Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Αποχαιρετιστήριο στον Thomas Froehlich

Αποχαιρετώ τον χρόνο τούτο με κάποιες από τις ευχετήριες κάρτες που μου είχε στείλει ο Αμερικανός φίλος μου Tom Froehlich. Ο Τομ έφυγε τον περασμένο Μάρτη στα 81 του. Δεν ήταν ένας τυχαίος Αμερικανός ο Τομ, ήταν ένας φιλόσοφος, όπως μου είχε πρωτοσυστηθεί, που ήθελε να επισκεφτεί την Ελλάδα για να περπατήσει τους ίδιους δρόμους που περπατούσε ο Σωκράτης, ήθελε να περπατήσει από την Αθήνα μέχρι τον Πειραιά. Έτσι μου είχε πει, και ήρθε στην Αθήνα το 1990, τον φιλοξένησα, βρήκε βέβαια κάποια δυσκολία να πραγματοποιήσει το όνειρό του, περπάτησε όμως την Αθήνα όσο μπορούσε, επισκέφτηκε τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία της, πήγαμε ένα βραδάκι στον Πειραιά, νομίζω χάρηκε εκείνη την επίσκεψη.


Ο Τομ ήταν διαπρεπής καθηγητής στην Επιστήμη της Πληροφόρησης, για πολλά χρόνια στο Kent State University, όπου άφησε το στίγμα του στον τομέα μελέτης της ηθικής της πληροφορίας. Σε άλλη ανάρτηση θα προσπαθήσω να παρουσιάσω λίγα παραπάνω για το έργο του, απλά να σημειώσω ότι τα ενδιαφέροντά του ήταν γύρω από τα θέματα της κακής, ψευδούς, παραπλανητικής, κακόβουλης πληροφορίας (misinformation / disinformation), της ηθικής και της δημοκρατίας στην πληροφόρηση. 

Τον γνώρισα το 1985 ως διδάσκοντα στο καλοκαιρινό πρόγραμμα (Summerschool) του Πανεπιστημίου Aberystwyth στην Ουαλία. Ήταν ένας φιλικότατος άνθρωπος, που αγαπούσε τη συζήτηση, το φαγητό (ήταν ευτραφής), τα ζώα και τη γυμναστική (ξυπνούσε πολύ νωρίς κάθε πρωί, πήγαινε για τζόκινγκ και κάποια στιγμή βλέπαμε έναν κάθιδρο Τομ, με βερμούδα, να επιστρέφει, δυσκολευόμενος να αρθρώσει μια λέξη από το λαχάνιασμα!). Είχε πολύ καλή σχέση με την κουζίνα, είχε εξοικειωθεί και με το εστιατόριο του Πανεπιστημίου και κάποια στιγμή διοργάνωσε κοινή κουζίνα, είμασταν άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο, φτιάξαμε διάφορες λιχουδιές, εγώ θυμάμαι έφτιαξα κεφτέδες με πατάτες στο φούρνο και πιλάφι. Ήταν όμως και σαν δάσκαλος εξαιρετικός, έλεγε αυτά που συνήθως δεν ακούς από τους υπόλοιπους, μας μιλούσε για τα θεωρητικά ζητήματα της πληροφορίας, για τους φραγμούς, τους κινδύνους, την κακή χρήση, το δημοκρατικό έλλειμμα, την ηθική. (Χάρη σ' αυτόν ξεκίνησα μια πολύχρονη έρευνα πάνω στον ρόλο των βιβλιογραφικών αναφορών που οδήγησε στην προκήρυξη εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στον Τομέα Φιλοσοφίας του ΕΜΠ που δυστυχώς για προσωπικούς λόγους δεν κατάφερα να ολοκληρώσω και αργότερα στράφηκα σε άλλο αντικείμενο, αλλά αυτό δεν αφορά τούτη την ανάρτηση).


Ο Τομ ήταν ιδιαίτερα δραστήριος, ταξίδευε πολύ, έκανε φίλους σε όλο τον κόσμο και διατηρούσε τις φιλίες αυτές. Συχνά έστελνε κάρτες από τα μέρη που πήγαινε και οπωσδήποτε έστελνε τις ευχετήριες κάρτες για τον Νέο Χρόνο, όπως οι παραπάνω, οι οποίες συνοδεύονταν από τη λεπτομερή περιγραφή των ταξιδιών της χρονιάς.


