Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ναζισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ναζισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

Εξορίες γλώσσας και ναζισμός ή η γλώσσα μετά το ΄Αουσβιτς

Η λέξη "Ολοκαύτωμα" είναι ακατάλληλη και ηχεί παράταιρα για να ονομάσει ένα τέτοιο γεγονός.  Η φράση "όλα - ή όλοι - καμένα" σημαίνει κάτι που βρίσκεται πλησιέστερα στη θυσία, δηλαδή σε μια εξαγνιστική πράξη, κάτι που είναι ακριβώς σχιζοφρενικό σε σχέση με τη ναζιστική πράξη την οποία περιγράφει. Και για να συμπληρωθεί αυτή η σχιζοφρένεια, η λέξη που μοιάζει να είναι εγγύτερα για να ονομάσει την ακατονόμαστη και εκτός της ανθρώπινης διάστασης πράξη είναι εκείνη που προέρχεται από τη γλώσσα των θυμάτων της, "Σοά", που θα πεί "εξόντωση".
 
Τα τερατώδη αποτελέσματα του ναζιστικού ολοκληρωτισμού, τόσο στη δομή της γλώσσας όσο και στην εξορία της, αναλύει εξαντλητικά ο Κώστας Νασίκας, ψυχαναλυτής που ζει και διδάσκει στη Γαλλία, στο βιβλίο του Εξορίες γλώσσας (μτφρ. από τα Γαλλικά Τερέζα Βεκιαρέλλη, Γαβριηλίδης 2016).

Στο βιβλίο του ο συγγραφέας καταδεικνύει με πολλές αναλύσεις, αναφορές και παραδείγματα πώς η γλώσσα συμπιέζεται και διαμορφώνεται και πώς εντέλει εξορίζεται στο καταπιεστικό ναζιστικό καθεστώς και πώς οι άνθρωποι βιώνουν αντίστοιχα αυτές τις δυστοπίες.

Κάνει εκτεταμένες αναφορές στον Πάουλ Τσέλαν, στον οποίο αφιερώνει μάλιστα τη μελέτη αυτή, έναν ποιητή που, όπως πολλοί άλλοι αλλά ίσως περισσότερο τραγικά αυτός, βίωσε αυτή την εξορία της γλώσσας και τελικά δεν την άντεξε. Παραπέμπει επίσης συχνά στον επίσης τραγικό Πρίμο Λέβι, στον Ίμρε Κέρτες, στον Ζέμπαλντ, στον Άπελφελντ, στον ΄Άγκαμπεν, στον Αντόρνο, στη Χάνα Άρεντ και την περίιπτωση του Άιχμαν και σε πολλά άλλα πρόσωπα, στα έργα τους, στον τρόπο που αντιμετώπισαν το συγκεκριμένο ζήτημα χρήσης της γλώσσας "μετά το Άουσβιτς"και στη σχέση μεταξύ τους. 

Σε θεωρητικό επίπεδο αναφέρεται στις ψυχαναλυτικές έννοιες που τον ενδιαφέρουν όπως αυτές της μεταβίβασης και αντιμεταβίβασης, σε έννοιες όπως η αμφιβολία, η ενοχή και η ντροπή, στη γλωσσολογία και τον πατέρα της γλωσσολογίας τον Σωσσύρ, στη μνήμη, στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην "αντίσταση εντός της γλώσσας", αλλά και στην  "εχθρότητα προς την ποίηση της μετά το Άουσβιτς εποχής". 

Είναι συγκλονιστικά αυτά που καταθέτει ο συγγραφέας για το πώς βίωσαν οι άνθρωποι τον βιασμό της μητρικής τους γλώσσας από το ναζισμό, πώς αρνούνται δεσμούς με τη γλώσσα τους όταν έχει υποστεί αυτό τον βιασμό ή αντίθετα πώς χρησιμοποιούν τη μητρική  για να μην μείνει στους Ναζί ή πώς κρύβουν τη μητρική γλώσσα φοβούμενοι έναν τέτοιο βιασμό.

Πολλά μπορεί κανείς να μεταφέρει από το βιβλίο, γεμάτο σημειώσεις το δικό μου αντίτυπο, διαβασμένο από το '17 βέβαια, απλά εδώ μεταφέρω μόνο το γενικό κλίμα, τις θεματικές του, πραγματικά αξίζει  να δει κανείς κι αυτή την πλευρά των αποτελεσμάτων από τη ναζιστική θηριωδία.

Ο Βικτόρ Κλεμπερέρ είναι ο πολύτιμος μάρτυρας και ο αντιστασιακός αυτής της γλώσσας, ο οποίος αντιλήφθηκε πολύ νωρίς την τύχη που της επιφύλασσε το ναζιστικό σύστημα· ήταν ίδια με την τύχη που επιφύλασσε σε όλους όσους δεν κατάφερνε να αφομοιώσει ο ναζισμός ή σε εκείνους που τους αντιστέκονταν: η εξορία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και στη συνέχεια, προοδευτικά, η εξόντωση. Η ευαισθησία του ως καθηγητή λογοτεχνίας, το "σημάδεμά" του ως Εβραίου και ο γάμος του με γυναίκα της άριας φυλής, που στάθηκε στο πλάι του, φαίνεται να υπήρξαν οι καθοριστικοί παράγοντες για την τοποθέτησή του σε αυτή την άκρως επικίνδυνη θέση, τη θέση του μάρτυρα της προοδευτικής εξορίας της γερμανικής γλώσσας εντός της ναζιστικής γλώσσας. Θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τη δική του αλλά και της γυναίκας του, καταχώρισε στις σημειώσεις του, τις οποίες έκρυβε επισταμένως, την προοδευτική υποδούλωση των λέξεων, κι έπειτα ολόκληρης της γλώσσας, στο ναζιστικό σύστημα...

Έτσι αρχίζει το βιβλίο του Νασίκα. Ο Βίκτορ Κλέμπερερ, γερμανός φιλόλογος, από Εβραίους γονείς, δημοκράτης κυνηγημένος από τους Ναζί, κυκλοφόρησε  το 1947 βιβλίο για τη γλώσσα του Γ' Ράιχ (πρωτότυπος τίτλος "LTI – Lingua Tertii Imperii: Notizbuch eines Philologen". * Πώς στη ναζιστική Γερμανία η γλώσσα της εποχής εμποτίζεται από τη ναζιστική ιδεολογία και θηριωδία. Αποκαλυπτικό. 

Αυτό ήταν το θέμα της εικαστικής εγκατάστασης "Ο Κήπος του Φιλόλογου" της εικαστικού Ελένης Παπαϊωάννου που παρουσίασε το 2018 στον Κήπο του Επιγραφικού Μουσείου στην Αθήνα. Επιλέγει αποσπάσματα από το βιβλίο και μας καλεί να μελετήσουμε και να ερμηνεύσουμε τον ρόλο της γλώσσας μέσα ή έξω από τον αρχικό κόσμο της. όπως στην παραπάνω εικόνα που λέει: Η επιμονή είναι αρετή.

