Αντέγραψα το παραπάνω ποίημα του Χάινε από την έκδοση "Όταν ο νους σου βράζει κι η καρδιά" με ποιήματα και τραγούδια των Γκαίτε και Χάινε (Πατάκης, 2014). Η ανθολόγηση και απόδοση των ποιημάτων έγινε από τη σοπράνο (και ποιήτρια και μεταφράστρια) Λένια Ζαφειροπούλου.
Στο βιβλίο περιέχεται CD με απαγγελίες ποιημάτων από την Λένα Κιτσοπούλου και τραγούδια με τη Λένια Ζαφειροπούλου. Τα τραγούδια (Lieder) είναι συνθέσεις των Σούμαν, Σούμπερτ, Βολφ και Μέντελσον.
Αξίζει ν΄ακούσουμε το παραπάνω ποίημα μελοποιημένο από τον Μέντελσον να το τραγουδά πολύ όμορφα η Λένια Ζαφειροπούλου. Στο πιάνο ο Θοδωρής Τζοβανάκης.
Διαβάζοντας πρόσφατα μια αναφορά σε στίχους του Χάινε (που, δυστυχώς, δεν θυμάμαι ούτε τους στίχους ούτε την πηγή), θέλησα να ξαναδώ από τη βιβλιοθήκη μου μια ανθολογία ποιημάτων του (εκδόσεις Σοκόλη, 2007). Η ανθολόγηση και η επιμέλεια έχουν γίνει από το Νάσο Βαγενά, ο οποίος, όπως πάντα πρέπει να πω, κάνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική εισαγωγή τόσο για τον Χάινε ως ποιητή και ως προσωπικότητα που έζησε το πρώτο μισό του 19ου αιώνα (1797-1856), αλλά και για τις πολλές ελληνικές μεταφράσεις του που από μόνες τους αποτελούν μια ξεχωριστή ποίηση.
Έχει ενδιαφέρον μάλιστα να διαβάσει κανείς τις μεταφράσεις των ίδιων ποιημάτων από διαφορετικούς ποιητές και οπωσδήποτε αυτό μπορεί ν' αποτελεί άσκηση στο θέμα μετάφραση ποίησης. Δεν είμαι ειδική, αναγνώστρια είμαι, επομένως σταματώ και απλά παραθέτω κάποια από τα ποιήματα.
Το αμαρτολούλουδο
Που σκοτωθεί μονάχος του
στην ερημιά τον θάβουν.
Κι ούτε παπάδες παν μπροστά,
ούτε κεριά του ανάβουν.
Κι εκεί μακριά στον τάφο του,
στο ερημικό του χώμα,
βγαίνει το αμαρτολούλουδο
με το γαλάζιο χρώμα.
Στις ερημιές εβρέθηκα
μια νύχτα του Γενάρη
κι είδα το αμαρτολούλουδο
που εσειόταν στο φεγγάρι.
Παύλος Γνευτός (1862-1956)
Η Λιτανεία
Στο παραθύρι η μάνα και στο κρεβάτι ο γιος,
"Σήκω", του λέει, "Γουλιέλμε, να ιδείς περνά ο Σταυρός".
Λιτανεία στον Άη Μαθιά Κέρκυρας, παραμονή της Αγίας Παρασκευής καλοκαίρι του 2013
Βαλτάσαρ
Ήταν η νύχτα μαύρη, μεσάνυχτα
σχεδόν·
σε μια βουβή ησυχία κοιμάται η
Βαβυλών.
Μόνο ψηλά, στις σάλες του
βασιλιά, οι πυρσοί
σκορπούν γενναία το φως τους, γλεντούν
οι αυλικοί.
Εκεί ψηλά στου θρόνου το δώμα το
χρυσό,
δείπνο ο Βαλτάσαρ δίνει λαμπρό,
βασιλικό.
………………………………………………….
Και δες, ποιος να πιστέψει, στον
τοίχο τον λευκό σαν αστραπή προβάλλει χέρι ανθρώπινο. Χέρι που γράφει επάνω στον τοίχο τον λευκό
γράμματα φλογισμένα χέρι αερικό. Ο βασιλιάς σαν το 'δε του θόλωσε η ματιά,
λυγούν τα γόνατά του, η όψη του ωχριά. Ξέπνοοι μένουν γύρω οι άρχοντες στη σειρά, κι όλοι αποσβολωμένο δεν βγάζουνε μιλιά. Προστάζουν να 'ρθουν μάγοι, εξηγητές,
ιερείς, όμως κανείς δεν βγάζει το νόημα της γραφής. Την ίδια εκείνη νύχτα, τη νύχτα τη βουβή, σκοτώσαν τον Βαλτάσαρ οι δούλοι του οι
πιστοί.