Είχε επαφές με την κοινότητα στην οποία ανήκε, με τη γειτονιά όπως θα λέγαμε εμείς, διοργάνωνε γεύματα, ήταν πολύ καλλιεργημένος, ενδιαφερόταν ουσιαστικά για θέματα πολιτισμού, αγαπούσε την οικογένειά του, είχε αδέλφια και ανίψια πολλά, αγαπούσε πολύ τα ζώα, είχε γάτες που τις έλεγε παιδιά του. Έγραφε στο γράμμα του 1997:

My kids, Andre, Sebastian and Tasha, are all doing well, and they send their best wishes for a purr-fect New Year. Their dad continues to fall apart. The fifties are not the best time for the body to age gracefully, and one is forced to attend to the sins of the past: too many good parties and too many good times [...]

Αποχαιρετώ τον Τομ με μια φωτογραφία του που νομίζω δείχνει τον άνθρωπο που ήταν, με καλοσύνη και με αγάπη για ζωή. Δεν ξέρω αν βρήκε τον Σωκράτη στον δρόμο του, άλλωστε έναν Σωκράτη, αν θέλουμε, τον κουβαλούμε μέσα μας...
Καλή καλύτερη χρονιά!


Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Το Μηνιαίο Δελτίο Προσκτήσεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης


Η Εθνική Βιβλιοθήκη ξεκίνησε από το καλοκαίρι του χρόνου αυτού τη δημοσίευση ενός Μηνιαίου Δελτίου Προσκτήσεων, με το οποίο ενημερώνει για μέρος από τα αποκτήματά της. Στο Δελτίο περιέχονται κυρίως επιλογές από προσωπικά αρχεία που δωρήθηκαν στη Βιβλιοθήκη από επιγόνους των κατόχων τους, οι οποίοι είναι ιστορικοί, λογοτέχνες, επιστήμονες, στρατιωτικοί και άλλες προσωπικότητες. Στις δωρεές αυτές περιέχονται τόσο βιβλία και άλλο χαρτώο υλικό όσο και προσωπικά αντικείμενα. Τα αρχεία μπορούν να μελετηθούν είτε στο Αναγνωστήριο Χειρογράφων είτε στην Πλατφόρμα Ψηφιακών Συλλογών της ΕΒΕ, όπως κατά περίπτωση αναφέρεται στο σχετικό δελτίο.

Τα δελτία συντάσσονται από υπάλληλο ή συνεργάτη/τιδα της Βιβλιοθήκης. Μέχρι τώρα έχουν συνταχθεί έξι μηνιαία δελτία. Έχουν ενδιαφέρον τα κείμενα που περιγράφουν το υλικό αυτό, στα οποία, πέραν των άλλων, αναφέρονται και τυχόν σχέσεις με άλλες πηγές υλικού των ίδιων προσώπων, όπως είναι τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) κ.ά.

Αναφέρω ενδεικτικά τους τίτλους των αποκτημάτων που αναφέρονται στα δελτία μέχρι τώρα:

  • Αρχείο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
  • Περιοδικόν της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, τχ. 1-40, 28 Φεβρουαρίου- 26 Νοεμβρίου 1926
  • Αρχείο Ψύχα
  • Αρχείο Κορδάτου
  • Αρχείο Γιώργου Σκούρτη
  • Αρχείο Νικολάου Ε. Παναγιωτάτου
  • Συλλογή Γεωργίου Ν. Μακκά
  • Αρχείο Ζυγούρη
  • Κατάλογος της διαφημιστικής εταιρείας «GEO»
  • Αρχείο Νίκου Καχτίτση

Η συνεισφορά του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που είναι και ο Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, είναι παραπάνω από αξιοσημείωτη και σημαντική, όχι μόνο στα κείμενα που υπογράφει ο ίδιος σε κάποια Δελτία, αλλά και γενικότερα ως στοχαστής και άνθρωπος των Γραμμάτων. 

Για το Αρχείο Νίκου Καχτίτση (Δεκέμβριο 2022) διαβάζουμε:

Το 2003, για το αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Νίκο Καχτίτση (1926-1970) που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς (τχ. 1755), ο αδελφικός του φίλος, ποιητής Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008), εμπιστεύτηκε στον διευθυντή του περιοδικού Σταύρο Ζουμπουλάκη τεκμήρια της αλληλογραφίας τους από το προσωπικό του αρχείο. Στις αρχές του 2022, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης εμπιστεύτηκε με τη σειρά του το Αρχείο Καχτίτση στις Ειδικές Συλλογές της ΕΒΕ, μαζί με το δικό του προσωπικό αρχείο, του οποίου αποτελεί διακριτό μέρος.

