Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναγνωστάκης Μανόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αναγνωστάκης Μανόλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Κάτω από τις ράγες... πενηνταεφτά ψυχές περιμένουν δικαίωση

Κάτω απ’ τις ράγες του τραίνου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών

Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.

Πέρασαν από τότε πολλά τραίνα
Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.

Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν—
Σε περιμένω.


Κι αν το παιδί κλαίει, το φεγγάρι θα σβήσει
Για να του κάνει μια κούνια...

 

Ένας χρόνος από το εγκληματικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. 57 άνθρωποι, οι πιο πολλοί νέα παιδιά, δεν έφτασαν!Άλλα λόγια δε βγαίνουν και ίσως περιττεύουν...

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

1.  Η εικόνα είναι το συμβολικό έργο τέχνης του εικαστικού Γιώργου Κόφτη για το δυστύχημα στα Τέμπη. Τοποθέτησε 58 καρφιά σ' ένα χωράφι 500 μέτρα από το σημείο που έγινε το έγκλημα για να συμβολίζει και να θυμίζει την εγκληματική αδιαφορία και την αδικία που έγινε στα Τέμπη στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Τα 57 καρφιά είναι για τα θύματα, στην πλειοψηφία τους νέοι και νέες, και ένα για τους υπόλοιπους, για τις μανάδες και τους πατεράδες που έχασαν τα παιδιά τους και για όλους εμάς για να μην ξεχνάμε.
57 καρφιά για τα θύματα και ένα ακόμα, για το τραύμα όλων των άλλων.. Διαβάστε περισσότερα εδώ: https://parallaximag.gr/agenda-parallaxi/to-symvoliko-ergo-technis-toy-giorgoy-kofti-gia-to-dystychima-sta-tempi
 
2. Το ποίημα είναι το «Κάτω απ' τις Ράγες» του Μανόλη Αναγνωστάκη από τη συλλογή Η συνέχεια ΙΙΙ (1962).    Εδώ το αντέγραψα από την ανθολογία ποιημάτων του Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο (εκδ. Ερμής 2000, επιμέλεια και ανθολόγηση από τον Μάρκο Μέσκο), κρατώντας την ορθογραφία του βιβλίου.
 
 
3.  Το τραγούδι είναι το Hijo de la luna (Ο γιος του φεγγαριού) από τη συλλογή Eternal Caballe και τραγουδά η Μονσερά Καμπαγιέ. Το έχω σε διπλό δίσκο βινυλίου του 1991 (περισσότερες πληροφορίες για όλο το έργο εδώ). Οι στίχοι είναι μετάφραση μέρους από τα ισπανικά.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά, ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα κι αύριο είναι Κυριακή!

 
Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                 η αποκριά

το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                                που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ' έν' άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                          η αποκριά.

 

Το ποίημα Η Αποκριά είναι του Μίλτου Σαχτούρη, γράφτηκε πολλά χρόνια πριν, δυστυχώς είναι σαν να γράφτηκε για σήμερα. Τελικά, όπως είπε και ο μεγάλος Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημά του «Ο πόλεμος», κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ.


Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια ώρα.
Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο
κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια
Έχει όμως κανείς και τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις· απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα.
Εγώ, συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το σκοτωμένο γιο, 
                    που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί.
 
Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούριων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες 
                πέφτουνε γραμμή.

Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα.
«Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία), ετών 8 κτλ. κτλ.»
Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε απ’ ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα.
Κι εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι.
 
Οσονούπω όμως, ας τ’ ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και νά που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές.
Αύριο είναι Κυριακή.
 
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει
Και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ’ εξαίσιες αποκεφαλισμένες 
                μορφές
Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ’ τις άναρθρες 
                κραυγές
 
Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!

Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα.
Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ

--------------------------------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

1. Ο πίνακας είναι του Πικάσο και έχει τον τίτλο «Οι δύο σαλτιμπάγκοι» ή »Ο Αρλεκίνος και η παρέα του» (τι σου είναι οι συμπτώσεις της εποχής!). Είχε ζωγραφίσει πολλούς αρλεκίνους ο Πικάσο. Αυτός εδώ βρίσκεται στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχας, όπως διαβάζουμε στη σελίδα της Βικιπαίδειας απ' όπου πήρα και την εικόνα (δεν είμαι όμως σίγουρη αν είναι σωστή η πληροφορία, γιατί από ένα γρήγορο ψάξιμο που έκανα στη σελίδα του ρωσικού μουσείου, δεν το βρήκα, υποθέτω ότι το ... cancel culture των ευρωπαίων υπουργών μας του Πολιτισμού  δεν έχει προλάβει να βάλει το χέρι του).

2. Το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη περιέχεται στη συλλογή «Με το πρόσωπο στον τοίχο» που κυκλοφόρησε το 1952 και προφανώς αναφέρεται στα τραύματα της εποχής, στον εμφύλιο. Το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη περιέχεται στη συλλογή «Εποχές» (το έχω στην έκδοση «Τα ποιήματα 1941-1971», Στιγμή 1992). Αντέγραψα και τα δύο ποιήματα από τον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας (https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=8&text_id=2780  και https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=16&hi=1997&cnd_id=2 αντίστοιχα).

