Ακόμα τούτη η άνοιξη, το δάκρυ δε στεγνώνει, δάκρυ στα μάτια ποταμός, κυλάν ποτάμια οι χρόνοι.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Αν είναι να θερίσουμε, να μπούμε για τ' αλώνι, τι μου φωνάζει ο κύρης μου κι η μάνα με μαλώνει.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Χειμώνας εκρατάει πολύ, η νύχτα όλο μακραίνει, τσακάλι πέφτει στο μαντρί και τρώει και δε χορταίνει.
Δεν είναι τούτη άνοιξη, δεν είναι καλοκαίρι. Μόν' είναι σύννεφο βαρύ, βαρύ, χειμώνας το 'χει φέρει.
Έτσι ένιωσε ο Βαγγέλης Γκούφας* την Άνοιξη το 1974 όταν έγραψε τους στίχους των τραγουδιών για τη θεατρική παράσταση του Γ. Ρούσσου «Μαντώ Μαυρογένους» σε σκηνοθεσία Κώστα Μιχαηλίδη. Έπαιζαν Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μάνος Κατράκης, Νικήτας Τσακίρογλου, Βύρων Πάλλης, Άννα Παϊταζή κ.ά. Τα τραγούδια της παράστασης περιλαμβάνονται στον δίσκο «Προδομένος λαός», τη μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησαν η Χάρις Αλεξίου, ο Κώστας Σμοκοβίτης και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Το τραγούδι για την Άνοιξη ερμηνεύεται από τον Κώστα Σμοκοβίτη.**
Θα μπορούσε να πει κανείς ... ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα; ή η ιστορία συνεχίζεται ή κάνει κύκλους; και ο αγώνας συνεχίζεται; Ναι, ο αγώνας συνεχίζεται, μα οι ήττες πολλές, οι απώλειες πολλές, οι ελπίδες τσακίζονται στα βράχια αντιλαϊκών και ιδιοκτησιακών, αλλά και αδέξιων, αδιέξοδων και μίζερων τακτικών και πολιτικών, ευτυχώς πάντα γεννιούνται νέες, ελπίζουμε στην άνοιξη. Και γι' αυτό επιλέγουμε ως εικόνα τον Ανοιξιάτικο χορό, έναν δοξαστικό χορό για την Άνοιξη, του Μέμου Μακρή. Γιατί, όπως έγραψε ο μεγάλος Οδυσσέας Ελύτης, «την άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις». Εκεί είμαστε, να φτιάξουμε την Άνοιξη. Μπορούμε; Θέλουμε;
* Για τον Βαγγέλη Γκούφα (και ... Βρανά στα χρόνια των κυνηγητών) είχα γράψει σε παλαιότερη ανάρτηση με αφορμή τον θάνατό του το 2016. Για τον Μίκη εδώ όλες οι αναρτήσεις.
Τι είναι η ζωή; Ένα ψέμα, μια αυταπάτη, μια χίμαιρα, μια σκιά. Στιγμή στου απείρου το χάος είναι απ' ότι φαίνεται μεγάλη. Γιατί η ζωή είν' ένα όνειρο, τι άλλο! Και τα όνειρα, είναι όνειρα του ονείρου.
Λόγια του Ισπανού δραματουργού και ποιητή του 17ου αιώνα Πέδρο Καλντερόν δε λα Μπάρκα από το θεατρικό έργο του «Η ζωή είναι όνειρο». Το αντέγραψα από το βιβλίο που διάβασα πρόσφατα και απηχεί τον ψυχισμό και την προσωπικότητα της γυναίκας που περιγράφει. Πρόκειται για το βιβλίο «Η μοναδική Μαρία Καζαρές» της Γαλλίδας συγγραφέα Ανν Πλανταζενέ που αφηγείται τη ζωή της σπουδαίας Ισπανογαλλίδας (ή Γαλλίδας με Ισπανική καταγωγή) ηθοποιού Μαρία Καζαρές. Η Μαρία ήταν Ισπανίδα, γεννημένη το 1922 στην Κορούνια της Ισπανίας. Ο πατέρας της, Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγα, ήταν πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας. Πολλοί δημοκρατικοί τον θεωρούσαν ανίκανο και δειλό πολιτικό, ενώ οι εθνικιστές «εχθρό της ενωμένης μεγάλης και ελεύθερης Ισπανίας του Φράνκο».
Η Μαρία έφυγε με τη μητέρα της από την Ισπανία το 1936.
Αυτή είναι η Μαρία Βικτόρια Κασάρες Πέρεθ αλλά όλοι τη φωνάζουν Βιτολίνια, εκτός από τον πατέρα της που προτιμά το Βίτολα. Είναι ξαπλωμένη σε ένα παγκάκι στο σιδηροδρομικό σταθμό του Περτύς στα ανατολικά Πυρηναία, με το κεφάλι στον μηρό της μητέρας της, φοράει ένα κοντό πανωφόρι με επένδυση και μποτίνια και γύρω από τα μαύρα της μαλλιά, πλεγμένα σε κοτσίδα, έχει δεμένη μια ανοιχτόχρωμη κορδέλα. Είναι ένα πρωί το Νοέμβρη του 1936, χαράματα. Παρά τα ζεστά και άριστης ποιότητας ρούχα τους, το κρύο πιρουνιάζει τα κόκαλα τους και στο τρένο από τη Βαρκελώνη που τις έφερε ως τα σύνορα δεν κοιμήθηκαν όλη νύχτα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που το κορμί της μητέρας τινάζεται από σπασμούς, από συσπάσεις, κάνοντας κάθε τόσο το κεφάλι της Βιτολίνιας να δονείται. Η Γκλόρια Πέρεθ Κασάρες, στητή, με το όμορφο πορσελάνινο πρόσωπό της ανέκφραστο και τα μάτια της, διάφανου μπλε χρώματος, καρφωμένα σ' ένα σημείο που μονάχα εκείνη μπορεί να δει, κλαίει. Μοιάζει με εξόριστη Ρωσίδα πριγκίπισσα, με τα ξανθά λεπτά μαλλιά της, κομμένα σε κομψό καρέ, και τον σωρό από βαλίτσες από δέρμα χοίρου δίπλα της, με τη μοναχοκόρη της ξαπλωμένη πάνω της στα δεξιά της κι έναν νεαρό να έχει πάρει την ίδια στάση στα αριστερά της. [...]
