Ήθελα να μάθω μουσική, πάντα μου άρεσε η μουσική, πήγα στο Ωδείο Χανίων να κάνω κλασσική κιθάρα. Ο πατέρας μου δέχτηκε να πάρουμε κιθάρα, την καλύτερη, την παραγγείλαμε στην Αθήνα, έκανε 25.000 δραχμές, πάρα πολλά για εκείνη την εποχή. Ήταν λίγο πριν τη μεταπολίτευση. Είχα μπει στο Πολυτεχνείο, έμαθα μερικά ακομπανιαμέντα, αγαπημένο κομμάτι το «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», τα πρώτα χρόνια στις παρέες την είχα συντροφιά, δυστυχώς όμως οι ασχολίες της εποχής απορρόφησαν όλο τον χρόνο μου και η κιθάρα πέρασε σε δεύτερη μοίρα μέχρι που πια δυσκολευόμουν να την πιάσω σωστά. Η φωτογραφία που την απαθανάτισε είναι αυτή της γιαγιάς Κουκουβιτομαρίας να την κρατά λες και παίζει στ’ αλήθεια. Τόσο το χαιρόταν η καημένη. Το αστείο στην οικογένεια ήταν ότι προσπάθησα να φέρω και τον μικρό αδερφό μου στην κιθάρα, μάταιος κόπος, ήταν ανεπίδεκτος...Τώρα, η κιθάρα, ξεκούρντιστη, με τις μισές χορδές να λείπουν, μένει ξαπλωμένη στο πάνω μέρος του σύνθετου. Τι κρίμα!
Ο πατέρας μου δεν σκάμπαζε από μουσική. Ένας λαϊκός άνθρωπος της δουλειάς ήταν, «πατρός σιδηρουργού» γράφει το ενδεικτικό του νηπιαγωγείου, έτσι κατάλαβε η νηπιαγωγός φαίνεται όταν της είπαν ότι η δουλειά του ήταν να γυρίζει σίδερα για τις οικοδομές, μάστορας καλός, τα χέρια του μονίμως σκασμένα, ανοιχτές πληγές.
Δεν σκάμπαζε από μουσική, τραγουδούσε όμως στις παρέες, τότε τα τραγούδια της τάβλας ήταν απαραίτητο στοιχείο στις συντροφιές, αγαπημένο του ριζίτικο ήταν τ' «Αγρίμια κι αγριμάκια μου»· του άρεσε όμως πολύ και η Μαρίζα, η Μαρίζα Κωχ, πώς χαιρόταν να την ακούει, σαν παιδί έκανε· κι όταν ήρθαν τα εγγόνια και πήραμε εκείνους τους καταπληκτικούς δίσκους με τα παιδικά τραγούδια, γινόταν παιδί κι αυτός.
Πώς τα σκέφτομαι μέρες που είναι. Αφορμή ένα πολύ όμορφο παλαιότερο κείμενο του Χαράλαμπου Τσαγκατάκη στο pancreta στη μνήμη του δικού του πατέρα. Ο δικός μου έφυγε τέτοιες μέρες. Ήταν μόνο 74, έφυγε σαν σήμερα πριν από 19 χρόνια.