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Ποιήματα από και για τους φίλους και τις φίλες μου

Παρακάτω μερικά ποιήματα που κατά καιρούς έστειλα ή μου έστειλαν φίλοι μου:


από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου

 
... Άφις τσι μήνες να διαβού, το χρόνο να περάσει,

τ’ άγρια θεριά μερώνουσι με τον καιρό στα δάση·
με τον καιρό τα δύσκολα και τα βαρά αλαφραίνου,
οι ανάγκες, πάθη κι αρρωστιές γιατρεύγουνται και γιαίνου·
με τον καιρό οι ανεμικές κ’ οι ταραχές σκολάζου
και τα ζεστά κρυαίνουσι, τα μαργωμένα βράζου·
με τον καιρόν οι συννεφιές παύγουσι κ’ οι αντάρες
κ’ ευκές μεγάλες γίνουνται με τον καιρό οι κατάρες...



του Τάσου Λειβαδίτη

από το ποίημα «Φυσάει»


"Λοιπόν τι κάνουμε εδώ

και πότε θαλλάξει ο κόσμος
όμως απόψε βιάζομαι να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της νακουμπήσω μια μικρή ανεμώνη
α ωραίο νασαι μοναχός

νασαστε δυό, ναμαστε όλοι"


Ο αιώνιος διάλογος


Κι ο άντρας είπε: πεινώ.

Κι η γυναίκα του έβαλε ψωμί στο τραπέζι.
Κι ο άντρας απόφαγε.
Κι η γυναίκα τον κοίταζε πάντα.
Κι η γυναίκα είπε: είσαι δυνατός, μα δεν σε τρομάζω.
Κι ο άντρας είπε: είσαι όμορφη και όμως φοβάμαι.
Κι ο άντρας έδειξε το κρεβάτι τους.
Κι η γυναίκα ανέβηκε, σαν έτοιμη για θυσία.
Κι ο άντρας είπε: διψώ. Κι εκείνη σήκωσε σαν πηγή τον μαστό της.
Κι ο άντρας την άγγιξε. Κι η γυναίκα επληρώθη.
Κι η γυναίκα ακούμπησε ταπεινά το κεφάλι της στα πλευρά του.
Και κείνος κοίταζε πέρα, πολύ μακριά.
Κι ο άντρας είπε: θα ΄θελα να ΄μαι θεός.
Κι η γυναίκα είπε: θα γεννήσω σε λίγο.
Κι η γυναίκα αποκοιμήθηκε.
Κι ο άντρας αποκοιμήθηκε.
Και μια μέρα καινούργια ξημέρωσε.



Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος

Η πόρτα έτριξε, κι ο άντρας μπήκε στο σπίτι.

Η γυναίκα ακούμπησε στο τραπέζι ένα πιάτο φακή.
Χιόνιζε.
Ο άντρας σηκώθηκε κι αγνάντεψε απ' το παράθυρο.
Η γυναίκα πήρε το πιάτο του άντρα, κι αργά, άρχισε να τρώει το λίγο φαΐ που' χε απομείνει.
Όταν πλάγιασαν ο άντρας της χούφτωσε τα στήθεια.
Ήθελε να ξεχάσει.
Η γυναίκα έκανε να τον αποφύγει.
Μα ήταν νέα ακόμα.
Τελείωσαν
Χωρίς κάν να φιληθούν.

Ο άντρας έμεινε λίγο με τα μάτια ανοιχτά μές στο σκοτάδι

κι αποκοιμήθηκε .
Η γυναίκα σηκώθηκε αθόρυβα, και πηγαίνοντας στην άκρη της κάμαρας, απόμερα έκλαψε. Έξω, όλο χιόνιζε.



του Μανόλη Αναγνωστάκη

Στ᾿ Ἀστεῖα Παίζαμε!

Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

Τὸ σκάκι

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...


Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...

Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους

Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μίαν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾷ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίγγει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾷ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μίαν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μία ρυτίδα
βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατὶ ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατὶ ἔτσι φτύνουμε ἕνα-ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μία στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾷ μίαν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴ ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ᾿ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ῾ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;



Ερήμωνε, της Ζέφης Δαράκη


Να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας

Πρόκειται να κάνουμε ένα πρωινό περίπατο

πρόκειται να μιλήσουμε για ανύπαρκτα γεγονότα, αόριστες πράξεις.
Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Πρόκειται να υπερασπιστούμε την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή,
να συναντήσουμε τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό
να φιληθούμε με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν.
Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.



Παλιό σπίτι, του Γιώργη Μανουσάκη


Τα χόρτα θρασομάνησαν με το χειμώνα

στον κήπο και στο πλακόστρωτο
τ’ αντικρινού παλιού σπιτιού.
Τα κάγκελα γέρνουν να πέσουν.
Κάθε τόσο ξεκολλούν απ’ το γείσωμα
κομμάτια του σουβά.
Όλα είναι μουσκεμένα κι ετοιμόρροπα
σα να ’χουν μαλακώσει απ’ τη βροχή.
Χτες είδα μια στιγμή

στης πόρτας το άνοιγμα
εκείνην που επιμένει να το κατοικεί.
Των τοίχων οι ρωγμές διακλαδίζουνταν
στο πρόσωπό της, τα βρύα
είχαν απλωθεί στα χέρια της.
Ίσως και να ’ναι ο τελευταίος χειμώνας

που στέκουντ’ όρθιοι χτίσμα κι άνθρωπος.
Μα εκεί που πονεμένος αναστεκόμουν
ά'σου κι ανακορμίζεται η Κόρη!
Κι ευτύς το σπίτι στεριώνει
οι ρωγμές σάν να κλείνουνε πάλι
( μα και τα βρύα, άνθη πώς γίνηκαν?)
Είναι που ξάφνου φανήκαν οι άνθρωποι

(πως το νικήσαν το Κακό ακούστηκε)
και με τα χέρια πιασμένοι ολόγυρα,
το περιδένουν το χάσμα και το σώζουν
την Κόρην γηθοσύνης ρυόμενοι,

Εστιάς γάρ ην πολυσέβαστος!



