεφάλου του. Αληθινή μυσταγωγία. Κι αυτά τα λόγια! Πότε ειπώθηκαν; Τι τάχα θέλουν να πουν; Γιατί θέλουν να κάμει «μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες»; Γιατί θέλουν τα «μωρά παιδιά να κλαίν’ δίχως μανάδες»; Ερωτήματα στο παιδικό μυαλουδάκι που τότε έμειναν αναπάντητα. Το κορμί του δασκάλου πάλλονταν κι έτρεμε ολόκληρος. Ο ιδρώτας έτρεχε βρύση στο κούτελό του. Το πουκάμισό του ήταν μουσκεμένο ως κάτω. Μέχρι να τελειώσει το ριζίτικο, νόμιζε ότι θα καταρρεύσει. Όμως διαψεύστηκε. Στο τέλος ο δάσκαλος χαμογελαστός, συνέχισε το μάθημα.
Τον είχε συνεπάρει όλο αυτό το σκηνικό. Συγκλονισμένος προσπαθούσε να συνέλθει. Κι οι απορίες σωρηδόν, η μια πίσω απ΄ την άλλη. Γιατί αυτό το τραγούδι τώρα; Ξανάρθε στο νου του η αποφράδα Παρασκευή που κλείσανε για Πάσχα, τα λόγια των συμμαθητών, του δασκάλου, της μάνας και του πατέρα, τα εμβατήρια στο ράδιο. Αυτό το ριζίτικο, σκέφτηκε, ήθελε πολλά να πει. Ο δάσκαλος κατάφερε και του μετάδωσε το αντιστασιακό μήνυμα του τραγουδιού. Είναι το πρώτο και καλύτερο μάθημα δημοκρατίας που έχει πάρει μέχρι σήμερα.
Βυθισμένος στις σκέψεις και τις αναμνήσεις, ξεχάστηκε. Κοίταξε το ρολόι. Θα καθυστερήσει στο ραντεβού και ο γέρω-δάσκαλος δεν αστειεύεται, θα τον επιπλήξει όπως μόνον αυτός ξέρει.

*Αφιερωμένο στον δάσκαλό μου Βασίλη Ιγγλεζάκη 




Το παραπάνω διήγημα γράφτηκε για τη σημερινή μέρα από από τον Γιώργο Πιτσιτάκη, δάσκαλο και ιστορικό ερευνητή, που και άλλες φορές έχω αναφερθεί στις έρευνές του πάνω στην ιστορία της πόλης και των ανθρώπων των Χανίων από τις αρχές του 20ου αιώνα. Δημοσιεύτηκε στα σημερινά Χανιώτικα Νέα και είναι αφιερωμένο στον Βασίλη Ιγγλεζάκη, το γέρο δάσκαλο, όπως τον ονομάζει ο ίδιος, τον δάσκαλό μας στις δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού, στη Νέα Χώρα. Στο 6ο δημοτικό, στο καινουριοχτισμένο σχολείο, πηγαίναμε τότε μαζί με το Γιώργο. Κι επειδή κάτι έγραφα σε παλαιότερη ανάρτηση για εκείνη την αποφράδα ημέρα, ας μου επιτραπεί μια παραλλαγή - αντιγραφή, συνέχεια και συμπλήρωμα της ιστορίας από την κοινή μας μνήμη:



Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; Και η μνήμη, αχ αυτή η αδιόρθωτη μνήμη που όλο κλωθογυρίζει και δε λέει να κοπάσει και να σωπάσει, επανέρχεται και μας επιστρέφει πενήντα χρόνια πίσω.

21 Απριλίου 1967. Τελειόφοιτη στο 6ο Δημοτικό Σχολείο της Νέας Χώρας. Την προηγούμενη χρονιά είχαμε μετακομίσει στο νέο διδακτήριο από το 5ο και με νωπές τις μνήμες από τον τάφο της Σουλτάνας – που ήταν φόβητρο για τα παιδιά – εκεί στη νοτιοανατολική άκρη της αυλής, τελευταίο απομεινάρι από τα μνήματα του οβραίικου νεκροταφείου. Τότε στην αρχή της σχολικής χρονιάς είχε γίνει το παλαβό να κάνουν δυό φορές εγκαίνια του σχολείου μέσα σ’ ένα μήνα. Είχε γίνει σούσουρο, όλοι το περιγελούσαν. Τη δεύτερη φορά ήρθε κι ένας πανύψηλος κορδωτός υπουργός, από τη Χαλέπα λέγανε πως ήτανε, και κάτω στην αμμούτσα στα καφενεία του Φραγκιού και του Κοκολίνου, οι ψαράδες κι οι εργάτες τον λέγανε αυτόν και τους άλλους, αποστάτες.

Ήταν Παρασκευή. Σηκώθηκα χαρούμενη. Πήγα πρωί πρωί στο σχολείο. Δάσκαλο είχα τον Βασίλη Ιγγλεζάκη (κάποια στιγμή θα γράψω για τον ωραίο αυτό άνθρωπο). Κάτι περίεργο έδειχνε να συμβαίνει. Χτύπησε το κουδούνι, συγκεντρωθήκαμε για την πρωινή προσευχή, οι δάσκαλοι παραταγμένοι ως συνήθως. Μα πάλι, όχι, δεν ήταν "ως συνήθως", ένα μούδιασμα υπήρχε, μεγαλώνοντας και ξαναφέρνοντας την εικόνα τους μπροστά μου, ναι, δεν ήταν η συνήθης εικόνα ούτε του κυρίου Ιγγλεζάκη, ούτε της κυρίας Ιπποδάμειας, ούτε των υπόλοιπων δασκάλων.

Αλλά η εικόνα που θα μου μείνει αξέχαστη είναι η εικόνα μιας άλλης δασκάλας, της κυρίας Γουλιέλμου, που έκλαιγε. Ναι, έκλαιγε φανερά και μεις δεν καταλαβαίναμε γιατί.

Τι ν' απόγινε άραγε, δεν έμαθα ποτέ.

Μας είπαν ότι δεν θα γίνει μάθημα και μας έστειλαν στα σπίτια μας. Δεν ξέρω πόσα παιδιά χάρηκαν τη ... νόμιμη κοπάνα εκείνη τη μέρα.

Εγώ γύρισα σπίτι μου, η μάνα μου έψαχνε Αυγές παρατημένες κάτω από το στρώμα για να τις εξαφανίσει και το απόγευμα καθόμασταν στα σκαλάκια του σπιτιού, περιμένοντας με αγωνία τον πατέρα μου να γυρίσει από τη δουλειά, υπήρχε η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο τόπος έμπαινε στο γύψο.

Και θυμάμαι, όταν περνούσαμε από το σπίτι του Μιχελουδάκη (στελέχους της αριστεράς), η μάνα μου καλημέριζε μια ηλικωμένη γυναίκα, μονίμως δακρυσμένη, και ρώταγε τα νέα του, ήταν η μάνα ή η πεθερά του, εκείνος ήταν εξορία και η γυναίκα του έγκυος. Αργότερα στο γυμνάσιο είχε έλθει ως φιλόλογος ο αδελφός του...


Κοιτάζω το ημερολόγιο. 21 του Απρίλη του 2017. Πότε πέρασαν 50 χρόνια; 
Περπατώ στην πόλη. Στην Τζανακάκη, στο κέντρο της πόλης, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ήθελαν λέει ν' ανοίξουν κι άλλα γραφεία στη Σούδα και δεν τους άφησαν. 
Ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει...
Ή μήπως ξεχνά...
Μεθαύριο εκλογές στη Γαλλία. Κι εκεί δεν ξεχνά ο λαός. Ή μήπως κι εκεί ο λαός ξεχνά...
Τι να πω, πίσω-μπρος κλωθογυρίζει ο νους...

----------------------------------------------------------------------------------------------------

* Σημείωση

Το παραπάνω διήγημα του Γιώργου Πιτσιτάκη κυκλοφόρησε και σε μικρό αριθμό φωτοαντιγράφων με φροντίδα του συγγραφέα. Την έκδοση κοσμούν χαρακτικά της Βάσως Κατράκη, καθώς και σκίτσα του δασκάλου – σκιτσογράφου Χρήστου Πετράκη από το βιβλίο-λεύκωμα «Οι άθλοι του Πονηρίδη» (τιμητική έκδοση του μαθητικού περιοδικού «Τα Χανιωτάκια» του Συλλόγου Δασκάλων – Νηπιαγωγών νομού Χανίων, Απρίλης 2008). 



Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Ο "πιτόρε" Δημήτρης Κοκότσης στα χανιώτικα νεανικά περιοδικά τη δεκαετία του 1920


Το χανιώτικο περιοδικό "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" είχε διαχειριστή το νεαρό Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο)


Στην προηγούμενη ανάρτηση, στο στιγμιότυπο που καταγράφει ο Μανόλης Κριαράς από την παραμονή του Γιάννη Ψυχάρη στα Χανιά, γίνεται αναφορά σε κάποιον "αρκετά γνωστό" Χανιώτη ζωγράφο. Ο φίλος Γιώργος Πιτσιτάκης μου έστειλε σε μήνυμα ότι "ο ζωγράφος (πιτόρε) που καταχέριασε ο Ψυχάρης ήταν ο σπουδαίος Δημήτρης Κοκότσης (έχει αγιογραφήσει τμήμα της Τριμάρτυρης)". Και μου έστειλε άρθρο του που είχε δημοσιεύσει στο 4ο τεύχος του χανιώτικου ηλεκτρονικού περιοδικού Κεδρισός πριν από ένα χρόνο. Το άρθρο είχε τίτλο "Ο Κ. Π. Καβάφης και ο Χανιώτης ζωγράφος Δημήτρης Κοκότσης στα χανιώτικα νεανικά περιοδικά την δεκαετία του 1920" και αναφέρεται στα περιοδικά "Αυγερινός" και "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" και τα αφιερώματα που είχαν στον Κωνσταντίνο Καβάφη και στον Δημήτρη Κοκότση αντίστοιχα. Αντιγράφω εδώ απόσπασμα του άρθρου που αναφέρεται στον "πιτόρε" Κοκότση:


Ο Δημήτρης Κοκότσης στο ατελιέ του

Ο Δημήτριος Κοκότσης και ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος»

Ο Δημήτρης Κοκότσης (1894-1961) υπήρξε ένας σπουδαίος χανιώτης ζωγράφος στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα (5). Γεννημένος στον Άγ. Γεώργιο Κισάμου, έδειξε το ταλέντο του από μικρός και πρώτος του δάσκαλος στη ζωγραφική ήταν ο Κρητικός ζωγράφος Ιωάννης Σταυράκης. Το 1912, δεκαοχτάχρονος, κατατάχθηκε στον φοιτητικό λόχο Χανίων και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος, στη μάχη του Μπιζανίου. Μετά τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, επιστρέφει στα Χανιά μετά το 1922 και συμμετέχει ενεργά στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της πόλης. Με περαιτέρω πνευματικό εφόδιο τη φοίτησή του στη φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών κάνει παρέα με τους νέους του Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου, τους πνευματικούς ανθρώπους και τους καλλιτέχνες της πόλης συμμετέχοντας στις συζητήσεις για τα φλέγοντα θέματα της εποχής όπως ο δημοτικισμός κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που διηγείται ο Μανώλης Κριαράς στην αυτοβιογραφία του (6) όταν ο Ψυχάρης το 1925 επισκέφθηκε τα Χανιά:

«[…] Το βαπόρι που έφερε τον Ψυχάρη στα Χανιά είχε αγκυροβολήσει έξω από το λιμάνι, όπως γινόταν τότε και με βάρκα τον παραλάβαμε από το βαπόρι. […] Του κρατούσαμε συντροφιά στο ξενοδοχείο όπου τον εγκαταστήσαμε, φροντίσαμε για την ευχάριστη διαμονή του, συζητήσαμε πολλές φορές μαζί του για λογοτεχνικά πρόσωπα και πράγματα του τόπου μας, που τα αντιμετώπιζε με το δικό του πάθος και τη δική του αδιαλλαξία. […] Ποιοι ήμασταν εμείς που με συγκίνηση υποδεχτήκαμε τότε τον Ψυχάρη; Μερικοί φιλολογούντες νέοι των Χανίων: ο μουσικός Μανώλης Σκουλούδης, μεγαλύτερος μας, ο Γιώργος Σπυριδάκης, ο Πολυδεύκης Καλδής, ο Στέλιος Καψωμένος, αυτός που γράφει τις γραμμές τούτες και μερικοί άλλοι. Θυμούμαι και μια σκηνή από δείπνο που εμείς οι νέοι παραθέσαμε τότε σε παραλιακό κέντρο των Χανίων στον Ψυχάρη. Ένας από τους συνδαιτημόνες, ο χανιώτης ζωγράφος Δημήτρης Κοκοτσάκης, του είχε διατυπώσει κάποια ερώτηση που θύμωσε τον Ψυχάρη. Ο Δάσκαλος του απάντησε κοφτά και αποστομωτικά: “Τα πινέλα σου πιτόρε (ζωγράφε)!” Δεν ανεχόταν αντιρρήσεις ο Ψυχάρης […]».

Τον Δεκέμβρη του 1927, στο δεύτερο τεύχος του, το χανιώτικο νεανικό περιοδικό «Δομένικος Θεοτοκόπουλος» με διευθυντή τον ποιητή Σπύρο Παπαδαντώνη και διαχειριστή τον 16χρονο Μιχάλη Ράπτη (Πάμπλο), εκτιμώντας το μέχρι τότε έργο του ταλαντούχου ζωγράφου, του έκανε ένα αφιέρωμα δημοσιεύοντας οκτώ πίνακές του, που τους συνόδευσε με ένα κείμενο που περιείχε βιογραφικά στοιχεία με άγνωστες λεπτομέρειες και εύστοχες επισημάνσεις, κρίσεις και σχόλια για τον ζωγράφο, τα έργα και την τέχνη του. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο το ανασύρουμε από την αφάνεια.

Ο Κοκότσης υπήρξε μαέστρος στις προσωπογραφίες, γι αυτό ήταν και ο μόνος ζωγράφος που ο Ελευθ. Βενιζέλος δέχτηκε να του ποζάρει για να φτιάξει το πορτραίτο του. Τα έργα του βέβαια τα πουλούσε για βιοπορισμό. Ένα απ’ αυτά, που φιλοτεχνήθηκε το 1923 και τυχαίνει να είναι μεταξύ των οκτώ που παρουσίασε ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος», το αγόρασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στην απαντητική – ευχαριστήρια επιστολή του, της οποίας η αρχή και το τέλος παρατίθεται ως εικόνα, ο Δημ. Κοκότσης γράφει: 

«Εν Χανίοις τη 22α Απριλίου Νοεμβρίου 1924. Προς Την Α. Εξοχότητα τον κ. Ελευθέριον Κ. Βενιζέλον. Κύριε Πρόεδρε, Σας υπερευχαριστώ δια την τιμήν και την υποστήριξιν, την οποίαν μου παρέχετε δια της αγοράς του υπό τον τίτλον «Les derniers jours des deux héros» (Οι τελευταίες μέρες δυο ηρώων) πίνακος, όπως μου γνωστοποιείτε δια της από 11 λήγοντος μηνός επιστολής του ιδιαιτέρου γραμματέως της Υ. Εξοχότητος. Μόλις έλαβα την επιστολήν ταύτην έγραψα εις την Πράγαν να αποσταλεί το ζητηθέν έργον προς Υμάς και ελπίζω εντός ολίγου, να έχετε τούτο, ώτε κ. Πρόεδρε, κανονίζετε, όπως σας είναι ευκολώτερον, την αποστολήν της τιμής του δια της Εθνικής ή της Τραπέζης Αθηνών. Το έργον δε αυτό είναι από τα πλέον αγαπημένα μου, διότι οι δύο Μάντακες οι οποίοι επόζαραν, με είχαν βαθύτατα συγκινήσει, περισσότερον δε ο Κοκόλης ο οποίος προ μηνών και απέθανε. Αισθάνομαι, κ. Πρόεδρε μεγάλην χαράν, που γίνεσθε Σεις κάτοχος τούτου, επειδή εις το δικό Σας σπίτι ταιριάζει να βρίσκονται, περισσότερο από κάθε άλλο, πίνακες με τέτοιες παραστάσεις. Πάντοτε δικός Σας Δ. Κοκότσης». 

