Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπενβενίστε Ρίκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπενβενίστε Ρίκα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2025

Σκόρπια: ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας κι ένα ταξίδι στη μνήμη και τους σημαντήρες της


Το Oyneg Shabes μπορεί, το δίχως άλλο, να ιδωθεί ως το ταπεινό -μα πόσο δύσκολο και επικίνδυνο- εγχείρημα για ιστορική γνώση θεμελιωμένη στη συλλογή πολλαπλών τεκμηρίων. Αλλά η γνώση είναι όπως αυτός που τη συγκεντρώνει, την παράγει και τη μεταδίδει: συνθλίβεται ή θέλει να συνθλίψει. Ή, διαφορετικά, ξεσηκώνεται και θέλει να μας ξεσηκώσει. Η ιστορία, όπως το έχει πει ωραία ο Έντσο Τραβέρσο, δεν είναι μονάχα η αφήγηση των μαχών που έκαναν οι άνθρωποι: είναι επίσης το πεδίο της μάχης καθαυτό. Πού βρισκόμαστε σήμερα; Η Ευρώπη δεν είναι πλέον σε πόλεμο αλλά ο πόλεμος δεν έπαψε να ερημώνει πολλούς άλλους ορίζοντες. Η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον σε πόλεμο αλλά δεν ξέρει πώς να υποδειχτεί τους πρόσφυγες του πολέμου. Η μνήμη της διαρκώς υποχωρεί. Αναμφίβολα επειδή, χωρίς καλά καλά να το ξέρει, η μνήμη της είναι σε πόλεμο.
 
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο Σκόρπια: Ταξίδι στο αρχείο του γκέτο της Βαρσοβίας, του Γάλλου διανοούμενου Georges Didi - Huberman σε εξαιρετική μετάφραση και με χρήσιμες υποσημειώσεις από τη Ρίκα Μπενβενίστε (Νήσος, 2023).


Συγκλονιστικό ως προς το περιεχόμενο, πρωτότυπο ως προς τη γραφή. Ο αριστερός πολωνοεβραίος ιστορικός Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ, ο εβραιομπολσεβίκος με την ομάδα του (με το συμβολικό όνομα Oyneg Shabes, δηλαδή "χαρά του Σαββάτου"), όντας οι ίδιοι στο γκέτο της Βαρσοβίας και με κίνδυνο της ζωής τους (που έτσι κι αλλιώς την έχασαν όπως και οι χιλιάδες άλλοι, είτε στο γκέτο ή στα κρεματόρια του Άουσβιτς) συγκεντρώνουν οτιδήποτε υλικό προέρχεται από τους κλεισμένους στο γκέτο την περίοδο 1939-1943, επιστολές, φωτογραφίες, ημερολόγια, σημειώσεις, εισιτήρια και άλλα σημαντικά και «ασήμαντα» χαρτάκια κάθε είδους.

Το αρχείο φυλάσσεται σε μεταλλικά κουτιά και κρύβεται σε διάφορα κρυφά σημεία του γκέτο. Ο συγγραφέας του βιβλίου επισκέπτεται το Εβραϊκό Ιστορικό Ινστιτούτο της Βαρσοβίας, αντικρίζει τα θραύσματα εκείνης της εποχής, φωτογραφίζει κάποια από τα τεκμήρια, σημαντήρες μνήμης τα ονομάζει, και συνθέτει την ιστορία, την καθημερινότητα της εποχής εκείνης, την κατάσταση στο γκέτο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων (με τις αγάπες και τις αντιθέσεις τους). Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες, στοχάζεται και προσπαθεί να ερμηνεύσει. Γράφει για τον θρήνο, για την αίσθηση της ευθύνης και τον ρόλο ιστορικού και αρχειονόμου, για το χαρτί που διασώζει και το χαρτί που σαπίζει, για τη φωτογραφία και τον ρόλο της στην ιστορική πράξη, για τη μνήμη που τη νιώθει ως ένα μεγάλο πεδίο μάχης. Γράφει για τον Κλέμπερερ (Klemperer) και τον Κόρτσακ (Korczak). Παίζει με τις λέξεις σκόρπια και σπόρος.
 