του Γιάννη Ρίτσου

Απροσάρμοστοι


Τέτοια ζωή μας μέλλονταν, να γράφουμεν επιστολές

που να μη στέλνουμε από μιαν αξήγητη δειλία
μονάχα να τις δένουμε σε κορδελίτσες παρδαλές
και να το βρίσκουμε και τούτο ασήμαντη ασχολία.

Να πάλλεται βαθιά η καρδιά, που άξια είτανε για τα καλά,

κι όμως να ζούμε πάντοτε στη σκοτισμένη αφάνεια·
οι ταπεινοί πατώντας μας να δείχνουν μέτωπο ψηλά
και τα δικά μας άπρεπα να φέρουνε στεφάνια.

Το πρόσωπο μας να φορεί φρίκης γκριμάτσα τραγική,

φιλάρεσκα ν' αφήνουμε να λεν πως μας πηγαίνει
να βλέπουμε να φεύγει η ζωή μακριά μας ξένη, βιαστική
και να περνάμε, αθόρυβα μισώντας, μισημένοι.

Το κάθε τι, και πιο πολύ τ' όνειρο, να μας τυραγνά

τα βλέμματα των διαβατών στα μάτια μας λεκέδες.
Περήφανοι να δείχνουμε κι όμως τα χέρια μας τ' αγνά
να κράτησαν και να κρατούν ακόμα μενεξέδες.

Να λαχταρούμε σαν παιδάκια ευαίσθητα κι ασθενικά

-δικαίωση και παρηγοριά της ζωής μας - την αγάπη
κι αν κάποτε τη βρήκαμε να μας προσμένει μυστικά
όμως το χέρι ν' απλωθεί ζητώντας την εντράπη.

Τα μέτρια ν' αποφεύγουμε μ' αδιάλλαχτην αποστροφή,

αμετανόητοι κυνηγοί του Ωραίου και του Απολύτου
νάναι μας έπαθλο η πληγή, τι μάταιο γνώση μας σοφή
η χρυσή σμίλη δημιουργού, κασμάς του καταλύτου.

Να ξεκινάμε τις αυγές και πάνω μας μαύροι οιωνοί

οι αμφιβολίες να μας κρατούν στην ίδια πάλι θέση
κ' εμείς μ' αηδία να φτύνουμε τον εαυτό μας που θρηνεί
και να φοράμε κόκκινο της ανταρσίας το φέσι.

Τότε να ονειρευόμαστε μιαν αλλαγή κ' ευθύς ξανά

να σκύβουμε, σκλάβοι χλωμοί, σε ιερή λατρεία του πόνου,
τις ήττες ν' ανεμίζουμε φλάμπουρα νίκης φωτεινά
κι αξιοπρεπώς να παίρνουμε το λάχτισμα και του όνου.

Καχύποπτοι και μίζεροι μέσα στα φρούρια της σιωπής

να κλειδωνόμαστε άβουλοι, να κάνουμ' έτσι χάζι
τον κόσμον εξετάζοντας πίσω απ' τον κύκλο μιας οπής
και, θαρραλέοι, σκιά μικρού πουλιού να μας τρομάζει.

Δειλοί και στην αγάπη μας μα και στο μίσος πιο δειλοί

κι ανίσχυροι κι ασάλευτοι να ζούμε ανάμεσα τους,
να μας πληγώνουν και τα δυο και να μετράμε σιωπηλοί
στα παγωμένα δάχτυλα τους ίδιους μας θανάτους.

Εχθρούς να υποψιαζόμαστε παντού κ' οι ολόφωτοι ουρανοί

να ισκιώνονται απ' τον ίσκιο μας και, φεύγοντας κινδύνους,
να ζούμε μόνοι πλέκοντας για τους εχθρούς δημίου σκοινί
και να κρεμάμε εμείς εμάς αθώους αντί για κείνους.

από τη Ρωμιοσύνη
..............................