Αφίσα με το Βενιζέλο, έργο Δ. Κοκότση (Πηγή: ΕΛΙΑ από Europeana)

Παρακάτω, ο Πιτσιτάκης παραθέτει το κείμενο του περιοδικού "Δομένικος Θεοτοκόπουλος" για τον Κοκότση:

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΚΟΤΣΗΣ

Δεν κρίνουμε άσκοπο να δώσουμε μαζί με τα έργα που δημοσιεύουμε στο παράρτημα του φυλλαδίου μας αυτό του Δημήτρη Κοκότση και μερικές σημειώσεις της ζωής και της δράσης του. Ο Κοκότσης γεννήθηκε στα Χανιά. Άρχισε να ιχνογραφεί αυτοδίδαχτος από παιδί έντεκα χρόνων ώσπου στα 1916 μπήκε στο Πολυτεχνείο στη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας παίρνοντας την υποτροφία Σταθάτου. Απ’ εκεί βγήκε με δίπλωμα το 1923, αφού πήρε το Χρυσοβέργειο μετάλλιο και 4 φορές τ’ Αβερώφειο. 

Απ’ τα 1923 ως τα 1926 έμεινε καθηγητής των τεχνικών μαθημάτων σε Γυμνάσιο στα Χανιά. Το 1924 έστειλε το σχεδιαγράφημα «Εργάτης δημιουργός» για την διεθνή πανήγυρη της Πράγας, η οποία δέχτηκε και 25 πίνακές του απ’ τη ζωή του τόπου του («οι τελευταίες μέρες δύο ηρώων»). Τα 1925 έλαβε μέρος με επιτυχία στην Πανελλήνια έκθεση των Αθηνών. Αργότερα συμμετείχε στην διεθνή έκθεση της Βενετίας με το έργο του «Το λιοτριβειό». Το έργο αυτό ήταν το μόνο π’ αντιπροσώπευσε την Ελλάδα, από πολλά που εστάλθηκαν χωρίς να γίνουν δεκτά. Τον ίδιο χρόνο άνοιξε στην Αθήνα δική του έκθεση («Αυράρης», «Γυροκόμος»). 

Έπειτα απ’ αυτή ξαναπήρε την υποτροφία Σταθάτου για την Ευρώπη κι έφυγε για το Παρίσι. Στο Παρίσι βραβεύτηκε απ’ την ακαδημία Jullian μέσα σε πολλούς εκθέτες. Τον περασμένο Μάρτη παρουσίασε νέα έκθεσή του στη Γκαλερί Lorencou («Καπνιστής ναργιλέ», «Ονειροπόλημα», «Κόρη στη βρύση», «Γέρος»). Κατόπι το Salon de la Nationale δέχτηκε 2 πίνακ;eς του και στην έκθεση της Ντωβίλ τον περασμένο Αύγουστο του ζητήθηκαν 2 έργα του. Τέλος και στο Salon des Hellenesαντιπροσώπεψε την τέχνη του με πίνακές του. Τώρα ετοιμάζεται να περιοδέψει στην Ισπανία. Αυτή είναι ως τώρα η δράση του ζωγράφου μας. Από επιτυχία σ’ επιτυχία. 

Ο Κοκότσης αντίς ν’ ακολουθήσει τις παρακινδυνευμένες μοντέρνες τεχνοτροπίες της ζωγραφικής προτίμησε κλασικός ν’ αφήσει την ψυχή του να διερευνήσει μέσα στον τόσο καλλιτεχνικό, το πλούσιο υλικό της Κρητικής ζωής, π’ ακόμα στις ρίζες ψηλά μένει αγνή κι ανέπαφη απ’ τη σύγκαιρη πρόοδο διατηρώντας το δικό της χαρακτήρα και της Όμορφης φύσης του νησιού μας. 

Προικισμένος με μια οξεία παρατηρητικότητα κι ένα σπάνιο συναίστημα της πλαστικότητας και του φωτός κατορθώνει κάθε τι που του κινά την εντύπωση και το ζωγραφίζει, να το περιβάλλει μέσ’ σε μια ατμόσφαιρα τέλεια αισθητική. Εδώ θα δείτε μια σκηνή απ’ τη χωριάτικη δουλειά: Πώς αλέθουν τις ελιές π.χ. στο Λιοτριβειό, έπειτα πως φτιάνουν το τυρί στη Μαδάρα. Εκεί ένα τύπο αντιπροσωπευτικό, του γέρου που καπνίζει μ’ όλη την ανατολίτικη νωχέλεια το ναργιλέ του ή το λυράρη που με το δοξάρι του μεθάει την ψυχή των πανηγυριωτών. Αλλού μια χωριατοπούλα να πηγαίνει μ’ όλη τη σεμνότη στη βρύση με τη λαγήνα στον ώμο, κι αλλού την αρραβωνιαστικιά σκυμμένη πάνω στη προίκα της, στον αργαλειό να ονειροπολεί. 

Ο Κοκότσης είναι ο εξαιρετικά κι ιδιαίτερα Κρητικός ζωγράφος. Η αποκάλυψη του ταλέντου αυτού στο Παρίσι στις εκθέσεις του που μετέφερε όλες τις ομορφιές και τις ιδιοτυπίες της Κρητικής ζωής χαιρετίστηκε απ’ τα πιο διαλεχτά Γαλλικά περιοδικά και διακριμένους κριτικούς και καθηγητές, ως ο διευθυντής της Ακαδημίας Zullian

Ακόμα ο Κοκότσης κρίνεται κι ως ένας δυνατός και μετρημένος πορτρετίστας. Ιδίως κάποια έργα του σαν το «Ονειροπόλημα» και ο «Καπνιστής Ναργιλέ» θεωρούνται ως αληθινά έργα μαιτρ. Μπορούμε να προσθέσουμε πως τα νέα του έργα τον καιρό αυτό, που κατέβηκε απ’ την Ευρώπη κι ύστερα από περιοδεία του σ’ όλη την Αγροτική Κρήτη, λογαριάζονται πολύ ανώτερα απ’ τα παλιά. Τα περισσότερα είναι πορτραίτα. 

Ο «Δομένικος Θεοτοκόπουλος» λογιάζεται ευτυχισμένος που δίνει σήμερα μέσα στις άλλες και την συνεργασία του Κοκότση. Η Κρήτη και με χώριο καμάρι βλέπουμε και η δυτική, δείχνει, πως δε θα μείνει χωρίς συνεχιστές το έργο κάποιων άλλων τέκνων της.

Η μητέρα του Κοκότση (Πηγή: Κίσσαμος-Κίσαμος)
Η Ζωζώ Σαπουντζάκη όπως την είδε ο Κοκότσης το 1958 (Πηγή: Περιοδικό "Οδός Θ'", τεύχος 1, 2001)
Ο Ελευέριος Βενιζέλος από τον Κοκότση (Πηγή: Πανδέκτης ΕΚΤ μέσω Europeana)
Δυο Κρητικοί γέροντες, οι Λακκιώτες Μάρκος και Κοκκόλης Μάντακες,  έργο Δ.Κοκότση (Πηγή: Αρχείο Ιδρ. Βενιζέλου)
Άλλο ένα ντόμινο λοιπόν κι ευχαριστώ γι' αυτό το φίλο Γιώργο Πιτσιτάκη.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Μνήμη Εμμανουήλ Κριαρά: άλλο ένα ενδιαφέρον άρθρο του Γ. Πιτσιτάκη


Ο Μαν. Κριαράς με φίλους του στα Χανιά την περίοδο 1924-1925.

Μαν. Κριαράς-Κριτική βιβλίου: «Οι νέοι διηγηματογράφοι» στο φως ξανά, 91 χρόνια μετά

Γράφει ο Γιώργος Πιτσιτάκης
Δάσκαλος-Ιστορικός ερευνητής


Ένα χρόνο μετά την εκδημία του μεγάλου Δασκάλου και στη μνήμη του, ανασύρουμε από την αφάνεια και τη λήθη άλλο ένα κείμενό του βιβλιοκριτικής. Θυμίζουμε ότι πέρυσι είχαμε φέρει στο φως το πρώτο νεανικό του διήγημα με τίτλο «Τέτοια ζωή» [1].

