Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ένας καινούργιος χρόνος, τι μας περιμένει;

Ρεβεγιόν

Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.

Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.

Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;

Κι αυτόν τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δώσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…



Το παραπάνω ποίημα είναι του Γιάννη Βαρβέρη από τη συλλογή "Ο Θάνατος το στρώνει". Το αντέγραψα από τη σελίδα του ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη στην Εποχή της περασμένης Κυριακής 30/12/2018. Γράφει ο ίδιος:

Υπάρχει ένας χρόνος που πάντα περισσεύει. Ένας χρόνος ελατός και όλκιμος, νηπενθής και κατοικίδιος. Είναι ο χρόνος που κατοικεί ανάμεσα στο πέρας του χρόνου που πέρασε και τον ερχομό του χρόνου που θα έρθει. Δεν έχει αριθμούς, δεν έχει ημερομηνίες, ορίζεται πάντοτε απ' όλα όσα περισσεύουν, απ' όσα μένουν έξω από αυτόν. Κάπου ανάμεσα στον αποχωρισμό και το καλωσόρισμα, ο χρόνος αυτός υπάρχει. 

[...] Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος αν τις πρωτοχρονιές γιορτάζουμε το τέλος του προηγούμενου χρόνου ή την αρχή του καινούριου. 

[...] Όπως και να 'χει, οεφίλουμε να γιορτάζουμε. Προετοιμαζόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτούμε, συμμετέχουμε. 

[...] Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. Εντάξει λοιπόν ας ξεκινήσει. Παραμένουμε στο κατάστρωμα περιμένοντας οδηγίες.


Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. 
Εντάξει λοιπόν ας ξεκινήσει. 
Στο τέλος της χρονιάς που φεύγει αποχαιρετήσαμε τη μάνα μου, ήτανε πλήρης ημερών, έφυγε ήρεμα κι αθόρυβα.
Λίγο πριν, ήρθε στον κόσμο ο εγγονός μου, η καινούρια ζωή, η ελπίδα, η χαρά. 
Η ζωή συνεχίζεται. Κι εμείς αναρωτιόμαστε μαζί με τον ποιητή, τον Τάσο Λειβαδίτη:

Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; 
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές 
τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Γερνάω μαμά, πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες...



Τα ρούχα που δεν έμαθα να πλένω
τα βάζω στη σακούλα και σ' τα φέρνω.
Ρωτάς για την καριέρα μου
τη νύχτα και τη μέρα μου
κι εγώ να σου μιλάω καταφέρνω.

Και σκέφτομαι που πίνω κόκα-κόλα
για να 'ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα.
Κι ανοίγω το ψυγείο σου,
το "έλα" και το "αντίο" σου
ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ' όλα.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.

Τα χρόνια που μεγάλωνες για μένα
να ξέρεις πως σου τα 'χω φυλαγμένα.
Και τέλειωσα με άριστα
αλλά δεν έχω ευχάριστα,
όλα στον κόσμο είναι γραμμένα.

Τριάντα καλοκαίρια και χειμώνες
τις άγριες σού φέρνω ανεμώνες.
Και κοίτα, ένα μυστήριο
του κόσμου το κριτήριο
πως μοιάζουμε μου λέει σαν δυο σταγόνες.

Μαμά, πεινάω
μαμά, φοβάμαι
μαμά, γερνάω, μαμά.
Και τρέμω να 'μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς:
ωραία, νέα κι ατυχής.


[Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης, Πρώτη εκτέλεση: Τάνια Τσανακλίδου, από το δίσκο: "Μαμά γερνάω" (1988)]

Η μάνα μου έφυγε χθες τη νύχτα, ήσυχα κι αθόρυβα. Ακριβώς 18 χρόνια ύστερα από τον πατέρα μου. Ήταν 91 και ήταν η τελευταία των παλιών. Κλείνει ο κύκλος, ανοίγει άλλος, έτσι είναι η ζωή. 

Και η ζωή συνεχίζεται. 

Καλή χρονιά!


Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα είναι ...


sms

Χριστούγεννα 2008 στο χωριό και τα …εσεμέσια δίνουν και παίρνουν. Οι Αγιομαθίτες πρωτοπόροι στην ηλεκτρονική επικοινωνία....

Φεύγει λοιπόν από Άη Μαθιά το μήνυμα για Αθήνα: «Χρόνια πολλά από τον Άη Μαθιά. Τζάκι και κούπα να πάει το αίμα ένα ζωνάρι!»

Σε κάμποση ώρα καταφθάνει από Αθήνα η απάντηση - απάνθισμα λαογραφικής έμπνευσης. Ναι, sms ήτανε!

«Λοιπόν ξάδερφε... Χριστούγεννα είναι: Εκεί που κόβεις τη γαλοπούλα με την πόρτα ανοιχτή, να μπεί μέσα η λιακάδα, ένα μπιιιπ να σε γυρίζει πίσω στα πραγματικά Χριστούγεννα... Με τα κάλαντα να στα λένε το σούρουπο με σοροκολέβαντο και με χριστουγεννιάτικο δέντρο κυπαρίσσι από τσι Φυτές, στολισμένο με φούσκες και μπαμπάκια για χιόνι, και την άλλη μέρα το μεσημέρι, γαλόκωλους αυγολέμονο με την πίντα, σαλάδο από το καλό, πατατόνες ψημένες από την ωγνίστρα, ντόπιες χειμωνιάτικες νόσπολες, μέλι από του Τρουτσέτα και κακοτρύγη από τα Κουράτα».

Και συνεχίζει:

«Αυτά κι άλλα ήτανε το sms που μούστειλες Χριστούγεννα, μεγάλη υπόθεση. Ευτυχώς σήμερα κι από χτες έκατσε ένα καλό ανεμόβροχο, που δε λέει να φύγει, έτσι για παρηγοριά...Ωρέ πολυλογία! Μωρέ τα ‘πα κι ευχαριστήθηκα».

Τέλος μηνύματος.


Το παραπάνω απόσπασμα είναι στιγμιότυπο από το βιβλίο του Χαράλαμπου Κουρή "Εν Αγίω Ματθαίω...", στο οποίο καταγράφει ιστορίες όπως τις θυμάται από το χωριό του, τον Άγιο Ματθαίο Κέρκυρας. 

Χρόνια πολλά και βενέτικα, όπως λένε οι Κερκυραίοι!

......................................................................................................................

Στο γλωσσάρι που συνοδεύει το συγκεκριμένο στιγμιότυπο, περιέχονται τα παρακάτω:

«να πάει το αίμα ένα ζωνάρι»: (μεταφορά) από το κρασί να κοκκινίσουν τα μάγουλα σαν (κόκκινο) ζωνάρι
πίντα: καράφα
σαλάδο: σαλάμι
πατατόνα: γλυκοπατάτα
ωγνίστρα: (αναγραμματισμός του γωνιάστρα) μεταλλική βάση για κατσαρόλα ή ψήσιμο σε χωριάτικη γωνιακή εστία, αλλά και η ίδια η εστία
νόσπολα: μούσμουλο
κακοτρύγης: κερκυραϊκή ποικιλία σταφυλιού και κρασιού

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα




ένας μικρός χριστός γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα παιδιά,καράβια για τα όνειρα,
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους.
παραμονή και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα

Καλές γιορτές - Καλή χρονιά 

(Το ποίημα είναι του Τόλη Νικηφόρου και το βίντεο με τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα από την όπερα «Το Δαχτυλίδι της Μάνας» του Μανόλη Καλομοίρη).

