Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025
Σκόρπια: ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας κι ένα ταξίδι στη μνήμη και τους σημαντήρες της
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2024
Η Γάζα απαντά μέσα από ιστορίες νέων Παλαιστίνιων συγγραφέων
[...] Ένα τσαλακωμένο λευκό χαρτί κι ένα μαύρο στιλό ήταν τα πρώτα πράγματα που αντίκρισα μόλις σηκώθηκα. Ήταν πάνω στο κατάμεστο γραφείο μου που βρισκόταν στην αριστερή πλευρά του κρεβατιού. Κάθισα στο γραφείο κρατώντας στο δεξί μου χέρι το χαρτί και στο αριστερό το στιλό. «Αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να ξεπεράσεις τη θλίψη σου˙
αν αποτύχεις, ως συνήθως, θα συνεχίσεις να ζεις με τον αφόρητο πόνο και τις άγρυπνες νύχτες σου». Έτσι μου υπαγόρευαν το θολωμένο μου μυαλό και η πονεμένη μου καρδιά από τότε που έχασα τις περίφημες ικανότητές μου να εκφράζομαι με λέξεις, το μέσον που συνήθως με εκπροσωπούσε κάθε φορά που μου δινόταν η ευκαιρία να κρατήσω ένα στιλό και να γράψω. Αυτή τη νύχτα αποφάσισα να ακολουθήσω τα καλέσματα της ψυχής μου. Με καλούσαν ήρεμα και γαλήνια να γράψω να γράμμα στο αθώο παιδί που έχασα εκείνη τη νύχτα.
[...]
Άφησα το στιλό να πέσει κάτω, τα δάκρυα μου ανέβλυζαν άφθονα, το κεφάλι μου ακούμπησε βαριά πάνω στο τραπέζι και θρηνούσα. Δεν μπορούσα να σταματήσω να επαναλαμβάνω τη λέξη «μόνος», μολύνοντας τις σιωπή εκείνης της νύχτας. Δεν άκουγα τίποτα, παρά μόνο τη μητέρα μου να ψιθυρίζει: «Τη λυπάμαι», είπε. «Ακόμα θρηνεί. Εξακολουθεί να γράφει κάθε βράδυ, αλλά αυτοί που πεθαίνουν δεν επιστρέφουν ποτέ».
Εκείνη συνέχισε να ψιθυρίζει κι εγώ συνέχισα να θρηνώ: «Ζήσαμε μαζί και πέθανες μόνος».
Είναι απόσπασμα από το διήγημα «Μια φορά και μια αυγή» της Παλαιστίνιας Σαχντ Αγουαντάλαχ, που περιέχεται στο βιβλίο «Η Γάζα απαντά: Ιστορίες από τη Γάζα» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2024, σε μετάφραση Βικτωρίας Λέκκα). Η Σαχντ, αν ζει, είναι σήμερα περίπου 35 χρονών*, απόφοιτη του Τμήματος Αγγλικών του Ισλαμικού Πανεπιστημίου της Γάζας. Σημειώνω την υπόθεση «αν ζει», γιατί το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2014 και ξανά φέτος μετά από 10 χρόνια.
Περιέχονται 23 διηγήματα, 23 μικρές ιστορίες γραμμένες από 15 νέους και νέες συγγραφείς της Παλαιστίνης, όπου μάλιστα οι 12 είναι γυναίκες. Η
συγκέντρωση και επιμέλεια έγινε από τον ποιητή και καθηγητή συγκριτικής
λογοτεχνίας Ρεφαάτ Αλαρίρ, ενεργό ακτιβιστή για τα δικαιώματα των
Παλαιστινίων, που σκοτώθηκε πριν ένα χρόνο σε βομβαρδισμό από τους
Ισραηλινούς (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2023/12/blog-post_19.html).
Το βιβλίο είχε εκδοθεί στα αγγλικά το 2014 και ξανά το 2024, ενώ στα
ελληνικά κυκλοφόρησε φέτος σε μετάφραση από τη Βικτωρία Λέκκα. Όλες οι
ιστορίες κρίνονται τόσο για τη λογοτεχνική γραφή όσο και για τον τρόπο
που αγγίζουν, μέσω της γραφής και μέσα από εικόνες της καθημερινότητας,
το δράμα του παλαιστινιακού λαού εδώ και τόσες δεκαετίες, το δράμα
δηλαδή των ίδιων αυτών των νέων ανθρώπων που τα όνειρά τους γίνονται στάχτη, που τους πνίγει η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα, η απανθρωποποίηση που βλέπουν (και βλέπουμε) να κυριαρχεί στον σημερινό κόσμο. Ο θάνατος και οι μνήμες αποτελούν κεντρικά στοιχεία κάθε ιστορίας.
Όταν έφτασε σ' αυτόν -το βιβλίο αυτή τη φορά ανοιχτό πάνω στο στήθος του, το άτριχο κεφάλι του ακουμπισμένο στην άκρη του μαξιλαριού- ο μικρός δεν χαμογέλασε. Κάθισε σχεδόν άκαμπτη δίπλα του και σήκωσε το βιβλίο. Ήταν ο Πίτερ Παν, η ιστορία του αγοριού που δεν μεγαλώνει ποτέ και περνάει την αέναη παιδική του ηλικία στο μικρό νησί της Χώρας του Ποτέ, όπου ζουν τα ξεχασμένα αγόρια.
Έβαλε το βιβλίο πίσω στα μικρά, παγωμένα χεράκια του, και ευχήθηκε να είχε μπορέσει να τελειώσει την ιστορία. «Κοιμήσου, αγόρ... Πίτερ Παν», ψιθύρισε.
![]() |
Στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, ο Σαλάχ Αλ Μούσα, πρώην επιτετραμμένος της Παλαιστίνης στην Ελλάδα και συγγραφέας του βιβλίου «Μνήμες Παλαιστίνης» που κυκλοφόρησε από την Εφημερίδα των Συντακτών, παραθέτει απόσπασμα ποιήματος του Λόρκα στη μνήμη του Ρεφάτ Αλαρίρ |
-----------------------------------------------------
* Στο τέλος του βιβλίου περιέχονται τα βιογραφικά σημειώματα των νεαρών Παλαιστίνιων συγγραφέων, όπου άλλα χρονολογούνται στο 2013 και άλλα στο 2024. Έτυχε τα αποσπάσματα που παραθέτω να αναφέρονται στα στοιχεία του 2013. Ποιος ξέρει ποια είναι η τύχη των νέων αυτών...
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2024
Μεσσίαι βγαίνουν τόσοι...
