Έμαθαν τα χελιδόνια γράμματα
κι οι πέτρες να μιλάνε
ν' απαγγέλλουν δράματα
του θεού τα πράματα
και τραγούδησαν τα ψάρια
μια ωραία σερενάδα
ένα πρωί σταμάτησε να ηχεί
μια καμπάνα ραγισμένη
δεν ξαναχτύπησε η καημένη
να ξαναζήσει η αποθαμένη
κι ο λύκος φύλαγε τα ζαρκάδια
έμαθε να μην τα κυνηγάει
και να τρώει πορτοκάλια
κι έτρεξε γρήγορα η χελώνα
να προσλάβει το λαγό
στου δρόμου τα μισά
κι έγινε ένα βραχυκύκλωμα
των στύλων του ηλεκτρικού
και τον ξεπέρασε στο τέρμα
μα φτάνουν οι ψευτιές γι' απόψε
κι ας πούμε κάτι αληθινό
να μη χαλάσει η πένα μου
και το μελάνι μη χυθεί
να μαυρίσει το χαρτί
να μελανιάσουν οι ουρανοί
να φυτρώσουνε δυο κυπαρίσσια
πάνω στα λόγια που έσπειρα
μια νύχτα του καλοκαιριού
από σκέτη ακριτομυθία
ώσπου να μας πάρει ο ύπνος
με τους σιγανούς ρυθμούς του
και τα λοξά του όνειρα
που σαν αυτά δεν έχουν όμοια
τα μακρυπόδαρά μας χρόνια
που πάν' να σβήσουν τη φωτιά
στο στήθος του κοκκινολαίμη
και την αγάπη στην καρδιά
εκείνης που σε περιμένει
Σημ. Αντέγραψα το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη από τη συλλογή «Το ξανανοιγμένο κουτί της Πανδώρας», εκδ. Άγκυρα, 2006. Έχει υπογραφή «14 Μαρτίου 2005, Καθαρή Δευτέρα». Στο βιβλίο, τόσο εξώφυλλο όσο και τα σχέδια-κολάζ είναι έργα του ποιητή (είχα γράψει κι εδώ για τα κολάζ του Νάνου Βαλαωρίτη).