Η ιστορία των ηρώων αρχίζει στο Δρεπένι της Αλβανίας, ένα επινοημένο χωριό, η Χειμάρα ίσως; δεν έχει σημασία. Η ιστορία μιας οικογένειας από το Δρεπένι μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Με ημερολογιακή καταγραφή η πορεία της στον χρόνο και στους τόπους, από τον Βασίλη το 1932 στον Παύλο κι ύστερα στη γυναίκα και στα παιδιά του Παύλου, κι από την Ελλάδα στην Αμερική, για την αναζήτηση μιας ρίζας που χάθηκε, ενός άπιαστου ονείρου, μιας ανάγκης για επιστροφή.
Όλα μαζί αποτελούν στοιχεία που δένονται στην ιστορία μιας οικογένειας μεταναστών από την Αλβανία που αφηγείται ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος στο βιβλίο του «Χάθηκε βελόνι» (Μεταίχμιο, 2021).
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο («Πέτρος») με την εισαγωγή στην ιστορία της οικογένειας, το δεύτερο («τσιμπιτόνι»), που είναι και το πολύ δυνατό για μένα, με την ιστορία της οικογένειας από την Αλβανία στην Ελλάδα μέσα από την αφήγηση της μάνας και το τρίτο ("electric blue") με την αναζήτηση ενός εκ των παιδιών της οικογένειας που χάθηκε στα σύνορα.
Αφηγητής ο συγγραφέας, πρωταγωνιστής ο Αλέξανδρος, ένα από τα παιδιά της οικογένειας, ή μήπως ο ίδιος ο συγγραφέας; Δεν έχει σημασία, η ιστορία είναι ιστορία των χιλιάδων μεταναστών που άφησαν τον τόπο τους εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 80 αρχές δεκαετίας του 90, πήραν τα παιδιά τους, πέρασαν χίλιες δυσκολίες κι έφτασαν σ' έναν τόπο άγνωστο σε άγνωστους ανθρώπους, συχνά καχύποπτους, βρήκαν ανοιχτές μα και κλειστές πόρτες, γέννησαν κι άλλα παιδιά στον καινούριο τόπο που έκαναν πλέον και δικό τους.
Πρώτος ήρωας ο παππούς Βασίλης που δεν του αρέσει ο τόπος που γεννήθηκε. Απρίλιος 1932:
Δεν του φαίνεται άσχημος, αλλά δεν μπορεί αυτός να γεννήθηκε σε έναν τόπο που σε κάθε του πέτρα δείχνει την περιφρόνησή του για τον άνθρωπο. Αυτός λαχταρά ισιώματα και πεδιάδες για να μπορούν να τριγυρνούν οι άνθρωποι όπου τους κάνει κέφι. [...] Περπατάει για ώρα και λαχάνιασε. Το μπλε κοντό παντελόνι που του έχει φέρει ο πατέρας από την Ιταλία έχει γεμίσει αγκαθάκια.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που του δίνει τον τίτλο «τσιμπιτόνι», η μάνα αφηγείται τη ζωή της από την Αλβανία μέχρι την Ελλάδα και μάλιστα στο βορειοηπειρώτικο ιδίωμα, πράγμα που κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρον το μέρος αυτό του βιβλίου. Είναι συγκλονιστική η αφήγηση της μάνας, τις δυσκολίες στην Αλβανία, την απόφαση να φύγουν,
Μου ερχότανε να σηκωθώ και να πάγω στη μάνα μου, στον τάφο του τάτα μου, κι έβανα τα κλάματα μέχρι να με πάρει η μίσα.
τα σύνορα, την κατάσταση στο χωριό που εγκαταστάθηκαν, τις πρώτες δυσκολίες, τις σχέσεις με τους ντόπιους, όλα...
εμείς γιατί τον αφήκαμε τον τόπο μας; Για τα παιδία τον αφήκαμε. Μπας και ζήσουν καλύτερα από του λόγου μας.
όχι πως ήταν εύκολο για όλους, ο πατέρας ήταν δάσκαλος, εδώ έψαχνε δουλειές του ποδαριού, στα χωράφια, όπου νάναι
Του Παύλου δεν του άρεσε όμως που δούλευε αργάτης σα χωράφια. Κείνος είχε μεγαλώσει άρχοντας. Σο σχολείο το Δρεπένι τα παιδία του φυλάγανε τα χέρια.
Καλή στη δούλεψή της η μάνα, τη θέλανε σ' όλα τα σπίτια, η δουλειά δεν της έλειπε. Τα παιδιά μεγαλώνουν, σιγά σιγά σκορπίζουν κι αυτή μένει μόνη με το θάνατο του Παύλου και γυρίζει στις ρίζες, στο χωριό της, στο σπίτι της
Α, εφύτεψα και μια ισκέα έξω, κει που ήτανε η παλαία. Τότση είναι, αλλά θα μεγαλώσει και θα μου δίνει κάτι σύκα τέτοια.
Μαύρα σαν τα μαλλία μου.