Τράβηξαν ὁλόισια στὴν αὐγὴ μὲ τὴν ἀκαταδεξιὰ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πεινάει,
μέσα στ᾿ ἀσάλευτα μάτια τους εἶχε πήξει ἕνα ἄστρο
στὸν ὦμο τους κουβάλαγαν τὸ λαβωμένο καλοκαῖρι.
.................................................................................
Δέντρο τὸ δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τὸν κόσμο,
μ᾿ ἀγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τὸν ὕπνο.
Φέρναν τὴ ζωὴ στὰ δυὸ στεγνά τους χέρια σὰν ποτάμι.
Σὲ κάθε βῆμα κέρδιζαν μία ὀργιὰ οὐρανὸ - γιὰ νὰ τὸν δώσουν.
Πάνου στὰ καραούλια πέτρωναν σὰν τὰ καψαλιασμένα δέντρα,
κι ὅταν χορεῦαν στὴν πλατεῖα,
μέσα στὰ σπίτια τρέμαν τὰ ταβάνια καὶ κουδούνιζαν τὰ γυαλικὰ στὰ ράφια.
Ἄ, τί τραγούδι τράνταξε τὰ κορφοβούνια -
ἀνάμεσα στὰ γόνατά τους κράταγαν τὸ σκουτέλι τοῦ φεγγαριοῦ καὶ δειπνοῦσαν,
καὶ σπάγαν τὸ ἂχ μέσα στὰ φυλλοκάρδια τους
σὰ νάσπαγαν μία ψείρα ἀνάμεσα στὰ δυὸ χοντρά τους νύχια.
.............................. .......................................................
Θάναι δύσκολο τώρα νὰ βροῦμε μία γλῶσσα πιὸ τῆς κερασιᾶς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τὰ χέρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπομεῖναν στὰ χωράφια ἢ ἀπάνου στὰ βουνὰ ἢ κάτου ἀπ᾿ τὴ θάλασσα, δὲν ξεχνᾶνε -
θάναι δύσκολο νὰ ξεχάσουμε τὰ χέρια τους
θάναι δύσκολο τὰ χέρια πούβγαλαν κάλους στὴ σκανδάλη νὰ ρωτήσουν μία μαργαρίτα
νὰ ποῦν εὐχαριστῶ πάνου στὸ γόνατό τους, πάνου στὸ βιβλίο ἢ μὲς στὸ μποῦστο τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Θὰ χρειαστεῖ καιρός. Καὶ πρέπει νὰ μιλήσουμε. Ὥσπου νὰ βροῦν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ δίκιο τους.
..................................................................................... 

 

Και βέβαια δεν τελειώνει ο κατάλογος. Αλλά, θα δεν θα παραλείψω να παραθέσω ένα ποίημα - από τα πολλά - που μου έχει στείλει η φίλη μου η Στέλλα. Πρόκειται για το ποίημα του Ρεϋμὸν Κενώ  "Γιὰ μιὰ ποιητικὴ τέχνη" σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.

 
Ἂχ θεούλη μου, τί ὡραῖα ποὺ θὰ’ ταν νὰ’ γραφα ἕνα ποιηματάκι
Μπά! Νὰ ἕνα ποὺ περνάει τώρα δὰ ἀπὸ μπροστά μου
Ψὶτ ψὶτ ψὶτ
Ἔλα ἐδῶ χρυσό μου νὰ σὲ ἐμπλέξω
Στὸ ἴδιο περιδέραιο μὲ τ’ ἄλλα μου ποιήματα
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπήξω
Στὸ οἰκοδόμημα τῶν Ἁπάντων μου
Ἔλα ἐδῶ νὰ σὲ ἐμπαταδώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνομοιοκαταλήξω
Καὶ νὰ σὲ ἐρρυθμολογήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐλλυρικοποιήσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπηγασεύσω
Καὶ νὰ σὲ ἐνστιχώσω
Καὶ νὰ σὲ ἐμπεζολογήσω
 
Νὰ πάρει ἡ εὐχὴ
Τὴν κοπάνησε


Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Χαρά κι ελπίδα δεν μπορούν να χορτάσουν το ένα με δίχως το άλλο



ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
συλλογιζόμαστε τι μας κάνει να πέφτουμε
κι ύστερα τι μας φέρνει ν' ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;
Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:
πώς θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ' ένα ρόδο στην καρδιά σου;
-έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;-
Υπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,
ύστερ' από τόσες αποτυχίες
μια ανακωχή μ' ανθισμένο χαμόγελο:
Το πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,
-μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της,
φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου
γαλήνεψε όλ' η φουρτούνα...
Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας,
δύσκολη και χωρίς ελπίδα! - γι' αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,
παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπείο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου.
Χτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας
σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε
τη διάθεση τούτη,
μορμούριζα ευλογώντας την απόσταση
που μου παίρνει και μου δίνει τέτοιες ώρες...

Το παραπάνω ποίημα είναι του Δημήτρη Αντωνίου (1906-1994) και περιέχεται στο βιβλίο "Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί: ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης & ένα ηχητικό ντοκουμέντο" (Μεταίχμιο, 2019) σε επιμέλεια του Γιώργου Ζεβελάκη, ενός σπάνιας αξίας ανθρώπου και συλλέκτη της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής΄των δύο προηγούμενων αιώνων. Σημειώνω ότι το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, όπως ενδιαφέρον έχει και η δυνατότητα που παρέχει να ακούγεται ο Αναγνωστάκης απαγγέλλοντας όλα τα ποιήματα.


Ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου ήταν ποιητής της γενιάς του '30, από τους ελάσσονες βέβαια, είχε σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών, γνώριζε ξένες γλώσσες, αλλά και ορυκτολογία, βοτανική, μουσική και άλλα πολλά, ενώ επαγγελματικά έκανε καριέρα στην εμπορική ναυτιλία κι.έφτασε μέχρι το βαθμό του πλοιάρχου. Ήταν φίλοι με τον Σεφέρη και τον Ελύτη, έκανε παρέα επίσης με τον Κατσίμπαλη, τον Λώρενς Ντάρελ, τον Χένρι Μίλερ και τον Έντμουντ Κίλι όταν οι τελευταίοι ζούσαν στην Ελλάδα.