Στο δεύτερο τεύχος του «Αυγερινού» που κυκλοφόρησε το Δεκαπενταύγουστο του1924, ο 18χρονος Μανώλης Κριαράς που μόλις είχε αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο και ήταν υπεύθυνος – «εισηγητής επί της ύλης» του περιοδικού που εξέδιδε ο Κρητικός Φιλολογικός Σύλλογος, στη στήλη «Νέα Βιβλία» δημοσιεύει κριτική στη νέα ανθολογία του Αδαμάντιου Παπαδήμα που εκδόθηκε το 1923 και η οποία παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το κείμενο που παραθέτουμε, ικανοποιώντας και την εκφρασμένη παλαιότερα επιθυμία του φίλου και συναδέλφου Βαγγέλη Κακατσάκη, είναι το παρακάτω [2]:



«ΟΙ ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ: Επιμέλεια Α. Παπαδήμα. Εκδοτικός Οίκος “Αθηνά”, Ευριπίδου 6. Αθήναι 1924:  

Ιδού ένα βιβλίο που από καιρό έπρεπε νάχε εκδοθή. Ανθολογίες των νέων ποιητών μας έχουμε δη μερικές ίσαμε τώρα∙ μια ανθολογία των Νέων διηγηματογράφων μας χρειαζότανε κιαυτή την αποχτήσαμε σήμερα χάρη στο ζήλο για την τέχνη του νέου μας διηγηματογράφου μας κ. Αδ. Παπαδήμα, στον οποίον χρεωστούμε την επιμέλεια της συλλογής.

Προτού να μπω στην κριτική του έργου των νέων μας Διηγηματογράφων μου φαίνεται σκόπιμο να εκθέσω μερικές ιδέες μου σχετικές με την ύπαρξην της τέχνης. Διαφωνώ με τον κ. Παρορίτη, που νομίζει πως τέχνη θα πη μόνο – τονίζω τη λέξη μόνο – να γράφη κανείς προπαγανδίζοντας για τις νέες ιδέες και τάσεις, που τείνουν να ξαπλωθούνε σ’ ολάκαιρη την κοινωνία μας. Για μένα τέχνη θα πη μορφή. Δεν εξετάζω τα ελατήρια που κινούν ένα συγγραφέα στη συγγραφή ενός έργου του∙ εξετάζω μονάχα αν η μορφή που δίνει στα δημιουργήματά του είνε τεχνική∙ και τότε λέγω πως το έργο του εκείνο είνε έργο τέχνης. Δεν πρέπει – σύμφωνα με τα παραπάνω – ν’ αρνηθούμε τον τίτλο του καλλιτέχνη ούτε από το Βαλαωρίτη επειδή είναι ρομαντικός και δε θυσιάζει στο βωμό της κοινωνικής τέχνης, ούτε κι απ’ αυτό τον Παπαρρηγόπουλο που αν δεν είναι βαθιά πατριδολάτρης, μόλα ταύτα μένει ένας απ’ τους καλύτερους ρομαντικούς ποιητές της εποχής του.

Στην παραπάνω μου θεωρία στηριζόμενος θα πω σχετικά με το έργο των Νέων μας Διηγηματογράφων λόγια πολύ επαινετικά γι’ αυτούς – τουλάχιστο για τους περισσότερους.

Πολλά ταλέντα δεν είναι τελείως εξελιγμένα∙ μας αφήνουν όμως με την ελπίδα πως δε θ’ αργήσουν να σχηματιστούνε ολότελα και να εξελιχθούνε σε δυνατούς διηγηματογράφους.

Ας πούμε μερικά ονόματα: ο Μπατιστάτος – που δυστυχώς τώρα τελευταία πέθανε - , ο Π. Ταγκόπουλος, ο Π. Πικρός, ο Παπαδήμας, ο Φρέρης, ο Νικολαΐδης, ο Λαπαθιώτης, ο Φωτάκης , ο Μίχας κι άλλοι.

Έχουμε μονάχα να παρατηρήσουμε τα εξής στον επιμελητή της Ανθολογίας: Πώς δεν εφρόντισε, ώστε μερικοί συγγραφείς ν’ αντιπροσωπεύουνται από χαραχτηριστική τους δουλειά. Ένας απ’ αυτούς τους αδικημένους στη συλλογή είνε κι ο κ. Φρέρης, γιατί όσο καλό και τεχνικό κι αν είναι το δημοσιευόμενό του διήγημα, όμως είναι αδύνατο να φτάση στη δύναμη άλλα του έργα και μάλιστα το “guardae passa” , που αξιόλογα μπορούσε να μπη στην Ανθολογία.

Ακόμη κ’ έν’ άλλο: Με μεγάλη μας λύπη βλέπουμε πως απ’ τα ονόματα των Διηγηματογράφων λείπει ένας δυνατώτατος στο χειρισμό της πέννας τόσο στο διήγημα, όσο και στο ποίημα∙ κι αυτός είναι ο κ. Λ. Κουκούλας. Δε μπορούμε παρά να διαμαρτυρηθούμε γι’ αυτό, που αναμφισβήτητα μένει στο παθητικό του κ. Παπαδήμα. Κλείνω το πρόχειρό μου σημείωμα, με την ελπίδα πως οι Νέοι μας θα εξελιχθούν αργότερα σε δυνατούς χειριστές της πέννας».

ΜΑΝ. Γ. ΚΡΙΑΡΑΣ

Στο παραπάνω κείμενο – «πρόχειρο σημείωμα», όπως το ονομάζει ο ίδιος που όμως μόνο τέτοιο δεν είναι, του δεκαοχτάχρονου Κριαρά, θα επιχειρήσουμε να καταθέσουμε μερικές σκέψεις και ορισμένα σχόλια: 

1. Είναι εμφανής και εντυπωσιακή η ευρυμάθεια και η γνώση του νεαρού Κριαρά για τα τεκταινόμενα στο χώρο της λογοτεχνίας και του πνεύματος. Φαίνεται ότι ο καθηγητής του, φιλόλογος Ιωάννης Μοσχόπουλος είχε κάνει πολύ καλή δουλειά και ο νεαρός Κριαράς αποδεικνύεται μέγας βιβλιοφάγος. Στην αυτοβιογραφία του, σχετικά με το θέμα, αναφέρει: 

«[…] Παρακινημένος απ’ αυτόν (τον Μοσχόπουλο) διάβαζα λογοτεχνικά και ποικίλα κοινωνικά και πολιτικά βιβλία, που έπαιξαν το ρόλο τους στην πρώτη πνευματική μου διαμόρφωση […]». Και παρακάτω: «[…] Ιδίως στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου μερικοί από τους συμμαθητές μου διαβάζαμε με ενδιαφέρον νεοελληνικά, αλλά και ξένα λογοτεχνήματα […]». Λίγο πιο κάτω τονίζει: «[…] Είχα πάντα την τάση να επεκτείνομαι ως προς τα διαβάσματα και πέρα από τις σχολικές υποχρεώσεις […]» και συνεχίζει∙ «[…] Ο δικός μου δημοτικισμός συγκεκριμένα αρχίζει […] με μερικά ακόμη διαβάσματα της εποχής. Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Παλαμάς, τα “Χαμένα Κορμιά” του Πέτρου Πικρού, Pedro Cazas του Φώτη Κόντογλου, “Η Ζωή εν Τάφω” του Στράτη Μυριβήλη. Διάβαζα και άλλα κοινωνιολογικά και φιλοσοφικού περιεχομένου βιβλία. Μας διασφάλιζε τότε – όσο γινόταν – και η Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη Φέξη (εκδοτική σειρά που κυκλοφορούσε από τον εκδοτικό οίκο Φέξη με μεταφράσεις σημαντικών συγγραμμάτων ξένων κυρίως συγγραφέων, ποικίλου περιεχομένου και ποικίλης ιδεολογίας […]» [3] 

2. Ξαφνιάζει πως σε τέτοια ηλικία φαίνεται να έχει ήδη διαμορφώσει απόψεις και ιδέες για την τέχνη τις οποίες θαρραλέα εκθέτει και με τόλμη υπερασπίζεται. Προκαλεί αίσθηση η ανάγκη του να πάρει θέση σε ζητήματα αισθητικής και τέχνης σε ένα σύντομο σημείωμα βιβλιοκριτικής. Ο μανιχαϊστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τα ζητήματα της τέχνης – «για μένα τέχνη θα πη μορφή» - αλλά και η έκφραση της απόλυτης αντίθεσης του στο έργο μα και στο πρόσωπο του προοδευτικού σοσιαλιστή λογοτέχνη Κώστα Παρορίτη [4] – γιατί όχι στους Κων. Χατζόπουλο, Κων. Θεοτόκη, Δημοσθ. Βουτυρά, Πέτρ. Πικρό; - επιβεβαιώνει τον Γιώργο Θεοτοκά που έγραψε: 

«Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων διανοουμένων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου». Τον τρόπο αυτό σκέψης του νεαρού Κριαρά, λάτρη του Παλαμά, δεν μπορούμε να τον αποδώσουμε μόνο στην ηλικία, χωρίς να εξετάσουμε το πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πνευματικό, λογοτεχνικό περιβάλλον της εποχής στη χώρα μας και ευρύτερα. Ιστορικά γεγονότα στις αρχές  του 20ου αιώνα, όπως οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, η Μικρασιατική καταστροφή, η αστική αναγεννητική προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Εθνικός Διχασμός, , αλλά και η γέννηση και ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος δε θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη λογοτεχνία κατά την περίοδο αυτή. 

