Με είχε εντυπωσιάσει η ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού "Ο αθλητής του τίποτα" (Κέδρος 1997) από τον τίτλο ακόμη.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις. Δυσκολίες
και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους, γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνάν
με χαρούμενους ανθρώπους. Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει –
άλλοτε θυμάται. Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα. Δεν κοιτάζει
πίσω το ποίημα, γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.
Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι’ αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα.
και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους, γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνάν
με χαρούμενους ανθρώπους. Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει –
άλλοτε θυμάται. Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα. Δεν κοιτάζει
πίσω το ποίημα, γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.
Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι’ αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα.
........................................
Στην ποίησή του όλη αναμετριέται με το χρόνο, με τις μνήμες, με τα δέντρα και τα φυτά, με την καθημερινότητα, με τη μοναξιά και με τους ήχους της πόλης που αγαπά.
Το χρονόμετρο (της Ελπίδας μου)
Όπως γυρίζει η νύχτα μέσα μου
φέρνει πνιγμένους στην επιφάνεια.
-Το στήθος κλείνει για να κρατήσει
ό,τι προλάβει-
Έρχεται η μέρα.
Αλλά τι μέρα –τυλιγμένη σαν μπαμπάκι
γύρω στα δένδρα, σε μια γη
κρεμασμένη από κλωστή που είναι
έτοιμη να σπάσει.
Τραγούδησε για την καθημερινότητα που την ονειρεύεται μακριά από "ψεύτικους ουρανούς και πολιτικές εξουσίες":
Πίσω από τα καθημερινά πράγματα
υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο:
να πάρεις το λεωφορείο, να πιείς καφέ,
να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους
ουρανούς, πολιτικές εξουσίες.
Εξουσίες-ξυράφια.
Η λέξη στο μαχαίρι.
Τα μυστικά στους δρόμους.
Γυρνάς την τσέπη σου ανάποδα
και έρχεται το βράδυ καυτή πίσσα.
Βρίσκεσαι σπίτι. Προσπαθείς να στηρίξεις
το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου
και την έρμη την ποίηση.
(Στο βίντεο τραγουδά η Αφροδίτη Μάνου, όπου το παραπάνω ποίημα γίνεται το τραγούδι "Πίσω από τα καθημερινά" για το δίσκο "Απόπειρα" σε μουσική Νίκου Καλλίτση, Lyra 1981).
Άνθρωπος της πόλης ο Κοντός, ποιητής και πεζοπόρος, μακράν του πλήθους των εποχούμενων, παρατηρεί στο πεζοδρόμιο “σε μια σταλίτσα χώμα”, "ένα φυτό του δρόμου". Έτσι τον περιγράφει η Μάρη Θεοδοσοπούλου σε άρθρο της στην εφημερίδα Εποχή (30/11/2014) για το βιβλίο του "Μυστικά τοπία. Κείμενα για πρόσωπα, για τη ζωγραφική, για το θέατρο, για βιβλία" (Τόπος, 2014).
Αντιγράφω από εδώ το ποίημα του Γιάννη Κοντού που υπάρχει εν είδει επιμέτρου στο παραπάνω βιβλίο του:
Ο σκουπιδιάρης
ή
το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας
Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.
Ο Γιάννης Κοντός έφυγε μια μέρα σαν τη σημερινή πριν από δύο χρόνια. Θα τον θυμόμαστε με το κασκόλ πάντα γύρω από το λαιμό.