Άραγε, αναρωτιέται ο Νασίκας, οι λέξεις που είναι ξεκομμένες από την πραγματικότητα την οποία ονόμαζαν, εξακολουθούν να είναι λέξεις;

Και ο Τσέλαν **

Μία λέξη - ξέρεις;
ένα πτώμα.
Ας το πλύνουμε,
ας το χτενίσουμε,
ας γυρίσουμε το μάτι του
προς τη φορά του ουρανού
 
Ας είναι αυτή η ανάρτηση αφιερωμένη στη μνήμη για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, της Σοά.  

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Παραπομπές και Σημειώσεις

* Για "τον Κλέμπερερ και τη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ είχε γράψει ο Γεράσιμος Βώκος άρθρο στο Βήμα (24/11/2008). Επίσης, πολύ ενδιαφέρον έχει το άρθρο με τίτλο "Ενα πολύτιμο κόκκινο βιβλιαράκι" της Μικέλας Χαρτουλάρη στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο οποίο παρουσιάζει το LTI-Λεξικό της Ελληνικής Στρατιωτικής Χούντας,  παραπέμποντας στο βιβλίο του Κλέμπερερ. (Στοιχεία καταλόγου για το ελληνικό λεξικό: LTI – Lingua Tertii Imperii. Editor D. G. Andújar. Wörterbuch der griechischen Militärjunta / Glossary of the Greek Military Junta. Τρίγλωσση έκδοση (ελληνικά – γερμανικά – αγγλικά). Σελ. 190. Documenta 14 at Parko Eleftherias / Documenta und Museum, Kassel, 2016.)

 ** Το αντέγραψα από το βιβλίο του Νασίκα (σελ. 63). Παραπέμπει στο βιβλίο Paul Celan: Ποιητής, επιζών, Εβραίος του J. Felstiner (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Νεφέλη 2008).

Σημείωση: Η εισαγωγή του Μπερνάρ Γκολς που υπάρχει στο βιβλίο έχει δημοσιευτεί ολόκληρη στο ηλεκτρονικό περιοδικό ο αναγνώστης.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2019

Η εξόντωση από τους Ναζί των 82 παιδιών του Λίντιτσε τον Ιούλιο του 1942: αφιερωμένο στα παιδιά που εμφανίζονται σε προεκλογικό σποτ


Η εξόντωση των 82 παιδιών του Λίντιτσε τον Ιούλιο 1942 - έργο της Marie Uchytilova

Για να μην ξεχνιόμαστε. Εξόντωσαν τους άντρες του χωριού, έκλεισαν τις γυναίκες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μάζεψαν τα παιδιά, κάποια τα έστειλαν σε γερμανικές οικογένειες να γίνουν γνήσια γερμανάκια της άριας φυλής, τα υπόλοιπα 82, 42 κορίτσια και 40 αγόρια, 1-16 χρονών, τα εξόντωσαν με δηλητηριώδη αέρια. Και η αιτία, ή μάλλον η αφορμή; Η θανάτωση του Reinhard Heydrich, ανώτατου στελέχους των Ες Ες, δεύτερου στην ιεραρχία μετά τον Χίμλερ, του δήμιου (henker) όπως ήταν γνωστός, του εμπνευστή της Τελικής Λύσης.

Και πού έγινε; Στην Κάνδανο; Στη Βιάννο; Στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο; Στο Οραντούρ ή στο Μαρσουλά; Έγινε στο μικρό χωριό Λίντιτσε 20 χιλιόμετρα έξω από την Πράγα. Πόσο μοιάζουν οι ιστορίες... Το χωριό ερήμωσε. 



Το 1943, ο Τσέχος μουσικός Bohuslav Martinů συνέθεσε ένα μικρό ορχηστρικό έργο 8 λεπτών στη μνήμη των παιδιών του Λίντιτσε.

Τα παιδιά του Λίντιτσε με το δάσκαλό τους, δυο μέρες πριν από τη σφαγή του 1942 (Πηγή)

Το χωριό ερήμωσε το 1942. Προς τα τέλη της δεκαετίας του '60, η Τσέχα γλύπτρια Marie Uchytilova φιλοτέχνησε τις 82 φιγούρες των παιδιών του Λίντιτσε και το χωριό ξαναζωντάνεψε σαν ένα υπαίθριο μουσείο για να κρατά τη μνήμη ξύπνια, ζωντανή. Θυμήθηκα τα στοιβαγμένα παιδάκια στο καμιόνι να οδηγούνται στο δάσος για εκτέλεση μια νύχτα του 41 σ' ένα χωριό της Ουκρανίας, έτσι όπως τα περιγράφει ο Πιέρ Πεζί στο "Γέλιο του δράκου". Η κτηνωδία του φασισμού δεν έχει όρια.

Πόσο λυπάμαι που βλέπω το προεκλογικό σποτ της Χρυσής Αυγής να το υποστηρίζουν παιδιά, είναι παιδιά στην ίδια ηλικία με αυτά που εξοντώθηκαν με αέρια, έτσι χωρίς λόγο, γιατί ήταν εβραιάκια, γιατί δεν ανήκαν στην άρια φυλή, γιατί δεν ήταν χριστιανάκια, γιατί ήταν ξένα, έτσι όπως βάζουν στο στόμα των σημερινών αυτών παιδιών να λένε, μίσος και χολή και ψέματα γεμίζουν την εύπλαστη ψυχή τους. Τι κρίμα!

Παιδιά,  ο φασισμός και ο ναζισμός δεν έχουν θέση στην καρδιά σας. Σκεφτείτε τα παιδιά του Lidice. Ήταν μια μέρα σαν και σήμερα που οι ναζί τα εξόντωσαν σε θαλάμους αερίων! Γιατί;

Τα παιδιά του Lidice
 

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Μπερλίν, της Άντζη Σαλταμπάση: αναζητώντας τις μνήμες μιας πόλης