Η γραφή είναι πρωτότυπη. Χωρισμένο σε δεκαεπτά ενότητες, σε κάθε μια, με αφετηρία μια φωτογραφία, από τις πολλές που τράβηξε στο ινστιτούτο, αφηγείται την ιστορία της, αν έχει στοιχεία, κάνει υποθέσεις, αναπλάθει και αναστοχάζεται. Διερωτάται ο ίδιος: 

Μήπως άλλωστε η φωτογραφία δεν ανταποκρίνεται, συνήθως, στην ίδια αυτή φαινομενολογία; Δεν είναι ταυτόχρονα επαφή και απόσταση;
 
Είναι συνάντηση, γράφει αλλού «πάνω σ' ένα κομμάτι χαρτί (μέσο επιφάνεια), λίγης μελάνης (λέξεις, επιγραφές) με κάποια δάκρυα (νερό, συναισθήματα)». 
 
Τα περιεχόμενα στην αρχή του βιβλίου έχουν δύο μορφές, στη μια κάθε ενότητα αρχίζει με τη λέξη Σκόρπια (σκόρπιοι κτλ. ανάλογα με το ουσιαστικό που ακολουθεί), στην άλλη με τη λέξη Χαρτιά, όπου με μια συμβολική λέξη περιγράφει τη συγκεκριμένη ενότητα. Ο πλήρης τίτλος-περιεχόμενο κάθε ενότητας δίνεται κάτω από κάθε φωτογραφία (όπως στις παραπάνω εικόνες από τις σελίδες 17 «Σκόρπια τα θραύσματα της μνήμης» - «Χαρτιά κιτρινισμένα» και 41 «Σκόρπια τα σωματίδια της κυτταρίνης» - «Χαρτιά σαπισμένα»).
 


[Και βέβαια, παίρνοντας υπόψη τη σημερινή πολιτική του κράτους του Ισραήλ και την κατάσταση στη Γάζα, δεν μπορεί να μην προβληματίζομαι. Πάλι κι απόψε στα δελτία ειδήσεων είδαμε χιλιάδες Παλαιστίνιους να επιστρέφουν στις κατεστραμμένες γειτονιές τους για ν΄αντικρίσουν τ΄αποκαΐδια της γης που είναι πατρίδα τους, τα θραύσματα της ζωής που δεν τους αφήνουν να ζήσουν, πάλι ακούσαμε για επιφυλάξεις στην τήρηση της έτσι κι αλλιώς εύθραυστης εκεχειρίας που έχουν υπογράψει τα δύο μέρη, πάλι ακόμη και σήμερα, 27 Φεβρουαρίου, ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος, ακούσαμε για νεκρούς και τραυματίες Παλαιστίνιους!]

Ο Ζωρζ Ντιντί-Ουμπερμάν εντοπίζει κοινή ετυμολογική προέλευση και συμβολική σημασιολογική σχέση ανάμεσα στις γαλλικές λέξεις για τα σκόρπια και τον σπόρο, τα σκορπισμένα, φαγωμένα από την υγρασία και το χρόνο χαρτάκια, που είναι σαν «τα αποσπάσματα της επιβίωσης ή του θανάτου», αλλά και «σπόροι ζωής», όπως γράφει. Κάνει λόγο για τους σπόρους από στάρι που βρέθηκαν τον 19ο αιώνα στα δοχεία που κοσμούσαν τα δωμάτια των νεκρών στις αιγυπτιακές πυραμίδες  (όπως, συμπληρώνω εγώ, βρέθηκαν από τον αρχαιολόγο Γιάννη Σακελλαράκη ελιές μέσα σ' ένα κύπελλο στις ανασκαφές στην Κρήτη και αναφέρει στο βιβλίο του «Γεύση μιας προϊστορικής ελιάς» που, μια και το αναφέρω, το συνιστώ, αξίζει να διαβαστεί). Έτσι, για να καταδείξει τον ρόλο αυτών των χαρτιών παραπέμπει στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο οποίος αναφερόμενος στον Ηρόδοτο ως τον πρώτο Έλληνα αφηγητή, λέει ότι μια συγκεκριμένη αφήγηση μπορούσε «ακόμη και μετά από χιλιάδες χρόνια, να μας ξαφνιάζει και να μας κάνει να σκεφτόμαστε. Μοιάζει μ' αυτούς τους σπόρους που έμειναν ερμητικά κλεισμένοι για χιλιετίες μέσα στις αίθουσες των πυραμίδων, και διατήρησαν μέχρι σήμερα τη βλαστική τους ικανότητα».