Η Βιτολίνια για πρώτη φορά βρίσκεται μακριά από την πατρίδα της την Ισπανία. Είναι τα πρώτα της λεπτά στη Γαλλία, σ' ένα μικροσκοπικό σιδηροδρομικό σταθμό όπου ένα μεγάφωνο μεταδίδει κατ' επανάληψη ένα τραγούδι του οποίου καταλαβαίνει κάποια λόγια από το ρεφραίν: Tout va très bien, Madame la Marquise. 1
Η Μαρία και η Γκλόρια, η μητέρα της, νόμιζαν ότι θα έφευγαν για λίγο διάστημα στη Γαλλία, ίσως για λίγους μήνες, ώσπου να φτιάξει η κατάσταση στη χώρα τους, πίστευαν ότι η ισπανική δημοκρατία είχε γερά θεμέλια και πολλούς υποστηρικτές. Αυτή δεν είναι η προσμονή όλων των προσφύγων, και τελικά η μοίρα τους να πεθαίνουν σε ξένο τόπο;
Οι χώρες που ο πατέρας της ισχυριζόταν πως ήταν φιλικές, ανάμεσά τους και το Λαϊκό μέτωπο του Λεόν Μπλουμ, ψήφισαν ένα σύμφωνο μη παρέμβασης και οι εθνικιστές προμηθεύονταν όπλα από τη Γερμανία. Η δημοκρατική Ισπανία εγκαταλελειμμένη στη μοίρα της. Η κόρη κι ο νεαρός είναι ξαπλωμένοι στο παγκάκι, σαν να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ' το έδαφος, μονάχα της μητέρας τα πόδια πατάνε στο χώμα της Γαλλίας.
Έτσι περιγράφει συνοπτικά την ηρωίδα της η Πλανταζενέ:
Αν μονάχα
ήταν ο πατέρας της εδώ... Ο πατέρας της ο Σαντιάγο Καζάρες Κιρόγα, που
διετέλεσε πολλάκις υπουργός, ο τελευταίος πρόεδρος του υπουργικού
συμβουλίου της δεύτερης ισπανικής Δημοκρατίας πριν από το πραξικόπημα
του Φράνκο στις 18 Ιουλίου του 1936, κατηγορούμενος σύμφωνα με την
επίσημη εκδοχή, την οποία η κόρη του δεν αποδέχεται, ότι αρνήθηκε να
δώσει όπλα στους εργάτες, αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση με
την ανικανότητά του να ευθύνεται για την έναρξη του εμφυλίου. Ο πατέρας
της που πέθανε εξόριστος, τέσσερα χρόνια μετά τη γυναίκα του του 1950,
αποκηρυγμένος, αποδοκιμασμένος, τη χρονιά του Ορφέα. Ορφανή. Αυτός ο
πόνος δεν θα υποχωρήσει ποτέ. Ο πατέρας της πέθανε στο δωμάτιο της, σ'
εκείνο το δωμάτιο που του είχε παραχωρήσει στο τέλος, στο κρεβάτι της. Η
Μαρία δεν φοβάται τα φαντάσματα. Από φαντάσματα είναι γεμάτα η Γαλικία
και τα παραμύθια της παιδικής της ηλικίας, τα φαντάσματα αποτελούν μέρος
της ζωής όπως ακριβώς και τα όνειρα, οι αναμνήσεις, οι τύψεις και ο
θάνατος. Η Μαρία αποδέχεται πλήρως την παρουσία αυτών των άυλων σωμάτων,
όπως αποδέχεται και τη ζωή με οτιδήποτε αυτή εμπεριέχει, χωρισμούς,
στιγμές δόξας, πένθος [...] Ο Καμύ την ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε
άλλον. Λέει πως η Μαρία διακατέχεται από το δαιμόνιο της ζωής. Τρώει σαν λύκος, γελάει εκκωφαντικά , είναι φλογερή στον έρωτα,
κοιμάται βαριά, για ώρες, συνεχόμενα, ο ύπνος της είναι ανανεωτικός.
Η Μαρία έγινε σπουδαία ηθοποιός, διάσημη, φωτογραφίες της βρίσκονται σε όλα τα περιοδικά, γράφουν για τη νεαρή εξόριστη Ισπανίδα με τα πράσινα μάτια που θριάμβευσε στηΝτίαρντρη των θλίψεων2, την περιγράφουν να έχει ύψος 159 ή 161 ή ακόμα 156.
Έπαιξε στον κινηματογράφο σε ταινίες του Καρνέ, του Μπρεσσόν, του Κοκτό, στο πλευρό του Ζεράρ Φιλίπ ή του Ζαν Μαρσαί και άλλων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στο θέατρο, ιερό τέρας, τεράστια τραγωδότην αποκαλούσαν. Έμεινε στην ιστορία η ερμηνεία της στo ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ που ανέβηκε στο φεστιβάλ της Αβινιόν το 1956 σε σκηνοθεσία του Ζαν Βιλάρ (Jean Vilar). Ο τύπος ήταν διθυραμβικός, σαν αναμμένη δάδα η φωνή της έγραφαν. Στα ημερολόγιά της είχε σημειώσει τη φράση «Η κόλαση είναι σκοτεινή» από το έργο, προφανώς μαρτυρώντας δικές της σκέψεις και ανησυχίες.
Το 1944 γνώρισε τον Αλμπέρ Καμύ. Ήταν μια αγάπη που κράτησε μέχρι το θάνατο του δεύτερου το 1960. Ο Καμύ ήταν παντρεμένος, απέκτησε παιδιά, ο έρωτάς τους ήταν κρυφός, οι συναντήσεις τους αραιές, πέρασαν τέσσερα χρόνια χωριστά, αλλά ξανάσμιξαν. Γράφει στο ημερολόγιό της: «η αγάπη μας δεν έχει άλλο στήριγμα από την ίδια της την ύπαρξη, χωρίς σκοπό, χωρίς ελπίδα, χωρίς λόγο». Κι αλλού: «αν έχουμε αγαπήσει κάποιον κάποτε, τότε δεν είμαστε ποτέ πια μόνοι».
Στα τέλη του 1959 είχαν καιρό να σμίξουν. Θα ξανανταμώνανε το Γενάρη, έτσι είχαν σκοπό. Θα φορέσει το μαύρο αδιάβροχο και το καπελάκι που μόλις αγόρασε εκ μέρους του Αλμπέρ, πρώιμα χριστουγεννιάτικα δώρα.
Όμως εκείνη η συνάντηση του Γενάρη δεν έγινε ποτέ.