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

23 Δεκεμβρίου 1903: Γράμμα σ' ένα νέο ποιητή



Ρώμη, 23 του Δεκέμβρη 1903



Αγαπητέ μου Κύριε Kappus,

Δε θα 'θελα να μείνετε χωρίς ένα χαιρετισμό από μέρους μου, τώρα που 'ρχονται Χριστούγεννα και που, ανάμεσα στη γιορτερή ατμόσφαιρα, η μοναξιά σας θα σας φαίνεται πιο βαριά παρά άλλοτε. Αν όμως, κείνες τις ώρες, νιώσετε πως η μοναξιά σας είναι μεγάλη, χαρείτε τότε: γιατί, (αναρωτηθείτε μόνος σας) τί νόημα θα 'χε μια μοναξιά που δε θα 'ταν αληθινά μεγάλη; Μονάχα μια μοναξιά υπάρχει, κι είναι μεγάλη και βαραίνει πολύ στους ώμους σας. Για όλους, σχεδόν, έρχονται ώρες, που θα τις αντάλλαζαν πρόθυμα με οποιονδηποτε "συγχρωτισμό" - και τον πιο κοινότοπο ακόμα, και τον πιο φτηνό - ή με μιαν επιφανειακή ασήμαντη ομοφωνία με τον "πρώτο τυχόντα", τον πιο ανάξιο... Μπορεί όμως, τις ώρες ίσα-ίσα τούτες, ν' αξαίνει και να μεστώνει η Μοναξιά· γιατί το μέστωμά της είναι οδυνηρό σαν το μέστωμα των παιδιών καινθλιβερό σαν τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες. Μη σας παραπλανάει όμως τούτο. Ένα, και μόνο, μας είναι απαραίτητο: η Μοναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μοναξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν [...]

Δε νομίζετε πως εκείνος που κατέχει το Θεό, έναν κίνδυνο μονάχα τρέχει: να χαθεί απ' Αυτόν! - Αν όμως παραδεχόσαστε πως ο Θεός δεν ύπαρξε στα παιδικά σας χρόνια, ούτε και πρωτύτερα, αν προμαντεύετε πως το Χριστό τον ξεγέλασε η αγάπη του και το Μωάμεθ τον απάτησε η περηφάνια του - κι αν με τρόμο νιώθετε πως, και τώρα ακόμα, την ώρα τούτη που μιλάμε για' αυτόν, ο θεός δεν υπάρχει - πώς γίνεται τότε (μια και δεν ύπαρξε ποτέ) να θλιβόσαστε για την απουσία του, όπως θα θλιβόσαστε για κάτι περασμένο και να τον αποζητάτε σα να τον είχατε χάσει; [...]

Γιορτάστε τα Χριστούγεννα, αγαπητέ Κύριε Kappus, μέσα στο ευλαβικό τούτο συναίσθημα: πως, για ν' αρχίσει Εκείνος να υπάρχει εντός σας, ίσως να χρειάζεται αυτήν ίσα-ίσα την αγωνία σας μπροστά στη ζωή. Μπορεί, αυτές λισα-ίσα τις πικρές και δύσκολες μέρες σας, το κάθε τι εντός σας να εργάζεται για κείνον - όπως κάποτε, παιδί, είχατε για κείνον εργαστεί με κομμένη ανάσα. Να 'σαστε υπομονετικός και μακρόθυμος. Μην ξεχνάτε πως το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι τούτο: να μη φέρνουμε στον ερχομό του περισσότερη αντίσταση απ' όση φέρνει η γη στην άνοιξη που φτάνει.

Και να 'σαστε πάντα χαρούμενος κι όλος εμπιστοσύνη.

Δικός σας

RAINER MARIA RILKE


(Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τα Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή του Rainer Maria Rilke σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, από την έκδοση του 2000).

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Στου παρελθόντος την αντήχηση, της Ιουλίας Τολιά: εξομολογητική κατάδυση στη μνήμη της ύπαρξης



Παρήχηση θρυμματισμένη ο κόσμος.
Ροή σπασμωδική ο χρόνος.

Οι ήχοι, ο απόηχος, η αντήχηση και η παρήχηση, η ροή, το κελάρυσμα, το βότσαλο στη λίμνη, η βροχή, το φθινόπωρο, η θύελλα, το αλεξιβρόχιο και το αλεξήλιο· και μνήμη ανάκατη με νοσταλγία· αυτά είναι τα θέματα που έρχονται και ξαναέρχονται στη νέα ποιητική συλλογή της Ιουλίας Τολιά "Στου παρελθόντος την αντήχηση" (Στοχαστής, 2018).

Τη νύχτα
υπνοβατώ στο παρελθόν.
Τη μέρα
νοσταλγώ τοπία αφανισμένα.
Κινούμαι
στον κόσμο των σκιών.

Δεν γυρνάει απλώς στο παρελθόν, το φέρνει μπροστά, βλέπει την απεικόνισή του σαν αντήχηση, 

Κρούει τις θύρες έρημων σπιτιών
και ακροάται
των περασμένων την αντήχηση.

ή σαν αντικατοπτρισμό

Το παρελθόν μου,
αντικατοπτρισμός.
Ίσως και να το έζησα.
Ίσως μόνο να το φαντάστηκα.
Πιθανόν να το οικειοποιήθηκα,
παρασυρμένη από τη μαγεία
ενός δεινού αφηγητή.

Κι εκεί που δείχνει σταθερά προσηλωμένη στο μαύρο καταμετρώντας τις απώλειες και νοσταλγώντας "την ένταση αλλοτινών αισθημάτων", όταν

Ο δείχτης δεν κινείται.
Είναι στραμμένος σταθερά προς το λυκόφως.

πάλι το φως γίνεται οδηγός της, κι ας φαίνεται πως τη φοβίζει

Παρόλο που δεν υπήρξα αλιέας κοραλλιών,
έχω την εμπειρία του βυθού και του ερέβους.
Την εμπειρία του κινδύνου της κατάδυσης.
Και έλκομαι από το φως.
Το δυνατό το φως.
Πράγμα εξίσου επικίνδυνο. [...]

Συμφοιτήτριες με την Ιουλία στο Πολυτεχνείο, στα λόγια της αναζητώ στοιχεία και εικόνες εκείνης της εποχής κι εκείνης της κοπέλας κι εκείνης της γενιάς μας· και δεν μπορεί παρά να βρίσκω, αφού, όπως η ίδια λέει, η ποίηση "στη θέα του αθέατου ενδίδει".


Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Κάνε νανά, 'γγονάκι μου και δυό φορές παιδί μου




                                           Κάνε νανά, 'γγονάκι μου και δυό φορές παιδί μου,
                                           με την ευχή του πάππου σου και με την εδική μου·
                                          'γγονάκι μου, να κοιμηθείς κι άγουρο μην ξυπνήσεις,
                                          μόνο με γέλιο, 'γγόνι μου, ν΄ακούσω να γκουίσεις.



                                                        Το παιδί μου το μικρό
                                                        έσκυψε να πιει νερό
                                                        κι έβρεξε το φόρεμά του
                                                        και το μάλωσε η μαμά του
                                                        έβρεξε και την ποδιά του
                                                       και το μάλωσε η θεια του,
                                                       κι έβρεξε την τραχηλιά του
                                                       και το μάλωσε η γιαγιά του.





Τα παραπάνω στιχάκια είναι νανούρισμα το πρώτο και ταχτάρισμα το δεύτερο από το ανθολόγημα της Φανής Σαρεγιάννη με νανουρίσματα, ταχταρίσματα, παιχνιδάκια και τραγούδια που συγκέντρωσε από διάφορες πηγές και κυκλοφόρησε το 1953. Ξεχωριστή συμβολή είχε, όπως η ίδια γράφει στην εισαγωγή, η Μαρία Λιουδάκη "με το πλούσιο χειρόγραφο υλικό της από την Κρήτη, που μου το έδωσαν η ίδια και ο κ. Μ. Τριανταφυλλίδης". Η Μαρία Λιουδάκη δεν ήταν άλλη από την "καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφο", την αγωνίστρια δασκάλα που εκτελέστηκε στις 4 Δεκέμβρη του 1947 στο Ηράκλειο της Κρήτης (είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.com/2016/12/4-1947.html).

Ένα ενδιαφέρον επίσης στοιχείο της έκδοσης είναι ότι το εξώφυλλο και τα σχέδια στο εσωτερικό του βιβλίου είναι της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Το βιβλιαράκι κυκλοφόρησε στη σειρά της Νεοελληνικής Βιβλιοθήκης, εμπνευστής, ιδρυτής και διευθυντής της οποίας ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης.


Αφιερωμένη η ανάρτηση στον μόλις ενός μήνα τρίτο εγγονό μου, που και μ' αυτόν θα κάνουμε τον κόσμο παραμύθι...