Το Αρχείο Καχτίτση μάς εισάγει στον «πολιορκημένο» κόσμο του συγγραφέα, όπου τα όρια ανάμεσα στην αλληλογραφία και τη λογοτεχνία, την πραγματικότητα και τη μυθοπλασία του τόπου, του χρόνου και των προσώπων, είναι ασαφή και δυσδιάκριτα. 

[...]

Τα περισσότερα ανέκδοτα κείμενα του Αρχείου Καχτίτση έχουν δημοσιευτεί στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας (σ. 504-528), με επιμέλεια και σημειώσεις του Σταύρου Ζουμπουλάκη, ενώ μια πληρέστερη εικόνα της αλληλογραφίας του με τον Γιώργη Παυλόπουλο αποδίδει το Αρχείο Παυλόπουλου που ανήκει στις Συλλογές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (ASCSA) της Γενναδείου Βιβλιοθήκης καθώς και η έκδοση, σε φιλολογική επιμέλεια της Αυγής- Άννας Μάγγελ, «Νίκος Καχτίτσης, Τα Γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο (1952-1967), εκδ. Σοκόλη, Αθήνα, 2001».

Η παραπάνω εικόνα είναι από τον κατάλογο της διαφημιστικής Εταιρείας «GEO» με τίτλο «Société de publicité GEO, Kyrieris – Campanakis et Cie». Διαβάζουμε για τον κατάλογο αυτό στο Δελτίο του Οκτωβρίου:

Το τεκμήριο, σε σχήμα πλάγιου 8ου (13,8 x 22,5), τυπωμένο στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της τυπογραφίας του μεσοπολέμου. Επιπλέον, παρουσιάζει βιβλιοδετικό ενδιαφέρον, καθώς φέρει ανάγλυφο λογότυπο της εταιρείας στην εμπρόσθια όψη και αποτελείται από 8 δίφυλλα με κείμενα και αναπαραγωγές φωτογραφιών, τα οποία συνδέονται στην αριστερή πλευρά με κορδόνι καφέ χρώματος.

Όλες οι περιγραφές στα Δελτία είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Είναι μια σημαντική υπηρεσία πληροφόρησης και εξωστρέφειας της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έχουν αναπτυχθεί και άλλες,  και βέβαια αυτό πιστώνεται στο προσωπικό της Βιβλιοθήκης και στον ακάματο Γενικό Διευθυντή της Φίλιππο Τσιμπόγλου. Ευχόμαστε να πολλαπλασιαστούν οι υπηρεσίες αυτές, να εκσυγχρονιστούν κι άλλο και βέβαια η Πολιτεία να είναι ουσιαστική αρωγός για μια σύγχρονη Εθνική Βιβλιοθήκη και για μια Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

Να είχα, λέει, μια τρομπέτα: η Μάρω Δούκα για τα λίγα που ξέρει και τ' ασήμαντα, λέει, που θυμάται

 Από τη μια γιαγιά στην άλλη γιαγιά και στην παράλλη, από παγκάκι σε παγκάκι

η Μάρω Δούκα στο τελευταίο της βιβλίο ξεδιπλώνει μνήμες και βιώματα της νεαρής Κάκιας από τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στην Κρήτη και στην Αθήνα.

Πώς μπορείς να εξηγήσεις το καθετί μ' αυτά τα λίγα που ξέρεις, μ' αυτά τα ασήμαντα που θυμάσαι, μ' αυτά που ξέχασες ότι θυμάσαι αλλά εσύ τα θυμάσαι και τα αφήνεις ή δεν τα αφήνεις να επιδρούν στην επείγουσα ανάγκη σου να καταλάβεις.

Από παγκάκι σε παγκάκι κι από τον ένα συνειρμό στον άλλο, από τη μια θύμηση στην άλλη, 
 
τι σκέφτεσαι, τι δεν σκέφτεσαι, τι θυμάσαι, τι εννοείς ότι θυμάσαι, υπάρχει άραγε διαφορά ανάμεσα στη θύμηση και τη μνήμη, η μνήμη είναι πιο πηχτή, πιο πυκνή, πιο στέρεη. Η θύμηση θολαίνει, χαλαρώνει, σβήνει με την πρώτη ευκαιρία.
  