Ένας Μεσσίας μια φορά στην Βηθλεέμ 'γεννήθη
κι αστήρ ωδήγησε λαμπρός βοσκών και μάγων πλήθη,
κι έδώ μες στο Ρωμαίικο Μεσσίαι βγαίνουν τόσοι
καθένας με προγράμματα πώς τους Ρωμιούς θα σώσει
κι όμως αστήρ δεν οδηγεί της ψήφου τα ζαγάρια
και μόνο τις κολοφωτιές τις παίρνουν για φανάρια.
Ξεφυλλίζω το χριστουγεννιάτικο αφιέρωμα της εφημερίδας «Εστία» 1898-1899 που περιέχει 31 κείμενα της λεγόμενης «χριστουγεννιάτικης φιλολογίας», όπως αναφέρεται στον πρόλογο.
Ξεχώρισα τους στίχους του Γεώργιου Σουρή, ο οποίος, γι' άλλη μια φορά, σατιρίζει τις προθέσεις και τα καμώματα των πολιτικών, που ωσάν Μεσσίες υπόσχονται τ' αυγά και τα καλάθια, αλλά και τα χούγια των πολιτών κρίνοντας κι αυτούς αυστηρά, αφού «αστήρ δεν οδηγεί της ψήφου τα ζαγάρια». Συχνά βρίσκω μηδενιστικά τα λόγια του, εξισωτικά και αφοριστικά που οδηγούν σε σκέψεις «τα ίδια είναι όλοι», αλλά και πολλές αλήθειες λέει. Ας μην επαναλάβω το κοινότυπο «αυτοί είμαστε μια ζωή», δυστυχώς, πάντως, δεν καταφέρνουμε να στοχαστούμε προσεκτικά, πολιτεία και πολίτες, και κάτι καλύτερο να κάνουμε. Η χρονιά που φεύγει μας γεννά τέτοιες σκέψεις.
Σάββατο 6 Ιουλίου 2024
Οδός Σόλωνος, της Νίκης Τρουλλινού: οδός ονείρων ή και χαμένων προσδοκιών;
Από ένα οδοιπορικό στη Σόλωνος και στους γύρω δρόμους των Εξαρχείων και της Νεάπολης, γυρνώντας πίσω στους δρόμους της γενέθλιας πόλης, στα Χανιά, και ύστερα για λίγο στους δρόμους της δεύτερης αγαπημένης πόλης, στο Ηράκλειο, η Νίκη Τρουλλινού ξεδιπλώνει μνήμες πίσω μπρος, από τη δικτατορία, τη Νομική και το Πολυτεχνείο, γυρίζει πιο πίσω και πιο πίσω και πάλι μπροστά και φτάνει μέχρι το σήμερα. Πρόκειται για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Νίκης Τρουλλινού με τίτλο «Οδός Σόλωνος» (εκδ. Ποταμός, 2024), όπου σκιαγραφεί μέσα από 18 διηγήματα, όπως τα ονομάζει εκείνη, ιστορίες θα έλεγα εγώ, το οδοιπορικό στους τόπους και στα χρόνια. Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, γράφοντας έναν εξαιρετικό πρόλογο και με τα εργαλεία του ιστορικού που χρησιμοποιεί ο ίδιος, αναγνωρίζει πως την εποχή εκείνη «μια άλλη εξίσου σημαντική διαδρομή λάμβανε χώρα, μια διαδρομή που οι σταθμοί της σχετίζονταν με ένα σύνολο κοινωνικών αντιλήψεων και πρακτικών». Τέτοιες εικόνες μας δίνει η Νίκη Τρουλλινού στο βιβλίο της.
Θυμίζεται πρόσωπα και γεγονότα, καταγράφει προσωπικές στιγμές, δεν νοσταλγεί ή μπορεί και να νοσταλγεί, εγώ ένιωσα κι έτσι, μια κι έχουμε ίδιες περίπου καταβολές και παρόμοιες εμπειρίες, ίδια γενέθλια πόλη, γνωστά και οικεία πρόσωπα περνούν από μπροστά μου καθώς γυρίζω τις σελίδες ή φαντάζομαι μην είναι ο τάδε και η δείνα...
Δεν ωραιοποιεί, δεν καταγγέλλει· καταγράφει, αστειεύεται, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται· περιγράφει την τοπογραφία μιας μεγάλης, ιστορικής γειτονιάς στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα στα εμβληματικά πανεπιστημιακά ιδρύματα, το Μετσόβιο και το Καποδιστριακό, και αποτυπώνει μια εποχή. Κατηφορίζει στα Χανιά, μιλά για τις δυο συνοικίες της πόλης, τις Κόκκινες Μόσχες, τη Νέα Χώρα και τη Σπλάντζια, αναφέρει ονόματα και περιγράφει στιγμές. Κι εγώ θυμίζομαι κείνα τα χρόνια, τον επαναστατικό ενθουσιασμό και τις τρέλες της νεαρής ηλικίας. Εδώ στέκω περισσότερο στα Χανιά, ίσως από δική μου ανάγκη και νοσταλγία, μα όλες οι εικόνες και κυρίως αυτές γύρω από τη Σόλωνος είναι ίσως και οι πιο συνταρακτικές, οι πιο εμβληματικές εκείνων των χρόνων.
Ανάκατες μνήμες, δεν προλαβαίνουν να σταθούν, λες κι η μια βιάζεται να περάσει μιαν άλλη, κάποια ονόματα βγαίνουν μπροστά, σαν το Βασίλη το Φθενάκη, πάντα γελαστό και πειραχτήρι, τους δυο Μήτσους (πώς δεν σκοτωθήκαμε κείνο το βράδυ που πήγαμε μαζί 6-7 άτομα νύχτα με ένα αυτοκίνητο στις Βουκολιές (κόκκινο χωριό κι αυτό τότε), τον Αντώνη τον Μπαλωμενάκη, το Μανώλη, τη Μαρία· θυμίζομαι το σύλλογο της Ξαστεριάς στα Χανιά και τη Φοιτητική Ένωση Κρητών στο Παγκράτι, το φροντιστήριο του Μπάτση με τον χημικό Θόδωρο Ξενάκη και τον φυσικό Γιάννη Παπαδομανωλάκη και κείνο το βράδυ, ήταν Φλεβάρης του '73 κι εγώ στην Στ' Γυμνασίου, ακούγαμε ψιθυριστά τα νέα της Νομικής, τα νέα της Καρυστιάνη που την είχαμε ηρωίδα και πρότυπο· θυμίζομαι τους χορούς και τα πανηγύρια στο φροντιστήριο της Αλέκας (η Αλέκα Μαρκογιαννάκη ήταν φιλόλογος, πολύ δραστήρια έως επαναστάτρια στα μάτια μας τότε, αργότερα ενεργοποιήθηκε στην πολιτική με το ΠΑΣΟΚ και ήταν αυτή που ως νομάρχισσα Ηλείας γκρέμισε αυθαίρετα κτίσματα στις παραθαλάσσιες περιοχές του νομού).