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Ο Δάντης για την ευγλωττία της Κοινής γλώσσας: αφιερωμένο στον Απόστροφο (που έκλεισε)



Όταν τον Σεπτέμβριο διάβασα ότι κλείνει το βιβλιοπωλείο Απόστροφος στην Κέρκυρα, λυπήθηκα πολύ γιατί το γνώριζα, το είχα επισκεφτεί πολλές φορές και θεωρούσα ότι αποτελούσε σημείο αναφοράς για το νησί, μια ήρεμη, ξεχωριστή γωνιά πολιτισμού. Βάλθηκα να ξαναδιαβάζω τα βιβλία του. Γιατί εκτός από βιβλιοπωλείο, ήταν και πολύ καλό εκδοτικό. Ξαναδιάβασα την "Ευγλωττία της Κοινής γλώσσας: De Vulgari Eloquentia" του Δάντη σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου·  ο ίδιος έκανε επίσης την εισαγωγή και τα σχόλια που όλα ήταν κατατοπιστικά και κυρίως εξαιρετικά ενδιαφέροντα.

Το βιβλίο, όπως λέει ο μεταφραστής,  είναι, με σύγχρονους όρους, ταυτόχρονα έργο γλωσσολογίας και ποιητικής:

Αν ο Dante ξεχώριζε αυτές τις δύο πλευρές, θα μιλούσε ίσως για "διδασκαλία περί γλώσσας" και "διδασκαλία περί τέχνης".

Κοινή γλώσσα (vulgaris) ονομάζει ο Δάντης τη μητρική, "εκείνη που μαθαίνουν τα παιδιά από το περιβάλλον τους όταν αρχίζουν να ξεχωρίζουν τις φωνές [...]  εκείνη που, χωρίς κανένα κανόνα, μαθαίνουμε μιμούμενοι την τροφό μας".

Αυτή είναι η ευγενέστερη γλώσσα, λέει· υπάρχει και η δευτερεύουσα γλώσσα, η γραμματική, που διαθέτουν οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες και μερικοί άλλοι, που έχει κανόνες και που χρειάζεται χρόνο και αφοσιωμένη μελέτη για να τη μάθει κανείς.

Έχει πολύ ενδιαφέρον η ανάλυση για τη "μεγάλη σύγχυση" που έπαθαν οι άνθρωποι χτίζοντας τον πύργο της Βαβέλ 

[...] όλοι όσοι δούλευαν εκεί μιλούσαν μία και την ίδια γλώσσα, αλλά αμέσως μετά διαχωρίστηκαν σε πολλές γλώσσες και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια και ποτέ ξανά δεν μπόρεσαν να συνεργαστούν. Μόνο όσοι έκαναν την ίδια δουλειά κράτησαν όμοια γλώσσα: δηλαδή φτιάχτηκε μία για τους αρχιτέκτονες, μία για όσους κουβαλούσαν τους βράχους, μία γι' αυτούς που τους επεξεργάζονταν και το ίδιο για κάθε ομάδα εργατών [...]

Και μίλησε για τις γλώσσες της Ευρώπης κι ύστερα για τις 14 ιταλικές διαλέκτους (γλωσσικές ποικιλίες) συγκρίνοντας και αναζητώντας "την ωραιότερη και λαμπρότερη γλώσσα της Ιταλίας". Δίνει χαρακτηρισμούς στη γλώσσα (κάτι σαν τα σημερινά επίπεδα ύφους ίσως) και την ονομάζει λαμπρή, αξονική, αυλική, βουλευτική (έχουν ενδιαφέρον οι σημειώσεις του μεταφραστή σχετικά με τους χαρακτηρισμούς αυτούς και τις αποδόσεις που προτείνει στα ελληνικά). Τα κριτήρια που χρησιμοποιεί ο Δάντης για να συγκρίνει και τελικά να απορρίπτει διαλέκτους είναι αξιοπρόσεκτα, ενώ δίνει παραδείγματα που για έναν γνώστη της γλώσσας είναι ακόμη πιο προσιτά ως προς την αξιολόγηση που κάνει.


Στη συνέχεια, ασχολείται με την ορθή χρήση της Κοινής από αυτούς που "πλέκουν στίχους", και μάλιστα όχι όλους, αλλά τους "έξοχους" στιχοπλόκους. Μιλάει για τη φόρμα των ποιημάτων και τη διακρίνει σε μπαλλάτες, σονέτα και τραγούδια που είναι και η εξοχότερη όλων. Αναλύει τις μορφές των στίχων ανάλογα με τον αριθμό των συλλαβών, θεωρώντας ότι ο εντεκασύλλαβος είναι ο ανώτερος και ο μεγαλοπρεπέστερος.

Το έργο είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον και αντί άλλων δικών μου σχολίων, αξίζει να παραθέσω ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του Κούρκουλου:

[...] Παρομοιάζει τη γλώσσα με ζωντανό οργανισμό, που εξελίσσεται διαρκώς χωρίς αυτή η εξέλιξη να είναι ορατή. Όμως, έτσι, η σταθερότητα τείνει ν' αποχτήσει αρνητικό πρόσημο, καθώς αποκαλύπτεται αντίθετη με τη "φύση" της γλώσσας. Για ένα ζωντανό οργανισμό, η σταθερότητα είναι θάνατος. Ο ποιητής δεν μιλάει πουθενά για "νεκρή γλώσσα", ωστόσο η έννοια της νεκρής γλώσσας προκύπτει άμεσα από αυτή την πρωτότυπη, στον καιρό της, παρομοίωση.[...]




Ο Απόστροφος τελικά έκλεισε· μας έμειναν τα βιβλία του και η ανάμνηση μιας όμορφης γωνιάς στην πόλη της Κέρκυρας που την διατηρούσαν έτσι όμορφοι άνθρωποι.






Και δεν θα μπορούσα να μη θυμηθώ το Σχήμα στα Χανιά που έκλεισε πριν από μερικά χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του ιδιοκτήτη του Γιάννη Βερυβάκη. Ένα όμορφο σημείο της πόλης των Χανίων, ένα σημείο αναφοράς για τους βιβλιόφιλους, όπου μπορούσες να είσαι με τις ώρες ψάχνοντας στα ράφια και να βρίσκεις απίθανα πράγματα. Ήταν στον κεντρικό δρόμο της πόλης, στην οδό Δημοκρατίας, στάση Βαγγέλη Κτιστάκη· ακόμη μένει κλειστό, με την εξώπορτα σκονισμένη και βρώμικη, έρημο και στενάχωρο στην όψη, λες και περιμένει έναν άλλο βιβλιοπώλη να' ρθει να του δώσει και πάλι ζωή. 

Από το Σχήμα έχω κρατήσει τη σακούλα, αδιάψευστος μάρτυρας βιβλιοπωλείου με ποιότητα και βιβλιοπώλη με μεράκι
Και ο Απόστροφος και το Σχήμα, όπως τα Αληθινά Πλούτη στο Αλγέρι, όπως το παλιό Βιβλιοπωλείο της Εστίας στην Αθήνα, όπως ήταν το βιβλιοπωλείο της Δωδώνης στην Ασκληπιού, όπως τόσα άλλα βιβλιοπωλεία που ευτυχώς υπάρχουν ακόμη, συμπυκνώνουν τον κόσμο μας, όπως λέει ο Χόρχε Καριόν στο βιβλίο του Βιβλιοπωλεία, όπου τόσο αγαπητικά περιγράφει, μάλλον ιστορεί, βιβλιοπωλεία που επισκέφτηκε σ ' όλα (περίπου) τα πέρατα της γης.


Πώς ξεστράτισα πάλι. Για το Δάντη και τη γλώσσα ξεκίνησα, για τον Απόστροφο ήθελα να μιλήσω, ας τελειώσω λοιπόν με τον Απόστροφο. Ας ευχηθώ να υπάρξ(χ)ει συνέχεια στην παράδοση των καλών βιβλιοπωλείων στην Κέρκυρα· και να σημειώσω ότι η εικόνα στην αρχή της ανάρτησης αυτής είναι από χαρτί περιτυλίγματος του Απόστροφου. Είναι ζωγραφισμένο με το χέρι. Όταν αγόραζες βιβλίο, η ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου έπαιρνε τα μαρκαδοράκια της κι επιτόπου έφτιαχνε μια ζωγραφιά πάνω στο χαρτί περιτυλίγματος, όχι πάντα την ίδια, κι αν ήταν γιορτές, η ζωγραφιά ήταν γιορτινή! Και πάντα χρωματιστή!