Περιεργαζόμενη το βιβλίο πριν ξεκινήσω την ανάγνωση, διάβασα για το εξώφυλλο: "Μνημείο της Nelly Sachs στο Βερολίνο". Πάλι η Νέλλυ Ζακς μπροστά μου, τον τελευταίο καιρό βρέθηκε πολλές φορές στα διαβάσματά μου. Γερμανίδα ποιήτρια, γεννημένη στο Βερολίνο από Εβραίους γονείς, πρόλαβε να φύγει το 1940 στη Σουηδία· πιστή φίλη του ποιητή Πάουλ Τσέλαν, πληγωμένες υπάρξεις και οι δύο, χτυπημένες από την "τραυματισμένη πραγματικότητα" της φρίκης του ναζισμού. Έτσι περιγράφει τη συνάντηση των δύο ποιητών ο Κώστας Νασίκας στο εξαιρετικό βιβλίο του "Εξορίες γλώσσας". Ποιήματά της βρήκα πως υπάρχουν στο βιβλίο "Τέσσερις νομπελίστες ποιητές: Nelly Sachs, Jaroslav Seifert, Günter Grass, Elfriede Jelinek", Λεξίτυπον 2007 (σε μετάφραση και ανθολόγηση από Σωτήρη Γυφτάκη). Δεν το έχω ξεφυλλίσει, βρήκα όμως ποιήματά της στην ανθολογία της Μαρίας Λαϊνά "Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα: Επιλογή από ελληνικές μεταφράσεις" (Ελληνικά γράμματα, 2007, με μια παρατήρηση ότι δίνονται τα ονόματα των μεταφραστών, όχι όμως και η πηγή δημοσίευσης των μεταφράσεων). Το μνημείο που φωτογράφισε η Σαλταμπάση για το εξώφυλλο του βιβλίου της είναι το μνημείο του Ολοκαυτώματος και βρίσκεται στο πάρκο Koppenplatz του Βερολίνου, πολύ κοντά στην πλατεία Rosenthaler.

Αλλά νομίζω ξεστράτισα, αφορμή το βιβλίο της Άντζη Σαλταμπάση Μπερλίν (Πόλις, 2017). Τη Σαλταμπάση την έχω συναντήσει ως μεταφράστρια πριν από λίγα χρόνια, αρχικά στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο "Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933" του Χάινριχ Βίνκλερ. Τώρα, μας συστήνεται και ως συγγραφέας η ίδια, με μια πρωτοπρόσωπη αφηγηματική περιήγηση στην πόλη του Βερολίνου, στους χώρους και στην ιστορία του, με έμφαση στον όλεθρο του Ολοκαυτώματος και στις μικροϊστορίες των Εβραίων που κάποτε έζησαν σ' αυτή την πόλη.

Η συγγραφέας, ως δημοσιογράφος, αναζητεί και παρακολουθεί τις τύχες απλών ανθρώπων που ζούσαν στο Βερολίνο από τη δεκαετία του '30 ή και παλιότερα και που είτε χάθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης ή κάποιοι πρόλαβαν να ξεφύγουν και βρέθηκαν στην Αμερική, στο Ισραήλ ή αλλού.

"Νεκρές και σχεδόν νεκρές" γυναίκες στο Ράβενσμπρουκ
Θέμα της η μνήμη· αυτή που καταγράφεται και στο σπαρακτικά αποκαλυπτικό, μνημειώδες εννιάωρο ντοκιμαντέρ του Κώντ Λανζμάν Σοά, που σκηνές του θυμάται καθώς το πούλμαν τους πηγαίνει για επίσκεψη στο γυναικείο στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ. Και τι ειρωνεία, εκεί δίπλα στο στρατόπεδο σχεδίαζαν να χτίσουν ένα πολυκατάστημα· ειρωνεία ή μάλλον κυνισμός θα έλεγα καλύτερα. Ευτυχώς για τον σεβασμό στη μνήμη, τη συλλογική και την ατομική, για την κοινωνική μνήμη, το σούπερ μάρκετ δεν έγινε, μάλλον δεν λειτούργησε ποτέ σ' εκείνη τη θέση, όπως μας πληροφορεί και φυλλάδιο της πόλης (η συγγραφέας, πάντως, μας πληροφορεί πως έγινε τελικά στην άλλη άκρη της πόλης, δίπλα στο νεκροταφείο, εκεί που, όπως είπε ένας φύλακας του νεκροταφείου, έκαιγαν τα πτώματα πριν το στρατόπεδο αποκτήσει τους δικούς του φούρνους!). 

Ψάχνει τι απέγιναν οι Εβραίοι της πόλης, αλλά και ποια ήταν η στάση των υπόλοιπων κατοίκων της, των Γερμανών, των φίλων, των γειτόνων· άλλοι δεν μιλάνε, άλλοι δεν γνωρίζουν, άλλοι δεν έμαθαν ποτέ και άλλοι ξέχασαν. Επισκέπτεται σπίτια που κάποτε έζησαν εβραϊκές οικογένειες μαζί με τη φίλη της την Γκαμπριέλε· η φίλη της ανήκει σε μια πρωτοβουλία Γερμανών που προσπαθούν να ζωντανέψουν, να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν τη συλλογική μνήμη, τοποθετώντας τις Stolpersteine (στόλπερστάινε) μπροστά από τέτοια σπίτια. Λίθους μνήμης τα λέει ή πέτρες που σκοντάφτεις πάνω τους, κι έτσι αναγκάζεσαι να μάθεις για την ιστορία του συγκεκριμένου σπιτιού, την ιστορία κάποιων ανθρώπων που έζησαν εκεί και, βέβαια, για το Ολοκαύτωμα, τη Σοά, τον μαζικό αφανισμό εκατομμυρίων ανθρώπων που σχεδίασαν και πραγματοποίησαν οι ναζί στα μέσα του 20ου αιώνα.

Λίθοι μνήμης έχουν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία της Θεσσαλονίκης, μια πόλη 
απ' όπου πολλές χιλιάδες Εβραίων κατοίκων της εξοντώθηκαν από τους Ναζί
Ψάχνει και συζητά με ιδιαίτερη ευαισθησία για τους Εβραίους, για τους Εβραίους της Γερμανίας τη νοιάζει περισσότερο σε τούτο το βιβλίο, μα και για τους Εβραίους της Ελλάδας έχει την πίκρα της. Κι όταν τη ρωτούν πώς γίνεται να είναι ο άντρας της Έλληνας Εβραίος, και τη ρωτούν αν είναι "κανονικός ή αφομοιωμένος" κι αν υπάρχουν Εβραίοι στην Ελλάδα, γράφει:

Ε ναι, ναι, υπήρχαν κάποτε, μετά έμειναν ελάχιστοι, έτσι ήθελα να απαντήσω, αλλά δεν το έκανα και πώς μπορούσα άλλωστε, ποιος μπορεί να μιλήσει τόσο σκληρά και να πει ότι φυσικά και υπήρχαν πολλοί Εβραίοι στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότεροι έγιναν στάχτη. Όσο δε για το αφομοιωμένος, φυσικά είχαν δίκιο, αφομοιωμένοι είναι οι Εβραίοι στην Ελλάδα, κρυμμένοι για να μην ερεθίζουν τα αντισημιτικά αισθήματα. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

Την κατατρώει η Γερμανία και οι σύγχρονοι Γερμανοί· πώς προσλαμβάνουν εκείνο το τραύμα, είναι αλήθεια τραύμα γι' αυτούς το Ολοκαύτωμα; Μερικοί ρίχνουν την ευθύνη στους ίδιους τους Εβραίους. "Θα ήθελα να μπορώ κι εγώ να κάνω αυτό το σχόλιο", της είπε Γερμανός φίλος, πολιτικοποιημένος σοσιαλδημοκράτης και ειρηνιστής, όταν εκείνη του είπε χαριτωμένα για έναν Εβραίο φίλο της που άνοιξε μαγαζί και ότι νιώθει χαρούμενος γιατί ξύπνησε μέσα του ο Εβραίος έμπορος. Αυτός νομίζει πως οι Εβραίοι δεν τους επιτρέπουν να μιλούν ελεύθερα. Δεν ήταν πάντα καλές οι συμπεριφορές απέναντι στους Εβραίους, της είπαν κάποιοι απόγονοι εβραϊκών οικογενειών του Βερολίνου· ας ήταν Εβραίοι Γερμανοί, πάλι σαν εβραιόπουλα ξεχώριζαν τα παιδιά στο σχολείο και ήταν ανεπιθύμητα.