Αναρωτιόταν παλαιότερα σ' ένα γράμμα της η Μαρία: Ακόμη κι ο θάνατος είναι άραγε ικανός να μας χωρίσει; Κι εκείνος της απαντούσε: Όχι, ο θάνατος δε χωρίζει, απλά ανακατεύει λίγο περισσότερο στον άνεμο τη στάχτη των σωμάτων που είχαν ενωθεί ήδη ως τα βάθη της ψυχής τους.
Η Μαρία δεν είναι απ' τις γυναίκες που τις παντρεύονται. Είναι η μνηστή των νεκρών, η σκοτεινή βασίλισσα, η λαίδη Καμία. Τακτοποίησε τα γράμματα του Αλμπέρ σε ένα σεντούκι, τα γράμματα που της έστελνε εκείνος και τα γράμματα που του έγραφε αυτή, τα οποία ο Ρενέ Σαρ ανέβηκε και τα πήρε από την γκαρσονιέρα της οδού Σαναλέιγ με το που πληροφορήθηκε το φρικτό μαντάτο και της τα πήγε στην οδό Βοζιράρ για να μην πέσουν σε ξένα χέρια. Όλα τα γράμματα που αντάλλασσαν επί δεκάξι ολόκληρα χρόνια. Με το τελευταίο να φτάνει στα χέρια της την επομένη του θανάτου του.
Περνούν πολλά ονόματα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, ονόματα που πέρασαν από τη ζωή της Μαρία Καζαρές. Ας αναφέρω μερικά, για πολλά από τα οποία δίνει ενδιαφέρουσες συμπληρωματικές πληροφορίες ο μεταφραστής Γιάννης Στρίγκος: Μάριος Πράσινος, ζωγράφος και χαράκτης με επιρροές από τον σουρεαλισμό, γεννημένος από Έλληνες γονείς, ο συνθέτης Μορίς Ζαρ, ο Ζεράρ Φιλίπ, ο Αντρέ Ζιντ, ο Ζαν Ζενέ, η Ανιές Βαρντά, ο Αντρέ Μαλρό, ο τσιγγάνος καλλιτέχνης του καμπαρέ Νταντέ ή Αντρέ Σλεσσέρ,4 που «χαμογελά σαν τον Πιερότο του φεγγαριού»3και που υπήρξε φίλος και σύζυγός της και πολλοί άλλοι.
Η Μαρία Καζαρές πέθανε στο Λα Βερν στις 22 Νοεμβρίου του 1996, μια μέρα
αφότου έκλεισε τα 74. Ο τάφος της βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αλλού (Alloue) και το σπίτι της, το οποίο κληροδότησε στην κοινότητα, έχει γίνει τόπος
δημιουργίας και διαμονής για ηθοποιούς του θεάτρου, σπίτι του
ηθοποιού δηλαδή. Το 2010 έδωσαν το όνομά της στο ευρωπαϊκό τμήμα της Γαλλικής
υπηρεσίας προσφύγων και Απάτριδων.
Δεν είχε απαρνηθεί ποτέ την Ισπανική ταυτότητα, είχε όμως δηλώσει ότι δεν θα πήγαινε στη γενέτειρα όσο ζούσε ο Φράνκο. Ήταν 19 Ιουλίου του 1976 όταν για πρώτη φορά επέστρεφε στην Ισπανία, είχε φύγει δεκατεσσάρων, επέστρεφε στα πενήντα τρία. Ο Φράνκο ήταν ήδη νεκρός από τις 20 Νοεμβρίου του 1975. Είχαν όμως περάσει πολλά χρόνια από το φευγιό της, παρά την υποδοχή και τις επιτυχίες, ένιωθε ξένη. Μόλις επέστρεψε στη Γαλλία, έκανε αίτηση για τη γαλλική υπηκοότητα. Έγραφε:
Θέλησα να παραμείνω Ισπανίδα όσο καιρό ήμουν πρόσφυγας έτσι ώστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να μοιράζομαι με τους συμπατριώτες μου ένα κοινό πεπρωμένο όμως πάντα είχα στο νου μου πώς τη μέρα που θα μπορούσα να γυρίσω πίσω στην Ισπανία τότε θα γινόμουν Γαλλίδα Ακόμη και αν χρειαζόταν να εγκατασταθώ στην Ισπανία.
Νομίζω άξιζε η ανάγνωση του βιβλίου. Η Ανν Πλανταζενέ μελέτησε με προσοχή τα αρχεία της Καζαρές που της εμπιστεύτηκε η κόρη του Καμύ και που εκείνη τα είχε αποκτήσει από την ίδια την Καζαρές. Το βιβλίο που παρέδωσε ήταν μια περιήγηση όχι μόνο στη ζωή και τη δράση της Μαρία Καζαρές, αλλά και σε σημεία της ιστορίας, των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων και της κουλτούρας στην Ευρώπη του εικοστού αιώνα.
Πρέπει να σημειώσω επίσης την πολύ καλή μετάφραση και συνολική επιμέλεια με συμπληρωματικές πληροφορίες στις υποσημειώσεις από τον μεταφραστή Γιάννη Στρίγκο για πρόσωπα που αναφέρονται μέσα στο κείμενο, πρόσωπα του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής.
1 Όπως σημειώνει ο μεταφραστής, πρόκειται για το πολύ μεγάλη προπολεμική επιτυχία στη Γαλλία με τον τίτλο του γραμμένο από τον γνωστό σύνθετη της εποχής Πολ Μισρακί. Στους σατιρικούς στίχους ο μπάτλερ της μαρκησίας της ανακοινώνει όλες τις καταστροφές που τη βρήκαν κατά τη διάρκεια της απουσίας της, καθησυχάζοντας την όμως πάντα στο τέλος με τη φράση όλα βαίνουν πολύ καλώς κυρία...
2Πρόκειται για το θεατρικό έργο με τον αγγλικό τίτλο "Deirdre of the Sorrows", γραμμένο το 1909, στο οποίο ο Ιρλανδός δραματουργός John Millington Synge αναπλάθει έναν παλιό κέλτικο μύθο.