Η Τρουλλινού γράφει για τα σχολεία της Κοραή απέναντι από το Στάδιο, γράφει για την Αμπελά τη φιλόλογο του Α' Θηλέων (άραγε είναι η ίδια που μας έκανε Γαλλικά στο Β' Θηλέων;), γράφει για τον αρχαιολόγο "κύριο Γιάννη" κι εγώ υποθέτω αναφέρεται στον επιφανή αρχαιολόγο Γιάννη Τζεδάκη και τότε θυμίζομαι την κυρία Τζεδάκη, τη φιλόλογο που μας έμαθε για την «πόλη-κράτος», γράφει για τη μουσικό, για το Ωδείο της πόλης (όπου μάθαινα κι εγώ κιθάρα για ένα διάστημα), για τη γυμνάστρια και τα πηδήματα στο εφαλτήριο και μου θύμισε που εγώ μόλις κατάφερνα να καθίσω στο εφαλτήριο, ποτέ δεν έφτανα στην άλλη μεριά, για τις επιδείξεις στο τέλος του χρόνου στο σχολείο, για τα σορτς και τις κοντές φούστες, κι εγώ θυμάμαι τον παιδονόμο που γύριζε στην πόλη μ' ένα ποδήλατο μπας και τσακώσει την παρανομία...
Γράφει και για το «Ολύμπια», τον κινηματογράφο, κλειστός από χρόνια ήταν, τα 'μαθες Νίκη τα τελευταία νέα; τον γκρέμισαν πριν είκοσι μέρες, και οι πληροφορίες λένε ότι «θα ανεγερθεί νέα οικοδομή με μικρά διαμερίσματα, βασισμένη στις σύγχρονες ανάγκες για μίσθωση τουριστική ή κατοικίας» (η βαριά βιομηχανία μας, ο τουρισμός και θεός μας, τα φράγκα).
Σε κάποιες σελίδες μου θυμίζει κάτι από την Αρχαία σκουριά της Μάρως Δούκα, εκείνη κατέγραψε τη γενιά του 60 και του 114, η Τρουλλινού πήγε λίγο παραπέρα κι έφτασε στη γενιά της δικτατορίας και του Πολυτεχνείου.
Απεγνωσμένα σχεδόν, ρίχνανε γέφυρες πάνω από χάσματα που ήταν εκεί ορθάνοιχτα μπροστά τους, γέφυρες σαθρές, που στο πέσιμό τους έκαναν έναν υπόκωφο λίγο στριγκό ήχο, δεν τον άκουγαν; Τι κάνει ο ένας κι ο άλλος; Ποιος διορίστηκε στο Δημόσιο, ποιος έγινε καθηγητής πανεπιστημίου, πόσους εραστές μάζεψε η όμορφη γιατρέσσα του έτους. [...] Ο Κούντερα παίρνει το αίμα του πίσω, σκέφτηκε. [...] Και τα χρόνια σωστά τα 'χε μετρήσει: τόσα στη δικτατορία, τόσα στις νόμιμες συνεδριάσεις, τόσα στη φθορά - ποια απ' όλες - και την αυταπάτη. Και το τέλος της αυταπάτης. Να' χαμε ακόμα λίγη.
[...]
Υποθέτει ότι δεν θέλεις να δει την ταπεινή σου κατοικία με τους κήπους και την πισίνα. Και τη Γεωργία να επιθεωρεί τους ακριβούς καναπέδες διά χειρός Βαράγκη και να επιβλέπει τον Αλβανό κηπουρό. «Μην πατήσεις το χαλί, χρυσό μου, είναι Μπουχάρα» φέρεται να είπε στη Γιάννα
Ζωγραφίζει με τη δική της παλέτα, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς βερμπαλισμούς και ηρωισμούς, μια εποχή και μια γενιά. Και κάποτε ο σαρκασμός βγάζει απογοήτευση και πίκρα, πίκρα άραγε μόνο για κείνο το ζόφο που κυρίευε κι έπνιγε τη χώρα και τους ανθρώπους της, ή και πίκρα για το μετά, για το σήμερα, για την κληρονομιά στις γενιές που ακολούθησαν. Κι εμείς αναρωτιόμαστε: ήταν ηρωική εκείνη η εποχή; Ήταν ξεχωριστή εκείνη η γενιά;
Ας παραθέσω καλύτερα λίγα λόγια της ίδιας της συγγραφέα:
Οδός Σόλωνος, οδός ονείρων συλλογικών και ατομικών. Οδός διαδηλώσεων, ερώτων, χαφιέδων, χαμένων προσδοκιών. Μυστικά και βλέμματα, αγγίγματα βιαστικά και καφές στο κυλικείο. Πεταμένα τσιγάρα, παλιά βιβλία, γέλια και ελπίδες. Όταν βρέχει γλιστρούν οι σπασμένες πλάκες στα πεζοδρόμιά της, φοβάσαι μην πέσεις, μεγάλωσες πια, τι κάνω εδώ πάλι; αναρωτιέσαι. Αλλά είσαι εδώ, στην οδό Σόλωνος, χαμογελώντας: ωραία ήταν, λες, και αφήνεις τις ματαιώσεις να παρασυρθούν με τα βρομόνερα και τ' αποτσίγαρα στα ρείθρα του δρόμου. "Είμαστε τυχερή γενιά", ακούς καθαρά μέσα σου.
Το ερωτηματικό στον τίτλο της ανάρτησης είναι δικό μου. Η συγγραφέας ακούει καθαρά μέσα της και καταλήγει πως ανήκει σε «τυχερή γενιά». Μπορεί νάναι κι έτσι. Μπορεί να μην δώσαμε να το καταλάβουν οι επόμενες γενιές, τα παιδιά μας. Μπορεί...
Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί, για την ήρεμη ματιά στους χρόνους εκείνους, για το καταστάλαγμα που φέρνει ο μισός και πάνω αιώνας από τότε, για τους τόπους που έχουν την ιστορία τους και την ομορφιά τους, για τους ανθρώπους που αξίζουν να τους θυμηθούμε και κάποιους να τους μνημονεύσουμε, για τις παρέες που γράφουν ιστορία, για την ιστορία την ίδια...