Κώστας Κουτσουρέλης (1967-)
Belshazzar's Feast. Πίνακας του Rembrandt που απεικονίζει το μύθο του βασιλιά της Βαβυλώνας Βαλτάσαρ.
Διατρέχοντας την ανθολογία, βρίσκουμε ίδια ποιήματα μεταφρασμένα από διαφορετικούς ποιητές. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αποδίδονται σε κάθε περίπτωση και βέβαια μας δίνεται η ευκαιρία να σκεφτούμε ζητήματα γύρω από τη μετάφραση στην ποίηση,
Επτά φορές βρίσκουμε το ποίημα για τη Λορελάη, την πεντάμορφη κοπελιά που παίρνει το μυαλό του ναύτη. Και να πώς την τραγουδά ο Βιζυηνός:
Ο Νάσος Βαγενάς λέει πως υπάρχουν τουλάχιστον δεκαπέντε μεταφράσεις της Λορελάης στη γλώσσα μας!
Όμως, ο Χάινε δεν ήταν ο ρομαντικός ποιητής χωρίς πολιτικές ευαισθησίες και παρεμβάσεις. Επηρεασμένος από την κατάσταση στην Ευρώπη μετά τη Γαλλική επανάσταση και από τα κινήματα αντίστασης του 19ου αιώνα, δεν μένει αμέτοχος. Δεν είναι τυχαίο που τραγουδά για τους ανυφαντάδες (και τις ανυφαντούδες βέβαια):
Οι ανυφαντάδες
Στο κατσουφιασμένο μάτι
δάκρυο κανένα,
στον αργαλειό του κάθουνται και τρίζουνε τα δόντια:
«Ω
Γερμανία, υφαίνουμε το σάβανό σου
υφαίνουμε ενός την τρίδιπλη κατάρα -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Κατάρα στο είδωλο που το παρακαλάμε
χειμώνα που πουντιάζουμε και γιόμα που πεινάμε.
Ελπίσαμε και καρτερέσαμε του κάκου
μα μας εμπαίζει, μας γελάει, μας κοροϊδεύει -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Κατάρα και στο βασιλιά, το βασιλιά των πλούσιων,
που η δυστυχία μας δεν μπορεί να 'ν' τονέ
συγκινήσει,
που ως και το γρόσι το στερνό από μας αρπάζει,
και σαν σκυλιά να μας σκοτώνουν μας αφήνει -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Κατάρα και στην ψεύτική μας την πατρίδα
όπου προδεύει μοναχά το αίσχος κι η ατιμία,
που πρόωρα έσπασε κάθε λουλούδι,
που το σαράκι δυναμώνει η μούχλα κι η σαπίλα -
υφαίνουμε, υφαίνουμε!
»Πετάει η
σαϊτούλα, τρίζει ο αργαλειός
υφαίνουμε εμείς με προσοχήν, όλο το ημερονύχτι -
το σάβανό σου υφαίνουμε, ω παλαιά Γερμανία,
υφαίνουμε εντός την τρίδιπλη κατάρα
υφαίνουμε, υφαίνουμε!».
Γιάννης Καμπύσης (1872-1901)
Το βρίσκουμε και παρακάτω με τον τίτλο Υφαντές. Και να πώς τελειώνει:
όπου η απάτη ευδοκιμεί και βασιλεύει η καταισχύνη,
όπου το θάνατο, παντού, τη σήψη θ' ανασάνεις!
υφαίνουμε, Γριά-Γερμανία, το σάβανό σου τώρα!
Υφαίνουμε, υφαίνουμε!
Βασ. Ι. Λαζανάς (1916-2001)
Το ποίημα γράφτηκε το 1844 με αφορμή την κινητοποίηση των κλωστοϋφαντουργών της Σιλεσίας. Αρχικά, με τον τίτλο " 'Die armen Weber" (Οι φτωχοί υφαντές) δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα που εξέδιδε ο Μάρξ με τίτλο "Vorwärts!" (Εμπρός). Στη συνέχεια, πήρε τον τίτλο "Die schlesischen Weber" (Οι υφαντές της Σιλεσίας). Έχει μελοποιηθεί από πολλές μουσικές ομάδες όπως στο παραπάνω βίντεο. (Πληροφορίες εδώ).
Η εφημερίδα του Μαρξ όπου πρωτοδημοσιεύτηκε το ποίημα του Χάινε