Πολλές οι ιστορίες για παιδιά που εξοντώθηκαν και άλλες τόσες σημερινές προσπάθειες μαθητών σε γερμανικά σχολεία να ανακαλύψουν την ιστορία του σχολείου τους εκείνη τη ζοφερή εποχή και να ξεθάψουν μνήμες παιδιών που φοιτούσαν τότε. Συγκινητική η ιστορία των έντεκα Εβραιόπουλων από το γυμνάσιο Χέρμαν Έλερ στο Στέγκλιτς.

 Άλλοι νιώθουν οι ίδιοι ενοχές, άλλοι αρνούνται ότι γνώριζαν ή ότι γειτόνεψαν με Εβραίους.

Τα αισθήματα μιας ξένης στη Γερμανία είναι ανάκατα, αγαπά την πόλη, αναγνωρίζει τα χαρίσματα των ανθρώπων της, αλλά άλλο τόσο τους δίνει, με παρρησία θα έλεγα, χαρακτηρισμούς κάθε άλλο παρά κολακευτικούς πάντα. Κι εμείς, επηρεασμένοι μάλιστα από τις τρέχουσες καταστάσεις της κρίσης και από τις συμπεριφορές κάποιων επώνυμων ανθρώπων αλλά και μέσων ενημέρωσης από τη χώρα αυτή, κάποιες φορές νιώθουμε και δικαιωμένοι για τυχόν αντιδράσεις μας. Βέβαια, δεν είμαι από αυτούς που θα συμφωνούσαν για τη συνολική καταδίκη του γερμανικού λαού, του οποίου εκτιμώ και αναγνωρίζω αρετές και ικανότητες, όμως δεν μπορώ και να μην παραδεχτώ πως κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που έδωσε νιώθω να ταιριάζουν στα γενικά χαρακτηριστικά τους (όπως τα αντιλαμβάνομαι, φυσικά).

Όταν μάλιστα χρησιμοποιεί το παράδειγμα της συμπεριφοράς αστυνομικών απέναντι σε κατοίκους που δείχνουν "ξένοι", ακόμη κι αν έχουν γερμανική υπηκοότητα, μ' εκείνο το ανατριχιαστικό ερώτημα "Geboren?" και με την κατάταξη στην κατηγορία "Migrationshintergrund", όχι όμως αν έχουν γεννηθεί π.χ. στην Ολλανδία (όπου θεωρούνται και πάλι "άριοι", συμπεραίνει η συγγραφέας), τότε σκέφτομαι τα δικά μας, και τους μπαρμπάδες μου που είχαν μεταναστεύσει αρχές δεκαετίας του '60 στη Γερμανία και όλους αυτούς τους ταλαίπωρους ανθρώπους που φτάνουν στη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη ζωή... Αλλά, όπως τόσο καλά το είχε πει η Ανέτ Βιβιορκά που την αναφέρει η συγγραφέας, "το Άουσβιτς είναι μια μετωνυμία για όλα" (είχα κάνει αναφορά εδώ).

Το βιβλίο τελειώνει με μια εκδρομή στο Νησί των Παγωνιών, τον μικρό παράδεισο που θυμίζει τις παραστάσεις έργων του Ρακίνα, αλλά και την τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων του '36, τότε που το ζεύγος Γκέμπελς υποδεχόταν τον κόσμο, την ίδια ώρα που "κρατούμενοι ξεχέρσωναν το δάσος Ζάξενχάουζεν για το μελλοντικό στρατόπεδο, και εξακόσιοι Σίντι και Ρομά κλείνονταν σε ένα Τσιγκόινερ Λαγκερ στα ανατολικά της πόλης" και με μια αναφορά στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν, όπου "ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ...". (Και τι σύμπτωση: για τους Ολυμπιακούς του '36 είχα σχόλιο από τον Χάρη Κουρή σε πρόσφατη ανάρτηση σχετικά με τη γλώσσα και την ορολογία στη λογοτεχνία).

Η συνέχεια στο βιβλίο, η μνήμη και οι μνήμες, οι ατομικές και οι συλλογικές, η κοινωνική μνήμη, αυτό είναι το θέμα του, μακάρι να μην ήταν (είναι) και το ζητούμενο της εποχής μας.. 

Σάββατο 10 Ιουνίου 2017

10 Ιουνίου 1944 στα μαρτυρικά χωριά Δίστομο, Οραντούρ και Μαρσουλά





Ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο όταν στο χωριό Δίστομο οι Γερμανοί σκότωσαν 228 κατοίκους του, 53 παιδιά κάτω των 16, 58 άντρες και 117 γυναίκες, ενώ συνολικά στην περιοχή τα θύματα έφτασαν τους 600, αφού η θηριωδία τους δεν είχε σταματημό.


Τα πεντάχρονα δίδυμα αδελφάκια Barbe ήταν ανάμεσα στα θύματα
της ναζιστικής θηριωδίας στο χωριό Μαρσουλά της νότιας Γαλλίας

Ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο όταν στο χωριό Marsulas (Μαρσουλά) της νότιας Γαλλίας οι Γερμανοί σκότωσαν 27 αθώους κατοίκους του, 11 παιδιά, 6 γυναίκες και 10 άντρες.



Σε δέκα επιμνημόσυνες πλάκες καταγράφονται όλα τα ονόματα και οι ηλικίες των θυμάτων.
Επιπλέον χωριστές πλάκες με τα ονόματα των Εβραίων και των προσφύγων από Αλσατία και αλλού.

Και ήταν 10 Ιουνίου 1944 ημέρα Σάββατο, λίγες ώρες αργότερα μετά τη σφαγή στο Μαρσουλά, όταν στο χωριό Oradour-sur-Glane (Οραντούρ), 280 χιλιόμετρα μακριά, κοντά στη Λιμόζ, οι Γερμανοί εκτέλεσαν 642 ανθρώπους, άντρες γυναίκες και παιδιά!