Σάββατο 20 Απριλίου 2024
Μυρσίνη Ζορμπά: η γυναίκα με όραμα τον πολιτισμό της καθημερινότητας, με το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες εγγύηση ανάπτυξης
«Αν δεν μπορέσουμε να έχουμε τον πολιτισμό στην καθημερινή μας ζωή, στην πραγματικότητα είμαστε απομακρυσμένοι και από τα άλλα [...] πρέπει να μπαίνουμε στους χώρους πολιτισμού και να βγαίνουμε διαφορετικοί, διαφορετικοί στην καθημερινή συμπεριφορά, στη νοοτροπία, στη σκέψη μας», έλεγε στη συνέντευξη που έδινε ως Υπουργός Πολιτισμού στην εκπομπή Άλλη διάσταση της ΕΡΤ στον Κώστα Αρβανίτη και τη Φωτεινή Λαμπρίδη.
Ήταν η γυναίκα που ονειρεύτηκε κι έκανε πράξη έναν φορέα βιβλίου για τη χώρα μας, το ΕΚΕΒΙ, που κατάργησε η Κυβέρνηση Σαμαρά το 2013 και που πάλι εκείνη, ως Υπουργός Πολιτισμού, έβαλε τα θεμέλια να ξαναδημιουργήσει μα δεν πρόλαβε. Η δημόσια διαβούλευση για το νομοσχέδιο που όριζε τη δημιουργία του νέου Οργανισμού Βιβλίου είχε ολοκληρωθεί στις 12 Απριλίου του 2019, οι εκλογές την πρόλαβαν και δεν τα κατάφερε να ολοκληρώσει το όραμά της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε τίποτα, η αρμόδια υπουργός κυρία Μενδώνη είχε δηλώσει από πολύ νωρίς ότι δεν συμφωνεί με το νομοσχέδιο και θα το αλλάξει (πρωτότυπο, η συνέχεια του κράτους πάει περίπατο), βέβαια δεν έγινε τίποτα εδώ και τέσσερα χρόνια...*
Φτωχότερος ο κόσμος μας!
Η Μυρσίνη Ζορμπά ήταν μια στοχάστρια, φαίνεται στον λόγο της, στα βιβλία της, αλλά και στη μεγάλη τιμή που της έκανε το Πανεπιστήμιο της Ρώμης να δώσει το όνομά της στο Εργαστήριο Νεοελληνικών Σπουδών.
Φτωχότερος ο κόσμος μας!
Σήμερα θα περιοριστώ ν' αναφερθώ στην Πρωτοβουλία για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών που ξεκίνησε από τη Μυρσίνη Ζορμπά το 2021 και αγκαλιάστηκε από μεγάλο αριθμό ανθρώπων του βιβλίου, των βιβλιοθηκών και φίλων τους.
Η αρχή έγινε με άρθρο των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά με τίτλο «Ανάπτυξη χωρίς βιβλιοθήκες;» (Εφημερίδα των Συντακτών, 10 Ιανουαρίου 2021), στο οποίο αναγνωρίζουν τις βιβλιοθήκες ως απαραίτητα στοιχεία παιδείας και πολιτισμού μιας κοινωνίας.
Σχολεία χωρίς βιβλιοθήκες σημαίνει αφυδατωμένη και σχολαστική εκπαίδευση. Ο πολιτισμός χωρίς ένα δίκτυο από πολιτισμικές κυψέλες, που αναπτύσσονται στις τοπικές βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα, σημαίνει φωτισμένη βιτρίνα χωρίς περιεχόμενο. Μπορεί ο κόσμος να περνά από τον έντυπο στον διαδικτυακό λόγο, αλλά κάθε εποχή χτίζεται ακουμπώντας πάνω στην προηγούμενη, αλλιώς πέφτει στο κενό χάνοντας και το επόμενο τρένο.
Η βιβλιοθήκη δεν είναι αποθήκη βιβλίων. Είναι προπαντός σχέση ανάμεσα στα βιβλία και τους αναγνώστες. Σχέση που διαμεσολαβείται από βιβλιοθηκονόμους που προσανατολίζουν και τους μαθητές και τους χρήστες στους λαβυρίνθους της γνώσης. Σχέση ανάμεσα στους αναγνώστες που μαθαίνουν ο ένας από τον άλλο. Είναι κοινότητα αναζητήσεων, συζητήσεων και δραστηριοτήτων.
Με τα παραπάνω λόγια αρχίζουν το κείμενό τους για να συνεχίσουν με τη διατύπωση της ανάγκης για τη δημιουργία ενός Δικτύου Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού σε πανελλαδική κλίμακα
που θα λειτουργεί προσφέροντας την υποδομή πάνω στην οποία να ακουμπούν οι ανάγκες για πληροφόρηση, επικοινωνία, εκπαιδευτική και πολιτισμική ανάπτυξη χωρίς περιορισμούς
και που θα συνδέει εκπαίδευση και πολιτισμό, που θα δημιουργεί κοινότητες ενδιαφερόντων, ένα πλέγμα γνώσης και πολιτισμού που
θα έπρεπε να αποτελεί και την βασική εγγύηση ενός εθνικού σχεδίου ανάπτυξης.
![]() |
Η κατάσταση των ελληνικών βιβλιοθηκών όπως δίνεται από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ 2002-2020 και δημοσιεύονται στο κείμενο της Πρωτοβουλίας (Φεβρουάριος 2021) |
Με βάση το παραπάνω, περισσότεροι από 60 συγγραφείς, εκδότες, μεταφραστές, βιβλιοθηκονόμοι, πανεπιστημιακοί και άλλοι συνυπογράφουν κείμενο της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών (σε μορφή pdf το έχω ανεβάσει εδώ). Στο κείμενο οι υπογράφοντες υποστηρίζουν ότι ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών-Κέντρων Πολιτισμού μπορεί να εξασφαλίζει τους μοναδικούς δημόσιους χώρους και να λειτουργεί:
-ως θεσμός δια βίου μάθησης και κατάρτισης. Οι βιβλιοθήκες είναι οι πλέον "εμπιστεύσιμοι" φορείς, καθώς ενήλικες με ζητήματα γραμματισμού (βασικού ή και ψηφιακού) καταφεύγουν ευκολότερα σε μία βιβλιοθήκη.
- ως αστερισμός κέντρων τεκμηρίωσης και αρχείων της τοπικής πολιτιστικής, καλλιτεχνικής, κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και δραστηριότητας. Η αξιοποίηση τους μπορεί να προσφέρει τη δυνατότητα καταγραφής της προφορικής τοπικής ιστορίας, αναπτυξιακές προοπτικές, καθώς και να διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτές.
- ως δυναμική συνεργασία με άλλες δομές και θεσμούς της κοινότητας (ΚΑΠΗ, παιδικοί σταθμοί, ΜΚΟ της περιοχής, ωδεία, εργαστήρια τέχνης κλπ) και κοινωνική υποστήριξη ιδιαίτερα ευαίσθητων χώρων, όπως είναι οι φυλακές (βιβλιοθήκες φυλακών), τα νοσοκομεία (βιβλιοθήκες συνοδών και ασθενών), τα γηροκομεία, τα ιδρύματα.