Έτσι ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο του. Τα λογής χιλιάδες χαρτάκια που μάζεψαν ο Ρίνγκελμπλουμ και η ομάδα του, τα ιδιαίτερα αυτά αρχειακά τεκμήρια, είναι τα θραύσματα μνήμης που γίνονται σπόροι ζωής και παραδείγματος. Το βιβλίο αυτό, πέρα από την ιστορική, πολιτική, κοινωνική, ανθρωπιστική σημασία του, είναι και ένας ύμνος και ένας οδηγός στη σημασία των αρχείων ως διαθήκες του παρελθόντος για το μέλλον, στον ρόλο και την έντονη αίσθηση της ευθύνης των αρχειονόμων και των ιστορικών στην καταγραφή, διατήρηση και συγγραφή της ιστορίας. 
 
Έχουν περάσει 80 και χρόνια από τότε. Άραγε, τα τεκμήρια αυτά, τα χιλιάδες χαρτάκια που μάζεψε ο Ρίνγκελμπλουμ, έγιναν σπόροι ζωής και παραδείγματος; Αναρωτιέμαι. Γι' αυτό και το πρώτο απόσπασμα με τα λόγια του συγγραφέα.

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

"Κλεμμένη εφηβεία" του Στανισλάς Τόμκιεβιτς: Μια σιωπή 50 χρόνων ύστερα από το απόλυτο κακό στο σύγχρονο πολιτισμό μας

"Η κλεμμένη εφηβεία", University Studio Press, 2012
 (μετάφραση από τον Γρηγόρη Αμπατζόγλου και επιμέλεια από τον ίδιο και τον Δημήτρη Πλουμπίδη)

Ήταν συγκλονιστική η ανάγνωση του βιβλίου του Πολωνοεβραίου ψυχίατρου Stanislas Tomkiewicz, που στα εφηβικά του χρόνια έζησε στο γκέτο της Βαρσοβίας, δραπέτευσε από το τρένο που τους πήγαινε στην εξόντωση, κλείστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Bergen-Belsen και, τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, φυματικός,  βρέθηκε το 1945 στη Γαλλία, όπου σπούδασε κι έζησε μέχρι το θάνατό του το 2003. 

Για πενήντα χρόνια σιώπησε, έγινε ένας διεθνώς αναγνωρισμένος ψυχίατρος, ενσωματώθηκε στη γαλλική κοινωνία, έγινε ακτιβιστής (μέλος του ΚΚΓ στην αρχή), χωρίς να έχει πει κουβέντα για τα χρόνια που έζησε στην Πολωνία μέχρι το 1945. Το βιβλίο είναι μια αυτοβιογραφική αφήγηση, μια εξομολόγηση, ένα βιβλίο για τη μνήμη και την απώθηση.

Γιατί σιωπούσε όμως τόσα χρόνια;

Ένιωθα, γράφει, ντροπή που δεν υπέφερα αρκετά, ζύγιζα 39 κιλά, ενώ ο άλλος (ο καλός του φίλος Mathias) ζύγιζε μόνο 26! Σιώπησε, λέει, όχι τόσο για τα φριχτά πράγματα που έζησε στα στρατόπεδα, αλλά «κυρίως λόγω του μαζικού χαρακτήρα που είναι κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, των δολοφονιών που πραγματοποιήθηκαν στην Πολωνία, 90% του εβραϊκού πληθυσμού (3 εκ. άνθρωποι, χωρίς να μετράμε τα 2 εκ. των Πολωνών που δεν ήταν Εβραίοι)».

Άλλοι τα 'χαν πει ήδη και καλύτερα, λέει ο Τόμκιεβιτς, ο Πρίμο Λέβι, ο Χόρχε Σεμπρούν και τόσοι άλλοι, αλλά και η αδερφή του η ίδια. Στο δίλημμα του Σεμπρούν «Η τροφή ή η ζωή», προτίμησε το δεύτερο, επέλεξε να σιωπήσει, να στραφεί στο μέλλον, να θεραπευτεί για να θεραπεύσει. Η σιωπή αγκάλιασε και όλη την παιδική του ηλικία.

«Άγγιζε ακόμα και το ταγκό το οποίο λάτρευα όταν ήμουν παιδί και το οποίο θεωρούσα ότι πέθανε με τον πόλεμο