Ο καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του ΕΚΠΑ Ευριπίδης Γαραντούδης επισημαίνει στη μελέτη του [5] για τη συγκεκριμένη ανθολογία, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής: 

«[…]οι διηγηματογράφοι, με την εξαίρεση ελάχιστων, προβάλλουν το ψυχολογικό πορτρέτο μιας απογοητευμένης γενιάς, επειδή έρχονται ευθέως αντιμέτωποι με πλήθος εξωτερικές και εσωτερικές αντιξοότητες και αυτές ακριβώς θεματοποιούν: τη φτώχεια, την ανεργία, την κοινωνική διαφθορά και την αδικία, την κοινωνική ανισότητα, την άναρχη ανάπτυξη των πόλεων, την αγεφύρωτη ιδεολογική απόσταση που χωρίζει τους ανθρώπους της πόλης και των χωριών, τα συντηρητικά ήθη της υπαίθρου, τη γραφειοκρατία, τον πόλεμο, τη βία, την αρρώστια, τα απορρέοντα από όλα τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα και ψυχολογικά αδιέξοδα. Γι' αυτό τα περισσότερα διηγήματα μπορούν να χαρακτηριστούν κοινωνικά. Ανάμεσά τους δεν λείπουν ορισμένα όπου η ακραία ρεαλιστική περιγραφή της κοινωνικής πραγματικότητας, επικεντρωμένη στις αποκρουστικές όψεις της, τους δίνει το στίγμα της νατουραλιστικής τεχνοτροπίας […] Στην ανθολογία του Παπαδήμα υπάρχουν, ανεξάρτητα από το θέμα ή την ψυχική διάθεση, ορισμένα διηγήματα που μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε συμβολικά ή αισθητιστικά. Αλλά τον κυρίαρχο τόνο δίνουν τα ρεαλιστικά διηγήματα με κοινωνικό προβληματισμό. Μάλιστα η πλειονότητα αυτής της ομάδας διηγημάτων δείχνει ότι τα προβλήματα έχουν κοινωνικές (πολιτικοοικονομικές, ιδεολογικές, ακόμη και ταξικές) ρίζες. Σε λιγοστά διηγήματα εκφράζεται, με άμεσο ή αλληγορικό τρόπο, η πίστη ή η ελπίδα ότι τη λύση στα προβλήματα θα φέρει η κοινωνικοπολιτική αλλαγή, αν και αυτή η αλλαγή μένει ιδεολογικά απροσδιόριστη[…]».

Αυτή η ατμόσφαιρα που δημιουργούσε σύγχυση και δεν έδινε προοπτικές για ένα καλύτερο μέλλον, είναι βέβαιο ότι είχε επηρεάσει και τον νεαρό Κριαρά. Ανάλογου ύφους, εξάλλου, είναι και το πρώτο του νεανικό διήγημα. Όμως ο Κ. Παρορίτης δεν έμεινε στη μορφή και στην τεχνική του λογοτεχνικού έργου, μα φρόντισε σοβαρά και το περιεχόμενο, που αν ήταν ζωντανό και περιείχε αλήθειες ξυπνούσε συνειδήσεις. Γι’ αυτό το θέμα σε μια κριτική του στο βιβλίο του Θράσου Καστανάκη «Στο Χορό της Ευρώπης» στο περιοδικό «Νουμάς» το 1930, ο ίδιος ο Παρορίτης γράφει: 

«[…] Μα ο κ. Καστανάκης μέσα σ’ αυτή την καλλιτεχνική αποτυχία της Πετρούλας (σ.σ. που πήγε στο Παρίσι να «κάνει θέατρο» και κατάντησε στο τέλος μια μεγαλοκοκότα) βρήκε την ευκαιρία να δείξει την αισχρή εκμετάλλευση που κάνουνε του κοριτσιού διάφοροι τάχατες υποστηριχτές του, στο βάθος όμως αισχροί εκμεταλλευτές του. Κ’ έτσι να μας παρουσιάσει τη σημερινή κοινωνία σαν κοινωνία εκμεταλλευτών, πρόστυχων και κακών ανθρώπων που όχι μόνο σε σπρώχνουν στο γκρεμό μα και χαίρονται άμα σε βλέπουν να κατρακυλάς μέσα βαθιά. Ότι η σημερινή κοινωνία είναι ακριβώς τέτοια, καμιά αμφισβήτηση. Έτσι είναι και χειρότερα ˙ κ’ είναι αξιέπαινος ο κ. Καστανάκης που είχε το θάρρος να το τονίσει. Μα δείγματα εκμετάλλευσης και σκληράδας μπορούσε ο κ. Καστανάκης να βρει αλλού, σε άλλες σφαίρες, πολύ χαρακτηριστικότερα. Η εκμετάλλευση π.χ. του εργάτη δε συγκρίνεται με καμίαν άλλη. Όπως κι αν είναι ο κ. Καστανάκης περιορίζεται να μας ζωγραφίσει μια κατάσταση και είναι ευχαριστημένος γι' αυτό. Πιο βαθιά δεν θέλει να προχωρήσει. Σου παρουσιάζει την εικόνα και συ βγάλε το συμπέρασμά σου. Τέχνη αντικειμενική, σου λένε. Μα εμένα μου φαίνεται πως ο μεγάλος τεχνίτης μπορεί να βρει τον τρόπο και αντικειμενικός να παραμείνει και συνάμα να δείξει και την πηγή του κακού. Στο  έργο του κ. Καστανάκη δεν ξέρουμε που να αποδώσουμε αυτή την αιτία. Γιατί οι άνθρωποι του είναι τόσο κακοί; Τί τους σπρώχνει στο κακό; Η ιδιοσυγκρασία τους, το φυσικό τους, κάτι άλλο βαθύτερο; Άρρωστοι είναι ή θύματα και αυτοί μιας κατάστασης που μας κάνει όλους ψεύτες και κακούς; Γιατί όπως είναι σήμερα η κοινωνία, δεν ξέρει κανείς ποιον πρέπει να κλάψει περσότερο, τον εγκληματία ή το θύμα του; Σ' αυτό το σημείο ο κ. Καστανάκης σωπαίνει. Ίσως μάλιστα χαμογελάει με την απαίτηση μου αυτή όπως γελούνε και όλοι οι Ρωμιοί συνάδερφοί μου που είναι αφοσιωμένοι στην υψηλή λειτουργία της τέχνης έξω τόπου και χρόνου. Γι' αυτό από το έργο του κ. Καστανάκη, με όλη τη φινέτσα του συγγραφέα στο γράψιμο, δεν αναδίνεται εκείνη η υψηλή τραγική πνοή που περιμέναμε να μας γεννηθεί στο θέαμα ενός ανθρώπου που πέφτει συντριμμένος στον αγώνα του. Κάτι το ξώπετσο υπάρχει που μας αφήνει στο βάθος κρύους.

Να ένας άνθρωπος που ξέρει να γράφει λέμε, μα άλλο περσότερο από αυτό, τίποτα. Θαυμάζουμε το συγγραφέα, όχι το έργο. Γιατί το έργο δείχνει δεξιοτεχνία, δείχνει πως ο συγγραφέας είναι απόλυτα κάτοχος της τέχνης του, μα συγκίνηση καμιά. Μια ιστορία που μας αφήνει ξένους και αδιάφορους.