Σημειώνεται επίσης ότι:
Η ενσωμάτωση της λειτουργίας των υποδομών αυτών και του ανθρώπινου δυναμικού τους στις καθημερινές λειτουργίες της κοινότητας, των μικρών και μεγάλων πόλεων και περιοχών, θα μεγιστοποιήσει την εκπαιδευτική και πολιτισμική τους αξία προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.
![]() |
Η εικόνα από τη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook |
Η Πρωτοβουλία απέκτησε υπόσταση, είχαμε τακτικές διαδικτυακές συναντήσεις τις οποίες συντόνιζε ο Μιχάλης Καλαμαράς μαζί με βιβλιοθηκονόμους, ενώ όλες οι δράσεις δημοσιοποιούνταν στη σελίδα της Πρωτοβουλίας στο Facebook, κάποιες από τις οποίες αναφέρω επιγραμματικά παρακάτω:
Στις 14 Απριλίου 2021 πραγματοποιήθηκε η συζήτηση με θέμα «Η ανάγκη Δικτύου Βιβλιοθηκών και το Ταμείο Ανάκαμψης». Μίλησαν βιβλιοθηκονόμοι, εκδότες, συγγραφείς και άλλοι άνθρωποι του βιβλίου, και η Μυρσίνη (μετά το 2:06'), τόνισε με έμφαση ότι τα κονδύλια που δίνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
![]() |
Η Μυρσίνη Ζορμπά κατά τη συζήτηση της Πρωτοβουλίας Βιβλιοθηκών για τις δυνατότητες του ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας |
![]() |
Από τη συζήτηση που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για τις παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες στη μνήμη Έλγκας Καββαδία στις 9 Δεκεμβρίου 2021 |
![]() |
Το σήμα της Πρωτοβουλίας για ένα Δίκτυο Βιβλιοθηκών |
Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024
Ημερολόγιο πολέμου κρατά η Άνοιξη: Τζενίν, από την Ετέλ Αντνάν
κι η νύχτα αρνήθηκε να βρέξει πάνω στα κεφάλια των αρνιών, κι είδαμε την αστραπή να αναμειγνύεται με τα σύγνεφα τα ψωμωμένα απ΄το αίμα και τα δάκρυα, και η ύλη βάλθηκε να ομιλεί κατευθείαν στους νεκρούς, που είχαν πάψει ν' ακούν, κι οι λαοί, απ' την άλλη, δεν είχαν πλέον φωνή, κι εμείς περπατήσαμε μέσα στα βάτα, στ' αγκάθια και στις τσουκνίδες, και τα μάτια μας εξάντλησαν το λεξιλόγιο του ζόφου
Από το συγκλονιστικό ποίημα -πεζό ποίημα- της Ετέλ Αντνάν που έγραψε μετά τη μάχη της Τζενίν το 2002, τότε που ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε τον προσφυγικό καταυλισμό της πόλης για 10 ημέρες, κατέστρεψε σπίτια, εκτόπισε το ένα τέταρτο από τους 16.000 κατοίκους του καταυλισμού, σκότωσε πάνω από 4.000 Παλαιστίνιους. Το ποίημα κυκλοφόρησε σε μια καλαίσθητη έκδοση από την Άγρα τον περασμένο Δεκέμβριο, σε μετάφραση Σπύρου Γιανναρά.
Το Άλογο ήταν το μνημείο - σύμβολο της πόλης για τη μάχη του 2002, έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Thomas Kilpper. Το φθινόπωρο του 2023, 20 χρόνια μετά την ανέγερσή του, οι Ισραηλινοί το απομάκρυναν (πληροφορίες εδώ)
Ζούμε στην έναστρη περιφέρεια του εφιάλτη, που το κάλλος ετούτης της άνοιξης εντείνει, μιας άνοιξης όλο δέντρα λουλουδιασμένα, υγρά βουνά στεφανωμένα με διάφανα σύγνεφα [...] Τι απέγινε εκείνο το παρελθόν; Οι φονιάδες δεν σταματούν στη σάρκα. Στοχεύουν το αόρατο, που ήταν άλλοτε η δική μας ευτυχία. Στο μεταξύ το σύμπαν γερνάει [...] Η νύχτα αναρωτήθηκε αν θα 'ταν ηθικό να κρύβει τέτοια θηριωδία, και έπειτα πήρε την απόφασή της: Έμεινε μετέωρη ψηλά στον ουρανό, το έσχατο αγαθό των αδικημένων. [...] η Ιστορία, η τελευταία μας ψευδαίσθηση. Όταν έκανε κρύο στα μη ζεσταμένα σπίτια μας, ζεσταινόμασταν με τη μνήμη των προγόνων μας, [...] έριξαν ανάκατα παιδιά, γέρους και νιόπαντρους, νεκρούς ή ημιθανείς, σε τάφο ομαδικό, και παράχωσαν τα πάντα, κι όλα αυτά για να πουν στον κόσμο των νεκροζώντανων ότι δεν υπήρχαμε [...]
Τα παραπάνω είναι λίγα σκόρπια αποσπάσματα από ένα συγκλονιστικό κείμενο που λες είναι γραμμένο και για τους τωρινούς καιρούς που στη Γάζα κανείς «μεγάλος» δεν παρεμβαίνει να σταματήσει η γενοκτονία, που το σύμπαν γερνάει και κατατρώει τα ίδια τα σωθικά του, που σώθηκαν τα λόγια στο λεξιλόγιο του ζόφου, που η Ιστορία γίνεται ψευδαίσθηση κι μνήμη ξεθωριάζει, που η Άνοιξη χάνει το κάλλος της και κρατά ημερολόγιο πολέμου!
Τζενίν. Μικρή πόλη στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, εμβληματική της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Πεδίο μάχης ήδη από το 1948 στη Νάκμπα (στα αραβικά, καταστροφή), τη βίαιη εκδίωξη των Παλαιστινίων από τις εστίες τους και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Ιδιαίτερα γνωστή από τη μάχη της Τζενίν το 2002, μετά την αποτυχία των συμφωνιών του Όσλο, στη διάρκεια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα (στα αραβικά, εξέγερση), μια άνιση αλλά ηρωική σύγκρουση, που ο ιστορικός ηγέτης της Φατάχ και της παλαιστινιακής επανάστασης Γιασέρ Αραφάτ ονόμασε "νέα μάχη του Στάλινγκραντ". Τιμώντας τη μάχη του 2002, υψώθηκε στην Τζενίν παλαιστινιακό μνημείο των νεκρών μαχητών.