Ένας γυναικείος χορός, οι τρεις γιαγιάδες και η εγγονή, η αφηγήτρια, η Κάκια, μάλλον η Μάρω πίσω από την Κάκια, που ανασύρει μνήμες και προσπαθεί να εξηγήσει˙ η ίδια η συγγραφέας, μ' έναν λόγο χειμαρρώδη, συνεχή, μακροπερίοδο, πλούσιο σε λέξεις και νοήματα και θέσεις, πλούσιο σε ντόπια ιδιωματικά στοιχεία, λόγο ανάμεσα στη θύμηση και στη μνήμη, ανάμεσα στο όνειρο και στο ξύπνιο, ανάμεσα στην ιστορία και στο σήμερα, στις παραδόσεις, στα στερεότυπα και στον ρεαλισμό. 
 
Από παγκάκι σε παγκάκι, από θύμηση σε θύμηση κι από συνειρμό σε συνειρμό, ξεδιπλώνεται χωρίς σταματημό η ιστορία των τριών γιαγιάδων και της Κάκιας της εγγονής και νύφης˙ και με τη μορφή της μίας ή της άλλης γιαγιάς ή της εγγονής, οι ζωές των γυναικών στην Κρήτη και στην Ελλάδα, και μαζί οι ζωές των τριών οικογενειών, τα βάσανα, οι προκαταλήψεις, οι ομορφιές, η καθημερινότητα στο χωριό, οι βεντέτες, ο πόλεμος, η κατοχή, το αντάρτικο, ο εμφύλιος, οι Εβραίοι και το Ταναΐς. Η λεπτομέρεια στις περιγραφές, αχ αυτή η ωραία εμμονή της Μάρως Δούκα στη λεπτομέρεια των απλών πραγμάτων, στις λέξεις που τα ονοματοδοτούν και στα υποκοριστικά που κάνουν τον λόγο της ακόμη πιο αγαπητικό, πιο οικείο, πιο τρυφερό!
 
[...] ήθελε να την πάρει, του άρεσε και την ήθελε, ένα κηπάκι μόνο, αν του έδιναν, λίγες ρίζες ελιές για το λαδάκι, δέκα οκάδες φακή χωράφι, αυτά μόνο τα λίγα. Κάνα σκορδάκι, κάνα κρεμμυδάκι, το μαρουλάκι, το αγγουράκι στο παρακεί πεζούλι.

Η μοίρα της γυναίκας παντού μέσα στο βιβλίο.
 
Σειρά είχε και η ιστορία της γιαγιάς Αφροδίτης, της αθώας μου περιστεράς, που την πάντρεψε με το ζόρι ο πατέρας της, ούτε καν τη ρώτησε, όχι, όχι δεν τον ήθελε, έκλαιγε στα κρυφά, κι έλεγε να φαρμακωθεί, αλλά θεία φώτιση της ήρθε και τον αγάπησε τον Γιώργη της και τι που ήταν λογάς και πλατυκέφαλος και κοντούλης, ήταν ένας ολόγλυκος μελαχρινός, το μελανούρι της, έκανε πως χόρευε κιόλας, ανάθεμα κι αν ήξερε σύρει ζάλο, αυτή όμως τον καμάρωνε στον πεντοζάλη που μεταπατούσε λες και πατούσε σταφύλια στο πατητήρι, το 'χε αποφασίσει να γλιτώσει από τον τύραννο τον πατέρα της, να είναι κυρία και αρχόντισσα στο σπίτι της με τον Γιώργη της. 
 
Η γυναίκα και η μοίρα της, πιο τραγική η μοίρα της Θεανώς, θείας της Κάκιας: 
 
[...] εσύ, μάνα, φταις, μάνα είσαι εσύ για σκύλα; που μ' άφησες να σέρνομαι στα χωράφια, ούτε να φαίνω, ούτε να κεντώ μ' έσπρωξες, να πεις πώς θα στήσει αύριο μεθαύριο το σπιτικό της, αν δεν της μάθω το ένα και το άλλο, όχι, όχι, τα καλά και συμφέροντα, τους γιους στα γράμματα, τη μεγάλη, δηλαδή τη μαμά μου, στο κέντημα και στον αργαλειό, και αυτή το κακορίζικο η μαύρη και άραχλη φαμέγια. [...]
 
Οι ρόλοι μέσα στην οικογένεια:
 
η μητέρα στη μαγειρική, η γιαγιά στα ζώα, οι θείοι στα γράμματά του ο καθένας, η Θεανώ στα χωράφια και εγώ να υπουργεύω, να κάνω όλες τις δουλειές του ποδαριού, να βοηθώ εδώ και εκεί, να ανακατεύομαι σε όλα και να έχω γνώμη για όλα και με την άδειά τους για να με ξεφορτώνονται.
 