Τρεις οι μαζικές εκτελέσεις αθώων ανθρώπων από τους Γερμανούς Ναζί την ίδια μέρα σε διαφορετικά σημεία της Ευρώπης. Τρία τα μαρτυρικά χωριά, ένα ελληνικό και δύο γαλλικά,  που έζησαν, μέσα στην ίδια μέρα, φριχτά εγκλήματα πολέμου. Ειδεχθή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας!

Αιωνία τους η μνήμη! 

Η μνήμη πάλι,  η μνήμη και οι μνήμες. 

Λέμε συχνά ότι δεν έχουμε μνήμη ή ότι έχουμε κοντή μνήμη. 

Ο καθηγητής Χάγκεν Φλάισερ γράφει για τους πολέμους της μνήμης ("Οι πόλεμοι της μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία", Νεφέλη 2008) και συνδέει την εξόντωση της μνήμης με την εξόντωση της αξιοπρέπειας εκατομμυρίων θυμάτων, "με πρόθεση να προλειάνει το έδαφος για ενδεχόμενη «βελτιωμένη» επανάληψη των φασιστικών εγκλημάτων".

Η Ποθητή Χαντζαρούλα, σε κείμενο που δημοσιεύει στο περιοδικό Χρόνος (τ. 9, Ιαν. 2014) με τον χαρακτηριστικό τίτλο "Αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί: Γιατί έχει σημασία να σκεφτόμαστε τον φασισμό ιστορικά;", μας παραπέμπει στον Πρίμο Λέβι και στο βιβλίο του "Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν" (Άγρα, 2000), "εμποτισμένο στη μνήμη και ταυτόχρονα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον", με το οποίο θέλει να μας πει ότι "η συμπεριφορά μας πρέπει να καθορίζεται όχι μόνο από τη γνώση του φρικτού παρελθόντος αλλά και από τη γνώση ότι αυτές οι δυνατότητες είναι πολύ πιο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε".

Μήπως αυτές οι δυνατότητες είναι πράγματι πολύ πιο κοντά μας από όσο φανταζόμαστε; 
Όταν μιλάμε για το αυγό του φιδιού, αλήθεια ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε;

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

"Χίτλερ, η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δυο χιλιάδων ετών ευρωπαϊκού πολιτισμού"

Η παραπάνω εικόνα είναι από τοιχογραφία του Ντιέγκο Ριβέρα η οποία δεν υπάρχει πλέον.
Πληροφορίες από το Gettyimages
Κάνοντας μια πρώτη διαλογή στα άπειρα αποκόμματα εφημερίδων που έχω, ανακάλυψα κάποια πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια σαν αυτό που παραθέτω σήμερα εδώ. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του Ντιέγο Ριβέρα, του Μεξικανού ζωγράφου και συντρόφου της Φρίντα Κάλο, που αναφέρεται σε δύο χαρακτηριστικά (και ... διδακτικά) στιγμιότυπα από την επισκεψή του στη Γερμανία το 1928. 

Για τη Γερμανία των χρόνων μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και για τη Δημοκρατία της "Βαϊμάρης" που δεν διέβλεψε και δεν κατάφερε τελικά να προλάβει και να προφυλάξει τον κόσμο από την επέλαση του ναζισμού, έχουν γραφτεί και γράφονται πολλά. Είχα κάνει κι εγώ μια μικρή αναφορά με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου "Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933" του Βίνκλερ. Επειδή όμως το κείμενο του Ριβέρα μιλά από μόνο του, το αντιγράφω κι εδώ (δημοσιεύτηκε την Κυριακή 18 Μαρτίου 2012 στην Αυγή, ως προδημοσίευση από αφιέρωμα του περιοδικού Μαρξιστική Σκέψη στο φασισμό):

Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.

Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.

Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.

Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.


Φωτογραφία της τοιχογραφίας του Ριβέρα από τον Walker Evans.
Πληροφορίες εδώ κι εδώ.
Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.

Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.

Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.

Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.

Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.

Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.

Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».

«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».

Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.

«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».

Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».

Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».

Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.

Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα)...

Τη συνέχεια την γνωρίζουμε...

Σημείωση: Ο Έρνστ Τέλμαν ήταν ο Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Εκτελέστηκε το 1944 στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Ο Βίλι Μίντσενμπεργκ ήταν Γερμανός κομμουνιστής, φίλος του Λένιν, με πολυσχιδή δράση μέχρι το 1940 που εξαφανίστηκε κάπου στη Γαλλία (κατά μία εκδοχή εκτελέστηκε από την NKVD).

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

"Κλεμμένη εφηβεία" του Στανισλάς Τόμκιεβιτς: Μια σιωπή 50 χρόνων ύστερα από το απόλυτο κακό στο σύγχρονο πολιτισμό μας

"Η κλεμμένη εφηβεία", University Studio Press, 2012
 (μετάφραση από τον Γρηγόρη Αμπατζόγλου και επιμέλεια από τον ίδιο και τον Δημήτρη Πλουμπίδη)

Ήταν συγκλονιστική η ανάγνωση του βιβλίου του Πολωνοεβραίου ψυχίατρου Stanislas Tomkiewicz, που στα εφηβικά του χρόνια έζησε στο γκέτο της Βαρσοβίας, δραπέτευσε από το τρένο που τους πήγαινε στην εξόντωση, κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen-Belsen και, τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, φυματικός,  βρέθηκε το 1945 στη Γαλλία, όπου σπούδασε κι έζησε μέχρι το θάνατό του το 2003. 

Για πενήντα χρόνια σιώπησε, έγινε ένας διεθνώς αναγνωρισμένος ψυχίατρος, ενσωματώθηκε στη γαλλική κοινωνία, έγινε ακτιβιστής (μέλος του ΚΚΓ στην αρχή), χωρίς να έχει πει κουβέντα για τα χρόνια που έζησε στην Πολωνία μέχρι το 1945. Το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση, μια εξομολόγηση, ένα βιβλίο για τη μνήμη και την απώθηση.

Γιατί σιωπούσε όμως τόσα χρόνια;

Ένιωθα, γράφει, ντροπή που δεν υπέφερα αρκετά, ζύγιζα 39 κιλά, ενώ ο άλλος (ο καλός του φίλος Mathias) ζύγιζε μόνο 26! Σιώπησε, λέει, όχι τόσο για τα φριχτά πράγματα που έζησε στα στρατόπεδα, αλλά «κυρίως λόγω του μαζικού χαρακτήρα που είναι κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, των δολοφονιών που πραγματοποιήθηκαν στην Πολωνία, 90% του εβραϊκού πληθυσμού (3 εκ. άνθρωποι, χωρίς να μετράμε τα 2 εκ. των Πολωνών που δεν ήταν Εβραίοι)».