Διαχρονικά, κέντρο αντίστασης κατά της ισραηλινής κατοχής και του καθεστώτος απαρτχάιντ, ιδιαίτερα από μια πολυπληθή νέα γενιά, χωρίς μέλλον και χωρίς εμπιστοσύνη σε καμιά παραδοσιακή παλαιστινιακή ηγεσία, ισλαμική ή λαϊκή, η Τζενίν γνώρισε, πάλι το καλοκαίρι του 2023, μαζική εισβολή του ισραηλινού στρατού.
Μετά την επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, και το ξέσπασμα του νέου πολέμου και τους τρομερούς βομβαρδισμούς της Γάζας, οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και των ένοπλων ακροδεξιών εποίκων επεκτάθηκαν και στη Δυτική Όχθη και στην Τζενίν, όπου και κατέστρεψαν το μνημείο της μάχης του 2002.
* Για την Ετέλ Αντνάν, αντιγράφω λίγα από το αυτί του βιβλίου:
Η Ετέλ Αντνάν (1925-2021) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βηρυτό του Λιβάνου. Η μητέρα της ήταν Ελληνίδα από τη Σμύρνη και ο πατέρας της υψηλόβαθμος Οθωμανός αξιωματούχος από τη Δαμασκό. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, το Μπέρκλεϋ και το Χάρβαρντ. Από το 1958 έως το 1972 δίδαξε φιλοσοφία. Έγινε ζωγράφος. Χάρη στη συμμετοχή της στο κίνημα των ποιητών ενάντια στον πόλεμο τού Βιετνάμ, άρχισε να γράφει ποιήματα και έγινε, σύμφωνα με τα λόγια της, «μια Αμερικανίδα ποιήτρια». Το 1972 επέστρεψε στη Βηρυτό και εργάστηκε ως πολιτιστική συντάκτρια. Έμεινε στον Λίβανο ως το 1976. Το 1977 το πεζογράφημά της Sitt Marie-Rose δημοσιεύτηκε στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Καλιφόρνια. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σύγχρονους συνθέτες και έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή φεστιβάλ. Έργα της για το θέατρο έχουν παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, είχε γράψει για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Bob Wilson το γαλλικό κείμενο της πολύγλωσσης όπεράς του Civil wars, το 1985. Το ποίημά της Τζενίν διασκευάστηκε και παρουσιάστηκε στο Θέατρο Άττις, στην Αθήνα, το 2006. Έργο της βασισμένο στο ποίημα To Be In a Time of War, με κείμενα του Heiner Muller, παραστάθηκε στο Forum Freies Theater στο Ντύσσελντορφ, το Βερολίνο και τη Βηρυτό το 2011. Συμμετείχε με το εικαστικό της έργο στη 13η documenta, στο Κάσσελ της Γερμανίας το 2012.
* Εικόνες από το βιβλίο
Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024
Οι Ελληνίδες μετανάστριες στην Αμερική: λίγες αναφορές από την Κόκκινη Αμερική του Κωστή Καρπόζηλου
Η επέκτασή του [του Λόκαλ 70] στα εργολαβικά καταστήματα τροποποίησε, επίσης, τις έμφυλες δυναμικές, οι οποίες αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές ειδικότητες στην παραγωγική διαδικασία. Οι νεαρές φινισίτριες αποτέλεσαν μία από τις δυναμικότερες ομάδες στο εσωτερικό του συνδικάτου. Ο ρόλος τους στην παραγωγή ήταν σημαντικός, καθώς ολοκλήρωναν την κατεργασία της γούνας προσθέτοντας, είτε με το χέρι είτε συνηθέστερα με μηχανή, υφάσματα, φόδρες και διακοσμητικά στοιχεία. Αποτελώντας το 52% των εγγεγραμμένων μελών, οι εργάτριες του Λόκαλ 70 αντιμετωπίστηκαν υπό το παραδοσιακό πρίσμα του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής: η διαρκής εξύμνηση της παρουσίας τους στην πρωτοπορία των εργατικών αγώνων γινόταν μέσα από τη ρητή η υπόρρητη σύγκρισή τους με τους αρχετυπικούς πρωτοπόρους, που ήταν αποκλειστικά άντρες. Η εκλογή των τριών πρώτων εργατριών στη διοίκηση του Λόκαλ 70 με τον συνδυασμό της Προοδευτικής Ομάδας καταδεικνύει, από την άλλη, ότι το ερώτημα της αφανούς γυναικείας εργασίας, το οποίο στις συντηρητικές εκδοχές του εργατικού κινήματος απουσίαζε παντελώς, είχε διαφορετική βαρύτητα στα βιομηχανικά εργατικά σωματεία.
![]() |
Μετανάστριες διαδηλώνουν ενάντια στην παιδική εργασία (από το βιβλίο Καρπόζηλου) |
![]() |
Αριθμός Ελλήνων μεταναστών και Ελληνίδων μεταναστριών στις ΗΠΑ (Πηγή εδώ) |
Μια επιπλέον παράμετρος της εξέλιξης αυτής αφορούσε τη ριζοσπαστικοποίηση των γυναικών του κλάδου. Εκατοντάδες Ελληνίδες εργάτριες είχαν εγγραφεί στο συνδικάτο του 1925 και είχαν συμμετάσχει στις απεργιακές διεκδικήσεις του επόμενου διαστήματος. Η παρουσία τους αντανακλούσε τους έμφυλους καταμερισμούς στο εσωτερικό των εργαστηρίων, καθώς ορισμένα στάδια της παραγωγής, όπως το πέρασμα της φόδρας, ήταν συνδεδεμένα με τη γυναικεία εργασία. Παρά τη σημαντική τους παρουσία στο εσωτερικό του κλάδου παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό αόρατες: οι σχετικές αναφορές στον μεταναστευτικό τύπο της περιόδου είναι μηδαμινές. Με τα δεδομένα αυτά , η υπογραφή της διακήρυξης της ελληνικής επιτροπής του Joint Board τον Φεβρουάριο του 1926 από 4 εργάτριες, σε σύνολο 12 υπογραφών, συνιστά τομή. Για πρώτη φορά η γυναικεία εργασία εμφανιζόταν ως ισοδύναμη της ανδρικής, ενώ η συνδικαλιστική οργάνωση των γυναικών αμφισβητούσε τη στερεότυπη αντίληψη ότι η εργασία των Ελληνίδων ήταν περιστασιακή ή συμπληρωματική στην ανδρική. Την ίδια στιγμή, ο λόγος του συνδικάτου, όπως και τις κομμουνιστικής Αριστεράς, φανέρωνε όρια και αντιφάσεις. Ο «ανδρισμός», συνώνυμο της μαχητικότητας, της συνοχής και της αδιάλλακτης στάσης, ήταν το αδιαμφισβήτητο μέτρο με βάση το οποίο κρινόταν και εξυμνούνταν η παρουσία των εργατριών στην καθημερινότητα της απεργίας. Υπό την οπτική αυτή, η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατριών του 1925-1926 αποτελεί ασφαλώς τομή, εντός της οποίας όμως υπήρχαν σημαντικές συνέχειες και αδράνειες.