Κι η βεντέτα που καλά κρατεί στα μέρη και η θυσία για να ρθει ο σασμός, ιστορία που μου θυμίζει ανάλογη περίπτωση στην οικογένεια του δικού του παππού που ήταν από την Αράδενα, διπλανό χωριό στον Αϊ-Γιάννη.
 
Κι ας νομίζανε οι ειδικοί μου του φονιά ότι με την Εργινιά, τη γιαγιά μου, θυσία και προσφορά θα εξευμενίσουν την οικογένεια των θυμάτων, κι ούτε που τη ρωτήσανε την άτυχη αν θέλει ή δεν θέλει αυτή την παντρειά, παρά σαν κηδεία που ξεστράτισε σε γάμο την είχανε στεφανώσει με τον Νικόστρατο, ούτε κι αυτός είχε ερωτηθεί, ή την παίρνεις, του είχε πει μόνο ο πατέρας του, ή αναγκαστικώς πρέπει να κάνεις το χρέος σου και να σκοτώσεις τον φονιά. Αλλά αυτός φονιάς δεν ήθελε να γίνει, κι έγινε το μυστήριο και αγαπηθήκανε πολύ. Ο Θεός να σε φυλάει μόνο από τα σόγια και τη στενοκεφαλιά τους.
 
Σκέφτεται και αναπολεί την Σφακιανή γιαγιά της με τη δαντέλα που δεν τη γνώρισε ποτέ.
 
[...] γιαγιά μου, γιαγιά μου, γιατί να μη σε γνωρίσω ποτέ, γιατί να μην μπορώ να σε φανταστώ όπως σου αξίζει, να σε γηροκομήσω, να σε περιποιηθώ, να σε χτενίσω, να σε λούσω και εσύ να μου δίνεις ευχές μόνο ευχές. Να μου μάθεις εσύ να σου μάθαινα πεντόβολα, πώς να γνέθω, πώς να γνέθεις, να παίζαμε κουτσό στον περίβολο του Αϊ-Γιαννιού και να βρισκόμουν ξαφνικά στον άλλο περίβολο του άλλου Αϊ-Γιαννιού. Με τη γιαγιά μου τη μία, με τη γιαγιά μου την άλλη. Ώρα μου να σηκωθώ να πάρω και πάλι το δρόμο για τα Πατήσια μου.
 
Ένας ποταμός λέξεων με εικόνες και νοήματα, κι ένας σωρός από ερωτήματα, λες σαν απολογισμός της ίδιας της συγγραφέα, και ... ξάφνου να ΄σου και ο αγαπημένος μου Σαγκάλ

[...] τι ήθελε στη ζωή της, τι κατάφερε, πόσο ταξίδεψε, πόσα σπίτια και ανθρώπους μέσα στα σπίτια είδε από ψηλά σαν ηρωίδα του Σαγκάλ, πόσους ψιθύρους και γέλια και κλάματα [...]

Και όταν θέλει να κάνει ανάπαυλα από τη βόλτα από παγκάκι σε παγκάκι η συγγραφέας μας βάζει στο εργαστήριο της: 
 
Ευτυχώς έχει αρκετές προμήθειες στο ψυγείο, δεν θα χρειαστεί σήμερα να βγει έξω. Θα ανοίξει τα χαρτιά της, να ξαναδιαβάσει τα γραμμένα της, να τα επεξεργαστεί, πόσο πολύ της αρέσει να τα επεξεργάζεται, να τα βλέπει και να τα ξαναβλέπει όσο να καταλάβει τι ακριβώς θέλουν οι λέξεις, τι θέλουν οι προτάσεις, πώς εξελίσσεται και πώς βολεύεται ιστορία της, τι σκοπεύει η ηρωίδα της. Ή μήπως στην ουσία τίποτα δεν θέλει ηρωίδα της, να έρθει μόνο και να ζήσει και αυτή σ' αυτόν τον κόσμο, να υπάρξει και αυτή όπως υπήρξαν οι γιαγιάδες της, λίγο καλύτερα ίσως, όχι όμως και πολύ, δεν την αντέχει την ευκολία , ούτε και την πολλή ευτυχία αντέχει, όπως δεν την αντέχει και την τόση αναμονή, αλλά και πάλι κατά βάθος την αντέχει, να περιφέρεται εκ του ασφαλούς, να συνομιλεί χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες, να ακούει μόνο, να αγγίζει μόνο και να χαίρεται, αγέννητη και πάλι γεννημένη, ικανή να νιώσει τον τζίτζικα που λαλεί στο κυπαρίσσι της γιαγιάς Φιλαρέτης, τον πετροκότσυφα στη μουριά λίγο πιο πέρα από το μνήμα της γιαγιάς Αφροδίτης και τους μελισσοφάγος στην αγριαχλαδιά της γιαγιάς Ειρήνης.

