Τι κάνει ένας συνταξιούχος για να περάσει τον καιρό του; Γράφει, ανιστορεί και διηγείται τη ζωή του και τη ζωή του τόπου του. Αυτό κάνει ο Τζουάνες Παπαδόπουλος από τον Χάνδακα, στα 78 του χρόνια. Είχε αναγκαστεί ν' αφήσει τον τόπο του το 1669, όταν τον κατέλαβαν οριστικά οι Οθωμανοί και μέσω Κέρκυρας είχε εγκατασταθεί στην Ίστρια αρχικά και αργότερα στην Πάδοβα.
Με απλό και γλαφυρό τρόπο δίνει στοιχεία για τον Χάνδακα, αλλά και για όλη την Κρήτη σε πολλές περιπτώσεις, του 17ου αιώνα, για τον τόπο, τους ανθρώπους, τον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, τις γιορτές. Αναφέρεται σε τοπωνύμια που ακόμα υπάρχουν (π.χ. Μασταμπάς), στο ιστορικό κατασκευής της κρήνης Μορεζίνι (κρήνη Μοροζίνι, πρόκειται για τα γνωστά Λιοντάρια στο κέντρο του Ηρακλείου), στις εφτά πύλες της πόλης, στα οχυρωματικά της έργα.
Περιγράφοντας την κοινωνική διαστρωμάτωση, μας μιλά για τη διάκριση στους Βενετούς της αποικίας (ήταν η ελίτ της κοινωνίας, λέγονταν επίσης άρχοντες ή ευγενείς, ήταν καθολικοί, με εξαίρεση τους Καλλέργηδες), στους Κρητικούς ευγενείς (ορθόδοξοι ή και καθολικοί Κρητικοί που έπαιρναν τον τίτλο ως αντάλλαγμα) και στους τσιταδίνους (αστοί, ξεχωριστή κάστα πριν γίνουν ευγενείς). Οι Βενετοί μπορούσαν να παντρεύονται κορίτσια ορθόδοξων Κρητικών, ο γάμος γινόταν με το καθολικό τυπικό, στη συνέχεια όμως καθένας ήταν ελεύθερος ν' ακολουθήσει το δικό του δόγμα.
Μας πληροφορεί ότι οι ευγενείς είχαν στο σπίτι τους έξι ή περισσότερους μπράβους (φονιάδες, όχι απλά παλληκαράδες), που τους συνόδευαν όταν έβγαιναν έξω. Και μας διηγείται το πάθημα του Τζαν Αντώνιου Μοάτσου όταν έβαλε τους μπράβους του να χτυπήσουν το φτωχό Τσεζαρίνι.
Δίνει πληροφορίες για τα επαγγέλματα της εποχής του, για τα δικαστήρια, για την αγροτική παραγωγή, για την καθημερινή ζωή, για τα φαγητά. Περιγράφει τις γιορτές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, τις Απόκριες (με το έθιμο του πορτοκαλοπόλεμου κτλ.).
Ο Τζουάνες Παπαδόπουλος προς το τέλος της ζωής του υπέγραφε ως Κομνηνός-Παπαδόπουλος, υποστηρίζοντας ότι ήταν απόγονος της βυζαντινής οικογένειας των Κομνηνών. Έτσι υπέγραφε και ο γιος του Νικόλαος, τον οποίο μάλιστα αναφέρει συχνά στο βιβλίο. Πρόκειται για τον λόγιο Νικόλαο Κομνηνό Παπαδόπουλο (1651-1740), θεολόγο, φιλόσοφο και νομομαθή. (Πάντως, ένα ενδιαφέρον στοιχείο που παραθέτει ο επιμελητής του βιβλίου στην εισαγωγή του είναι ότι οι Παπαδόπουλοι είχαν καταγωγή από τα Σφακιά και ήταν ίδια οικογένεια με τους Σκορδίληδες - αυτά για όσους ψάχνουν από πού τραβά η σκούφια τους, σήμερα πάντως δεν υπάρχουν Παπαδόπουλοι στην Κρήτη, απ' όσο ξέρω ...).
Το στοιχείο που ξεχωρίζει στο βιβλίο δεν είναι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και ο τρόπος συγγραφής του. Ο Παπαδόπουλος δίνει τίτλους περιεχομένων στο πλάι των σελίδων (κάτι σαν τα σημερινά αναρτήματα - ετικέτες - tags) που μας δίνουν σημαντικές πληροφορίες με μια γρήγορη ματιά, ίδια κείμενα που παραθέτει και στο τέλος με τίτλο "Πίνακας των περιεχομένων αυτού του βιβλίου από άξεστη πένα". Στην αρχή του κειμένου του ο συγγραφέας σημειώνει ότι οι πληροφορίες που παρουσιάζει "με άξεστη πένα και άτεχνα λόγια" είναι πέρα για πέρα αληθινές. Προφανώς χρησιμοποιεί τη φράση αυτή για να δείξει ότι γράφει απλά, όπως του έρχονται στη μνήμη τα πράγματα, χωρίς διορθώσεις, εξάλλου είναι 78 χρονών. Και η πένα είναι άξεστη, υποθέτουμε ότι δεν χρησιμοποιεί ξέστρο "για την απόξεση της μελάνης σε περίπτωση λαθών ή κηλίδων", όπως μας περιγράφει ο Μιχάλης Καϊρης στο θαυμάσιο βιβλίο του "Χαρτί και καλαμάρι: τα εργαλεία της γραφής" στη σελίδα 85 (εκδ. Πορεία 2008).
Το βιβλίο είναι άλλη μια εξαιρετική έκδοση από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης (2012), αφιερωμένο στον καθηγητή Νικ. Παναγιωτάκη (1935-1997, σπουδαίο φιλόλογο, διευθυντή του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας μέχρι το θάνατό του, με καθοριστική συμβολή στην αποκάλυψη και ανάδειξη στοιχείων του πολιτισμού της βενετοκρατούμενης Κρήτης). Έχει μεταφραστεί από τη Ναταλία Δεληγιαννάκη, προλογίζει η Χρύσα Μαλτέζου, σπουδαία ιστορικός, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, ενώ η επιμέλεια, η εισαγωγή και ο σχολιασμός είναι του Alfred Vincent.Η δουλειά του Vincent είναι εξαιρετική, δίνοντας πολλές πληροφορίες για το συγγραφέα και το έργο του, αλλά και για το κοινωνικό, ιστορικό και επιστημονικό πλαίσιο που σχετίζεται με αυτό, ενώ παραθέτει πλούσια βιβλιογραφία, πολύ χρήσιμη για έναν μελετητή αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται για σχετικά θέματα.
Ο πρωτότυπος τίτλος του ήταν L' Occio, δηλαδή στα ιταλικά σήμερα ozio ή στα λατινικά otium, που σημαίνει, όπως μας πληροφορεί ο επιμελητής, ελεύθερος χρόνος, αργία, έλλειψη δουλειάς. Ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα για τον ελεύθερο χρόνο, μα... και μια καλή ιδέα, κάτι σαν ... πρόταση (;), για μια διαφορετική, πιο παραγωγική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου. Μήπως και το ιστολογείν είναι κάτι ανάλογο για ... τον καιρό της σχόλης σήμερα; Ίσως.