3 Ο «Πιερότος του φεγγαριού» (ή «Φεγγαρίσιος Πιερότος» από το πρωτότυπο στα γαλλικά "Pierrot Lunaire") είναι το πρώτο ατονικό αριστούργημα του Άρνολντ Σένμπεργκ βασισμένο σε μια σειρά ποιημάτων του Βέλγου ποιητή Άλμπέρ Ζιρό (Albert Giraud). Όπως διαβάζουμε σε πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης, στο έργο κυριαρχούν οι αντιφάσεις, ο Πιερότος είναι ήρωας και παλιάτσος, άνδρας που τον υποδύεται μια γυναίκα, τραγουδά και ταυτόχρονα μιλά για τον έρωτα, τη θρησκεία, τη βία, όλα όσα περιστοιχίζουν διαχρονικά τον άνθρωπο και τροφοδοτούν τη κάθε του πράξη. Αξεπέραστος πιερότος του φεγγαριού σε θεατρικές παραστάσεις υπήρξε ο διάσημος μίμος Μαρσέλ Μαρσό.
4 Ο André Schlesser, γνωστός ως Νταντέ (Dadé) ήταν τραγουδιστής, μίμος και καλλιτέχνης του καμπαρέ. Με τον Μαρκ Σεβαλιέ είχαν δημιουργήσει το ντουέτο Marc Et André.
Όταν ο Θεός αποφάσισε να επινοήσει
τα πάντα πήρε μια
ανάσα μεγαλύτερη από τέντα τσίρκου
και τα πάντα ξεκίνησαν
όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να
καταστρέψει τον εαυτό του ξεχώρισε
το ήταν του θα και βρίσκοντας μόνο το γιατί
το συνέτριψε στο επειδή μέσα
Τέτοια ήταν η ποίηση του edward estlin cummings, του αμερικανού ποιητή, ζωγράφου και δοκιμιογράφου, που είχε γεννηθεί σαν σήμερα το 1894. Στα ποιήματά του με την ιδιαίτερη συχνά σύνταξη βρίσκουμε συχνά στίχους για την άνοιξη, τον θάνατο και τη ζωή, τον λαό, την αγάπη, τα λουλούδια και τα δέντρα, τον χρόνο, την αλήθεια.
Αντιγράφω από την έκδοση με τίτλο «ποιήματα» (Ηριδανός, 2007). Γράφει στην εισαγωγή ο επιμελητής και μεταφραστής, ποιητής ο ίδιος, Γιάννης Λειβαδάς:
Ο έντουαρτ έστλιν κάμμινγκς όντας ένας από τους πιο ανένδοτους και
κατηγορηματικούς ποιητές της Αμερικής, και ανάμεσα στους πλέον προσδιοριστικούς για τη
νεότερη παγκόσμια ποίηση, κατάφερε με περίφημο τρόπο να παρεκκλίνει από
τον κόσμο της πλασματικής δημιουργίας, που τον περασμένο αιώνα λίγο
έλειψε να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση της γραφής. Ο κάμινγκς λοιπόν
συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στους αυθεντικούς διασώστες της μοντέρνας
ποίησης και ήταν ο μοναδικός ποιητής που έγραφε το όνομά του με μικρά
γράμματα.
Γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1894 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Το
1911 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ με ειδίκευση στην Ελληνική
και σε άλλες γλώσσες. Παράλληλα ασχολήθηκε σοβαρά με τη ζωγραφική. [...]
Την εποχή του θανάτου του ο κάμμινγκς ήταν από τους πιο πολύ διαβασμένος
ποιητές της Αμερικής. Στην εποχή μας η ποίησή του εξακολουθεί να γίνεται
ανάρπαστη κι εκείνος να παραμένει μπροστάρης. Ο κάμμινγκς είναι συνώνυμος
του πειραματικού πνεύματος και της ποιητικής τόλμης με τόση ένταση ώστε
ακόμα κι η ενασχόληση μαζί του να προσδίδει αυτομάτως μία αίσθηση
κύρους (από κείνη που σκοτώνει). Μα πώς να επωφεληθεί κανείς από έναν
τέτοιο ποιητή που ευθύς εξαρχής τοποθετεί τον μεταφραστή και τον
αναγνώστη στη θέση εκείνου που πάει να συλλέξει τον υδράργυρο με απόχη;
Φαίνεται πως στο όριο της απόδοσης του ύφους και της γλώσσας μπορεί να
καταφέρει κανείς κάτι, μα τίποτε περισσότερο. Κι αυτό γιατί ο κάμμινγκς
έχει κάθε του στίχο να παρωθεί επικίνδυνα την ποίηση. Εκείνοι λοιπόν που
θεωρούν την ποίηση δίαιτα ή κοιναισθησία να κάνουν πίσω. Ετούτο
αποδεικνύουν οι τρομεροί του στίχοι. Στη χειραφέτηση τα παίζεις όλα Κι
αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσεις λίγο παραπάνω από το
τίποτα.
Αν κάποιος έχει επιληφθεί τις μελωδίες του Θελόνιους Μονκ, έχει νιώσει
εκείνη την εκτοπιστική γιγάντωση των πινάκων του Ντε Κούνινγκ κι έχει μονιάσει με την ιδέα πως τα πράγματα θα είναι πάντοτε μπροστά από μας,
θα νιώσει κάπως πιο άνετα μέσα στους στίχους του κάμμινγκς. [ ...]
Η ποίηση του κάμμινγκς είναι μια απαρακώλυτη, αυτεξούσια είδηση,
παραπάνω απ' όσο περιμένει κανείς εγγυημένη. Ο κάμμινγκς ήταν η φωνή από
τα ερείπια της σύγκρουσης, ο τηλεβόας της πραγματικότητας που επινόησε η
αδιάψευστη αλλοίωση. Γι' αυτόν κάθε εισαγωγή είναι μάλλον περιττή. Ας
πάρουμε λοιπόν μία γεύση από την ποίηση ενός υπέροχου απ-ανθρώπου.
Αντιγράφω κι εγώ ένα ποίημα που βρήκα τόσο επίκαιρο - πάλι, που γίνεται η φωνή από
τα ερείπια της σύγκρουσης, ο τηλεβόας της πραγματικότητας -πάλι:
Ανθρωπότητα σ' αγαπώ
γιατί προτιμάς να γυαλίζεις
τις μπότες της επιτυχίας απ' το
να νοιάζεσαι για εκείνον που η ψυχή του
κρέμεται από του ρολογιού την αλυσίδα ντροπή βεβαίως είναι
και οι δύο περιπτώσεις και γιατί
χειροκροτείς ανένδοτα κάθε τραγούδι
που έχει τις λέξεις πατρίδα σπίτι και μητέρα
σαν τραγουδιέται στα παλιά λημέρια
ανθρωπότητα σ' αγαπώ γιατί
σαν μένεις άφραγκη με ενέχυρο
την ευφυΐα αγοράζεις το ποτό σου
και σαν κοκκινίζεις ντροπιασμένη
η περηφάνια σε κρατάει μακριά
απ' το ενεχυροδανειστήριο,
σ' αγαπώ γιατί διαρκώς κάνεις βλακείες
και μάλιστα περισσότερες
μες στον δικό σου οίκο
ανθρωπότητα σ' αγαπώ γιατί
συνέχεια βάζεις της ζωής το μυστικό
μες στα βρακιά σου
και το ξεχνάς
και κάθεσαι πάνω του
και σ' αγαπώ γιατί
συνέχεια φτιάχνεις ποιήματα
πάνω στου θανάτου τα γόνατα
ανθρωπότητα
σε μισώ.
