Γιώργου Μπλάνα «Απολογία Σωκράτους»*
Δεν ξέρω αν σας έπεισαν τα λόγια τους,
εγώ όμως παραλίγο να ξεχάσω ποιος είμαι και τι θέλω εδώ.
Η αλήθεια είναι πως μαγείρεψαν σωστά τις λέξεις, τις προτάσεις τους,
και θα μπορούσα να μείνω απόλυτα ικανοποιημένος
από το αποτέλεσμα, αν το ψέμα δεν ήταν πάντα κάπως δυσκολοχώνευτο
—ιδίως όταν συνοδεύεται από κάποια υπερβολή στην μουσικότητα.
Εν πάση περιπτώσει, έχω γερό στομάχι. Κι έτσι πρέπει.
Αν ξερνούσα εδώ μπροστά σας την βλακεία τους,
θα ήταν οπωσδήποτε χαμένοι. Προχωρώ,
λοιπόν, και παραδέχομαι πως είπαν μια τουλάχιστον αλήθεια:
τα πάω πολύ καλύτερα απ’ αυτούς με την μαγειρική των λέξεων, γι’ αυτό
πανικοβλήθηκαν, και τώρα ακόμη ιδρώνουν πάνω απ’ τα τζετζερέδια τους,
θαρρώντας πως είναι στο έλεος μου. Μεταξύ μας, δεν έχουν άδικο.
Από μιαν άποψη, αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να κερδίσουν την δίκη.
Μην εκπλήσσεστε. Δεν θέλουν να κερδίσουν, να με καταδικάσουν θέλουν.
Και είναι δύο πράγματα αυτά εντελώς ξεχωριστά.
Πώς και γιατί είναι δική σας δουλειά να το διακρίνετε.
Ωστόσο επιτρέψτε μου μια σύντομη επισήμανση.
Σας επέστησαν την προσοχή στην ρητορική δεινότητά μου,
σας προειδοποίησαν πως θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο
προκειμένου να μετατρέψω το ψέμα σε αλήθεια.
Σας συμβούλευσαν άραγε τίποτε της προκοπής;
Λες τίποτε καινούργιο σ’ έναν δικαστή όταν του συνιστάς να διακρίνει
ανάμεσα στην ωραιότητα των λόγων και στην αλήθεια των λόγων;
Τίποτε απολύτως. Κι όταν του λες πως τα ωραία λόγια είναι πάντα ψεύτικα λόγια;
Ε, τότε τον παρακινείς να επιλέξει ανάμεσα σε ψεύδη.
Σίγουρα αυτό. Δεν παγιδεύεις τον αντίπαλο. Παγιδεύεις τον δικαστή.
Σκεφτείτε τι θα γινόταν αν σας μιλούσα χωρίς κανένα στολίδι.
Θα θεωρούσατε πως χρησιμοποιώ το ρητορικό τέχνασμα της απλότητας.
Δεν σχολιάζω καν την περίπτωση που θα είχα προετοιμάσει την απολογία μου
με όλες τις προϋποθέσεις ενός πλούσιου σε ρητορικά σχήματα δικανικού.
Φαίνεται λοιπόν πως είμαι χαμένος από χέρι.
Λάθος. Εσείς είστε χαμένοι από χέρι.
Αν με απαλλάξετε, θα πρέπει να είστε απόλυτα βέβαιοι
για την αδυναμία μου να φτιάξω μιαν απολογία της προκοπής.
Με βάση τι θα με απαλλάξετε τότε;
Αν με καταδικάσετε θα έχετε πάντα την αμφιβολία
πως δεν μπορέσατε να διακρίνετε την αλήθεια.
Θα με καταδικάσετε, βέβαια, ενδίδοντας στην απειλή αυτών των αχρείων.
Σταματώ εδώ. Οι φίλοι μου θ’ αναλάβουν τα υπόλοιπα,
παρόλο που δεν ελπίζω ν’ αποφύγουν κάπως τον εξαγνισμό σας.
Σας λυπάμαι. Δεν είχατε ούτε μια μικρή ευκαιρία να κάνετε την δουλειά σας.
Ωστόσο μην απελπίζεστε. Η αρετή δεν είναι ζήτημα αποφάσεων.
Μπορείτε να το σκεφτείτε με την ησυχία σας αργότερα.
Ένας νεκρός πάνω ένας νεκρός κάτω δεν θα ζημιώσει δα την δημοκρατία μας.
Οι ζωντανοί είναι το πρόβλημα.
Ηταν η μόνη σχολή που δήλωσα. Το 1976 μπήκα. Το βιβλίο για μένα είναι φετίχ.
Αυτό έγινε γιατί ήταν μέσα στο σπίτι η γιαγιά μου, που με μεγάλωσε. Μια γιαγιά μόλις 39 ετών. Χήρα ενός «τεταρτοδιεθνιστή» τροτσκιστή. Τον σκότωσαν στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» οι Γερμανοί όταν απέδρασαν τα μέλη του ΚΚΕ από εκεί.
Καθώς με μεγάλωσε λοιπόν -αυτή η γιαγιά της ίδιας ιδεολογίας με τον παππού- είχα την αίσθηση ότι το βιβλίο ήταν ένα είδος σπλάχνου του ανθρώπου.
Με τους σημερινούς όρους θα έλεγα ότι ο άνθρωπος είναι ένα cyborg του οποίου το μη βιολογικό μέρος είναι το βιβλίο. Η γιαγιά μου και η μητέρα μου με προμήθευαν βιβλία.
Βιβλιοθηκονομία είχε σπουδάσει και ο Ισαάκ Σούσης. Έτυχε να τον έχω φοιτητή στη δεκαετία του '90, όταν δίδασκα στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας ΤΕΙ Αθήνας. Ήταν ένας ιδιαίτερος νέος άνθρωπος, χαμηλών τόνων, ευγενικός, φιλικός, με ιδεολογικό περιεχόμενο που μου έδινε την ευκαιρία να κάνουμε ενδιαφέρουσες συζητήσεις, τόσο γύρω από το αντικείμενο των σπουδών, αλλά και γενικότερου ενδιαφέροντος. Αχ καλέ μου Ισαάκ,-----------------------------------------------------------
* Αντέγραψα το ποίημα από τον ιστότοπο Poeticanet (3 Απριλίου 2006), βρίσκεται όμως και σε χθεσινή ανάρτηση του περιοδικού Νέον Πλανόδιον.