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Θα ξανάρθουμε σ' ένα καλύτερο παραμύθι: Μικρές Καταιγίδες της Βικτωρίας Γεροντάσιου



Τα δάκρυα των πολλών
Στο σύνορο
Ανυπεράσπιστο στήθος
Η μνήμη
Δεν άγγιξε ποτέ το γυμνό σώμα
Διασχίζω γραμμές
Ξαναγεννιέμαι βασιλιάς
Όχι της δικής μου
Ούτε μιας άλλης
Νοητή πατρίδα
Ήμασταν πολλοί


Είναι η καταιγίδα με αριθμό 41. Σαρανταεννιά οι αριθμημένες Μικρές καταιγίδες της Βικτωρίας Γεροντάσιου και μερικές ακόμη με τίτλους μάλλον συμβολικούς. Όπως η "Γίνεται Αμοργός"

Κρυψώνα, μια ζωγραφιά 
Στους βράχους
Βυθισμένες σκέψεις
Νανούρισμα του καλοκαιριού
.......

Λόγος κοφτερός, ελλειπτικός, μεστός, αλληγορικός

........
Σαν σπουργίτι
Όταν λιώνει στον ήλιο
Οι νότες ξεχνιούνται
Σκορπισμένες πετούν,
Το μαζί
Μια γεύση απόρριψης
Πεθαίνει στο μηδέν

Θάλασσα, ωκεανός, βροχή, καταιγίδες, το Αιγαίο, τα νησιά, το στοιχείο του νερού σαν να σε λούζει από παντού

Φυλαχτό του ορίζοντα
Στο στομάχι της άμμου
Το καράβι σου
Ένα απόμακρο Αιγαίο
..........................

ή

Όλοι μαζί, δίπλα δίπλα
Όλοι μαζί
Κι από πάνω του κόσμου η βροχή
..............................

Νοσταλγία, μνήμη, αντιθέσεις, προσμονή

..............
Φέρνοντας τη ζωή
Προς την αιώνια Αμερική

ή

Γειτόνων δάκρυα
Φουσκώνουν
Όταν λιώνει η βροχή
Κι ο αέρας
Μια μνήμη
Γίνεται στάχτη
......................

Η Βικτωρία Γεροντάσιου σπούδασε στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και ύστερα έφυγε στη Γαλλία και ζει εκεί, στο Πουατιέ. Συγκινούμαι που διαβάζω τα ποιήματα της Βικτωρίας, όταν διαβάζω τους στίχους της, όμορφους στίχους, όμορφη γλώσσα, συγκινούμαι όταν διαβάζω 

...................
Όραμα των ζεστών βυθών
Θα ξανάρθουμε
Με καινούργια σπαθιά
Με αύριο από νίκη
......................

Κι επειδή γνωρίζω τη Βικτωρία από μικρούλα, η χαρά μου είναι διπλή. Κι αυτά που γράφω είναι από καρδιάς λόγια, ειλικρινείς καταθέσεις ευχαρίστησης και συγκίνησης μαζί όταν λέει

.......................
Αναπολούσε 
Τη φωτεινή αλλαγή
Επιθυμούσε στα μάτια σου
Να υπάρξει
Σ'ένα καλύτερο παραμύθι.

Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

Άννα τ' όνομά της το μικρό...




Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.

Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
λησμονημένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.

Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.

Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.

Για πες μου μήπως ξέρεις
γι’ αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ’ όνομά της το μικρό.

Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή.

Είδα την Άννα κάποτε, του Διονύση Σαββόπουλου.
Αφιερωμένο στη φίλη μου, Άννα τ' όνομά της το μικρό. Και στην Αννούλα τη Σολωμίτσα, την Άννα που είδα κάποτε και που ήταν φίλη πιστικιά. Και σε όλες τις Άννες ... 

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Όταν γράφει το μολύβι, της Βασιλικής Πέτσα: πολιτική βία και πολιτισμική μνήμη στη λογοτεχνία



Πολιτική βία, δικτατορία, μεταπολίτευση, Μάης του '68, αριστερά, άκρα αριστερά, ένοπλη βία, αντικαθεστωτικές οργανώσεις, Ιταλία, Ελλάδα, μνήμη, συλλογική μνήμη, ιστορική μνήμη, επικοινωνιακή μνήμη, πολιτισμική μνήμη, λογοτεχνία, ιταλική πεζογραφία, ελληνική πεζογραφία. Τόσες κι άλλες τόσες οι λέξεις-κλειδιά που θα 'πρεπε να δώσω για μια κατά το δυνατόν πλήρη τεκμηρίωση του βιβλίου της Βασιλικής Πέτσα με τίτλο "Όταν γράφει το μολύβι: πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία" (Πόλις, 2016).

Η συγγραφέας εστιάζει στη λογοτεχνική αναπαράσταση της πολιτικής βίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία, καταλήγοντας στη συγκριτική αποτίμησή τους με λογοτεχνικές και ευρύτερα πολιτισμικές παρατηρήσεις. Δεδομένου ότι το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική της διατριβή, περιέχει ενδελεχή μελέτη του φαινομένου της πολιτικής βίας όπως εκδηλώθηκε στις δύο χώρες και, κυρίως, όπως αποτυπώθηκε στη μνήμη και στη συμπεριφορά του κόσμου και εκφράστηκε στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία. Η έρευνα, λόγω του εύρους και των αποκλίσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, περιορίζεται στη δράση ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και που στην περίπτωση της Ελλάδας έδρασαν στη διάρκεια της δικτατορίας. 

Στο πλαίσιο εννοιολογικής διερεύνησης της πολιτικής βίας, παρατηρεί ότι υπάρχει νοηματική ευρύτητα και πολυσημία, με αποτέλεσμα τη δυσκολία διατύπωσης οριστικού, ευρέως αποδεκτού, προσδιορισμού της έννοιας. Παρατηρεί, επίσης, ότι οι φορείς («από το Κέντρο ως την άκρα Αριστερά») που άσκησαν ένοπλη πολιτική βία στην Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας (ενάντιά της) ονομάστηκαν «αντικαθεστωτικές ένοπλες οργανώσεις», ενώ αντίστοιχα οι οργανώσεις με μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία μετά τη μεταπολίτευση ονομάστηκαν «ένοπλες ακροαριστερές οργανώσεις». 

Σημειώνει ότι η ελληνική λογοτεχνική παραγωγή με αναφορά στο θέμα της πολιτικής βίας είναι περιορισμένη και ότι, ανεξάρτητα από την όποια λογοτεχνική του αξία, κανένα έργο δεν έχει καθιερωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μείζον, το αποδίδει δε αυτό «στην έλλειψη συναινετικών αφηγήσεων του ιστορικού, πολιτικού, κοινωνικού και ευρύτερα δημόσιου λόγου για το φαινόμενο». 

Και συνεχίζει: 

«Επιπλέον, αν στην Ιταλία και τη Γερμανία αφθονούν οι μαρτυρίες, οι ημερολογιακές καταγραφές, οι εκτενείς συνεντεύξεις, οι αυτοβιογραφίες και τα χρονικά από πρώην μέλη ένοπλων ακροαριστερών οργανώσεων και από συγγενείς των θυμάτων, στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη ενός εκτεταμένου καταλόγου ανθρώπινων απωλειών, οι σποραδικές αντίστοιχες εκδόσεις δεν συγκροτούν ένα συνεκτικό corpus.»

Συγκρίνει με το μυθιστόρημα του εμφυλίου, στο οποίο, όπως λέει, η αφήγηση δικαιώνει τις πολιτικές επιλογές της κάθε πλευράς, ενώ «στο μυθιστόρημα της αντιδικτατορικής και μεταπολιτευτικής πολιτικής βίας δεν επιδιώκεται ιδεολογική απενοχοποίηση ή post hoc δικαίωση, αλλά διερευνώνται τα όρια της δυνατότητας ταυτοτικού επαναπροσδιορισμού του υποκειμένου στο παρόν...» 

