Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Οι πεθαμένοι δε θυμούνται...

 



 Θα σας πω - οι πεθαμένοι δε θυμούνται,

κάθονται πλαγιασμένοι σε σκοτεινές σειρές μέσα στη μνήμη μας

σ' ένα ψηλό σανιδένιο πατάρι˙ - λιγάκι αν δεν προσέξεις

λιγάκι να σκοντάψεις, μπορεί και να πέσουν τα μακριά καδρόνια

ολόγυρά σου, να σου φράξουν το δρόμο, να σε φράξουν˙

όμως κ' οι ίδιοι οι πεθαμένοι προσέχουν - το νιώθεις

απ' την ακινησία τους που δεν είναι ακαμψία

.............................................................................................................................

 

Σημείωση

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το ποίημα «Ο τελευταίος και ο πρώτος του Λίντιτσε» του Γιάννη Ρίτσου. Το Λίντιτσε είναι το μαρτυρικό χωριό  της Τσεχίας όπου το καλοκαίρι του 1942 οι Ναζί εξόντωσαν 82 παιδιά (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2019/07/82-1942.html). Ο ποιητής επισκέφθηκε το χωριό σε ένα ταξίδι του στην Τσεχία το 1960 και επιστρέφοντας έγραψε με τον τρόπο του σ' ένα μακροσκελές ποίημα αυτά που ένιωσε.

Το ποίημα δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην Επιθεώρηση Τέχνης, στο τεύχος 78 τον Ιούνιο του 1961. Οι εικόνες που δημοσιεύονται εδώ είναι η πρώτη και η τελευταία σελίδα του ποιήματος από την Επιθεώρηση Τέχνης .(Σημειώνεται ότι όλα τα τεύχη του περιοδικού έχουν ψηφιοποιηθεί από τα ΑΣΚΙ και είναι ελεύθερα προσβάσιμα από όλους).

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Εκεί που ζούμε, του Χρίστου Κυθρεώτη

Η ζωή όλη (Οδύσσεια; όχι ακριβώς, αλλά περίπου) ενός σαραντάχρονου δικηγόρου, του Αντώνη Σπετσιώτη, μέσα σ' ένα 24ωρο. Εικόνες καθημερινές που μας περνούν απαρατήρητες, λεπτομέρειες από καταστάσεις και συνθήκες της ζωής που λες και τις έχει ζήσει ο ίδιος ο συγγραφέας (σίγουρα, πάντως, εκτιμάς τις δυνατότητές του με τις περιγραφές αυτές), χαρακτήρες και ανθρώπινες σχέσεις, λόγος απλός μα πλούσιος σε περιγραφές και συναίσθημα, συνεχής αφήγηση, όχι ασθμαίνουσα, που σε κρατά σε μια διαρκή επιθυμία ή και ήρεμη αγωνία να θέλεις να δεις τι θα γίνει με τη Δημητριάδου, τι θα γίνει με τον πατέρα του, τι θα γίνει με την Άννα, με τη Στέλλα, με τη δουλειά του ως δικηγόρος. 

Οι περιγραφές του από σημεία και διαδρομές της Αθήνας είναι όμορφες. 

Μιλά ο ήρωας και αφηγητής της ιστορίας για τα Πατήσια, τη γειτονιά που έζησε μέχρι τα 27 του χρόνια. Έχει πολλές λεπτομέρειες, μιλά για τις αλλαγές που έχουν γίνει και φέρνει στο νου του παλιότερες εικόνες (που τυχαίνει να έχω κι εγώ, έχοντας ζήσει στον Άγιο Λευτέρη και στα άνω Πατήσια στις αρχές της δεκαετίας του ΄80). Λέει για ένα Ίντερνετ καφέ: "Τα τελευταία χρόνια είχε τύχει να περάσω δυο-τρεις φορές και να μπω μέσα για να στείλω ένα βιαστικό μέιλ ή να εκτυπώσω κάποιο δικόγραφο και στην πραγματικότητα για να βυθιστώ για λίγο στην ατμόσφαιρα του χώρου που αν και πιο ήσυχος από παλιά διατηρούσε ακόμα κάποια ουσία μέσα από τις αλλαγές της χρήσης του. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια πως αγάπησα ποτέ αυτό το μέρος καθώς δεν είχε τίποτα για να αγαπήσεις, ωστόσο η  οικειότητα είναι πάντα οικειότητα, ένας τρόπος για να κάνουμε δικό μας το μικρό κομμάτι που μας αναλογεί μέσα στον τεράστιο κόσμο". 