Κι επειδή γίνεται αναφορά στον τεράστιο της τζαζ Θελόνιους Μονκ (είχε γεννηθεί 10 Οκτωβρίου του 1917!), εδώ ακούμε το Underground με τον ίδιο στο πιάνο (και όπου προς το τέλος τραγουδά ο Τζιμι Χέντριξ!).
Κι επίσης, ένα έργο του ολλανδοαμερικανού εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη Βίλεμ ντε Κούνινγκ, του ζωγράφου των γυναικών όπως τον χαρακτήριζαν.
Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα, με το Χαρχούδα δήμαρχο δε βλέπεις άσπρη μέρα. Κι αν ήσουνα Χαρχουδικός, καιρός να μετανιώσεις, γίνε Δυστροποπιγκικός, αν θέλεις να προκόψεις.
Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα. Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.
Το τραγούδησαν τα παιδιά μας, μαζί κι εμείς, το τραγουδούν τα εγγόνια μας, πάλι κι εμείς μαζί. Αποχαιρετούμε την σπουδαία, την εμβληματική Μαριανίνα Κριεζή με νοσταλγία, με γλύκα, μ' ευγνωμοσύνη γιατί έκανε τον κόσμο των παιδιών, τον κόσμο μας, καλύτερο. Αξίζει να σκύψει κανείς στους στίχους των τραγουδιών.
Κοιτάζοντας τον δίσκο LP της EMI που έχω στο σπίτι με τα μέρη «Η κλειδωμένη τουαλέτα - Το πετρωμένο δάσος - Ρόζα Ροζαλία - Το ροζ χρώμα», στέκομαι στους συντελεστές, γιατί η Λιλιπούπολη ήταν μια συλλογική δουλειά σπουδαίων ανθρώπων. Εκτός από τη Μαριανίνα Κριεζή που έγραψε τους στίχους των τραγουδιών, τα κείμενα του έργου έγραψε η ίδια μαζί με τις Αννα Παναγιωτοπούλου και Ρεγγίνα Καπετανάκη.
Η μουσική είναι από τους Νίκο Κυπουργό, Λένα Πλάτωνος, Νίκο Χριστοδούλου, Δημήτρη Μαραγκόπουλο.
Διεύθυνση ορχήστρας από Μάνο Χατζηδάκι και Βύρωνα Φιδετζή.
Τραγουδούν Νίκος Τσιλούλης, Σταμάτης Φασουλής, Λάμπρος Τσάγκας, Σπύρος Σακκάς, Λένα Πλάτωνος και Σαββίνα Γιαννάτου, ενώ σε έκτακτη συμμετοχή ακούγεται η Λιζέτα Νικολάου.
Αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία
πάμε μαζί στη συναυλία,
ν’ ανθίσει μ’ όλα τα βιολιά
μια ροζ μεγάλη βυσσινιά
στο πρώτο μας φιλί.
Συμπτωματικά, σε πρόσφατη παρουσίαση για ψηφιακές βιβλιοθήκες κτλ, παρουσιάζοντας την εφαρμογή "Ευτέρπη" της Βιβλιοθήκης του Μεγάρου Μουσικής έδωσα ως δείγμα το τραγούδι "Μες στο μουσείο" σε μουσική Νίκου Κυπουργού:
μες το μουσείο μες το μουσείο μια μέρα μπήκα με φόρα κι εγώ μη με τραβάτε, μη μου κολλάτε απ' το μουσείο δε θέλω να βγω...
ηχητικό
Ανάμεσα στα τραγούδια της Λιλιπούπολης ήταν και «το τσιφτετέλι της γρίππης» που το τραγούδησε η Σαββίνα Γιαννάτου:
Είμαι μία Ασιατική γρίπη
έρχομαι απ’ την ανατολή,
ταξιδεύοντας μέρα και νύχτα
πάνω σ’ ένα μαγικό χαλί.
Μια πενικιλίνη προτιμάω (έλα έλα)
δυο κινίνα δίκταμο ζεστό
κι αν σας βρίσκεται καμιά ασπιρίνη,
θα την πάρω σας ευχαριστώ.
Είμαι μία Ασιατική γρίπη
πάω πίσω στην ανατολή,
με αξέχαστες εντυπώσεις
από την πανέμορφή σας Λιλιπούπολη.
Δεν ξεχνάμε πως η Λιλιπούπολη ήταν ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου προγράμματος την περίοδο 1976-1980, όταν διευθυντής ήταν ο Μάνος Χατζηδάκις.
Κι επίσης, δεν ξεχνάμε πως η Μαριανίνα Κριεζή έγραψε στίχους για πολλά τραγούδια που συνέθεσαν ο Λάκης Παπαδόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη, η Αρλέτα, ο Τάκης Μουσαφίρης και πολλοί άλλοι.
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στου γιασεμιού την ευωδιά στην ερημιά του φεγγαριού στο κυματάκι του γιαλού Οι άνθρωποι μ’ αρνήθηκαν κανείς δεν μου σιμώνει μόνο μου κάνει συντροφιά της νύχτας το τριζόνι
Έννοια σου, λέει, έννοια σου κι εγώ είμαι εδώ κοντά σου για συντροφιά στην έγνοια σου και για παρηγοριά σου
Τρι και τρι και τρι και τρι τι πικρή που ’ναι η ζωή τι γλυκιά και τι πικρή τρι και τρι και τρι και τρι
Κοιμήθηκε κοιμήθηκε στων αρχαγγέλων τη σκιά, στων γιασεμιών την ευωδιά ο Μίκης. Διάλεξα το τραγούδι με την ερμηνεία του Πέτρου Πανδή γιατί θεώρησα πιο ταιριαστό για τη μέρα (αν και υπάρχουν πολύ καλές ερμηνείες από Ντόρα Γιαννακοπούλου, Σούλα Μπιρμπίλη κ.ά.). Εδώ παραπέμπω από δίσκο με μπαλάντες του Μίκη (https://music.youtube.com/watch?v=5TcE8Yj7vY8). Στη συλλογή μου έχω έναν άλλο δίσκο LP με ζωντανές ηχογραφήσεις από συναυλίες στην Ευρώπη.