Αναλύει με λεπτομέρειες έργα των Δημήτρη Νόλλα, Αλέξη Πανσέληνου, Νένης Ευθυμιάδη, Άρη Μαραγκόπουλου, Τάσου Δαρβέρη και άλλων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κανένα έργο δεν καταλαμβάνει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής μνήμης για την ένοπλη βία. Έχει κάποια ενδιαφέροντα παραθέματα σχετικά με το συμπέρασμα αυτό, όπως 

ένα του Ίταλο Καλβίνο «η επιρροή της ιστορίας στη λογοτεχνία είναι έμμεση, αργή και συχνά διφορούμενη και πολλά μεγάλα ιστορικά γεγονότα πέρασαν χωρίς να εμπνεύσουν κανένα σπουδαίο μυθιστόρημα» 

και άλλο του Δημήτρη Ραυτόπουλου «λένε ότι το αίμα νερό δεν γίνεται – πώς να γίνει μελάνι;»

Το θεωρητικό πλαίσιο διερευνάται αναλυτικά χρησιμοποιώντας ποικίλες πηγές με ιδιαίτερα συχνές αναφορές στον Άγγλο θεωρητικό Τέρυ Ίγκλετον. Εξίσου πολύ ενδιαφέρον στο θεωρητικό επίπεδο είναι το επίμετρο, στο οποίο η συγγραφέας ασχολείται, ανάμεσα στα άλλα, με τις «στοχαστικές διερευνήσεις της πολιτικής βίας» όπως προσλαμβάνεται από την Άρεντ, τον Μπένγιαμιν, τον Καμύ και τον Σαρτρ. (Θα ήθελα εδώ να σημειώσω μάλιστα ότι για τον Καμύ αναφέρεται στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» που το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια, αλλά θα ήθελα να ξεφυλλίσω και πάλι με βάση τη δική της ανάλυση και τις αναφορές της στις αντιθέσεις με τον Σαρτρ). 

Τέλος, ενδιαφέρον έχει η εννοιολόγηση της πολιτισμικής μνήμης που τη διακρίνει από την επικοινωνιακή, στο ότι η δεύτερη είναι «ενσαρκωμένη, βιωμένη και σωματικά μεταδόσιμη, με δίαυλο κυρίως την οικογένεια», ενώ η πρώτη «προκύπτει από τη θεσμοποίηση και την υλικοποίηση της επικοινωνιακής μνήμης στο πλαίσιο της πολιτιστικής παραγωγής ή τελετουργιών». Η λογοτεχνία, γράφει, για την παραγωγή και τη λειτουργία της πολιτισμικής μνήμης αποτελεί μέσο ενθύμισης, αντικείμενο ενθύμισης και μέσο παρατήρησης του τρόπου με τον οποίο παράγεται η πολιτισμική μνήμη. 

Εδώ θα σταματήσω, προφανώς, δεν είναι δυνατόν και δεν είμαι σε θέση να αναλύσω το θέμα του βιβλίου θεωρητικά, σίγουρα όμως η ανάγνωσή του και από μη ειδικούς στο αντικείμενο της θεωρίας της λογοτεχνίας, αν και καθόλου εύκολη, δίνει τροφή για σκέψεις: για την πολιτική βία, για την ένοπλη βία, για τους φορείς ένοπλης βίας, για τη σχέση της Αριστεράς με την πολιτική βία, για τη σχέση της λογοτεχνίας με την ιστορία, για την πολιτισμική μνήμη, για την καταγραφή και την πρόσληψη της μνήμης... 

Και σταματώ. Πάντως, έχω να σημειώσω ότι η μνήμη, η ιστορική μνήμη, απασχολεί τη συγγραφέα και στα λογοτεχνικά έργα της, σε αυτά τα τρία πρώτα της τουλάχιστον (είχα γράψει εδώ), υποθέτω κάτι αντίστοιχο θα βρούμε και στο καινούριο της που πρόσφατα κυκλοφόρησε (Το δέντρο της υπακοής, Πόλις, 2018).

Σημείωση 

Το βιβλίο περιέχει πλούσια βιβλιογραφία με αναφορές από βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες, ηλεκτρονικές πηγές κ.ά., ενώ συχνά χρησιμοποιεί στοιχεία με αποσπάσματα ή άλλα υλικά από τη δίκη της 17 Νοέμβρη (όσον αφορά την ελληνική περίπτωση), με την οποία ασχολείται εκτενώς προκειμένου να καταγράψει τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά της. Μια παρατήρηση θα είχα να κάνω για την παρουσίαση της βιβλιογραφίας. Είναι χωρισμένη σε ενότητες ανάλογα με την κατηγορία των πηγών, με αποτέλεσμα, εάν ο αναγνώστης θέλει να προστρέξει στη σχετική βιβλιογραφική αναφορά, να πρέπει ψάχνει σε όλες τις επιμέρους ενότητες (βιβλία και μελέτες, άρθρα, τύπος κτλ.) προκειμένου να εντοπίσει τη σχετική. 

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Τι έχει και κλαίει το παιδί...

                                  
Ήταν γλυκό ήταν πικρό παράπονο
ήταν τ' αγόρι π' αγαπώ παράπονο
πίσω απ' τα μάτια, τη βροχή, το αγόρι μου
το αγόρι μου έχει σταυρωθεί

Κανείς δεν βγήκε για να δει
τι έχει και κλαίει το παιδί
μα το λυπήθηκε η αυγή
που πόνεσε τόσο πολύ

Διπλά τα `βαλαν τα κλειδιά
στην πόρτα κάποια χέρια
Σβήσαν τον ήλιο του παιδιού
του θάμπωσαν τ’ αστέρια

Κανείς δεν βγήκε για να δει
τι έχει και κλαίει το παιδί
μα το λυπήθηκε η αυγή
που πόνεσε τόσο πολύ


(Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, τραγουδά η Βίκυ Μοσχολιού  https://www.youtube.com/watch?v=uzdgrq4qh4s)

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Δεκαεφτά κόκκινα γαρύφαλλα...



Στους ήρωες του Πολυτεχνείου*

Δεκαεφτά κόκκινα
    γαρύφαλλα
θ' αποθέσω απόψε
στη μνήμη σας
παιδιά αγαπημένα.

Τ' άρωμά τους
    ας απαλύνουν
     τους πόνους
απ' τις πληγές
που κάνανε τα βλήματα
    των αδελφών σας.

Γίνατε ήρωες
    αδέλφια,
πέσατε για μας,
    για μια καινούρια,
μεγάλη Ελλάδα.
Εσπείρατε,
για να θερίσωμε
    εμείς, οι ρέστοι.

Ας είναι μαλακό
    το χώμα που σκεπάζει
τα βασανισμένα σας κορμιά.
Ας είναι πάντα ξαστεριά
δίχως σεισμούς και μπόρες,
να μη κουνή
    ποτές η γη
και σας ταράξει
    αδέλφια.

Νάναι γλυκός ο ύπνος σας.
Και υπόσχεση σας δίνομε
νάστε παράδειγμά μας
ο θερισμός δεν αργοπορεί,
    η άνοιξη κοντεύει!...

----------------------------------------------------------------
Το 'γραψα το Νοέμβρη του 1974...

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Τρένα...


Συλλογιέμαι τα τρένα που τρέχουν προς το τίποτα
Τη θάλασσα που αιώνια επιστρέφει…


(Από «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», του Τάσου Λειβαδίτη. Ο ποιητής έφυγε σαν σήμερα το 1988.)


Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου...


(Από το ποίημα "Βράδυ" του Κώστα Καρυωτάκη. Ο ποιητής γεννήθηκε σαν σήμερα το 1896).


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Πάκο Γιούνκε, του Σέσαρ Βαγιέχο: για την παιδική βία και την κοινωνική ανισότητα όπως πάντα...