Στο τρίτο μέρος, ο ήρωας αναζητεί τον χαμένο αδελφό και ο συγγραφέας το νόημα των πραγμάτων, πάει στην Αμερική και περισσότερο συλλογάται κάνοντας πως παρατηρεί «μικροσκοπικές ίνες που με υπομονή και σύνεση υφαίνουν πλέγματα χειροπιαστού νοήματος χρήσιμου στον απλό καθημερινό κόσμο που αγωνιά για το ψωμί και το γάλα στο τραπέζι»
Βρίσκει την ευκαιρία να σχολιάσει τον «αμερικανισμό», όταν η μύτη του «πλακώνεται από το θυμίαμα της κόκα κόλα και του σκέτου νερωμένου καφέ» και είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρησή του για τον αμερικανικό τρόπο σκέψης αλλά και με αιχμές γενικότερες προς άλλους αποδέκτες, όπως τουλάχιστον εγώ διαβάζω το παρακάτω κείμενο στη σελίδα 258:
Ναι, τώρα μόλις καταλαβαίνει ο Αλέξανδρος τι είναι αυτό που του έχει κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στην Αμερική, τι είναι αυτό που δίνει ένα τόσο έντονα διαφορετικό στίγμα σε σχέση με τον αέρα της Ευρώπης: δεν είναι ούτε η δύναμη ούτε το μεγαλείο ούτε ο πλούτος ούτε η εμμονή με την ατομική ελευθερία, είναι η απουσία ιστορίας που χάνεται στους αιώνες· φαντάζεται τη χώρα αυτή σαν ένα πλάσμα άφυλο που με κάποιον τρόπο δεν πέρασε παιδική ηλικία αλλά γεννήθηκε μονομιάς σχεδόν ενήλικο, κι έτσι, στερούμενο παρελθόντος, πορεύεται ανάλαφρα στο μέλλον, απαλλαγμένο από τη γελοία υποχρέωση της αναπόλησης και του αναμασήματος, χωρίς σπάγγους ή κισσούς να το δένουν με τα περασμένα, μόνο για την πορεία εμπρός μεριμνά και για τους τρόπους που θα μπορέσει να μεγαλώσει κι άλλο μέσα τους, μεγεθύνοντας τη δόξα εμπλουτίζοντας το μεγαλείο ... [...]
Η ιστορία που αφηγείται ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος έχει ίσως αυτοβιογραφικά στοιχεία; Δεν έχει σημασία, έχει σίγουρα βιωματικά στοιχεία, αφού κι ο ίδιος γεννήθηκε στη Χειμάρρα και η οικογένειά του κάπου την ίδια εποχή κατηφόρισαν στην Ελλάδα, στη νότια Πελοπόννησο, για ένα καλύτερο μέλλον. Θα μπορούσε να είναι και η ιστορία μιας οικογένειας Σύρων, Αφγανών, Νιγηριανών, Ιρακινών, Πακιστανών, αλλά και μιας οικογένειας Ελλήνων μεταναστών στις δεκαετίες του '50 ή '60 (όπως ένας θείος μου που με την οικογένειά του πήγαν στη Γερμανία) ή στις δεκαετίες του '10 και του '20 του 20ου αιώνα (όπως ο πατέρας του θείου μου, ο παππούς μου, που νεαρός πήγε στην Αμερική).
Βέβαια, χάρισμα του βιβλίου δεν είναι μόνο η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας και οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του θέματος που πραγματεύεται, αλλά και ο τρόπος που το κάνει, η ίδια η γραφή του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου, με πλούσια και καθαρή αφηγηματική γλώσσα αλλά και εξίσου πλούσιο θεωρητικό λόγο μέσα από τον οποίο δεν χάνει ευκαιρία να περιγράψει, να σχολιάσει, να καυτηριάσει φαινόμενα και καταστάσεις.
Ένα τελευταίο αλλά πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό στοιχείο του βιβλίου που δεν θα ήθελα να παραλείψω είναι το γλωσσάρι, στο οποίο περιέχονται λέξεις, κυρίως από το δεύτερο μέρος με την αφήγηση της μάνας στο βορειοηπειρωτικό ιδίωμα. Όπως φαίνεται και στα παραδείγματα που παρέθεσα παραπάνω, μερικές φορές δυσκολεύεσαι να κατανοήσεις τις λέξεις. Συχνά αναγνωρίζεις τις ρίζες με στοιχεία και από άλλα τοπικά ιδιώματα ή άλλες γλώσσες (π.χ. ιταλικά, όχι τυχαία), αναγραμματισμούς, περικοπές των λέξεων κτλ.
Είχα πρωτοδιαβάσει τη συλλογή διηγημάτων του «Τραμπάλα»
(Μελάνι, 2016), ξεκινώντας από την περιέργεια ότι είχε σπουδάσει
τοπογράφος μηχανικός (και μην μου πείτε περί ... συντεχνιακών
καταστάσεων κτλ., αλλά έπαιξε ρόλο για αρχή), και μου άρεσαν, νομίζω ότι
και με αυτό τώρα το μυθιστόρημα επιβεβαιώνει πως έχει πολλές
δυνατότητες, έχει απόψεις, έχει εμπνεύσεις, έχει αφηγηματική ικανότητα,
αναγνώστρια είμαι, βέβαια, όχι κριτικός, ελπίζουμε να δώσει κι άλλα
καλά (και ποιήματα επίσης, το πιο πρόσφατο βιβλίο του εξάλλου είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του «Αγόραζα πάντα διάφανες ομπρέλες» από τη Θράκα, ενώ για την πρώτη είχε πάρει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου). Και μην ξεχάσω, για το «Χάθηκε βελόνι» είναι υποψήφιος για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2022.