Πολλές αναφορές γι' αυτόν κάνει ο Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού (έχω παλιά έκδοση σε μετάφραση Ανδρέα Καραντώνη) και γράφει για τη γνωριμία τους σε ταβέρνα του Πειραιά και τις μετέπειτα συναντήσεις τους:

[Ο Κατσίμπαλης] Μας παρουσίασε στους δικούς του: τον Γιώργο Σεφεριάδη και τον πλοίαρχο Αντωνίου, του καλού καραβιού "Ακρόπολις". Άρχισαν κ' οι δυό να με ταλαιπωρούν μ' ερωτήματα για την Αμερική και τους Αμερικάνους συγγραφείς. Όπως οι πιο πολλοί καλλιεργημένοι Ευρωπαίοι, ξέραν για την αμερικανική λογοτεχνία τόσα όσα δε θα μάθω εγώ ποτέ. Ο Αντωνίου είχε πάει πολλές φορές στην Αμερική, είχε περπατήσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, της Βοστώνης, της Νέας Ορλεάνης, του Αγίου Φραγκίσκου κι άλλων λιμανιών...
.............
Ο Αντωνίου περνάει τον καιρό του ταξιδεύοντας από νησί σε νησί. Γράφει τα ποιήματά του περιδιαβάζοντας σε παράξενες πόλεις, τη νύχτα. Μια φορά, κάμποσους μήνες αργότερα, τον συνάντησα ένα βράδυ, για λίγα λεπτά, στο περίεργο λιμάνι του Ηρακλείου, στην Κρήτη. Σκεπτόταν πάντα τον Σέργουντ Άντερσον, αν και μου μίλησε για φορτία, για μετεωρολογικά δελτία και για προμήθειες νερού. Δεν μου ήταν δύσκολο να τον φαντάζομαι στη θάλασσα , μέσα στην καμπίνα του, να παίρνει ένα μικρό βιβλίο από την εταζέρα, και να θάβεται μέσα στη μυστηριακή νύχτα μιας ανώνυμης πόλης του Οχάιο. Η νύχτα μ' έκανε να τον ζηλεύω λιγάκι - να ζηλεύω την ειρήνη του και τη μοναξιά του στη θάλασσα ...

Αλλά και ο Κίλι στο βιβλίο του "Αναπλάθοντας τον Παράδεισο: το ελληνικό ταξίδι 1937-1947" κάνει συχνά αναφορά στον Αντωνίου αφού ήταν στην ίδια παρέα, φίλος της Νάνσι και του Λάρι Ντάρελ  και σταθερός φίλος, μαζί με τον Σεφέρη, του Μίλερ. Για την παραπάνω εικόνα που περιγράφει ο Μίλερ, γράφει ο Κίλι (σελ. 83):

Η εικόνα αυτή έχει κάτι το ηρωικό, που σίγουρα θα διασκέδαζε τον ήσυχο, ταπεινόφρονα, ευαίσθητο άντρα, εκ πεποιθήσεως εργένη, ναυτικό επί σαράντα συναπτά έτη, που η μοναδική του σχέση με τον ηρωισμό, όπως μαρτυρά η ίδια η ποίησή του, ήταν το όνομα του κρουαζιερόπλοιου που διοικούσε μετά τον πόλεμο: το Α/Π Αχιλλέας. Ο Αντωνίου ήταν από τους πρώτους που υπερασπίστηκαν τον ελεύεθρο στίχο στην Ελλάδα: ένας αυτοδίδακτος άνθρωπος και γνώστης της ξένης λογοτεχνίας, καλοπροαίρετος, συχνά και ενθουσιώδης ακροατής, που σπάνια συμμετείχε στη συζήτηση, ιδίως άμα ο καλός του φίλος Κατσίμπαλης ήταν παρών για ν' αναλάβει την κουβέντα.[...] Κάποιοι στίχοι του θυμίζουν την "Ιθάκη" του Καβάφη , μολονότι αυτός δεν υπαινίσσεται, όπως ο Αλεξανδρινός, ότι τα ταξίδια σ' αποζημιώνουν, έστω και με τις αναμνήσεις, για τη μοναξιά της ξενιτιάς και τον πόνο ανάκατο μα τη χαρά του γυρισμού.



Ο Σεφέρης έγραψε πρώτος χαϊκού στα ελληνικά, εκείνα τα μικροσκοπικά ποιηματάκια συχνά με κωμικό, σκωπτικό περιεχόμενο, με προέλευση από την Ιαπωνία (μια παραπομπή κάνω εδώ, κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα για τα ληρολογήματα, limerick, και για τον Edward Lear πριν από τον Σεφέρη). Χαϊκού όμως έγραψε και ο φίλος του ο Αντωνίου και από μια τέτοια έκδοση (Χάι - Κάι και Τάνκα, Ερμής 1972/1981) αντιγράφω μερικά:

Χάι-Κάι :

Ύπνο κοιμάται
στέρνας ανοιξιάτικης
το περιβόλι.

Διπλώνει φτερά
της Σιωπής ο άγγελος
μπροστά μας πάλι.

Μες στα λουλούδια
μαργαριτοβρέχει
καθώς μιλάνε...

Τάνκα:

Δίψα του κόσμου
στο καρποφόρο δέντρο·
χαρά κι ελπίδα
δεν μπορεί να χορτάσουν
το ένα με δίχως το άλλο.