Ο Σέσαρ Βαγιέχο ήταν σπουδαίος Περουβιανός ποιητής, τον κατατάσσουν στους σουρρεαλιστές, λένε ακόμη ότι ήταν ο σπουδαιότερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, οπωσδήποτε τον βάζουν δίπλα στον Πάμπλο Νερούντα, ο οποίος εμπνεύστηκε απ' αυτόν, του αφιέρωσε μάλιστα μια ωδή. Είχα γράψει για τον Βαγιέχο μια ωραία ιστορία που αναφέρει ο Γκαλεάνο στο "Βιβλίο των εναγκαλισμών". Από την ποίηση του Βαγιέχο έχει εμπνευστεί ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου τον "Διάφανο" :

Στου δειλινού την άκρη αποκοιμήθηκα σαν ξένος, 
σαν ξενάκι, σαν πάντα ξένος 
κι ήρθε και κατακάθησε πάνω μου σα σεντόνι 
όλη της γης η σκόνη, 
όλη της γης η σκόνη...


Όμως, εδώ μιλούμε για τον πεζογράφο Σέσαρ Βαγιέχο και τη νουβέλα, ή κατ' άλλους παιδικό αφήγημα, Πάκο Γιούνκε (Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2017). Θάλεγε κανείς ότι η ιστορία είναι βγαλμένη από την ίδια την παιδική και νεανική ζωή του Βαγιέχο, που ήταν μέσα στη φτώχεια, την κακή υγεία και τα κυνηγητά για πολιτικούς λόγους. Οπωσδήποτε, είναι μια ιστορία για τους φτωχούς, για τους φτωχούς και τους πλούσιους, για τους αφέντες και τους υπηρέτες τους, μια ιστορία για τις διακρίσεις. Αλλά και μια ιστορία για τη βία στην παιδική ηλικία και μια ιστορία για τον φόβο, αυτών που υφίστανται τη βία και αυτών που παρακολουθούν από απέναντι ή από δίπλα. Στην απλότητά της, είναι μια ιστορία για τον σχολικό εκφοβισμό, το μπούλινγκ, η οποία γράφτηκε το 1931! 

Η ιστορία αναφέρεται στην κακοποίηση ενός μαθητή, του Πάκο, από τον συμμαθητή του Ουμπέρτο, στο σπίτι του οποίου εργάζεται η μητέρα του πρώτου ως παραδουλεύτρα. Οι συμμαθητές διχάζονται, ο δάσκαλος μάλλον αγνοεί το πρόβλημα για να μην τα χαλάσει με τον πλούσιο πατέρα που έχει την εξουσία του χρήματος, αλλά και η ίδια η μητέρα του Πάκο παρακολουθεί με συγκατάβαση την κακή συμπεριφορά του Ουμπέρτο στο γιο της για να μην χάσει τη δουλειά της.

Έχει συζητηθεί η εξέλιξη και το τέλος της ιστορίας, αλλά αυτό καλύτερα να το δει κανείς διαβάζοντας το βιβλίο.

Το έργο έχει μεταφραστεί από ομάδα μεταφραστών στο πλαίσιο προγράμματος μετάφρασης με την επιμέλεια του Νίκου Πρατσίνη. Η αλήθεια είναι ότι η συλλογική μετάφραση είναι ένα ενδιαφέρον εγχείρημα, τόσο γλωσσικά αλλά και ως προς τον τρόπο αντίληψης και προσέγγισης του πρωτότυπου έργου  (είχα παροσυσιάσει ακόμη ένα παλαιότερα). Σε μια άλλη συζήτηση, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τον ρόλο του μεταφραστή και τη σχέση του ως προς αυτή την αντίληψη και προσέγγιση του πρωτότυπου έργου, αλλά και του ίδιου του συγγραφέα του. Οι μεταφραστές αυτού του εγχειρήματος είναι: Κατερίνα Δημητροπούλου, Χαράλαμπος Θεοδόσης, Μαρία Καραλή, Ντίνα Κιοσέ, Άννα Λυράκη, Νίκος Πρατσίνης, Σοφία Σίμου, Σοφία Φερτάκη.

Ο Νίκος Πρατσίνης υπογράφει και το επίμετρο, στο οποίο διαβάζουμε για τον  συγγραφέα, για το έργο, αλλά και για τον ιθαγενισμό (indigenismo), το κίνημα για την ανάδειξη της ζωής και του πολιτισμού των ιθαγενών της Λατινικής Αμερικής.

Γράφει για το μπούλινγκ, για το οποίο μάλιστα θεωρεί αδόκιμη την απόδοση "σχολικός εκφοβισμός":

Υπήρχε, βέβαια, πάντοτε: πάντα κάποια παιδιά ήταν πιο αδύναμα και ευάλωτα ή πιο ευαίσθητα από τα άλλα, και τα παιδιά είναι σκληρά, ή μάλλον δεν έχουν μάθει ακόμη να μεταμφιέζουν τεχνηέντως τη σκληρότητά τους όπως οι μεγάλοι... Αυτό που "κάνει τη διαφορά" στο μπούλινγκ σήμερα είναι η αυξανόμενη και εμφανής κοινωνική ανισότητα και η συγκαλυμμένη δαιμονοποίηση της διαφορετικότητας, παρά τα κατά συνθήκην περί ανεκτικότητας κηρύγματα. Και στο "σκληρό παιχνίδι" παίρνουν μέρος όλοι, γονείς, παιδιά, δάσκαλοι, κοινωνικός περίγυρος, όλοι με τις παρωπίδες...

Επίκαιρο, λοιπόν, το έργο. Στη μνήμη του Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλου. Στη μνήμη του Βαγγέλη Γιακουμάκη. Στη μνήμη του δεκαπεντάχρονου που αυτοκτόνησε γιατί δεν είχαν μάθει οι συμμαθητές του να έχουν αναγνώριση και σεβασμό στη διαφορετικότητα. Αλλά και για τα παιδιά της Σάμου, της Χίου, της Λέσβου, της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας, της Ελλάδας, τα παιδιά Ελληνάκια και τα παιδιά προσφυγάκια και για τους φράχτες που υψώνουν ανάμεσά τους. Μήπως να ξαναδιαβάσουμε το νεαρό Τέρλες του Μούζιλ; Ή τον Άρχοντα των μυγών του Γκόλντινγκ; Ή τον Τρομάρα του Βιζυηνού;

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μοίρα παράξενη και τύψη προσωρινή: από τα φαντάσματα της ελευθερίας του Μάρκου Μέσκου


Τέφρα χειμώνος και τέφρα συκιάς ακόμη
κουλουριασμένα φίδια στη σιωπή κι αρκούδες του ονείρου
    που χασμουριούνται
των αθώων αίμα πώς να μιλήσει ουσίες πραγμάτων που σιωπούν
ψυχούλες ξύπνησαν νωρίς και τα πουλιά το φως ανάβουν
    με το τσακμάκι

.............................................................................

Ζεστό ακόμη το φαρμάκι στα χείλη
δεν θέλω να φεύγεις, ιστορούσες, θέλω να 'ρχεσαι
όνειρο λησμονιάς που δεν χάνεται
μνήμη αχαντάκωτη και προζύμι που φουσκώνει καθώς ο μαστός
και καθώς γυρίζει ο μαστός ατέλειωτα χάδια και γάλα

φίδια πελώρια σέρνονται στο γιαλό, το μυστικό ποιος νωρίζει
μακριά τα όπλα σαν πεφτουν και τα σκεπάζει η σκόνη και η κλαγγή
δόρατα ασπίδες και δύναμη του στέρνου μέσα στη φωτιά
    τα χρόνια εκείνα

...............................................................................

Αγαπώ άρα κινδυνεύω
γιατί βαδίζω μέσα στην καρδιά μου


και να το μεσημέρι βόδι κουρασμένο
αμίλητο νερό μορφή του κόσμου μαλαματένια
στο δέντρο απάνω το πουλί τσιουρ-τσιουρ απομεσήμερο
και να το μυστικό της ροδιάς άνεμος περαστικός
παπαρούνα μαύρη παίζει λατέρνα γιατί ποτέ δεν φαντάστηκε 

    τα γηρατειά

φύτρο λευκό του ύψους άλογο
φορά πράσινη και λύγισμα νύφης δώδεκα χρονώ
(θηρίο αγάπη την σπαράζεις)
μακρύς μακρύς ο δρόμος σου καθώς της γκάιντας η φωνή
τραγούδια χωρίς λόγια τραγούδια χωρίς λόγια μακρινά

και να τρέχουν τα δέντρα στο παραθύρι χορεύουνε τα κυπαρίσσια
και να βυσσινιάς ανθός στην πλαγιά ο αέρας
στη γη ακουμπάν τόξα προβάτων, αγαπώ άρα κινδυνεύω.