Ένιωθε σαν να είχε λησμονήσει ακόμη και τον Janusz Korczak, τον σπουδαίο παιδαγωγό και γιατρό (που ήθελε να του μοιάσει μάλιστα) και που τον είχε συνδέσει με τα αγαπημένα του παιδικά βιβλία Roi Mathias 1er  και Le petite Revue (ήταν περιοδικό από παιδιά για παιδιά που εκδιδόταν στην Πολωνία μέχρι το 1939 που οι Ναζί το σταμάτησαν). Ο Γιάνους Κόρτσακ διηύθυνε ένα ορφανοτροφείο φτωχών παιδιών στη Βαρσοβία και στο γκέτο στη συνέχεια και ο Τόμκιεβιτς θυμάται που οι πλούσιοι Εβραίοι του γκέτο συγκέντρωναν βοήθεια για το ίδρυμα. Οδηγήθηκε στο στρατόπεδο εξόντωσης της Τρεμπλίνκα μαζί με τα 200 παιδιά του ορφανοτροφείου και πέθανε τον Αύγουστο του 1942. Γράφει γι' αυτόν σε πολλά σημεία της εξομολόγησής του, άλλωστε για πολλά χρόνια ήταν Πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Korczak. Ο Κόρτσακ ήταν ο πρόδρομος του κινήματος για τα δικαιώματα του παιδιού, ήταν αυτός που από τις αρχές του αιώνα είχε μιλήσει για το σεβασμό στο παιδί. Μιλώντας για τον Κόρτσακ, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τη βία των παιδιών των προαστίων, η οποία "δεν οφείλεται σε χαλαρότητα των γονιών, αλλά στην καταστροφή της οικογένειας και των κοινωνικών δεσμών από μια κοινωνία όπου το κέρδος είναι σήμερα η μόνη της αξία". 

Γράφει για την πλατεία μετεπιβίβασης, τον προθάλαμο του θανάτου, την Umschlangplatz. Τελευταία φορά βρέθηκε εκεί στις 2 Μαϊου 1943, μαζί με τους γονείς του, το γαμπρό του, τον αδελφό του και τη νύφη του. Εκείνος πήδηξε από το τρένο, οι γονείς του θανατώθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, "γαζώθηκαν μ' ένα μυδράλιο". 

Χρειάστηκαν 30 χρόνια για να μιλήσει ο Τόμκιεβιτς πρώτη φορά σ’ ένα μαγνητόφωνο γι' αυτό που τον βασάνιζε πάντα, που ήταν ο πιο μεγάλος τραυματισμός του, για την εγκατάλειψη των γονιών του μέσα στο τρένο, τότε που αποφάσισε να πηδήξει και να γλυτώσει από τη βέβαιη εξόντωση. Και πέρασαν ακόμη 18 για να ξαναμιλήσει. Κι από τότε δεν σταμάτησε να μιλά. Έκανε και βίντεο, όπως με τον Σπήλμπεργκ και με την Ανέτ Βιβιόρκα στο Yale (στο πλαίσιο σχετικού προγράμματος με τον τίτλο Fortunoff Video Archive for Holocaust Testimonies).

Γράφει για τις επιστημονικές και επαγγελματικές του αναζητήσεις μέχρι που επέλεξε την ψυχοθεραπεία, "τη σχέση και τον αγώνα για την ευζωία των ατόμων που είναι επίκαιρα και παρόντα". Κρατώ κάποια σημεία από τις θέσεις που διατυπώνει, αλλά και από το συνοδευτικό κείμενο των επιμελητών, και χωρίς να είμαι ειδική ώστε να μπορώ να αξιολογήσω σε βάθος, κρίνω όμως πως σίγουρα οι αναζητήσεις και οι επιλογές του είχαν επηρεαστεί από την εμπειρία των νεανικών του χρόνων, από την εφηβεία που του είχε κλέψει η ναζιστική θηριωδία. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα παιδιά και τους νέους κι ένιωθε ένα αίσθημα ευτυχίας όταν έβλεπε ν' ανθίζουν στη θέση του νέοι που η ζωή τούς είχε κλέψει την παιδική ηλικία. Ασχολήθηκε με τον εξανθρωπισμό της ψυχιατρικής νόσου, ενώ το 1968 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της μάχιμης ψυχιατρικής.

Αναφέρεται στην έννοια της ανθεκτικότητας (resilience - προσαρμοστικότητα;), την ικανότητα δηλαδή του ανθρώπου να αντιστέκεται στα γυρίσματα της ζωής, ακόμη και στα πιο βαριά. Και αναφέρεται επίσης στην ενοχή, και στο μίσος, στη μάχη ενάντια στο μίσος. Και για τα παιδιά των επιζώντων, τι μπορεί να γίνει; Να μαθαίνουν ή να σιωπούν; Να σιωπούν για να προστατεύονται; Με μια "αληθινή δολοφονία της μνήμης;" Και η δική του σιωπή τι ήταν; Μήπως μπόρεσε "να συμφιλιώσει μνήμη και προστασία;"

Ερωτήματα που σίγουρα υπάρχουν. Και που μ' αυτά ασχολούνται οι ... πιο ειδικοί.