Γενικότερο ενδιαφέρον έχει, πάντως, πηγαίνοντας προς την τελευταία δεκαετία που εξετάζει, δηλαδή έως το 1950, η ανάλυση των αλλαγών που έρχονται και των επιδράσεών τους στην αμερικανική κοινωνία και πολιτική:
Οι μεταναστευτικές και εθνοτικές κοινότητες ανήκαν στους κερδισμένους της μεταπολεμικής εποχής . Τα υψηλά ημερομίσθια, η είσοδος των γυναικών στην παραγωγή, η σταθερότητα της εργασίας, τα επιδόματα και οι παροχές στους βετεράνους αφορούσαν, μεταξύ άλλων, και εκατομμύρια Αμερικανούς της πρώτης και κυρίως της δεύτερης μεταναστευτικής γενιάς. Τα στεγαστικά προγράμματα και η κοινωνική κινητικότητα σήμαιναν ότι πολλοί μπορούσαν να μετακομίσουν από τις παλιές εργατικές γειτονιές στα προάστια της τακτοποιημένης καθημερινότητας, κάτι που συνιστούσε αποφασιστικό βήμα προς την κοινωνική καταξίωση, την εξίσωση με τους γηγενείς και την εκπλήρωση του Αμερικανικού Ονείρου. [...] Υπήρχε, βέβαια, μία σοβαρή εξαίρεση στο σχήμα αυτό: η ταύτιση των εθνοτικών πληθυσμών με αντιαμερικανικές ιδεολογίες, δηλαδή τον κομμουνισμό. Σε αυτή την περίπτωση δεν είχαν θέση στο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό το οποίο αντικαθιστούσε τις παλαιότερες θεωρίες της χοάνης που παρήγαγαν μία, ενιαία αμερικανική ταυτότητα.
Και ειδικά για τις κοινότητες των Ελληνοαμερικανών, ο Καρπόζηλος σημειώνει ότι:
Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024
Φελιτσιτά, της Μάρως Δούκα: Τα όνειρά μας είμαστε εμείς
Μυθιστόρημα
για τον Κωνσταντίνο Καβουράκη ή Κάβουρα
με τους δυο γιους, τον Ευάγγελο και τον Στέλιο,
και τη μια κόρη, τη Βούλα
Η Βούλα είναι η πιο ψηλή στην οικογένεια
Τη σύζυγό του την ωραία τη λένε Ελένη
Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι όλα,
πλην ενός, φανταστικά
Φανταστική εν μέρει και η οδός Αιόλου
με την ανθρωπογεωγραφία και τα τοπόσημά της
στην υπηρεσία της μυθοπλασίας
Ο λόγος για το τελευταίο βιβλίο της Μάρως Δούκα Φελιτσιτά (εκδ. Πατάκης, 2023). Τα παραπάνω λόγια είναι γραμμένα στη σελίδα του τίτλου. Η Μάρω Δούκα, όπως στα άλλα βιβλία της, ιδιαίτερα των τελευταίων χρόνων, πάλι πρωτοτυπεί ευχάριστα, «παίζοντας» με τη φόρμα, το στυλ γραφής, δοκιμάζοντας τεχνοτροπίες που δένουν την τεχνική με το περιεχόμενο. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται σε ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου, και η συγγραφέας με μαεστρία εξελίσσει την πλοκή, συνδέοντας σημεία από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, δένοντας τις διαφορετικές ματιές κάθε ήρωα ή ηρωίδας. Μακροπερίοδη γραφή, κάθε κεφάλαιο μία πρόταση, με ρέοντα λόγο, ήρεμο, χωρίς εντάσεις, που επιτρέπει στον αναγνώστη και την αναγνώστρια να (παρ)ακολουθεί τα πρόσωπα και στην πραγματικότητα να εντοπίζει και να αναγνωρίζει στοιχεία της δικής του/της ζωής, συμπεριφοράς, τύχης.
Ο Κωνσταντίνος έχει κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στην Ελένη, διώχνεται από το σπίτι και καταφεύγει άστεγος σε μια γωνιά της Αιόλου. Εκεί γειτονεύει με την Όλγα, άστεγη κι αυτή, φαφούτα αλλά κι ετοιμόλογη, καθένας με τις παραξενιές του και με την ιστορία του που δύσκολα μοιράζεται με τον άλλο, καθένας κάνει σιωπηλά τις παρατηρήσεις του για τον άλλο, μοιράζονται όμως και μια μπουκιά φαγώσιμο που βρέθηκε κάποια στιγμή, είναι και δεν είναι φίλοι, η αλληλεγγύη υπάρχει και δεν υπάρχει μεταξύ τους. Εκεί γνωρίζεται και με έναν άλλο άστεγο, τον Γεράσιμο, που ήταν «ένας κιθαρίστας, μεγάλος και τρανός αρτίστας» (και οι φωνές των εγγονών μου αντηχούν στ' αυτιά μου από τις πολλές φορές που ακούω το όμορφο αυτό τραγούδι των Λευτέρη Παπαδόπουλου και Δήμου Μούτση) και που έγινε το αποκούμπι της Όλγας. Εκεί γνωρίζεται και με τον άνθρωπο που έχει το μαγαζί στο πεζοδρόμιο όπου έφτιαξε τη γωνιά του, «στα πεζούλια της Αιόλου» (και το μυαλό μου πάει στο γνωστό εκδοτικό της Αιόλου;). Έχει βέβαια και την καλή, καλύτερή του φίλη, τη Φελιτσιτά, την ασπρόμαυρη γάτα που συχνά του κάνει παρέα, αν και ιδιοκτήτης είναι ο προηγούμενος κύριος.
Αυτό που δίνεται στο βιβλίο είναι εικόνες καθημερινότητας των ηρώων, στο δρόμο, στο σπίτι, στη δουλειά, είναι μια ανατομία των ανθρώπινων σχέσεων σε μια οικογένεια, σε μια ομάδα, σε μια κοινωνία, είναι οι αντοχές των ανθρώπων στην κοινή παρουσία, στη συμβίωση. Τρυφερό κι ανθρώπινο. Ούτε διδακτισμοί, ούτε αφορισμοί. Δίνει εικόνες της πόλης· οι περιγραφές της καθημερινότητας στην πόλη, οι γειτονιές, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, οι άνθρωποί της είναι αγαπημένο στοιχείο στα έργα της Μάρως Δούκα, ασφαλώς παρατηρεί και σημειώνει, ασφαλώς αγαπά την πόλη, αγαπά κι εξερευνά τον χώρο που κινούνται οι άνθρωποι.