Τα παιδιά γύρω
σαν δεν παίζουν διαβάζουν
έτσι μαθαίνουν
να πορευτούν στον κόσμο:
νερό σε παλιό αυλάκι...

Θα πάθεις πάλι
με ποίηση παίζοντας·
είν' σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατριά από φαρμάκι.

Πού πήγαν αυτά
που πόθησες; Άλλαξαν
δίχως εσένα·
με τον καιρό στο χρόνο,
ή γίναν μόνο στάχτη;


Σημειώσεις
  •  Επειδή στο ποίημα από την ανθολογία του Αναγνωστάκη το τοπίο γράφεται τοπείο, ο Ζεβελάκης σημειώνει ότι στην παρούσα έκδοση, γενικά, τηρήθηκαν οι ορθογραφικές προτιμήσεις των ποιητών, εκτός από κάποιες προφανείς αβλεψίες. Προφανώς, η γραφή ως τοπείο ήταν προτίμηση και όχι αβλεψία του Αντωνίου. Για το τοπείον, στο Λεξικό Liddell-Scott (και στα λεξικά Δημητράκου και Παπύρου) διαβάζουμε ότι τοπείον (τοπήιον) είναι το σχοινί, το παλαμάρι  και ο φράκτης, ενώ το σημερινό τοπίο προέρχεται από το τόπιον που σήμαινε τον μικρό τόπο, το μικρό αγρόκτημα. Πάντως, ο Κουμανούδης στη "Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων" (1900) αναφέρει τις λέξεις τοπειογραφία και τοπειογράφος. Ετυμολογική και εννοιολογική ανάλυση των όρων κάνει ο Κωνσταντίνος Μωραϊτης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής, στο βιβλίο του με τίτλο "Η τέχνη του τοπίου: Πολιτιστική επισκόπηση των νεωτερικών τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων".

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Αριστερή μελαγχολία και ποίηση

Αριστερή μελαγχολία είναι έννοια που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το 1931 ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Έχουν γραφτεί πολλά έκτοτε, κυκλοφορεί και το εξαιρετικό βιβλίο του Έντσο Τραβέρσο "Αριστερή μελαγχολία: η δύναμη μιας κρυφής παράδοσης (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2017).

Διαβάζοντας για τη σχέση της νεοελληνικής ποίησης με την αριστερή μελαγχολία, έρχεται πρώτος στο μυαλό μου ο Μανόλης Αναγνωστάκης και τα πικρά, τα πονεμένα λόγια του στο ποίημα που αρχίζει "στ' αστεία παίζαμε" και καταλήγει "στα ψέματα παίζαμε"!!!

Στ’ αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναί-
                                  κες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας-
Μήπως πέρασαν χρόνια; σάπισαν τα φύλλα του 
                                                                 ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιός θα μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά 
                                                                                     μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!

[Μανόλης ΑναγνωστάκηςΣτ' Αστεία παίζαμε... από τη συλλογή "Η συνέχεια ΙΙΙ, 1962" (αντιγραφή από το Μ. Αναγνωστάκης. Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο, Ερμής, 2000).]

Για σχετικά διαβάσματα, ενδεικτικά αναφέρω ένα ενδιαφέρον άρθρο στο περιοδικό Χρόνος (τεύχος 8, 2013) του Κώστα Καραβίδα με τίτλο "«το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες»: Ο «πολιτικός» Αναγνωστάκης και η αριστερή μελαγχολία του Μπένγιαμιν". Και πιο πρόσφατα, τα άρθρα του Βασίλη Λαμπρόπουλου (καθηγητή στην έδρα Νεοελληνικών Σπουδών C.P. Cavafy στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν) με τίτλο "Η ποιητική ως πολιτική θεωρία: Ήττα, απόγνωση και μελαγχολία στη μετεμφυλιακή αριστερή ποίηση" και "Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000". Στο δεύτερο άρθρο παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά δείγματα από το έργο ποιητών της νεότερης γενιάς όπου εκφράζουν τη ματιά τους απέναντι στις κρίσεις και τις ήττες των τελευταίων δεκαετιών.

  Παραθέτω δύο από αυτά:


Η ήττα που πιστέψαμε 

ότι δεν είναι δική μας 


μεγαλύτερη καθώς ήταν 

και από τον ίσκιο της 
μικρότεροι καθώς ήμασταν 
και από το άθροισμά μας 

μας βρήκε στο χάρτη 
....................................

[Φάνης Παπαγεωργίου (περιέχεται στο άρθρο του Βασίλη Λαμπρόπουλου, με τη σημείωση: Άτιτλο, Ανέκδοτο ποίημα, στην κατοχή του συγγραφέα).]

Στεφάνους καταθέτουμε και κλαίμε
μα είμαστε ό,τι θάβουμε, ό,τι καίμε

[Γιάννης Δούκας (οι τελευταίοι στίχοι από το ποίημα Επιτάφιος της συλλογής Το σύνδρομο Σταντάλ, Πόλις 2013).]

Του τελευταίου, παραθέτω συμπληρωματικά ένα ακόμη, χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου, απόσπασμα από το ποίημα Ο Λένιν ζει, της συλλογής Στα μέσα σύνορα (Πόλις, 2011, βλ. και παλαιότερη ανάρτηση).

............................................
Βαδίζοντας, πού φτάνουμε;
Για πες μου τι να κάνουμε
Στο διεθνές εμπόριο
Μένει στο περιθώριο
Και γίνεται αυταπάτη
Το δίκιο του εργάτη
......................................