Άλλοι τα 'χαν πει ήδη και καλύτερα, λέει ο Τόμκιεβιτς, ο Πρίμο Λέβι, ο Χόρχε Σεμπρούν και τόσοι άλλοι, αλλά και η αδερφή του η ίδια. Στο δίλημμα του Σεμπρούν «Η τροφή ή η ζωή», προτίμησε το δεύτερο, επέλεξε να σιωπήσει, να στραφεί στο μέλλον, να θεραπευτεί για να θεραπεύσει. Η σιωπή αγκάλιασε και όλη την παιδική του ηλικία.

«Άγγιζε ακόμα και το ταγκό το οποίο λάτρευα όταν ήμουν παιδί και το οποίο θεωρούσα ότι πέθανε με τον πόλεμο

Ένιωθε σαν να είχε λησμονήσει ακόμη και τον Janusz Korczak, τον σπουδαίο παιδαγωγό και γιατρό (που ήθελε να του μοιάσει μάλιστα) και που τον είχε συνδέσει με τα αγαπημένα του παιδικά βιβλία Roi Mathias 1er  και Le petite Revue (ήταν περιοδικό από παιδιά για παιδιά που εκδιδόταν στην Πολωνία μέχρι το 1939 που οι Ναζί το σταμάτησαν). Ο Γιάνους Κόρτσακ διηύθυνε ένα ορφανοτροφείο φτωχών παιδιών στη Βαρσοβία και στο γκέτο στη συνέχεια και ο Τόμκιεβιτς θυμάται που οι πλούσιοι Εβραίοι του γκέτο συγκέντρωναν βοήθεια για το ίδρυμα. Οδηγήθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα μαζί με τα 200 παιδιά του ορφανοτροφείου και πέθανε τον Αύγουστο του 1942. Γράφει γι' αυτόν σε πολλά σημεία της εξομολόγησής του, άλλωστε για πολλά χρόνια ήταν Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Korczak. Ο Κόρτσακ ήταν ο πρόδρομος του κινήματος για τα δικαιώματα του παιδιού, ήταν αυτός που από τις αρχές του αιώνα είχε μιλήσει για το σεβασμό στο παιδί. Μιλώντας για τον Κόρτσακ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη βία των παιδιών των προαστίων, η οποία "δεν οφείλεται σε χαλαρότητα των γονιών, αλλά στην καταστροφή της οικογένειας και των κοινωνικών δεσμών από μια κοινωνία όπου το κέρδος είναι σήμερα η μόνη της αξία". 

Γράφει για την πλατεία μετεπιβίβασης, τον προθάλαμο του θανάτου, την Umschlangplatz. Τελευταία φορά βρέθηκε εκεί στις 2 Μαϊου 1943, μαζί με τους γονείς του, το γαμπρό του, τον αδελφό του και τη νύφη του. Εκείνος πήδηξε από το τρένο, οι γονείς του θανατώθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, "γαζώθηκαν μ' ένα μυδράλιο". 

Χρειάστηκαν 30 χρόνια για να μιλήσει ο Τόμκιεβιτς πρώτη φορά σ’ ένα μαγνητόφωνο γι' αυτό που τον βασάνιζε πάντα, που ήταν ο πιο μεγάλος τραυματισμός του, για την εγκατάλειψη των γονιών του μέσα στο τρένο, τότε που αποφάσισε να πηδήξει και να γλυτώσει από τη βέβαιη εξόντωση. Και πέρασαν ακόμη 18 για να ξαναμιλήσει. Κι από τότε δεν σταμάτησε να μιλά. Έκανε και βίντεο, όπως με τον Σπήλμπεργκ και με την Ανέτ Βιβιόρκα στο Yale (στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος με τον τίτλο Fortunoff Video Archive for Holocaust Testimonies).

Γράφει για τις επιστημονικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις μέχρι που επέλεξε την ψυχοθεραπεία, "τη σχέση και τον αγώνα για την ευζωία των ατόμων που είναι επίκαιρα και παρόντα". Κρατώ κάποια σημεία από τις θέσεις που διατυπώνει, αλλά και από το συνοδευτικό κείμενο των επιμελητών, και χωρίς να είμαι ειδική ώστε να μπορώ να αξιολογήσω σε βάθος, κρίνω όμως πως σίγουρα οι αναζητήσεις και οι επιλογές του είχαν επηρεαστεί από την εμπειρία των νεανικών του χρόνων, από την εφηβεία που του είχε κλέψει η ναζιστική θηριωδία. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα παιδιά και τους νέους κι ένιωθε ένα αίσθημα ευτυχίας όταν έβλεπε ν' ανθίζουν στη θέση του νέοι που η ζωή τούς είχε κλέψει την παιδική ηλικία. Ασχολήθηκε με τον εξανθρωπισμό της ψυχιατρικής νόσου, ενώ το 1968 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχιμης ψυχιατρικής.

Αναφέρεται στην έννοια της ανθεκτικότητας (resilience - προσαρμοστικότητα;), την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να αντιστέκεται στα γυρίσματα της ζωής, ακόμη και στα πιο βαριά. Και αναφέρεται επίσης στην ενοχή, και στο μίσος, στη μάχη ενάντια στο μίσος. Και για τα παιδιά των επιζώντων, τι μπορεί να γίνει; Να μαθαίνουν ή να σιωπούν; Να σιωπούν για να προστατεύονται; Με μια "αληθινή δολοφονία της μνήμης;" Και η δική του σιωπή τι ήταν; Μήπως μπόρεσε "να συμφιλιώσει μνήμη και προστασία;"

Ερωτήματα που σίγουρα υπάρχουν. Και που μ' αυτά ασχολούνται οι ... πιο ειδικοί.






"...η ίδια η μεταπολεμική πορεία των επιζώντων αποτελεί μια διαρκή αναμέτρηση ζωής και θανάτου, απώλειας και ανάκτησης, παρελθόντων (νοσταλγικών, ηρωικών, τραυματικών) και μέλλοντος..."

Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο Γιώργος Αντωνίου, παρουσιάζοντας το βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε "Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940" (Πόλις, 2014) στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββάτου.


Και βέβαια, το βιβλίο πρέπει να έχει πολύ ενδιαφέρον. Να σημειώσω μάλιστα ότι ο Τόμκιεβιτς αναφέρεται στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που γνώρισε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν (σε αυτό αναφέρεται και η Μπενβενίστε) κι ανάμεσά τους τη Nora Saporta, με την οποία κράτησε φιλία για όλη τη ζωή. (Πρόκειται για τη Νόρα Νεχαμά, σύζυγο του σημαντικού αρχιτέκτονα Ισαάκ Σαπόρτα. Βλέπε ενδεικτικές αναφορές στα άρθρα του Ριζοσπάστη και της Καθημερινής, καθώς και στην ιδιαίτερης αξίας εργασία του καθηγητή Γ. Σαρηγιάννη για την Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα, από το 1960 ως το 1990.)
  