Το εξώφυλλο του δίσκου με τον Πέτρο Πανδή
Το οπισθόφυλλο του δίσκου
Το Μουσικό Σύμπαν του Μίκη ήταν τεράστιο. Η παρακάτω εικόνα είναι μέρος από το σύμπαν αυτό, σχεδιασμένο από τον ίδιο σε
σελίδες Α4 (ανάμεσα στα έργα, διακρίνεται
και η συλλογή "Μικρές Κυκλάδες" που περιέχει το τριζόνι). Πηγή της εικόνας είναι το εκπαιδευτικό υλικό (εγχειρίδιο και δύο CD) με τίτλο Μίκη Θεοδωράκη Ιστορίεςπου παρήγαγε το 2005 η Νομαρχία Χανίων στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 80χρονα ου Μίκη. Ένα αξιόλογο έργο που παρουσιάζει το σύμπαν του Μίκη Θεοδωράκη με σεβασμό και αγάπη. Τότε μοιράστηκε στα σχολεία των Χανίων, όμως πιστεύω θα άξιζε οι φορείς να επανέλθουν με επικαιροποίηση και ευρύτερη δημοσιοποίηση.
Ο Μίκης σήμερα αναπαύθηκε στη φιλόξενη γη του Γαλατά!
Και να τί λέει για τον Γαλατά (περιέχεται στο δεύτερο CD του παραπάνω έργου):
Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στων αρχαγγέλων τη σκιά στων φύλλων το μουρμουρητό στων άστρων το χρυσό γιαλό Τι να ’φταιξα της μοίρας μου κι έτσι με φαρμακώνει μονάχα μου αποκρίνεται της νύχτας το τριζόνι
Είμαι μικρό πολύ μικρό μα είναι ο Θεός μεγάλος αυτό ποτέ δε θα σ’ το πω μήτε κανένας άλλος
Τρι και τρι και τρι και τρι τι πικρή που ’ναι η ζωή τι γλυκιά και τι πικρή τρι και τρι και τρι και τρι
Σημ. Η πρώτη φωτογραφία είναι από τη συναυλία που έδωσε ο Μίκης στις 17 Σεπτεμβρίου 1951 στα Χανιά (πηγή: ιστότοπος του Παγκρήτιου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκηhttps://mikisguide.gr/).
Έλεγε ο πατέρας: Η τέχνη είναι σαν ψωμί, τόσο την έχουμε ανάγκη. Μικρή τον πίστευα. Έπειτα δεν μπορούσα να τον πιστεύω. Τον έβλεπα και τον λυπόμουνα. Μετά τον μισώ... Τώρα, δεν ξέρω. Όχι, δεν μου χρειάζεται η τέχνη. Καμιά τέχνη. Πονάω πολύ βλέπω φιλμ. Και τραγούδια πονάνε. Μπορώ μόνο ακούω μουσική. Πατέρας αγαπούσε Ρίχτερ. Εγώ αγαπάω Γκλεν Γκουλντ. Έχεις ακούσει; Μπαλάντες και ραψωδίες του Μπραμς... Το βλέπω στο βλέμμα σου. Αλλοδαπή πουτάνα και ακούσει Μπραμς; Οκέι, τώρα δεν ακούω. Ξέρω όμως ότι μπορώ να ακούω. Τον είχα ζητήσει στη δεύτερη εγκυμοσύνη. Η κυρία (μιμείται:) πο, πο... τι χαρά, το παιδί μας ακούει Μπραμς! Σας αρέσει ο Μπραμς; Μυθιστόρημα Φρανσουάζ Σαγκάν, έπειτα φίλμ με αγαπημένη ηθοποιό...
Σας αρέσει ο Μπραμς; Μυθιστόρημα από Φρανσουάζ Σαγκάν το 1959 (Ζαχαρόπουλος, 1995 και νεότερο από εκδόσεις Αγγελάκη, 2018),
κι έπειτα το φιλμ "Σας αρέσει ο Μπραμς;"με αγαπημένη ηθοποιό, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, η εξαιρετική ταινία του Ανατόλ Λίτβακ, ασπρόμαυρη γαλλική, Παρίσι, 1961, με Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Ιβ Μοντάν, Άντονι
Πέρκινς, Μισέλ Μερσιέ, Γιούλ Μπρίνερ, Ζαν Πιέρ Κασέλ.
Κι ύστερα, μετά τη δεκαετία του '90, ο μονόλογος "Σας αρέσει ο Μπράμς;" της Μάρως Δούκα, για τα κορίτσια που ήρθαν στην Ελλάδα να βρουν καλύτερη τύχη, που αγαπούσαν κάποτε τον Μπραμς, που αν και δεν τον ακούνε τώρα πια, ξέρουν ότι μπορούν να τον ακούσουν
Με βλέπεις και βλέπω τη λύπη στα μάτια σου. Εσύ τι βλέπεις στα μάτια μου; Πρόσεξέ την, εκεί. (Δείχνει προς τη μεριά του κοινού:) Ρωσίδα. Βλέπεις ομορφιά; Σε δυο τρία χρόνια θα είναι αγνώριστη. Και η Μολδαβή θα είναι αγνώριστη και η Βουλγάρα. Σπάει νωρίς η γυναίκα… Αν δεν ήμουνα αυτή, όχι μπλε μάτια, δε θα
με διαλέγανε μάνα στα παιδιά τους. Όχι μάνα... Ζώο που γεννάει, κι
ύστερα παίρνει η άλλη το παιδί αγκαλιά.
Αν τα θυμάμαι τα
παιδιά μου; (Παύση)*
Κι ύστερα, το ίδιο, στην ομότιτλη παράσταση της Ομάδας Τέχνης το 2000, σε σκηνοθεσία Κυριάκου Κατζουράκη, με την Κάτια Γέρου στον τραγικό μονόλογο της γυναίκας από τη Ρωσία που άκουγε κάποτε και που ακόμη θα μπορούσε ν' ακούει Μπραμς.
Κοινό σημείο σε όλα τα παραπάνω έργα η τρίτη συμφωνία του Μπραμς. Εδώ, με τη Φιλαρμονική της Βιέννης και τον Λέοναρντ Μπερνστάιν.