Και την Ιπποκράτους περιγράφει:

μέρα σκαρφαλώνει διστακτικά στις πλαγιές του Λυκαβηττού αυτό το πρωινό του Ιουνίου, με τους ήχους από τα ξυπνητήρια να αντηχούν στον ακάλυπτο, τα τριξίματα των κρεβατιών, τις βρύσες που ανοίγουν και τις ντουλάπες που χτυπούν να συνοδεύουν σαν κρουστά το βουητό των αυτοκινήτων που έρχεται από την Ιπποκράτους και δίνει την εντύπωση ότι δεν σταματά ποτέ – μόνο αυξομειώνεται. Αυτή την ώρα, πρέπει να είμαι ο μοναδικός άνθρωπος κάτω των εβδομήντα στη γειτονιά που κάθεται στο μπαλκόνι, πίνοντας καφέ κι αφήνοντας τη μέρα να κερδίσει σταδιακά τη θέση της μέσα μου, αντικαθιστώντας το σκοτάδι, τα καλά και τα κακά όνειρα, τον ίδρωτα όταν ξυπνάς στις τρεις το πρωί και δεν έχεις ιδέα πώς βρέθηκε στο μέτωπό σου ή πόσο χρόνο είναι εκεί, αφού έχει ακόμα δροσιά και το μαξιλάρι σου είναι στεγνό. Στα υπόλοιπα μπαλκόνια επικρατεί ερημιά, εκτός από μία ή δύο σκιές που σαλεύουν και δεν είναι εύκολο να πεις αν ανήκουν σε φυτά ή σε υπερήλικους γείτονες που ξυπνούν νωρίτερα κι από μένα ..."

Κι όταν ο πατέρας του ο συνταξιούχος που είχε βρει μια δουλίτσα να περνάει τον καιρό του, πρόκειται να τη χάσει, τον βάζει να περιγράφει την κατάσταση που βιώνουν οι συνταξιούχοι που όταν ήταν "μάχιμοι" έβρισκαν διέξοδο μόνο στη δουλειά:

"Το χειρότερο κομμάτι είναι η ψευδαίσθηση πως είσαι χρήσιμος. Ενώ δεν είσαι. Και επίσης που δεν είσαι μόνος. Κόσμος πάει κι έρχεται, έχεις ένα σωρό πράγματα να κάνεις συνέχεια, και όλα αυτά δεν σε αφήνουν να δεις καθαρά και να καταλάβεις πως το πραγματικότητα είσαι μόνος." Μήπως έτσι δεν είναι;

Και τελικά, άραγε θα πάει στο Λουξεμβούργο ως νομικός μεταφραστής;

Εξαιρετικό το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη "Εκεί που ζούμε" (Πατάκης, 2019). 

"Ένα µυθιστόρηµα για τον µικρό άθλο να είσαι ο εαυτός σου κάθε µέρα από την αρχή", γράφει στην παρουσίαση του βιβλίου. Πολύ ταιριαστά ο συγγραφέας διάλεξε για μότο τον στίχο "Days are where we live" από το ποίημα Days (Ημέρες) του Άγγλου ποιητή Philip Larkin. 

Λέει το ποίημα (το αντέγραψα από εδώ):

What are days for?
Days are where we live.   
They come, they wake us   
Time and time over.
They are to be happy in:   
Where can we live but days?
............................................

Οι μέρες μας είναι εκεί που ζούμε, λέει ο ποιητής. Οι μέρες μας είναι εκεί που ζούμε, λέει και ο συγγραφέας, ζωή μας είναι οι μικρές καθημερινές στιγμές της μέρας, είναι οι εικόνες της πραγματικότητας ή της μνήμης μας. 

Ίσως είναι χρήσιμη αυτή η οπτική του συγγραφέα στις μέρες, στις δύσκολες μέρες μας. Ίσως μια πινελιά αισιοδοξίας, μια ένεση χαράς και απαντοχής για να προχωρήσουμε και στις επόμενες ημέρες...

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημείωση

Ο Φίλιπ Λάρκιν (1922-1985) θεωρείται ένας από τους πιο αγαπημένους ποιητές της γενιάς του (αν και τα τελευταία χρόνια γράφτηκαν και πολλά, όχι θετικά, για τις πολιτικές και ιδεολογικές του προτιμήσεις). Επαγγελματικά, εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος, η τελευταία δε βιβλιοθήκη στην οποία εργάστηκε για 30 χρόνια ήταν η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη του Hull (να θυμίσω εδώ το όμορφο μυθιστόρημα του Γιώργου Μητά "Ιστορίες του Χαλ", που αναφερόταν στην πόλη και το πανεπιστήμιό της). Σχετικές πληροφορίες, μπορεί κανείς να βρει, πέρα από τη Βικιπαίδεια,  στο http://www.hullhistorycentre.org.uk/research/research-guides/philip-larkin.aspx, ενώ στοιχεία για την αρνητική πλευρά του Λάρκιν γράφει εδώ: https://www.theguardian.com/cities/2017/may/30/hull-hole-philip-larkin-poet-love-both-ways.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Πάνω στου τραγουδιού μου τα φτερά: Χάινε και Μέντελσον από τη Λένια Ζαφειροπούλου

 


 Πάνω στου τραγουδιού μου τα φτερά

Αγάπη της καρδιάς μου θα σε φέρω,

Πέρα απ' τα μονοπάτια τα σκιερά

Στον πιο όμορφο τον τόπο που εγώ ξέρω.