Έγραψα παραπάνω για τα ερωτήματα. Υπάρχουν ερωτήματα όπως φαίνεται, κάποιοι μιλούν ακόμη για άρνηση του Ολοκαυτώματος, εξάλλου και ο ορισμός της 27ης Ιανουαρίου ως ημέρας μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος ήρθε πολύ αργά, 60 χρόνια από το 1945! Και είναι η 27η Ιανουαρίου η μέρα απελευθέρωσης του Άουσβιτς, του Άουσβιτς που "είναι μια μετωνυμία για όλα", όπως είπε σε συνέντευξή της η Ανέτ Βιβιορκά και δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής, 1 Φεβρουαρίου 2015. Το Άουσβιτς είναι το σύμβολο του Απόλυτου Κακού, είπε. (Μικρή προσωπική καταγραφή είχα κάνει εδώ)

Η Βιβιόρκα είναι στορικός και ομότιμη διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας. Ίσως την ξέρουμε ακόμη περισσότερο από το βιβλίο της "Το Άουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου" (Πόλις, 2013). 






Απόψε όμως ήταν στην Αθήνα και πήρε μέρος σε μια συζήτηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος, Η συζήτηση είχε τον τίτλο «Ολοκαύτωμα και μνήμη» και συμμετείχαν επίσης ο Μαρκ Βάιτσμαν, διευθυντής Εταιρικής Επικοινωνίας του Κέντρο Simon Wiesenthal Center και πρόεδρος της Επιτροπής για την Άρνηση του Ολοκαυτώματος και τον Αντισημιτισμό της Διεθνούς Συμμαχίας για την Ανάμνηση του Ολοκαυτώματος και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ιστορικός, καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ συντόνιζε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Eφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. (παρακολούθησα ζωντανή αναμετάδοση της συζήτησης, κρίμα όμως που δεν υπάρχει δυνατότητα ετεροχρονισμένης παρακολούθησης για όσους δεν μπόρεσαν). Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, φάνηκε κάποια στιγμή πως υπάρχουν και κάποια ζητήματα/ερωτήματα, ίσως άλυτα ακόμη ή διαφορετικών κατευθύνσεων, όμως θα κρατήσω την τελευταία φράση του Στ. Ζουμπουλάκη, ο οποίος, δεινός πολέμιος του φασισμού και του αντισημιτισμού, είπε για κλείσιμο της συζήτησης:

"Να μην αφήσουμε τους αντισημίτες σε χλωρό κλαρί".

Προφανώς και είχε πολλούς αποδέκτες η φράση του. Και έχει πολλαπλή σημασία η αναφορά του, τόσο για μέσα, τα δικά μας, όσο και για έξω, για τον κόσμο που σπαράσσεται και χάνεται από φανατισμούς, μισαλλοδοξίες, παραλογισμούς, ανοησίες. 

Όχι άλλες κλεμμένες εφηβείες. Όχι άλλα κλεμμένα νιάτα!

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

Καλάβρυτα, 13 - 12 - 1943



13 - 12 - 43

Φτάνω στο σημείο να πω, πως ίσως θα 'ταν καλύτερο να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής˙ η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκκαλα παλικαριών˙ μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας , αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθησα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.
Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ' ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ' αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ' αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονώ όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμιάμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι' αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.
Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ' το μέτωπο. Είχε γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε˙ ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν' ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές, λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ' αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα 'νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ' τους άλλους. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Κι όμως αυτή η κάποια διαφορά είναι που με καίει.
Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13 – 12 – 43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να 'γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;
Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω, και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,
φτιάχτε και μένα 'να καλό, καλύτερο από τ' άλλα...

Όμως, ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ' το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαινόταν απ' τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ' την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ' τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τους γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν˙ από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες...
Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους˙ σα να μην είμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν˙ αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.
Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.
Μου 'ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυό αδέρφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να 'φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.
Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα˙ δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.
Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα 'χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι' αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ' αφήνεις, ούτε καλημέρα να 'χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα υποκείμενα.
 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το παραπάνω κείμενο είναι ένα από τα 22 πεζογραφήματα που περιέχονται στη συλλογή "Για ένα φιλότιμο" (εκδ. Κέδρος, 1997). Όλα τα κείμενα γράφτηκαν την περίοδο 1961-1964. Ο ίδιος ο συγγραφέας τα αποκαλεί "πεζογραφήματα", γιατί βρίσκονται μεταξύ δοκιμίου και αφηγήματος, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. 
Το 1963 ήταν 20 χρόνια από τη σφαγή στα Καλάβρυτα. Σήμερα είναι 70 χρόνια από τη σφαγή εκείνη. 
Αξίζει να διαβαστεί και αξίζει να προσεχτούν οι λεπτομέρειές τους και αξίζει να εντοπιστούν αναλογίες με το σήμερα. 
Και πολύ περισσότερο αξίζει να διαβαστεί σε παιδιά, σε μαθητές δεκαεξάρηδες, όσο ήταν ο Γιώργος Ιωάννου το 1943 και όσο ήταν το παλικάρι που εκτέλεσαν οι Γερμανοί Ναζί στις 13 Δεκέμβρη του '43!


Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

"Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933"


Εξαιρετικά ενδιαφέρον (και επίκαιρο για την περίοδο που το διάβασα, μιας και συνεχώς γίνεται αναφορά) είναι το παραπάνω βιβλίο του Γερμανού καθηγητή Heinrich Winkler (εκδ. Πόλις, 2011, μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση). Αναφέρεται στα πολιτικά πράγματα όπως διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν στη Γερμανία από το 1918 αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία το 1933.

Το 1918 η Γερμανία βρίσκεται υπό τη σκιά της πολεμικής ενοχής, οι Σύμμαχοι επιβάλλουν σκληρές κυρώσεις (εδαφικές και οικονομικές) και στο εσωτερικό υπάρχει μια συνεχής αβεβαιότητα ως προς τις δυνάμεις που κυβερνούν και ως προς το σύστημα διακυβέρνησης τόσο συνολικά όσο και στις λεπτομέρειές του. Ο κόσμος στην Ευρώπη βγήκε κουρασμένος και σακατεμένος από τον πόλεμο, γινόταν λόγος για "δίκαιη ειρήνη" (λες και ... υπάρχει άδικη, αλήθεια), αλλά και πάλι δεν την αντιλαμβάνονταν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η επίδραση και από τις εξελίξεις με την επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία είναι προφανής και συνεχής. Από τη μια ο αντίκτυπος από τη ρωσική επανάσταση συνέβαλε θετικά στο ανέβασμα της ταξικής συνείδησης των γερμανών εργατών (θυμίζουμε την εξέγερση της ομάδας "Σπάρτακος" και τη δολοφονία των Κάρλ Λίμπνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ τον Ιανουάριο του 1919, τις συνεχείς εξεγέρσεις σε όλη τη δεκαετία του '20, αλλά όμως και την αδιαλλαξία του Κομμουνιστικού Κόμματος σε θέματα συνεργασίας και αντίληψης/πρόβλεψης του κινδύνου ανόδου των εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία, που έβλεπε εχθρούς όλους τους άλλους και το 1929 έκανε λόγο για σοσιαλφασισμό). Από την άλλη, οι σοσιαλδημοκράτες φοβούνται αντεπανάσταση από τους αριστερούς, οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες διαχωρίζουν τη θέση τους από τους Σπαρτακιστές με τους οποίους αρχικά ήταν στο ίδιο κόμμα ενώ στη συνέχεια προσχώρησαν ή συμμάχησαν με τους σοσιαλδημοκράτες.