Μνήμες και εικόνες από τη ζωή, χαρακτήρες όπως είναι, με τα καλά τους και τα κακά τους, συγκατάβαση ίσως και ανοχή για κάποιες συμπεριφορές, ένας καθρέφτης της πραγματικότητας στην οποία αναγνωρίζουμε οικεία σημεία της δικής μας πραγματικότητας, ταιριάζει διαφορετικά έως και ασύμβατα χαρακτηριστικά στο ίδιο πρόσωπο για να δείξει τις ανθρώπινες πλευρές, την πραγματικότητα του καθενός. Όπως όταν χαρακτηρίζει τη Βούλα γλωσσοκοπάνα, ακτιβίστρια και παντογνώστρια. Η Βούλα είναι η κόρη της οικογένειας, ήθελαν να σπουδάσει αλλά αυτή προτίμησε να γίνει κομμώτρια κι επειδή είναι πολύ ψηλή ο πατέρας της στις σκέψεις του την αποκαλεί νταρντάνα. Πολύ ωραίες οι περιγραφές στο κομμωτήριο, εκπληκτικό εκείνο το κομμάτι, περιγραφή αλλά και μακρύς ασταμάτητος μονόλογος της Βούλας με την εγκυκλοπαιδική μόρφωση όπως ... καμιά άλλη κομμώτρια και με γλώσσα που τα λέει σταράτα και δεν χαρίζεται σε κανένα:
[...] κι έλεγε, λοιπόν, η Βούλα με την έπαρση του μεγαλείου που τη χαρακτηρίζει και με τη δική της ρητορική τεχνική ότι δεν της διαφεύγει, και ίσως σ’ αυτό να μοιάζει με τον πατέρα της, πως και αυτή σαν μικροαστή περιορισμένων οριζόντων προγραμματίζει με ακατάσχετη φλυαρία τη ζωή της, είναι όμως και κάτι μέσα της που αντιστέκεται, κάτι που δεν την αφήνει να ησυχάσει, όλους αυτούς τους μήνες με τα κυβερνητικά πηγαινέλα και τα ήξεις αφήξεις, [...]
Μπερδεμένος και ο Βάγγος, ο μεγάλος γιος, αυτός έδιωξε τον πατέρα του από το σπίτι υπερασπιζόμενος την Ελένη, κι όμως τώρα πάει αυτός να πάρει τη θέση του πατέρα του, πάει να γίνει κι αυτός κακοποιητής, βάναυσος, ο πατριάρχης του σπιτιού, όμως, έχουν κι οι άντρες τα βάσανά τους, όπως του λέει ο φίλος του ο Παύλος,
[...] αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, καταδικασμένοι, σκέψου τη γυναίκα-μάνα που τους ανέθρεψε, σκέψου την κοινωνία που τους προγυμνάζει ποιοι να είναι και πώς να φέρονται στο γυναικείο φύλο [...]
Σε πολλά σημεία η συγγραφέας καταθέτει σκέψεις για ζητήματα που ξεπηδούν από την πλοκή όπως τη διαμορφώνουν οι ήρωές της, αυτό εξάλλου συχνά αναφέρει η ίδια σε συνεντεύξεις της, η ιστορία των ηρώων του βιβλίου πάει εκεί που θέλουν τα ίδια τα πρόσωπα του βιβλίου. Έτσι, για παράδειγμα, βρίσκει ωραία ευκαιρία να πει δυο λόγια για τους μύθους περί απειλών της γλώσσας κτλ., βάζοντας τη γυναίκα του Στέλιου, του μικρού γιου της οικογένειας, την Αγγέλα, που είναι γλωσσολόγος και «που ήταν πολύ του διαβάσματος», να του κάνει κήρυγμα για τον Λόγο και για τη γλώσσα:
[...] όσο για τη γλώσσα, και τη ζωή μας, η εισβολή ξένων στοιχείων, κατά τη γνώμη μου, συνέχιζε σαν εμπνευσμένη η Αγγέλα, ποτέ δεν την απείλησαν πραγματικά, πιάσε ένα λεξικό να δεις πόσες χιλιάδες λέξεις τουρκικές, πόσες εκατοντάδες αλβανικές, ιταλικές, γαλλικές, σλαβικές, αλλά και δεκάδες περσικές και αραβικές, αλλά και αγγλικές, καταχωρούνται, άμεσα και λειτουργικά ενσωματωμένες, στο τυπικό και στο συντακτικό της, και στο κάτω-κάτω, σκέφτομαι, κάθε εποχή έχει το ήθος της και τον δικό της τρόπο έκφρασης, επομένως και τον δικό της λόγο, [...]
Μας βάζει κι εμάς σε σκέψεις, σε προβληματισμούς, τι θα κάναμε αλήθεια, όπως μονολογεί και ο Κωνσταντίνος, αν...
[...] κι όμως, κύριέ μου, είπε στον εαυτό του, αν εσένα, πριν από το φευγιό σου, πριν από το μεγάλο κρακ, το σπάσιμο μέσα σου, το γκρέμισμα, σου ζητούσαν ένα σουβλάκι εκεί που θα καθόσουν με την οικογένεια να ξεσκάσεις, να χαρείς λίγο, πώς θα αντιδρούσες, τι θα έκανες; την αλήθεια τώρα, θα έσπευδες να του παραγγείλεις ένα σουβλάκι, ήι θα γύριζες αλλού το βλέμμα, θα έκανες πως δεν καταλαβαίνεις, ή πως λυπάσαι μεν, αλλά δεν είναι λύση αυτή; θα ήθελες να του πεις, ναι ή όχι, ξεκάθαρα, ότι, αν είχες μυαλό, δεν θα έφτανε σε αυτό το σημείο; [...]
Φελιτσιτά θα πει ευτυχία. Και τελικά, η φελιτσιτά, δηλαδή η ευτυχία, πού βρίσκεται; Στο τραγούδι του Αλμπάνο, στο σπίτι που θέλει ν' αποκτήσει η Βούλα, στην απαλλαγή της Ελένης από τον κακοποιητή σύζυγο, στην επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου στην οικογενειακή εστία, στα μικρά πράγματα όπως το άγγιγμα της γάτας που ονομάζεται Φελιτσιτά;
Άστε με ήσυχο όλοι.
Θέλω να ζήσω ελεύθερος,
δίχως ταυτότητα πια.