Επειδή όμως, από τον Μπραμς, αγαπάμε και τους Ουγγρικούς χορούς, ας τους ακούσουμε εδώ
και μπορείτε ν' απομονώσετε στο 47:37 τον χορό αρ.21.
Πάλι, τον ίδιο χορό, γιατί όχι και στην εκδοχή με μπουζούκι, όπως τον εμπνεύστηκε ο δικός μας Θανάσης Πολυκανδριώτης;**
Ο Γιοχάνες Μπραμς γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από πολλά χρόνια στο Αμβούργο (7 Μαϊου 1833 – 3 Απριλίου 1897).
* Τα αποσπάσματα του πεζογραφήματος "Σας αρέσει ο Μπράμς" της Μάρως Δούκα είναι από τη συλλογή "γιατί εμένα η ψυχή μου" (Πατάκης, 2012). Το ίδιο περιέχεται στον συλλογικό τόμο με τρεις θεατρικούς μονόλογους "Μπλε μελαγχολία. Σας αρέσει ο Μπραμς; Άλτιν" των Μάνου Ελευθερίου, Μάρως Δούκα και Μένη Κουμανταρέα αντίστοιχα (Κέδρος, 2007).
Σα σήμερα, θυμούμαι που όλο το χωριό μαζί με τον Επιτάφιο θα πήγαινε στον Άγιο Θανάση, το νεκροταφείο, η
μάνα μου θα 'δινε στον παπά το χαρτάκι με την "αίτηση" να
μνημονέψει τους πεθαμένους, Μανούσου συβίας και των τέκνων,
Αλέκου γονέων και αδελφών, Κώστα και των γονέων... Παλιότερα, στεκόταν ο Επιτάφιος πάνω σε κάθε τάφο, με τα χρόνια, γέρασε κι ο παπάς, όλοι γεράσανε και δεν αντέχανε να περιμένουν τη σειρά τους, κι έτσι ο παπάς στέκεται μπροστά στο εκκλησάκι και διαβάζει τα χαρτάκια από κει. Ύστερα, γυρίζαμε στο σπίτι, είχα ετοιμάσει τα εδέσματα της μέρας, χοχλιούς, χταποδάκι στο ξίδι, φάβα, βραστές πατάτες, σαλάτες, ελιές...
Νωρίτερα, στην εκκλησία, κορίτσια του χωριού ντυμένα στα μαύρα, οι Μυροφόρες, στέκονταν γύρω από τον Επιτάφιο. Τα εγκώμια θα τα 'ψαλλε η παπαδιά, από κοντά κι ο Νιππιανός δάσκαλος ο Βαγγέλης ο Κακάτσης.
Αυτά, τα τελευταία χρόνια στο Νίππος του Αποκόρωνα. Όταν ήμουν παιδί αλλά κι αργότερα, στα Χανιά πάντα, γυρίζαμε όλους τους επιτάφιους μέσα στην πόλη, Άγιο Νικόλαο, Αγίους Αναργύρους, Αγία Αικατερίνη, Τριμάρτυρη. Τελευταία αφήναμε τη Φράγκικη εκκλησία, εκεί ο Επιτάφιος ήταν ξεχωριστός, διαφορετικός από τους δικούς μας, ωραίες μυρωδιές, ωραίοι ήχοι, γαλήνευαν οι ψυχές μας.
Μια χρονιά, δεν θυμούμαι ποια, ήμουν πάντως στο δημοτικό και μέναμε στη Νέα Χώρα, ο ψάλτης του Αγίου Κωνσταντίνου μάζεψε μερικά παιδιά από το σχολείο της συνοικίας να πούμε τα εγκώμια, μαζί κι εγώ. Κάναμε πολλές πρόβες, είχε κανονιστεί μια μαθήτρια να πει το "Ω γλυκύ μου έαρ", όχι εγώ βέβαια. Τη Μεγάλη Παρασκευή, βάλαμε τα καλά μας, πήγαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, ανεβήκαμε στο γυναικωνίτη απ' όπου θα ψέλναμε τα εγκώμια, και αρχίσαμε.
Στάσις πρώτη:
Η ζωή εν τάφω, κατετέθης Χριστέ και Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο...
..........
Στάσις δευτέρα:
Άξιον εστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, ...
......................
Στάσις τρίτη:
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον την ταφή σου...
Κι όταν φτάναμε στο "Ω γλυκύ μου έαρ", πριν ακόμη ανοίξει το στόμα της η καλλίφωνη συμμαθήτρια, αντήχησε ένα τεράστιο ΩΩΩΩΩΩ σε όλη την εκκλησία, μάλλον παράφωνο, πάντως απρόσμενο ακόμη κι από μένα που ήμουν η ένοχη, που το φώναξα παρασυρμένη από την ευφορία της μέχρι τότε συλλογικής ψαλμωδίας μας. Και με το στόμα ανοιχτό ακόμη στο τεράστιο Ω, αντίκρυσα απέναντί μου το βλοσυρό βλέμμα του ψάλτη, τι μου 'κανες ήθελε να φωνάξει εκείνη την ώρα. Μούδιασα, μαζεύτηκα, να μπορούσε ν' ανοίξει η γης να με καταπιεί, δεν θυμάμαι τη συνέχεια, πάντως σ' εκείνη τη χορωδία δεν ξαναπήγα.
Στο περιβολάκι μπρος στην εκκλησιά έμοιαζες πουλάκι σ’άγρια φυλλωσιά δυόσμο κι αγιοκέρι κράταγες στο χέρι κι έλεγες: "Ραβί σώσε μας και πάλι"! Ητανε Μεγάλη Παρασκευή...
Αυτά τα λόγια του Νίκου Γκάτσου σιγοτραγουδώ τη φετινή Μεγάλη Παρασκευή παρέα με τη θεία φωνή της Βίκυς Μοσχολιού πάνω στη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου.
Κι ύστερα ακούω τον σπαρακτικό θρήνο της μάνας που κλαίει για τον χαμό του γιού της, στο Stabat Mater, με την αξεπέραστη Ειρήνη Παπά.
Ποιος ξέρει πώς θα είναι η επόμενη Μεγάλη Παρασκευή...