Ο συγγραφέας αναφέρεται με λεπτομέρειες σε όλες τις διεργασίες στη διάρκεια των χρόνων αυτών, στην εμφάνιση και δράση των πολλών κομμάτων από τον δεξιό, τον κεντρώο, τον σοσιαλδημοκρατικό και τον αριστερό χώρο, στις συμμαχίες που διαμορφώνονταν σε κάθε νέα εκλογική αναμέτρηση, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στα ζητήματα που υπήρχαν και που οδηγούσαν (κατά την γνώμη του) στις καταστάσεις που περιγράφει. Η οικονομική κρίση που κορυφώθηκε σε όλο τον κόσμο στο τέλος της δεκαετίας, οπωσδήποτε επηρέασε καταλυτικά την κατάσταση και στη Γερμανία.

Έχει σημασία να δει κανείς τους τρόπους δράσης και στρατολόγησης παραστρατιωτικών ομάδων, κύρια μέσα από τους εργάτες και τους αγρότες, που χρησιμοποιεί το κόμμα των εθνικοσοσιαλιστών. Προβάλλει οράματα "σοσιαλιστικά", καταφερόμενο υποκριτικά ενάντια στους πλούσιους και υποδεικνύοντας τους Εβραίους ως τους αίτιους της οικονομικής συμφοράς  των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, κολακεύει τους αγρότες, στηριζόμενο στο ισχυρό αίσθημα ιδιοκτησίας τους και προβάλλει ως ο προστάτης τους απέναντι στον μπολσεβικισμό. Εννοείται ότι συνοδεύει όλα αυτά με ισχυρότατες δόσεις ακραίου εθνικισμού και δήθεν φυλετικής ανωτερότητας, ενώ συγχρόνως κλείνει το μάτι στη μεγάλη αστική τάξη, στην οικονομική στήριξη της οποίας βασίζει τα σχέδιά του για την ανέλιξη στην εξουσία και τη δημιουργία του Γ' Ράιχ.

Τα κόμματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης άργησαν να αντιληφθούν το ρόλο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, θεωρώντας ότι θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν στο πολιτικό παιχνίδι για τα μικροκομματικά τους συμφέροντα, αφού εκλογικά φαινόταν ακίνδυνο. Έτσι και επώασαν το αυγό του φιδιού, αφού το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα χρησιμοποίησε όλες τις δυνατότητες που του έδινε η δημοκρατία με απώτερο σκοπό να καταλάβει την εξουσία και να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στη συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2,6%  που πήρε στις εκλογές του 1928, αξιοποιώντας την κοινωνική δυστυχία από το κραχ του 1929, αύξησε κατακόρυφα τα ποσοστά του και στις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις ξεπέρασε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και έγινε πρώτο,  φτάνοντας στο 1933 να γίνει καγκελάριος ο Χίτλερ και το κόμμα του να πάρει 43,9% στις εκλογές του Μαρτίου 1933! Τα άλλα κόμματα απαγορεύτηκαν. Ο ναζισμός ήταν πλέον εκεί, ήταν στην Ευρώπη!

Ενδιαφέρον στο βιβλίο είναι η ιστορική συνέχεια που αναζητά ο συγγραφέας, κάνοντας αναφορές στην επανάσταση του 1848, στον Φρειδερίκο Γουλιέλμο Δ' και στο εκλογικό σύστημα που είχε θεσπίσει στην Πρωσία το 19ο αιώνα, στην εποχή του Βίσμαρκ ψάχνοντας για αναλογίες, αλλά και στα εθνικά/εδαφικά ζητήματα ανάμεσα σε Γερμανία, Γαλλία, Πολωνία, Αυστρία, Πρωσία, Ρωσία. Σε κάθε περίπτωση, διατυπώνει τους προβληματισμούς του για τους τρόπους που λειτούργησε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, άλλοτε αφήνοντας ερωτηματικά και άλλοτε απαντώντας ο ίδιος.

Ο Πρόεδρος Έμπερτ (προερχόμενος από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα) δήλωνε το 1919: "Είμασταν στην κυριολεξία διαχειριστές της πτώχευσης του παλαιού καθεστώτος".  Και αναρωτιέται ο συγγραφεάς: "Τι θα γινόταν αν δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαχειριστές της πτώχευσης του παλαιού καθεστώτος, αλλά πατέρες και θεμελιωτές μιας δημοκρατίας;" Και οι απαντήσεις ποικίλλουν ...

Ο επίλογος και το χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου συμβάλλουν στην ανακεφαλαίωση και περιληπτική παράθεση όλων των γεγονότων, αληθινά πολύ χρήσιμο βοήθημα για τον αναγνώστη.
Τέλος, οφείλω να παραπέμψω στη σχετική σελίδα της Biblionet, όπου περιλαμβάνονται κείμενα και κριτικές από εφημερίδες για το βιβλίο, και φυσικά εκεί κανείς μπορεί να βρει ποικιλία απόψεων για το βιβλίο, για τον συγγραφέα και για την εποχή που περιγράφει. 

Το βιβλίο σε κάθε περίπτωση είναι πολύ ενδιαφέρον και πολύ χρήσιμο, χρειάζεται όμως προσοχή στις αναλογίες. Τότε, η Γερμανία βγήκε από έναν πόλεμο που η ίδια προκάλεσε, η ενοχή λοιπόν υπήρχε. Από την άλλη όμως, αναρωτιέται κανείς, ποιο είναι το αποδεκτό όριο αποπληρωμής της ενοχής και ποιο είναι το όριο πριν συναντήσει τον ρεβανσισμό; Δεν είμαι ιστορικός, ούτε πολιτικός, είμαι σκεπτόμενος πολίτης, που θέλω την αλλαγή, που ελπίζω, που "θέλω να είμαι συνεπής στα όνειρά μου" όπως έγραφε το σύνθημα στον τοίχο της Ιπποκράτους... 

Κάτω ο φασισμός! Ποτέ πια φασισμός!