[…] Μα αν το έργο δεν μας συγκινεί, το ύφος όμως του βιβλίου είναι αξιοπρόσεχτο. Είναι κάτι νεωτεριστικό που πρώτη φορά βλέπουμε στη φιλολογία μας. Ύφος ευρωπαϊκό, μοντέρνο, ραφιναρισμένο. Ύφος μπριγιάντικο, όλο ζωή και κίνηση. Βέβαια όταν κάτι νέο, κάτι ασυνήθιστο παρουσιάζεται στην τέχνη δημιουργείται ένας νέος σταθμός. Και αυτό πρέπει να είναι ο ακοίμητος καημός κάθε αληθινού τεχνίτη. Να φανερώσει κάτι νέο, κάτι ολότελα δικό του. Αυτός είναι ο δρόμος που ακολουθεί σήμερα η παγκόσμια τέχνη. Κυνήγι τρελό. Παντού και προς κάθε κατεύθυνση, όπου υπάρχει ελπίδα να ανακαλυφτεί κάτι νέο. Από τις χώρες της προϊστορικής εποχής έως τις χώρες των αγρίων και πάλι από την τέχνη των Βυζαντινών έως την τέχνη των μικρών παιδιών. Τα σχεδιάσματα των αγρίων στους βράχους των σπηλαίων, τα παιγνιδίσματα των μικρών παιδιών υψώνονται σήμερα άφοβα σαν πρότυπα και σα σύμβολα καλλιτέχνη. Ντανταϊσμός (δηλαδή τέχνη μικρών παιδιών) είναι σήμερα η τελευταία λέξη της τέχνης. Και που θα πάει και που θα σταματήσει αυτό το τρελό κυνήγι της καινούριας μορφής! Γιατί η ανθρωπότητα διψάει για το νέο σε όλες τις περιοχές της ανθρώπινης δράσης. Τέχνη, Θρησκεία, Πολιτεία, Κοινωνία, όλα κλονίζονται, όλα νιώθουνε πως ζυγώνει η ώρα να παραχωρήσουνε τη θέση τους στους νέους θεούς που έρχονται να διαδεχτούνε τους παλιούς. Μα στο τρελό αυτό κυνήγι του καινούριου, άλλοι  αρκούνται να συλλάβουν απλώς μια καινούρια εξωτερική μορφή, άλλοι ένα καινούριο περιεχόμενο. Εμείς  προσωπικά ανήκουμε στους δεύτερους δίχως να παραγνωρίζουμε και την απόλυτη ανάγκη του πρώτου. Γιατί καινούργια μορφή δίχως και καινούργιο περιεχόμενο, μας φαίνεται κάτι δίχως νόημα. Και δυστυχώς όλες οι καινούργιες τεχνοτροπίες σήμερα στη μορφή μόνο αποβλέπουνε. Το περιεχόμενο τους είναι αδιάφορο. Τα μπαγιάτικα φαγιά σερβιρισμένα σε καινούργια πιάτα […]».

3. Οι παρατηρήσεις που κάνει στον επιμελητή της ανθολογίας δείχνουν να είναι εύστοχες. Άλλωστε ο Βελλισάριος Φρέρης ήταν τακτικός συνεργάτης του «Αυγερινού» και ο Λέων Κουκούλας ήταν από τους αγαπημένους συγγραφείς του Κριαρά.

Το εξώφυλλο του Β’ τεύχους του «Αυγερινού», 15-8-1924. (Το χαρακτικό είναι έργο της νεαρής τότε χανιώτισσας καλλιτέχνιδας Καλλιόπης Σήφακα).
Συμπερασματικά μπορούμε να υπογραμμίσουμε ότι με το κείμενο του νεαρού Κριαρά που φέραμε ξανά στο φως μετά από εννιά δεκαετίες, διακρίναμε κάποιες ψηφίδες του παζλ της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών των αρχών του 20ου αιώνα. Τότε που παρά τις όποιες μεταξύ τους ιδεολογικές ή άλλες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, συζητούσαν με δημιουργικό τρόπο στα έντυπα της εποχής με συνέπεια να ωφελείται ο λαός και ιδιαίτερα οι νέοι, φαινόμενο που σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης παρά την αλματώδη αύξηση των Μ.Μ.Ε. τείνει να εκλείψει.   
Τελειώνοντας να τονίσουμε ότι ο επηρεασμός του Μαν. Κριαρά από τις συνθήκες της εποχής και το ανώριμο ακόμη της ηλικίας του δεν τον καθήλωσαν πνευματικά, αντίθετα άνοιξε τα φτερά του, εργάστηκε σκληρά, εξελίχθηκε κι έγινε η κορυφαία προσωπικότητα της Ελληνικής Γραμματείας, ο μεγάλος «Δάσκαλος του Γένους». 

[1] Βλ. ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Κεδρισός»: www.kedrisos.com (τεύχος 2ο, Άνοιξη 2014)
[2] Το κείμενο εκτός του ότι ξαναγράφηκε στο μονοτονικό, είναι πανομοιότυπο με το πρωτότυπο.
[3] Για τα παραπάνω αποσπάσματα βλ. Εμμ. Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα, σελ. 32-37, έκδ. Οι φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2009.
[4] Ο Κώστας Παρορίτης 1878-1931 (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Λεωνίδα Σουρέα) γεννήθηκε στο Παρόρι ή Παρόρειο του νομού Λακωνίας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε ως ελληνοδιδάσκαλος, αρχικά στη Σπάρτη και από το 1907 ως το 1916 περίπου στο Σχολαρχείο της Ύδρας. Διηγήματα και άρθρα δημοσίευσε κυρίως στο Νουμά, αλλά και σε έντυπα όπως η Μούσα, ο Πυρσός, το Μικρασιατικό Ημερολόγιο, τα Γράμματα Αλεξανδρείας κ.ά. και αργότερα (μετά το 1920) στις εφημερίδες Ελεύθερος Λόγος, Δημοκρατία και Ριζοσπάστης. Με αφετηρία το χώρο του ηθογραφικού διηγήματος και το ρομαντισμό του Wolfgang Goethe, ο Κώστας Παρορίτης οδηγήθηκε στη συνέχεια στη μυθιστορηματική απεικόνιση της ζωής των εσωτερικών μεταναστών και των περιθωριακών τύπων της Αθήνας, με επιρροές από τη γαλλική και ρωσική λογοτεχνική παραγωγή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και κινούμενος στο πλαίσιο της κοινωνικά στρατευμένης δημοτικιστικής λογοτεχνίας συγγραφέων όπως ο Δημοσθένης Βουτυράς και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Εργογραφία: 1. Από τη ζωή του δειλινού. Αθήνα, τυπ. Η Νομική, 1906. 2. Οι νεκροί της ζωής. Αθήνα, τυπ. Η Νομική, 1907. 3. Στο άλμπουρο · Ρομάντζο σφουγγαράδικο. Αθήνα, 1910. 4. Το μεγάλο παιδί· Κοινωνικό Ρομάντζο. Αθήνα, Βασιλείου, 1915. 5. Ο πατέρας και άλλα διηγήματα. Αθήνα, έκδοση του βιβλιοπωλείου Γανιάρη και Σίας, 1921. 6. Ο κόκκινος τράγος. Αθήνα, Βασιλείου, 1924. 7. Οι δυο δρόμοι. Αθήνα, τυπ. Κώστα Παπαδογιάννη, 1927.

----------------------------------------------------------------------------------------------

Το παραπάνω κείμενο μου το έστειλε ο φίλος Γιώργος Πιτσιτάκης από τα Χανιά. Δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο των Χανιώτικων Νέων και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Δασκάλου Εμμ. Κριαρά, ένα χρόνο από το θάνατό του. Εδώ αναφέρεται σε κριτική ανθολογίας νέων διηγηματογράφων που δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του χανιώτικου περιοδικού "Αυγερινός". Σταθερό και εξαιρετικά παραγωγικό το ενδιαφέρον του φίλου Γιώργου, είχα αναδημοσιεύσει και άλλο κείμενό του για το Δάσκαλο Κριαρά σε προηγούμενη ανάρτηση. Τα κείμενα του Κριαρά, αν και γραμμένα σε νεαρή ηλικία, μαρτυρούν έναν άνθρωπο με εξαιρετική μόρφωση και κρίση ήδη από την πολύ νεαρή ηλικία, όμως η όλη παρουσία και δράση του στα Χανιά εκείνη την περίοδο μαρτυρεί βέβαια και μια πόλη με σημαντική πνευματική άνθηση. 