Βαδίζοντας, βαδίζοντας
Καινούριο κόσμο χτίζοντας
Τίποτα δεν ανέτρεψα
Στα όνειρα επέτρεψα
Να μπουν σε μαυσωλείο
Μαζί τους καταλύω

Ο Λένιν ζει
Στην Άπω Ανατολή
Τρώει ξερό ψωμί και το ξερνάει
Τα σύνολα περνάει
Αλλά στο τέλος πιάνεται
Γίνεται σκόνη του καιρού
Και μες στον κόσμο χάνεται


Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, 12 Φεβρουαρίου 1945
(Πηγή φωτογραφίας)

Η αριστερή μελαγχολία ταιριάζει στη σημερινή μέρα.
12 Φεβρουαρίου 1945, η υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας. Και η συνέχεια γνωστή...

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Από τα πηγάδια της μνήμης πόσα βγαίνουν!



"Όσο περνούν τα χρόνια και επέρχεται το βαθύ γήρας, τόσο πιο έντονα αισθάνομαι ότι εντός μου υπάρχουν δύο πηγάδια μνήμης: το ένα, θα το ονόμαζα της «Ζωής». Περιέχει σκηνές, έντονες εικόνες και ακούσματα. Ξάφνου, όπως μια στιγμιαία αναλαμπή μες το σκοτάδι,, αναδύονται από τα έγκατα του πηγαδιού αυτού, ως εάν το σύνορο ανάμεσα στο παιδί και τη γραία να μην υπήρχε, διαυγή και ατόφια θαμμένα θραύσματα από εικόνες και ακούσματα. 12 χρονών: στην πλατεία Αγάμων. Το φοβερό συναίσθημα της ωμής βίας: δύο άντρες κρεμασμένοι από τους φανοστάτες.14 χρονών, εκεί, στην ίδια πλατεία, το πρωτοφανέρωτο συναίσθημα του επαναστατικού ενθουσιασμού: οι αντάρτες μας με τα φυσεκλίκια τους, καλπάζουν πάνω στα άλογα, έρχονται, λευτερώθηκε η Αθήνα μας…

Κι ακόμα, ένα παράδειγμα από τα κοιτάσματα της πεζής καθημερινότητας: στα καλά καθούμενα, καθώς κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση μασουλώντας ένα σύκο, αρχίζω νοερά να απαγγέλω: «ανεβαίνω στη συκιά και πατώ στην καρυδιά και φωνάζω κούι-κούι και κανένας δεν μ’ ακούει. Κι ώσπου να φτάσει η μάνα μου και η σκύλα η αδελφή μου, επρόφτασεν ο χάροντας και πήρε την ψυχή μου»! «Πότε ήταν; Ήταν εκείνη τη φορά, ή μια άλλη φορά;». Φύρδην-μίγδην, εκεί, στο αταξινόμητο αρχείο της μνήμης και της λήθης, το «άκουσμα» αυτό, παρέμενε ανέπαφο!..."

Έτσι ξεκίνησε η Τζίνα Πολίτη την ομιλία της στην εκδήλωση που έγινε τον Νοέμβριο στην Αθήνα για την παρουσίαση του συλλογικού έργου "Ο ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης και η μεταπολεμική αριστερή διανόηση" (επιμέλεια Κώστα Βούλγαρη και Γιάννη Παππά, εκδόσεις Διαπολιτισμός 2016). Τα πηγάδια της μνήμης ήταν ο τίτλος της ομιλίας και σκαλίζοντας τη μνήμη της, ξεκινώντας από το If του Αναγνωστάκη πέρασε από το Άν του Κίπλινγκ για να φτάσει στην παρωδία του Βάρναλη και να καταλήξει στο Γιατρό Ινεότη του Χειμωνά! Έτσι, μέσα από ένα ντόμινο ανάγνωσης (όπως έχω ονοματίσει αυτές τις διακειμενικές δρασκελιές), μας φέρνει με τον όμορφο λόγο της στον κόσμο της μνήμης και του πολιτισμού της η πολύ καλή φιλόλογος (που ο λόγος της πάντα μου αρέσει και τη διαβάζω κι ας μην είμαι φιλόλογος η ίδια). 

Στο βιβλίο, το κείμενό της έχει τον τίτλο "Αναζητώντας το κλειδί", κι εκεί παίζει με το κλειδί για να φτιάξει ακόμη ένα ντόμινο. Και από το ποίημα Εκεί του Αναγνωστάκη

"Εκεί θα τα βρεις .

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ θα το πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
....
Θ΄αφήσεις να κυλίσει στον υπόνομο
Βαθιά-βαθιά μες στα πυκνά νερά"


έρχεται στον Μίλτο Σαχτούρη και στη συλλογή του "Με το πρόσωπο στον τοίχο"

"Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, 
αλλά ο καλλίτερος τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας"

και φτάνει στην "Ιστορία των Μεταμορφώσεων" του Γιάννη Πάνου

"Κλείδωσα το κιβώτιο και το έσπρωξα βαθιά κάτω από τα ξύλα του κρεβατιού. Ύστερα, άφησα το κλειδί να γλιστρήσει σε μια σχισμή του τοίχου ανάμεσα στις πέτρες που το κατάπιαν ως τα θεμέλια... Πέρασε ποτέ από το νου σου πως ίσως κατά βάθος να ήμουν ποιητής;"

(Κι εγώ, συνεχίζοντας εκεί που το άφησε, θα θυμηθώ την Remington του Γιάννη Πάνου).

