Η ζωή όλη (Οδύσσεια; όχι ακριβώς, αλλά περίπου) ενός σαραντάχρονου δικηγόρου, του Αντώνη Σπετσιώτη, μέσα σ' ένα 24ωρο. Εικόνες καθημερινές που μας περνούν απαρατήρητες, λεπτομέρειες από καταστάσεις και συνθήκες της ζωής που λες και τις έχει ζήσει ο ίδιος ο συγγραφέας (σίγουρα, πάντως, εκτιμάς τις δυνατότητές του με τις περιγραφές αυτές), χαρακτήρες και ανθρώπινες σχέσεις, λόγος απλός μα πλούσιος σε περιγραφές και συναίσθημα, συνεχής αφήγηση, όχι ασθμαίνουσα, που σε κρατά σε μια διαρκή επιθυμία ή και ήρεμη αγωνία να θέλεις να δεις τι θα γίνει με τη Δημητριάδου, τι θα γίνει με τον πατέρα του, τι θα γίνει με την Άννα, με τη Στέλλα, με τη δουλειά του ως δικηγόρος.
Οι περιγραφές του από σημεία και διαδρομές της Αθήνας είναι όμορφες.
Μιλά ο ήρωας και αφηγητής της ιστορίας για τα Πατήσια, τη γειτονιά που έζησε μέχρι τα 27 του χρόνια. Έχει πολλές λεπτομέρειες, μιλά για τις αλλαγές που έχουν γίνει και φέρνει στο νου του παλιότερες εικόνες (που τυχαίνει να έχω κι εγώ, έχοντας ζήσει στον Άγιο Λευτέρη και στα άνω Πατήσια στις αρχές της δεκαετίας του ΄80). Λέει για ένα Ίντερνετ καφέ: "Τα τελευταία χρόνια είχε τύχει να περάσω δυο-τρεις φορές και να μπω μέσα για να στείλω ένα βιαστικό μέιλ ή να εκτυπώσω κάποιο δικόγραφο και στην πραγματικότητα για να βυθιστώ για λίγο στην ατμόσφαιρα του χώρου που αν και πιο ήσυχος από παλιά διατηρούσε ακόμα κάποια ουσία μέσα από τις αλλαγές της χρήσης του. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως αγάπησα ποτέ αυτό το μέρος καθώς δεν είχε τίποτα για να αγαπήσεις, ωστόσο η οικειότητα είναι πάντα οικειότητα, ένας τρόπος για να κάνουμε δικό μας το μικρό κομμάτι που μας αναλογεί μέσα στον τεράστιο κόσμο".
Και την Ιπποκράτους περιγράφει:
"Η μέρα σκαρφαλώνει διστακτικά στις πλαγιές του Λυκαβηττού αυτό το πρωινό του Ιουνίου, με τους ήχους από τα ξυπνητήρια να αντηχούν στον ακάλυπτο, τα τριξίματα των κρεβατιών, τις βρύσες που ανοίγουν και τις ντουλάπες που χτυπούν να συνοδεύουν σαν κρουστά το βουητό των αυτοκινήτων που έρχεται από την Ιπποκράτους και δίνει την εντύπωση ότι δεν σταματά ποτέ – μόνο αυξομειώνεται. Αυτή την ώρα, πρέπει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος κάτω των εβδομήντα στη γειτονιά που κάθεται στο μπαλκόνι, πίνοντας καφέ κι αφήνοντας τη μέρα να κερδίσει σταδιακά τη θέση της μέσα μου, αντικαθιστώντας το σκοτάδι, τα καλά και τα κακά όνειρα, τον ίδρωτα όταν ξυπνάς στις τρεις το πρωί και δεν έχεις ιδέα πώς βρέθηκε στο μέτωπό σου ή πόσο χρόνο είναι εκεί, αφού έχει ακόμα δροσιά και το μαξιλάρι σου είναι στεγνό. Στα υπόλοιπα μπαλκόνια επικρατεί ερημιά, εκτός από μία ή δύο σκιές που σαλεύουν και δεν είναι εύκολο να πεις αν ανήκουν σε φυτά ή σε υπερήλικους γείτονες που ξυπνούν νωρίτερα κι από μένα ..."
Κι όταν ο πατέρας του ο συνταξιούχος που είχε βρει μια δουλίτσα να περνάει τον καιρό του, πρόκειται να τη χάσει, τον βάζει να περιγράφει την κατάσταση που βιώνουν οι συνταξιούχοι που όταν ήταν "μάχιμοι" έβρισκαν διέξοδο μόνο στη δουλειά:
"Το χειρότερο κομμάτι είναι η ψευδαίσθηση πως είσαι χρήσιμος. Ενώ δεν είσαι. Και επίσης που δεν είσαι μόνος. Κόσμος πάει κι έρχεται, έχεις ένα σωρό πράγματα να κάνεις συνέχεια, και όλα αυτά δεν σε αφήνουν να δεις καθαρά και να καταλάβεις πως το πραγματικότητα είσαι μόνος." Μήπως έτσι δεν είναι;
Και τελικά, άραγε θα πάει στο Λουξεμβούργο ως νομικός μεταφραστής;
Εξαιρετικό το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη "Εκεί που ζούμε" (Πατάκης, 2019).
"Ένα µυθιστόρηµα για τον µικρό άθλο να είσαι ο εαυτός σου κάθε µέρα από την αρχή", γράφει στην παρουσίαση του βιβλίου. Πολύ ταιριαστά ο συγγραφέας διάλεξε για μότο τον στίχο "Days are where we live" από το ποίημα Days (Ημέρες) του Άγγλου ποιητή Philip Larkin.
Λέει το ποίημα (το αντέγραψα από εδώ):
What are days for?
Days are where we live.
They come, they wake us
Time and time over.
They are to be happy in:
Where can we live but days?
............................................
Οι μέρες μας είναι εκεί που ζούμε, λέει ο ποιητής. Οι μέρες μας είναι εκεί που ζούμε, λέει και ο συγγραφέας, ζωή μας είναι οι μικρές καθημερινές στιγμές της μέρας, είναι οι εικόνες της πραγματικότητας ή της μνήμης μας.
Ίσως είναι χρήσιμη αυτή η οπτική του συγγραφέα στις μέρες, στις δύσκολες μέρες μας. Ίσως μια πινελιά αισιοδοξίας, μια ένεση χαράς και απαντοχής για να προχωρήσουμε και στις επόμενες ημέρες...
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση
Ο Φίλιπ Λάρκιν (1922-1985) θεωρείται ένας από τους πιο αγαπημένους ποιητές της γενιάς του (αν και τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν και πολλά, όχι θετικά, για τις πολιτικές και ιδεολογικές του προτιμήσεις). Επαγγελματικά, εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος, η τελευταία δε βιβλιοθήκη στην οποία εργάστηκε για 30 χρόνια ήταν η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Hull (να θυμίσω εδώ το όμορφο μυθιστόρημα του Γιώργου Μητά "Ιστορίες του Χαλ", που αναφερόταν στην πόλη και το πανεπιστήμιό της). Σχετικές πληροφορίες, μπορεί κανείς να βρει, πέρα από τη Βικιπαίδεια, στο http://www.hullhistorycentre.org.uk/research/research-guides/philip-larkin.aspx, ενώ στοιχεία για την αρνητική πλευρά του Λάρκιν γράφει εδώ: https://www.theguardian.com/cities/2017/may/30/hull-hole-philip-larkin-poet-love-both-ways.