Κι επειδή σήμερα είναι η Παγκόσμια μέρα των γλωσσών, να θυμίσω ότι ο Εμμ. Κριαράς ήταν και ένας σπουδαίος  "ζηλωτής της γλώσσας". Αύριο θα συνεχίσω με περισσότερα...

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Ο έφηβος Μανώλης Κριαράς στα Χανιά και ο… “Αυγερινός”: ένα ενδιαφέρον άρθρο από τον Γ. Πιτσιτάκη

Το εξώφυλλο του 1ου τεύχους του «Αυγερινού» (1 Αυγούστου 1924)


Γράφει ο Γιώργος Γ. Πιτσιτάκης*


Ο Σύλλογος Νεανικής Δημοσιογραφίας «Τύπος και Ουσία» μετά την ανακοίνωση των διακρίσεων του «1ου Παγκρήτιου Διαγωνισμού Νεανικής Δημοσιογραφίας», στην εκδήλωση που θα γίνει για τα Χανιά στις 25 Απριλίου 2015 (5 μ.μ.) στο Μουσείο Τυπογραφίας, εκτός από τα βραβεία και τους επαίνους στους διακριθέντες, θα δώσει στους μαθητές και στις μαθήτριες της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης που συμμετείχαν, ένα μικρό βιβλίο που περιέχει το πρώτο εφηβικό διήγημα του μεγάλου Δασκάλου και κορυφαίου δημοτικιστή Μανώλη Κριαρά, γραμμένο σχεδόν έναν αιώνα πριν. Η καλαίσθητη αυτή έκδοση είναι ευγενική χορηγία των Χανιώτικων Νέων. Με το γεγονός αυτό μας δίνεται η ευκαιρία να γράψουμε «λίγα λόγια» για τα παιδικά, εφηβικά και νεανικά χρόνια του Κριαρά στα Χανιά και τη σχέση του με το περιοδικό «Αυγερινός».
Το 1914 η οικογένεια του 8χρονου Μανώλη Κριαρά μετοίκησε από τον Αδάμαντα της Μήλου στα Χανιά και εγκαταστάθηκε στον Τοπανά στην Παλιά Πόλη. Φοίτησε στις τέσσερις τελευταίες τάξεις του εκεί Δημοτικού Σχολείου με δασκάλους τους Μιχ. Αρπακουλάκη και Παντελή Βαβουλέ. Το 1915 μετακομίζουν στην Καινούργια (Νέα) Χώρα. Τούτο, μου το επιβεβαίωσε ο ίδιος με χειρόγραφη επιστολή του την 19 Φεβρουαρίου 2014, απαντώντας σε δική μου επιστολή που είχα το «θράσος» να του απευθύνω αναζητώντας διευκρινίσεις και απαντήσεις σε ερωτήματα και απορίες που είχαν σχέση με την έρευνά μου για τον «Αυγερινό». Το 1918 εγγράφεται στο μοναδικό Γυμνάσιο των Χανίων δίπλα στη Δημοτική Αγορά. Επιμελής μαθητής, με την παρότρυνση και τη φροντίδα της μητέρας του έμαθε και γαλλικά. Ταυτόχρονα τα καλοκαίρια εργαζόταν.
Στην αυτοβιογραφία του γράφει: «[…] Πριν εγγραφώ στο Γυμνάσιο ο πατέρας μου είχε φύγει για λόγους επαγγελματικούς στον Πειραιά… Επειδή τα οικονομικά της οικογένειας το απαιτούσαν, πρόθυμα αναλαμβάνω από το καλοκαίρι του 1918 εργασία σε συμβολαιογραφείο των Χανίων (σ.σ. του Γαλάνη) για να συμβάλω, έστω και σε ελάχιστο βαθμό, στα οικονομικά της οικογένειας. Την εργασία μου σε συμβολαιογραφείο θα την εξακολουθήσω κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων της φοίτησής μου στο γυμνάσιο ακόμη και το πρώτο καλοκαίρι μετά την εγγραφή μου στο αθηναϊκό πανεπιστήμιο […]». (1)


1924: Ο Μανώλης Κριαράς καθιστός δεξιά με τους φίλους του, τον Τσιγαλίδη (όρθιος αριστερά) και τους γιους του αγαπημένου του καθηγητή Ιωάννη Μοσχόπουλου τον Κώστα (όρθιος δεξιά) και τον Δημητρό (καθιστός αριστερά).
Στην τρίτη Γυμνασίου ο Κριαράς μαζί με άλλους συμμαθητές του και την καθοδήγηση του εικοσάχρονου καλλιεργημένου πνευματικά και φιλότεχνου κουρέα Αντώνιου Μάλμου (1901-1971) (2), ίδρυσαν έναν πνευματικό όμιλο που τον ονόμασαν «Εγκυκλοπαιδικό Κύκλο των νέων». Αρχηγός ήταν ο Αντώνιος Μάλμος, πρόεδρος ο Ρούσος Κτιστάκης αργότερα σημαντικός δημοσιογράφος και γραμματέας ο Μανώλης Κριαράς.
Κατά τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο είχε σπουδαίους καθηγητές όπως: στα αρχαία ελληνικά τον Εμμανουήλ Γενεράλι που τον «μύησε ενωρίς σε πολλά μυστικά του αρχαίου ελληνικού λόγου και των αρχαίων γραμμάτων», στα μαθηματικά τον Ανδρέα Κνιθάκη, στα φυσικά τον Κωνσταντίνο Σαμιωτάκη, στην ψυχολογία τον Μιχαήλ Αλεξανδρόπουλο και στα φιλολογικά τον Ιωάννη Μοσχόπουλο από τη Μικρά Ασία που πριν δίδασκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης ο οποίος άνοιγε τους πνευματικούς ορίζοντες των μαθητών μυώντας τους με απλό τρόπο στη λογοτεχνία και την πνευματική ζωή και όπως γράφει ο Κριαράς: «[…] Είναι βέβαιο ότι ο δημοτικισμός μερικών από μας τους μαθητές του οφείλεται, σε μεγάλη μοίρα, στη διδασκαλία του[…]» (3).

Από αριστερά ο Μαν. Κριαράς ΤΟ 1924, με το φίλο του Φωκίωνα Φραντζεσκάκη, αργότερα καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Ακαδημαϊκού. 

 Παράλληλα διάβαζε λογοτεχνία και ποικίλα κοινωνικά και πολιτικά βιβλία, που έπαιξαν το ρόλο τους στην πρώτη πνευματική του διαμόρφωση. Στο μέσον της μαθητικής του ζωής πηγαίνει στο νεοϊδρυθέν 2ο Γυμνάσιο που στεγάστηκε «σε άθλιο παλαιό τουρκικό σχολικό κτίριο στη συνοικία Καστέλι των Χανιών», με γυμνασιάρχη τον Εμμ. Γενεράλι, απ’ όπου αποφοίτησε. Στην έρευνά μας για τα νεανικά-μαθητικά έντυπα στην Κρήτη από την περίοδο της Αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, καταγεγραμμένα ή μη, και φτάνοντας στη δεκαετία 1920-1930, ανασύραμε το νεανικό – λογοτεχνικό περιοδικό «Αυγερινός» που άρχισε να κυκλοφορεί στα Χανιά τον Αύγουστο του 1924. Από τον Απρίλη του 1924, φερέλπιδες νέοι των Χανίων με πνευματικές και λογοτεχνικές ανησυχίες, που ίδρυσαν τον «Κρητικό Φιλολογικό Σύλλογο», είχαν αποφασίσει να εκδώσουν τον «Αυγερινό» (4).
Υπεύθυνος – «εισηγητής επί της ύλης» και «νονός» του περιοδικού, ήταν ο 18χρονος τελειόφοιτος μαθητής του Γυμνασίου, Μανώλης Κριαράς ο οποίος στα τρία πρώτα τεύχη δημοσίευσε σε συνέχειες το διήγημά του «Τέτοια Ζωή!…». Είναι πολύ πιθανόν να είναι το πρώτο του διήγημα που είδε το φως της δημοσιότητας. Ίσως υπάρχουν κι άλλα της νιότης αδημοσίευτα. Ο καθηγητής του Ιωάννης Μοσχόπουλος, επαινούσε τις εκθέσεις του και ο ίδιος γράφει: «[…] Όταν αργότερα έμαθε ότι γράφω και… διηγήματα, στη δημοτική πια, ζήτησε να του τα δώσω να τα κοιτάξει. Δεν το τόλμησα […]». (5)
Σ’ αυτό το πρώτο του διήγημα, ο νεαρός Κριαράς επιβεβαιώνει την κρίση των δασκάλων του ότι «κατέχει πολύ καλά τη γλώσσα». Αποτυπώνει με επιτυχία στον καμβά του την εκτεταμένη φτώχεια των λαϊκών στρωμάτων, την κοινωνική αδικία, τις ταξικές ανισότητες και όλη την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα. Κεντά με τέχνη τους χαρακτήρες των ηρώων του και τους ίδιους τους τοποθετεί κατάλληλα στο χώρο και στο χρόνο. Τα παραπάνω δεν είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας ενός νέου, αλλά πατούν στέρεα πάνω στο έδαφος της άθλιας για το λαό κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας της Ελλάδας και της Κρήτης των αρχών του 20ού αιώνα.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εθνικός Διχασμός, η αποτυχημένη, επαίσχυντη «εκστρατεία» της Ελλάδας στην Κριμαία, η Μικρασιατική καταστροφή και η έλευση περισσότερων του ενός εκατομμυρίου προσφύγων, είναι τα κορυφαία γεγονότα μεταξύ του 1910 και των αρχών της δεκαετίας του 1920. Τα δάνεια από τους συμμάχους, οι βαριές φορολογίες, ο πληθωρισμός, η μεγάλη πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, με αποκορύφωμα το 1922 με ένα μέτρο απελπισίας, τη διχοτόμηση των χαρτονομισμάτων όπου «…το μισό θεωρήθηκε αναγκαστικό δάνειο, ενώ το άλλο μισό συνέχισε να κυκλοφορεί στο ήμισυ της ονομαστικής του αξίας» (6), έπληξαν τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα τα οποία ζούσαν μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. «[…] Τα εργατικά στρώματα θα θεωρηθούν ως δυνάμει απειλή του κοινωνικού καθεστώτος και ως δυνητικοί εχθροί του κράτους […]». (7) Εξάλλου, ο ίδιος ο Κριαράς ως έφηβος, είχε ανάλογα οικογενειακά και προσωπικά βιώματα.