Σαν σήμερα, πέντε γλώσσες επικοινωνίας των ανθρώπων έχασαν πέντε σπουδαία τέκνα τους. Αυτός σκέφτηκα να ήταν ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης, αληθινά παράξενος, όμως δεν θα μπορούσα με άλλο σύντομο και περιεκτικό τρόπο να περιγράψω το "σαν σήμερα έφυγαν" της 29ης Μαρτίου. Σαν σήμερα, λοιπόν, έφυγαν ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο μουσικός Καρλ Ορφ (Carl Orff), ο ζωγράφος Ζωρζ Σερά (George Seurat) και ο ορολόγος Ευγένιος Βίστερ (Eugene Wüster). Υπηρέτησαν και οι πέντε από το δικό τους μετερίζι μια γλώσσα επικοινωνίας των ανθρώπων. Γιατί, τι άλλο από γλώσσα επικοινωνίας είναι το θέατρο, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική και φυσικά η ορολογία.
Ξεκινώντας από τα τέσσερα πρώτα, τις τέχνες, καθεμιά είναι κάτι σαν γλώσσα μέσα στη γλώσσα που γνωρίζουμε και μιλούμε, αποτελούν συστήματα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων χρησιμοποιώντας τους δικούς τους ιδιαίτερους κώδικες: το σώμα, τη φωνή, τις νότες, τον ρυθμό, την εικόνα, το χρώμα, και πάλι τον ρυθμό, τον ελλειπτικό λόγο, γλώσσες όλες που δύσκολο καμιά φορά να μεταφραστούν σε λόγια της φυσικής γλώσσας. Κι όμως, οι κώδικες αυτοί είναι και κωδικοί που άμα τους ξεκλειδώσεις γίνονται βάλσαμο στα μάτια, στο νου και στην ψυχή. Και βέβαια, η Ορολογία, ως επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τους όρους, δηλαδή με τους κώδικες επικοινωνίας σε ένα ειδικό θεματικό πεδίο, έχει ως κατεξοχήν σκοπό την περιγραφή και κατανόηση, εντέλει την επικοινωνία.
Παρακάτω, προτείνω κάποια, ενδεικτικά μόνο, έργα των παραπάνω, επιλέγοντας από αυτά που βρίσκονται στο σπίτι μου.
Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921 - 29 Μαρτίου 2011)
Επέλεξα ένα κομμάτι που μ' αρέσει πολύ από το θεατρικό έργο του 1963 Η γειτονιά των αγγέλων, "Το ψωμί είναι πάνω στο τραπέζι", όπου, μάλιστα, τους στίχους έγραψε ο ίδιος ο Καμπανέλλης.
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει
Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει
Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει
Μίλτος Σαχτούρης ( 29 Ιουλίου 1919 – 29 Μαρτίου 2005)
Από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας, επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό αλλά με δικό του ξεχωριστό ύφος. Έχω την έκδοση Ποιήματα 1980-1998 (Κέδρος, 2001) που μου είχε χαρίσει το 2002 στη γιορτή μου η αγαπημένη Άννα Σολωμού (έχω γράψει τόσα γι' αυτήν). Εδώ περιέχονται οι ποιητικές συλλογές "Χρωμοτραύματα" (1980), "Εκτοπλάσματα" (1986),
"Καταβύθιση" (1990), "Έκτοτε" (1996) και "Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια"
(1998). Σε μια σημείωσή μου, σ' ένα περιθώριο του βιβλίου, βρίσκω πως είχε δηλώσει ο ίδιος ότι η συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο" ήταν το καλύτερό του έργο (είχε εκδοθεί το 1952).
Αντιγράφω το ποίημα Η αγρύπνια από την τελευταία συλλογή του βιβλίου, αφιερωμένη στη Γιάννα (υποθέτω πως πρόκειται για τη σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη).
Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα.
Carl Orff (10 Ιουλίου 1895 – 29 Μαρτίου 1982)
Τον γνωρίσαμε από τα Κάρμπινα Μπουράνα στη σύγχρονη διασκευή τους, περισσότερο ως το σήμα κατατεθέν των μεγάλων συγκεντρώσεων του Ανδρέα Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του '80. (Έχει ενδιαφέρον ένα σχετικό άρθρο εδώ). Στην πραγματικότητα, βέβαια, πρόκειται για πολύ παλιά ποιήματα, χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα, μερικά δε είχαν και νότες, ήταν δηλαδή τραγούδια. Εγώ τα γνώρισα το μακρινό 1982 σε μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο Blackwell στην Οξφόρδη. Βρήκα σ' ένα πάγκο τον δίσκο βινυλίου, τον άκουσα και τον αγόρασα.
Έχω πάντως και τα σύγχρονα Κάρμπινα Μπουράνα, την Καντάτα του Ορφ, με την Ευρωπαϊκή Φιλαρμονική Ορχήστρα και μαέστρο τονHymisher Greenburg. Ή αν θέλετε να την ακούσετε από το Διαδίκτυο, θα διάλεγα την εκτέλεση από τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (εδώ).
George-Pierre Seurat (2 Δεκεμβρίου 1859 – 29 Μαρτίου 1891)
Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, ο εισηγητής του πουαντιγισμού (στιγματογραφία). Οι κολυμβητές στην Asnières είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του. Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.
George-Pierre Seurat. Κολυμβητές στην Asnières, 1884
Eugene Wüster (10 Οκτωβρίου 1898 – 29 Μαρτίου 1977)
Γεννημένος στην Αυστρία, θεμελιωτής της Ορολογίας ως ξεχωριστού επιστημονικού κλάδου, διατύπωσε τη Γενική Θεωρία της Ορολογίας, εργάστηκε για την Τυποποίηση στην ορολογία και την ανασύσταση της σχετικής σχετικής Τεχνικής Επιτροπής TC 37 του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO, καθώς επίσης με τη λεξικογραφία, την ταξινόμηση και άλλα θέματα σχετικά με τη διαχείριση των πληροφοριών. Ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός και εργοστασιάρχης, αφού διηύθυνε την οικογενειακή μονάδα κατασκευής εργαλειομηχανών, κληρονομιά από τον πατέρα του. Άφησε τεράστιο θεωρητικό έργο που μέχρι σήμερα, και παρά τις εξελίξεις και τα συμπληρωματικά ερευνητικά και πρακτικά ευρήματα, αποτελεί πηγή και βάση για κάθε μελέτη και έργο ορολογίας.
Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται απόσπασμα από το αγγλογαλλικό τεχνικό λεξικό με τίτλο "The machine tool : an interlingual dictionary of basic concepts comprising an alphabetical dictionary and a classified vocabulary with definitions and illustrations" (1968).