Θαρρείς πως η ιστορία του βιβλίου διαμορφώνεται στην πορεία. Η συγγραφέας παίζει με την αφηγήτρια, την Κάκια, πότε η μια προπορεύεται, πότε η άλλη˙ και η αναγνώστρια; κι αυτή στο παιχνίδι, διαβάζει αυτά που θέλει και που τα ερμηνεύει όπως νομίζει.
 
[...] Αλλιώς ξεκίνησε την ιστορία της χωρίς ιστορία και αλλιώς προχωράει μετά εμποδίων χωρίς αρχή η μέση ή τέλος, παρούσα και απούσα αλλά και σίγουρη. Πότε παγκάκι δημοσίας χρήσεως, πότε ιδιόκτητο στη φαντασία της, πότε η κοπελίτσα θλιμμένη, πότε διήγημα σοφό, πονετικό, παρατηρητικό, πότε νυσταλέο. Τώρα όμως κοίταζε με ενδιαφέρον γύρω της, κάνοντας και λίγο το τυφλό, λίγο το κουφό λίγο το αδιάφορο διήγημα. Εφόσον καμία διάθεση δεν είχε να μπλεχτεί με δράματα, μελαγχολίες, καταθλίψεις και τα σχετικά. Κάτι το εορταστικό ήθελε μόνο, το συγκινητικό, το ανάλαφρο. Σηκώθηκε και πήρε πάλι τους δρόμους [...]
 
Και η ιστορία μας φτάνει στο τέλος του και δεν συστηθήκαμε με τις τρεις γιαγιάδες, τη Σφακιανή  Ειρήνη, με το υποκοριστικό Εργινιά, από τον πατέρα της, τη Σεληνιώτισσα Αφροδίτη από τη μάνα της και την εξ αγχιστείας γιαγιά Φιλαρέτη, την αρχοντοπούλα με τη χρυσή καδένα,
 
και ας μη γνωρίζονταν, και ας μην είχαν καμία σχέση μεταξύ τους, ήρθε η ώρα να συνυπάρξουν στη μνήμη και στη σκέψη της Κάκιας, άνοιξε η Κάκια την κάτω πόρτα, άνοιξε και την πάνω, μπήκε στο σπιτάκι της, η δεκαοχτούρα που κλωτσούσε το πεύκο φάτσα στο παράθυρο της έριξε μ' εμπιστοσύνη μια ματιά. Και αυτό ήταν. Γέμισε το πιατάκι με τροφή και το λεκανάκι με νερό στο περβάζι. Ωραία περιπλανήθηκε τόσες μέρες και τόσες νύχτες, με όνειρα και οπτασίες, φαντασιώσεις και εμμονές, τέλειωναν όμως οι διακοπές, τέλειωναν και οι ποδαρόδρομοι στα περασμένα, στα μαγικά, στα τρυφερά, στα αποτρόπαια περασμένα, από αύριο ξαναγεννημένη και αποφασισμένη, χαμογελαστή ...

Βιώματα, μνήμες και θύμησες από τον γενέθλιο τόπο ζωντανεύουν μαζί με στιγμιότυπα από τους δρόμους της Αθήνας και πλάθουν την εικόνα του τόπου μας και των ανθρώπων του˙ σαν μια ταινία δρόμου, που σε ταξιδεύει από παγκάκι σε παγκάκι, κι από συνειρμό σε συνειρμό. Η Μάρω Δούκα παρατηρεί και ερμηνεύει την κάθε λεπτομέρεια του μικρού και του μεγάλου κόσμου μας, συμμετέχει η ίδια, πειραματίζεται στις τεχνοτροπίες της γραφής και της αφήγησης, και σαν καλή μαστόρισσα των λέξεων και των νοημάτων μας παραδίδει άλλο ένα εξαιρετικό βιβλίο, σοφό, πονετικό, παρατηρητικό, και, κυρίως, εορταστικό!