Η χειρόγραφη απαντητική επιστολή του υπεραιωνόβιου Νέστορα των ελληνικών γραμμάτων Εμμ. Κριαρά, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του. 

Τα βιώματα αυτά, ταυτόχρονα με τα διαβάσματά του, τον οδήγησαν να κατανοήσει, να συνειδητοποιήσει και να καθορίσει, κατά κάποιο τρόπο πολύ νωρίς, με ωριμότητα, τη θέση και τη στάση του απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Θέση και στάση ενός προοδευτικού με σοσιαλιστικές τάσεις νέου, απόλυτα ρεαλιστική, η οποία καταγράφεται προς στο τέλος του διηγήματος με τη φράση: «[…] Θα ’ρχότανε όμως μια μέρα. Θα ’ρχότανε με τον καιρό, άμα θα ωρίμαζε στα κεφάλια των όμοιων του η ιδέα της ισότητας, άμα θα νοιώθανε οι ταλαίπωροι πως έχουν κι αυτοί δικαιώματα στη ζωή, σαν τους … άλλους…[…]».
Το διήγημα «Τέτοια ζωή!…» αποτελεί δείγμα γραφής ενός εφήβου που στις αρχές του εικοστού αιώνα μετουσίωσε σε πεζό λόγο τις σκέψεις και τους προβληματισμούς του, όπως ένας άλλος θα μπορούσε να γράψει ποίηση ή ένας τρίτος να εκφραστεί με τις καλές τέχνες, το οποίο φέρνουμε στο φως ξανά μετά από ενενήντα χρόνια για τους νέους των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα και όχι μόνο.

*δάσκαλος – ιστορικός ερευνητής
Σημειώσεις: 
(1) Εμμ. Κριαράς, Μακράς ζωής αγωνίσματα, σελ. 27, έκδ. «Οι φίλοι του περιοδικού ΑΝΤΙ», Αθήνα 2009.
(2) Βλ. http://el.wikipedia.org
(3) Εμμ. Κριαράς, όπ. παρ., σελ. 31.
(4) Αρκετοί από τη μεγάλη συντροφιά των νέων του «Κρητικού Φιλολογικού Συλλόγου» και του «Αυγερινού», μεγαλώνοντας εξελίχθηκαν σε σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου και της χώρας, που υπηρέτησαν την επιστήμη τους και τον ελληνικό λαό και κάποιοι έδωσαν τη ζωή τους για μια λεύτερη πατρίδα. Εκτός από τον Μανώλη Κριαρά, αναφέρουμε ενδεικτικά: α) Καψωμένος Στέλιος (1907-1978): Φιλόλογος – γλωσσολόγος, καθηγητής Α.Π.Θ. Ένα χρόνο πριν τον Αυγερινό, τον Αύγουστο του 1923 είχε εκδώσει μαζί με το Ρούσο Κτιστάκη το νεανικό-λογοτεχνικό περιοδικό «Λογοτεχνικές Σελίδες». β) Τωμαδάκης Νίκος (1907-1993): Φιλόλογος – βυζαντινολόγος, καθηγητής πανεπιστημίου Αθηνών. γ) Κτιστάκης Βαγγέλης (1908-1944): Διδάκτορας νομικών σπουδών στη Γερμανία, ήταν προπολεμικά η ψυχή του αντιφασιστικού αγώνα στα Χανιά και ευρύτερα, γραμματέας Κρήτης του ΚΚΕ και μεγαλομάρτυρας της Αντίστασης καθώς εκτελέστηκε με απάνθρωπο τρόπο από τους Γερμανούς κατακτητές στο κολαστήριο της Αγιάς στις 16 Ιούνη του 1944. δ) Σπυριδάκης Γιώργος (1908-1980): Σπούδασε στη Γαλλία φιλοσοφία, έγραψε ποίηση, δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στο Νεοελληνικό Ινστιτούτο της Σορβόνης και υπήρξε μορφωτικός ακόλουθος της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι. ε) Καλδής Πολυδεύκης (1908-2007): Δικηγόρος με σπουδές στο Παρίσι. στ) Γκανή Ιούλιος: Από την εβραϊκή κοινότητα των Χανίων, φίλος του θεάτρου που στα χρόνια της Κατοχής μαζί με τους άλλους ομοεθνείς του θανατώθηκε στο Άουσβιτς στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί. ζ) Κορνάρος Παναγιώτης (1908-1944): Από το Σφακοπηγάδι Κισάμου. Αγωνιστής δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ριζοσπάστης. Τον φυλάκισε ο δικτάτορας Μεταξάς την 4η Αυγούστου. Την Πρωτομαγιά του 1944 εκτελέστηκε μαζί με άλλους 200 πατριώτες κομμουνιστές από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
(5) Εμμ. Κριαράς, όπ. παρ., σελ. 32.
(6) Κώστας Κωστής, Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος – 21ος αιώνας, σελ. 572-573, έκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013.
(7) Κώστας Κωστής, όπ. παρ. σελ. 580.
_____________________________________________
Αντιγράφω το παραπάνω πολύ ενδιαφέρον άρθρο από τα χθεσινά Χανιώτικα Νέα (http://www.haniotika-nea.gr/o-efivos-manolis-kriaras-sta-chania-ke-o-avgerinos/), γραμμένο από τον εξαίρετο μελετητή Γιώργο Πιτσιτάκη (Νιοχωρίτη και συμμαθητή μου στο δημοτικό), γιατί δίνει σημαντικά στοιχεία για το μεγάλο δάσκαλο και υπερασπιστή της δημοτικής γλώσσας Εμμανουήλ Κριαρά. Για το δάσκαλο, που έφυγε τον περασμένο Αύγουστο, είχαμε αναρτήσει εδώ, αναδημοσιευμένο από το Ορόγραμμα Σεπτ.-Οκτ. 2014, ενώ το 10ο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας που γίνεται το Νοέμβριο 2015 στην Αθήνα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του.
Τις λεζάντες των φωτογραφιών μου τις έστειλε ο συγγραφέας. Επίσης, μου έστειλε ένα κείμενο για τον Εμμ. Κριαρά που είχε δημοσιεύσει στο Β' τεύχος του περιοδικού Λόγου και Τέχνης "Κεδρισός" των Χανίων, συνοδευόμενο από το πρώτο διήγημα του δασκάλου.