Αλλά, ας γυρίσουμε στο ίδιο το βιβλίο. Περιέχει 14 κείμενα για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τα οποία έχουν πολύ ενδιαφέρον, αναφερόμενα σε στοιχεία από τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή. Ξεχωρίζω, πέρα από το κείμενο της Τζίνας Πολίτη, χωρίς να υποβαθμίζω και τα υπόλοιπα, το κείμενο της Άντειας Φραντζή με τίτλο "Ο θείος Λένον και ο Ανώνυμος: σημειώσεις στο περιθώριο". Επίσης, πολύ ενδιαφέρον είναι το επίμετρο από τον Κώστα Χριστόπουλο "Ιδεολογία και αισθητική στους αριστερούς καλλιτέχνες" με αναφορά στο παράδειγμα του χαράκτη Τάσσου, αλλά και με πολλές αναφορές σε έννοιες όπως πατριωτικιή αριστερά, μεσσιανισμός, Ρωμιοσύνη, ελληνικότητα και σε πρόσωπα όπως Σβορώνος, Αυγέρης, Γληνός, Ζντάνοφ, Λεοντάρης, Κόντογλου κ.ά. 

Παραθέτω παρακάτω τα ποιήματα τα οποία ανασκάλισε από τα πηγάδια της μνήμης της η Τζίνα Πολίτη στην ομιλία της, ξεκινώντας από το If του Μανόλη Αναγνωστάκη.

If...

                                         του Μανόλη Αναγνωστάκη

Αν — λέω αν…Αν όλα δε συνέβαιναν τόσο νωρίςΗ αποβολή σου απ’ το Γυμνάσιο στην Ε΄ τάξη,Μετά ΧαϊδάριΑϊ-ΣτράτηςΜακρονήσιΙτζεδίν,
Αν στα 42 σου δεν ήσουν με σπονδυλαρθρίτιδαΎστερα από τα είκοσι χρόνια της φυλακήςΜε δύο διαγραφές στην πλάτη σου, μια δήλωσηΑποκηρύξεως όταν σ’ απομονώσαν στο ΨυχιατρείοΑν —σήμερα λογιστής σ’ ένα κατάστημα εδωδίμων—
Άχρηστος πια για όλους, στυμμένο λεμόνι,Ξοφλημένη περίπτωση, με ιδέες από καιρό ξεπερασμένες,Αν — λέω αν…Με λίγη καλή θέληση ερχόνταν όλα κάπως διαφορετικάΉ από μια τυχαία σύμπτωση, όπως σε τόσους και τόσους
Συμμαθητές, φίλους, συντρόφους — δε λέω αβρόχοις ποσίΑλλά αν…
(Φτάνει. Μ’ αυτά δε γράφονται τα ποιήματα. Μην επιμένεις.Άλλον αέρα θέλουν για ν’ αρέσουν, άλλη «μετουσίωση».
Το παραρίξαμε στη θεματογραφία).

Άν μπορείς...

                                                         του Κίπλινγκ

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι
τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,
στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν
μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,
αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,
ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα
κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,
κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,
αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,
αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,
να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,
αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,
στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,
ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,
κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,
κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις
και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,
και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,
κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,
να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,
και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις
άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,
ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,
κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,
τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,
αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας
στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής του,
τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,
και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.




Αν μπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ' όσα ψέματα σου λεν με πιότερ' απανταίνεις·
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κι οι άλλοι
γι' αληθινό - να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κι έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά κι εσύ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το 'χεις·
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν' αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός!» εσύ φωνάζεις «πίσω!»

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς στη μέση·
κι αν μήτε φίλους μήτ' εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,
δικιά σου θα 'ναι τούτ' η Γης μ' όλα τα κάλλη που 'χει
κι έξοχος θα 'σαι Κύριος, αλλ' Ανθρωπος δε θα'σαι!


Και ας μου επιτραπεί να σκαλίσω ακόμη παραπέρα, αναζητώντας εγώ στον Καβάφη λίγα λόγια:



Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ώς που να γίνει σα μια ξένη φορτική. 


Από τα πηγάδια της μνήμης μας πόσα βγαίνουν...

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει...





Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώΔεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώραΠόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσωΠόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμουςΤον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαίαΚαρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμαΗ πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιοΚρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζωΜε τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκωΜε κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.
(Το ποίημα "Κι ήθελε ακόμη..." του Μανόλη Αναγνωστάκη)
Και η Γαλλική Επανάσταση γιορτάζεται σήμερα! Μα ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει... 

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Το θέμα είναι τώρα τι λες



Το θέμα είναι τώρα τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας

Το θέμα είναι τώρα τι λες.


Αφιερωμένο σ' αυτούς που εκπροσωπούν όχι μόνο τους εαυτούς τους κι ας το καταλάβουν ...

(Με τους παραπάνω στίχους ξεκινά την ποιητική του συλλογή "Ο Στόχος, 1970" ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Η αντιγραφή έγινε από την έκδοση του Ερμή, 2000 με τίτλο "Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο" και ανθολόγηση από τον Μάρκο Μέσκο.)