 

Εκεί είναι κήποι κοκκινανθισμένοι

Κάτω από τη σελήνη τη βουβή

Και τ’ άνθη του λωτού τη λατρεμένη

Προσμένουν αδελφούλα τους εκεί.

 

Κυκλάμινα γελούν, χαϊδολογιούνται,

Κοιτούν των αστεριών το φως ψηλά,

Κρυφά το ένα στ’ άλλο διηγούνται,

Τα ρόδα παραμύθια ευωδιαστά.

 

Μπροστά σου ξεπηδούν και κρυφακούνε

Οι έξυπνες γαζέλες και σεμνές

και μακριά εκεί αχολογούνε

Του ιερού του ποταμού φωνές.

 

Εκεί αργά αργά θα ξαπλωθούμε

Κάτω από φοινικόδεντρο σκιερό

Κι αγάπη και γαλήνη θε να πιούμε,

Θα ονειρευτούμε όνειρο γλυκό.

 

Αντέγραψα το παραπάνω ποίημα του Χάινε από την έκδοση "Όταν ο νους σου βράζει κι η καρδιά" με ποιήματα και τραγούδια των Γκαίτε και Χάινε (Πατάκης, 2014). Η ανθολόγηση και απόδοση των ποιημάτων έγινε από τη σοπράνο (και ποιήτρια και μεταφράστρια) Λένια Ζαφειροπούλου

Στο βιβλίο περιέχεται CD με απαγγελίες ποιημάτων από την Λένα Κιτσοπούλου και τραγούδια με τη Λένια Ζαφειροπούλου. Τα τραγούδια (Lieder) είναι συνθέσεις των Σούμαν, Σούμπερτ, Βολφ και Μέντελσον. 

Αξίζει ν΄ακούσουμε το παραπάνω ποίημα μελοποιημένο από τον Μέντελσον να το τραγουδά πολύ όμορφα η Λένια Ζαφειροπούλου. Στο πιάνο ο Θοδωρής Τζοβανάκης.

Πάνω στου τραγουδιού μου τα φτερά: Χάινε και Μέντελσον από τη Λένια Ζαφειροπούλου



 

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Γρήγορα θα ξανανθίσουν το γλυκάνισο το σαφράνι κι η πιπεριά: μια μικρή αναφορά στον Ιβάν Γκολ


Το μυρωμένο χιόνι του καφεόδεντρου
σκούριασε για τρεις μέρες

Ο ξανθός ήλιος της βερικοκιάς
κράτησε ακόμα πιο λίγο

Το μελισσόφυλλο σαπίζει
σε μια νύχτα βροχερή

Κι εγώ η φαντασμένη
τινάζοντας τα στήθη μου
στο φεγγάρι
στον ήλιο
θα πιστέψω ότι είναι αθάνατη η ομορφιά μου;

Αλίμονο γρήγορα θα ξανανθίσουν
το γλυκάνισο το σαφράνι κι η πιπεριά
κι οι κλώνοι του σκελετού μου
θ' απομείνουν γυμνοί


Το παραπάνω είναι το 33ο από τα Μαλαισιακά τραγούδια του Ιβάν Γκολ σε μετάφραση Ε.Χ. Γονατά. (Είχαν κυκλοφορήσει το 2002 από τις εκδόσεις Στιγμή, εδώ το αντιγράφω από τον συλλογικό τόμο "Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα" με ανθολόγηση από τη Μαρία Λαϊνά, Ελληνικά Γράμματα, 2007).

 Ο Ιβάν Γκολ (1891-1950) ήταν Γαλλογερμανός ποιητής, επηρεασμένος από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον γαλλικό σουρεαλισμό. Γεννημένος στην Αλσατία, ήταν μοιρασμένος ανάμεσα στη γαλλική και στη γερμανική γλώσσα και κουλτούρα. (Ας θυμηθούμε τον τρίτο τόμο από το εμβληματικό έργο του Χέρμαν Μπροχ "Υπνοβάτες").


Σημειώσεις
 
Η πρώτη εικόνα είναι από το βιβλίο "Elégie d'Ihpétonga. Suivie de Masques de Cendre" του Ιβάν Γκολ την εικονογράφηση του οποίου έκανε ο Πάμπλο Πικάσο (Editions Hémisphères,, 1949). (Πηγή: Abebooks). 
Η δεύτερη εικόνα είναι από εικονογράφηση του Σαλβατόρ Νταλί στο βιβλίο των Ιβάν και Κλερ Γκολ "Nouvelles Petites Fleurs De Saint Francois D'assise. Avec Des Dessins De Salvador Dali. Paperback – January 1, 1958". (Πηγή: Salvador Dali Book Collector).
Η τρίτη εικόνα είναι από το βιβλίο τους "Love Poems; With 8 Drawings by Marc Chagall" (Hemispheres, 1947) την εικονογράφηση του οποίου έκανε ο Μαρκ Σαγκάλ (Πηγή: Abebooks).
 
Περισσότερα στοιχεία για τον Ιβάν Γκολ εδώ: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=5600).