Αγκαθωτά χωριά και σιωπή
πλάι του ποταμού βόσκουν πτηνά μονάχα
ώρα μοναδική καθώς αγγίζει την ουρά ζώου λουλούδι ταπεινό
τσόφλι της φτώχειας δαγκωμένο απ' τους απόντες και
τσιγγάνου κεραμίδι γαλάζιο ή βράχος που αλυσίδα δεν έχει

μα το κοράκι κρώζοντας έσπασε το τζάμι της ημέρας
χέρι που χάνεται μετά το σφίξιμο της γνωριμίας
μοίρα παράξενη και τύψη προσωρινή γιατί κάπου λησμονιέται
η μάνα η μεθυσμένη και η παπαρούνα η κόκκινη στην εξοχή

........................................................................................

Πλαστικό τραγούδι άνθος πλαστικό
κούφιος κοχλίας στη βροχή αφημένος
μοναξιά των τάφων Ελευθερία
μοναξιά των λουλουδιών Ελευθερία.

Το κυπαρίσσι επικήδειο πάντα
τίποτε δεν ταράζει το νερό.


Αντέγραψα το παραπάνω απόσπασμα από την ποιητική συλλογή του Μάρκου Μέσκου "Τα φαντάσματα της ελευθερίας" (Νεφέλη, 1998). Γιατί ο στίχος "Αγαπώ άρα κινδυνεύω" νιώθω να ταιριάζει στον Ζαχαρία (Ζακ) Κωστόπουλο, τον 33χρονο νέο που πριν από μια βδομάδα δέχτηκε μέχρι θανάτου πάνω στο σώμα του το μίσος και τη σκληρότητα του άλλου, του διπλανού του. Άραγε ήταν για μας τελικά ο νέος της διπλανής μας πόρτας; Ή μήπως απλώς, 

"Μοίρα παράξενη και τύψη προσωρινή"... 

κι ύστερα

"μοναξιά των τάφων Ελευθερία"

κι ύστερα

"τίποτε δεν ταράζει το νερό"!



Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Η κουβερτούρα στα βιβλία όπως η σοκολάτα στα γλυκά: για την αγάπη των βιβλίων από την Έλλη Δρούλια




Έχουν τα βιβλία αφτιά; Αμ, δεν έχουν;

Να μια καλή ερώτηση για τα βιβλία. Και η κουβερτούρα, τι είναι η κουβερτούρα; Οι ράχες; Το ξάκρισμα; Η ταξινόμηση των βιβλίων στις βιβλιοθήκες; 

Το βιβλίο της Έλλης Δρούλια, διευθύντριας στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, μιλά για τα βιβλία, για την αγάπη των βιβλίων που είναι διάχυτη παντού στις σελίδες του, εξάλλου έτσι είναι και ο τίτλος του, Για την αγάπη των βιβλίων (εκδόσεις Νήσος, 2018). Όπως γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα, είναι κείμενα που είχε αναρτήσει στο ιστολόγιό της·  δεν τα αναζήτησα στο Διαδίκτυο, προτίμησα να τα διαβάσω όπως είναι και πραγματικά τα απόλαυσα. 

Γράφει για διάφορα θέματα, όλα γύρω από τα βιβλία, βιβλιοπωλεία και παλαιοβιβλιοπωλεία, βιβλία στα καροτσάκια, εκθέσεις και παζάρια βιβλίων, παρουσιάσεις βιβλίων, βιβλία που διάβασε, εργασίες που γίνονται στις βιβλιοθήκες, βιβλιοθήκες...

Βιβλιοθήκες· παιδικές, ακαδημαϊκές, λογής άλλες. Και η ταπεινή βιβλιοθήκη Μανώλη Φουντουλάκη· ποιος δεν θυμάται τον τελευταίο ίσως κάτοικο της Σπιναλόγκας, τον άνθρωπο που αγωνίστηκε για να πάψει ο εγκλεισμός στο νησί των λεπρών (αναζήτησα την ομώνυμη βιβλιοθήκη στην Ελούντα, η ενημέρωση σταματά στο 2016, η βιβλιοθήκη όμως συνεχίζει την πορεία της με σελίδα στο Facebook).

Κάποια κείμενα είναι σαν να κάνουν ερωτήσεις και περιμένουν απαντήσεις από μας που τα διαβάζουμε. Πώς διαβάζουμε; Οι αναγνωστικές μας συνήθειες το καλοκαίρι ποιες είναι; Υπογραμμίζουμε όταν διαβάζουμε; Κρατάμε αποκόμματα; Τι να πω; Οι υπογραμμίσεις  και οι σημειώσεις στα πλάγια (στα δικά μου βιβλία) είναι κανόνας, όταν δανείζομαι από τις βιβλιοθήκες κρατώ σημειώσεις σε χαρτάκια, όλα μεταφέρονται σε τετράδιο στο τέλος. Διαβάζω με προσοχή τι γράφει για τα αποκόμματα, προσπαθώ να βρω μια απάντηση, μια λύση στο πρόβλημα της απέραντης χαρτούρας που έχει μαζευτεί στο γραφείο μου· και θυμάμαι τη φίλη μου τη Ν. όταν μου περιέγραφε τα άπειρα αποκόμματα εφημερίδων που είχε η φίλη της η Ρ. απλωμένα όλα στο τραπέζι του καθιστικού (περιμένοντας τι αλήθεια;)...

Παρασύρθηκα με τις προσωπικές αναφορές. Ας συνεχίσω καλύτερα τις βόλτες στις σελίδες της Έλλης.

Και για τις αφιερώσεις στα βιβλία γράφει, κάνοντας αναφορά στο Ex Libris της Ανν Φάντιμαν. Και  γω θυμήθηκα το αφιέρωμα στις αφιερώσεις που είχαμε κάνει μετά από κάλεσμα του βιβλιοθηκάριου χρόνια πριν, το 2012, μα και την όμορφη ιστορία μιας αφιέρωσης που μας δίνει ο Διονύσης Καψάλης στη Μαύρη καγκελόπορτα, αλλά και την κομψή έκδοση Ex Libris από την ομώνυμη έκθεση που είχε οργανωθεί χρόνια πριν στον Βόλο στο πλαίσιο συνεδρίου των ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών.

Και γράφει για τη γλώσσα που "δομεί τα άτομα, τα βάζει στη συλλογικότητα, καθρεφτίζει τρόπους, κοσμοθεωρίες, νοοτροπίες, φόβους, προσδοκίες" και για τις γλώσσες του κόσμου και για τις Ξένες λέξεις του Βασίλη Αλεξάκη, και κάνει λόγο για την ελληνική γλώσσα που δεν έχει "καλό γραφείο δημοσίων σχέσεων", που λείπει "η αυτοπεποίθηση, το σχέδιο, η επιμονή, η έμπνευση, το μεράκι". (Ας μου επιτραπεί να σημειώσω εδώ ότι δεν φταίει η καημένη η ελληνική γλώσσα, μα ο τρόπος αντιμετώπισής της από τους λογής και κατά καιρούς "γλωσσαμύντορες" που, όπως γράφει και η ίδια, με τα "πατριωτικά-σοβινιστικά" τους περισσότερο βλάπτουν παρά ωφελούν, ενώ βέβαια υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί φωτισμένοι άνθρωποι που  την υποστήριξαν και την υποστηρίζουν με αυτοπεποίθηση, μεράκι, επιμονή και προ παντός με γνώση και ιστορική συνείδηση).