"...η ίδια η μεταπολεμική πορεία των επιζώντων αποτελεί μια διαρκή αναμέτρηση ζωής και θανάτου, απώλειας και ανάκτησης, παρελθόντων (νοσταλγικών, ηρωικών, τραυματικών) και μέλλοντος..."

Αυτά γράφει μεταξύ άλλων ο Γιώργος Αντωνίου, παρουσιάζοντας το βιβλίο της Ρίκας Μπενβενίστε "Αυτοί που επέζησαν: Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940" (Πόλις, 2014) στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββάτου.


Και βέβαια, το βιβλίο πρέπει να έχει πολύ ενδιαφέρον. Να σημειώσω μάλιστα ότι ο Τόμκιεβιτς αναφέρεται στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης που γνώρισε στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλσεν (σε αυτό αναφέρεται και η Μπενβενίστε) κι ανάμεσά τους τη Nora Saporta, με την οποία κράτησε φιλία για όλη τη ζωή. (Πρόκειται για τη Νόρα Νεχαμά, σύζυγο του σημαντικού αρχιτέκτονα Ισαάκ Σαπόρτα. Βλέπε ενδεικτικές αναφορές στα άρθρα του Ριζοσπάστη και της Καθημερινής, καθώς και στην ιδιαίτερης αξίας εργασία του καθηγητή Γ. Σαρηγιάννη για την Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα, από το 1960 ως το 1990.)
  
Έγραψα παραπάνω για τα ερωτήματα. Υπάρχουν ερωτήματα όπως φαίνεται, κάποιοι μιλούν ακόμη για άρνηση του Ολοκαυτώματος, εξάλλου και ο ορισμός της 27ης Ιανουαρίου ως ημέρας μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος ήρθε πολύ αργά, 60 χρόνια από το 1945! Και είναι η 27η Ιανουαρίου η μέρα απελευθέρωσης του Άουσβιτς, του Άουσβιτς που "είναι μια μετωνυμία για όλα", όπως είπε σε συνέντευξή της η Ανέτ Βιβιορκά και δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της Αυγής, 1 Φεβρουαρίου 2015. Το Άουσβιτς είναι το σύμβολο του Απόλυτου Κακού, είπε. (Μικρή προσωπική καταγραφή είχα κάνει εδώ)

Η Βιβιόρκα είναι στορικός και ομότιμη διευθύντρια Ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας. Ίσως την ξέρουμε ακόμη περισσότερο από το βιβλίο της "Το Άουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου" (Πόλις, 2013). 






Απόψε όμως ήταν στην Αθήνα και πήρε μέρος σε μια συζήτηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε συνεργασία με το Εβραϊκό Μουσείο της Ελλάδος, Η συζήτηση είχε τον τίτλο «Ολοκαύτωμα και μνήμη» και συμμετείχαν επίσης ο Μαρκ Βάιτσμαν, διευθυντής Εταιρικής Επικοινωνίας του Κέντρο Simon Wiesenthal Center και πρόεδρος της Επιτροπής για την Άρνηση του Ολοκαυτώματος και τον Αντισημιτισμό της Διεθνούς Συμμαχίας για την Ανάμνηση του Ολοκαυτώματος και η Οντέτ Βαρών-Βασάρ, ιστορικός, καθηγήτρια στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, ενώ συντόνιζε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του Eφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος. (παρακολούθησα ζωντανή αναμετάδοση της συζήτησης, κρίμα όμως που δεν υπάρχει δυνατότητα ετεροχρονισμένης παρακολούθησης για όσους δεν μπόρεσαν). Η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, φάνηκε κάποια στιγμή πως υπάρχουν και κάποια ζητήματα/ερωτήματα, ίσως άλυτα ακόμη ή διαφορετικών κατευθύνσεων, όμως θα κρατήσω την τελευταία φράση του Στ. Ζουμπουλάκη, ο οποίος, δεινός πολέμιος του φασισμού και του αντισημιτισμού, είπε για κλείσιμο της συζήτησης:

"Να μην αφήσουμε τους αντισημίτες σε χλωρό κλαρί".

Προφανώς και είχε πολλούς αποδέκτες η φράση του. Και έχει πολλαπλή σημασία η αναφορά του, τόσο για μέσα, τα δικά μας, όσο και για έξω, για τον κόσμο που σπαράσσεται και χάνεται από φανατισμούς, μισαλλοδοξίες, παραλογισμούς, ανοησίες. 

Όχι άλλες κλεμμένες εφηβείες. Όχι άλλα κλεμμένα νιάτα!