Έχει αναφορές σε πολλά βιβλία. Κάποια τα έχω διαβάσει, άλλα δεν τα γνωρίζω αλλά θα ήθελα να τα βρω (όπως το αφήγημα του Σάκη Τότλη "Το άγραφο χαρτί"). Συμμερίζομαι τη "ντροπή" της και ομολογώ ότι επίσης δεν τολμώ να ξεκινήσω την "Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου" του Προυστ, έχω απολαύσει όμως τις "Ημέρες Ανάγνωσης" του ίδιου.

Αγαπά τα βιβλία και ο λόγος της είναι αγαπητικός και τρυφερός. Τα βιβλία και το διάβασμα, λέει, είναι και "πράξη αντίδρασης και αντίστασης, κάτι σαν διαβάζω άρα υπάρχω". Και θυμήθηκα την κουβέντα του Αλγερινού βιβλιοπώλη Εντμόν Σαρλό που μας μετέφερε η νεαρή συγγραφέας Καουτέρ Αντιμί: "Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο.". Σοφή κουβέντα...

Και, τελικά, τι είναι η κουβερτούρα στα βιβλία; Ας μην το μαρτυρήσω, η Έλλη το περιγράφει όμορφα, να μεταφέρω μόνο την τελευταία πρόταση στο σχετικό κείμενο:

Και είναι γνωστό σε όλους πως η σοκολάτα και η ανάγνωση ταιριάζουν τρελά. 

Καλή απόλαυση, λοιπόν!!! Το αξίζει.

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018

Ο μπότζος, το λαβέτζο και άλλα κερκυραϊκά



Η μπουστίνα, το ροκέτο, η μπρούσα, ο ποδολόγος, το ταμπάρο, το σκαρτσούνι, η τρίτσα
και άλλα στοιχεία της Κερκυραϊκής φορεσιάς (Πηγή: Χαρ. Κουρή, Εν Αγίω Ματθαίω, 2014)

Παραθέτω παρακάτω ορισμένους όρους από το κερκυραϊκό ιδίωμα, όπως του ήρθαν στο μυαλό και τους κατέγραψε ο Χάρης Κουρής. Στο βιβλίο του με τίτλο «Εν Αγίω Ματθαίω» με ιστορίες από το χωριό του τον Άγιο Ματθαίο Κέρκυρας, είχε ήδη καταγράψει πολλές στο γλωσσάριο που περιεχόταν στο τέλος. Εδώ το έχει εμπλουτίσει και μας το χαρίζει. Βέβαια, πολλές από τις λέξεις χρησιμοποιούνται και σε άλλα μέρη, με την ίδια ή άλλη σημασία (π.χ. τρόχαλο στην Κρήτη λέμε το σωρό από πέτρες), αυτό όμως που σίγουρα παρατηρεί κανείς είναι ότι η προέλευση μεγάλου αριθμού λέξεων είναι βενετσιάνικη ή ιταλική, αποτέλεσμα της πολύχρονης κατοχής στο νησί και στα Ιόνια συνολικά.



Λήμμα


Περιγραφή

αβέρτο
:
μονοκόμματο, χωρίς εσωτερικά χωρίσματα
αβουκάτος, ο
:
δικηγόρος
αγγειό, το
:
δοχείο (αγγείο)
αγερίνα, η
:
αμμοχάλικο δόμησης
άκλερος
:
άκληρος, χωρίς κληρονόμους (απογόνους)
αμολάδος, ο
:
χαλαρός
αμπονόρα
:
πολύ νωρίς
ανεφρόκαος, ο
:
ανυπάκουος
άντζουλα, η
:
αγκράφα, πόρπη
απάσβεστα, τα
:
ξηλωμένοι σοβάδες
ατζάρδα, η
:
θαρραλέα, καπάτσα
αφροκάομαι
:
υπακούω (από το αφουγκράζομαι)
βάιθονας, ο
:
ρουφήχτρα (στη θάλασσα)
βολίμι, το
:
μόλυβδος
βουτσί, το
:
ξυλοβάρελο κρασιού
βράχλο, το
:
φτέρη
γδί, το
:
γουδί
γιαλινάς, ο
:
γιάλινος βόλος
γκέτο, το
:
μεταλλικό δοχείο με χερούλι για μεταφορά φαγητού
γουλί, το
:
χαλίκι
γράβαλο, το
:
τσουγκράνα
δίκοπη, η
:
κασμάς
ζέγκουνας, ο
:
ζοχιός
καλή, η
:
γιαγιά
καλοπέσουλος, ο
:
βολικός
καναλέτο, το
:
ανοιχτός αγωγός (αυλάκι) απορροής
κανάτι, το
:
δοχείο νυκτός
καπάσα, η
:
πιθάρι (συνήθως για νερό πόσιμο ή καθαριότητας)
καπιτσομάτης, ο
:
χαμηλοβλεπούσης, πονηρός
καρατέλο, το
:
μεταλλικό βαρέλι μεταφοράς λαδιού
κασάρι, το
:
δρεπάνι
κατοικιά, η
:
προχειρη παράγκα ή καλύβα σε κτήμα, με δυνατότητα διανυκτέρευσης
κεντρωμάδα, η
:
νεαρή μπολιασμένη ελιά
κίκαρα, η
:
φλυτζάνι
κίχλα, η
:
τσίχλα (κίχλη)
κλιτσί, το
:
πόδι
κογιονάρισμα //κογιονάρω
:
σάτιρα, διακωμώδηση//σατιρίζω, διακωμωδώ
κοντράκι, το
:
βράχος
κόρδα, η
:
διαδοκίδα ξύλινης οροφής (από το χορδή)
κότσα, η
:
τσιπούρα
κουλουμπάρι, το
:
μικρός σβώλος
κουτσέλι, το
:
σκυλάκι
κούτσουλος, ο
:
καουράδα
κουτσούνα, η
:
ο καρπός του καλαμποκιού, η «κούκλα»
κοφινίδα
:
μεγάλο και βαθύ κοφίνι (καλάθι)
κοφινίδα, η
:
μεγάλο πλεχτό κοφίνι
κωλομπόκια, τα
:
όρχεις
λαβέτζο, το
:
κατσαρόλα
λαδοφωτιά, η
:
λύχνος
λακινιά, η
:
ομάδα, σύνολο (π.χ. οικόσιτων ζώων ή και παιδιών)
λαρνάκι, το
:
πέτρινος νεροχύτης
λάτα, η
:
τενεκές μεταφοράς, με λαβή
λατινιέρης, ο
:
σιδεράς
λεφτή, η
:
καρβέλι ψωμιού
λινιά, η
:
χοντρός σπάγγος
λίσα, η
:
στενό κάρο μεταφοράς μεγάλου μήκους, συρόμενο από άλογο
λουτρουβιό, το
:
ελαιοτριβείο
μορόζα, η
:
αγαπητικιά, ερωμένη
μοσκέρα, η
:
φανάρι φύλαξης τροφίμων
μουριόνι, το
:
πρόβολος (φουρούσι) για στήριξη εξώστη (πακτώνεται στη λιθοδομή)
μπαγκούλι, το
:
σκαμνάκι
μπαρμπαρέλα, η
:
καλαμποκίσιο ψωμί
μπερτουέλα, η
:
μεντεσές
μπότζος, ο
:
ισόγεια υπερυψωμένη βεράντα παλιού σπιτιού, χτιστή με πέτρα
μποτιλιόνι, το
:
μεγάλη γυάλινη μπουκάλα κρασιού κυκλικής βάσης με μακρύ λαιμό
μποτσί, το
:
μπουκαλάκι
μποτσόνι, το
:
μεγάλου μεγέθους μπουκάλι, συνήθως κρασιού
μπουκαλίνα, η
:
γυάλινη καράφα (ή και μπρούτζινη κάποτε)
μπουστίνα, η
:
γυναικεία μπλούζα
μπουτιέρος, ο
:
τεχνίτης βαρελιών (μαραγκός)
μπρούσα, η
:
τσέπη
νιοράντες, ο
:
επιδεικτικός
νόσπολα, η
:
μούσμουλο
ξεχυτή, η
:
σκεπαστός εξώστης
παραδάγκαλο, το
:
η άρθρωση του μηρού με τον κορμό εσωτερικά
πατατόνα, η
:
γλυκοπατάτα
πατσί, το
:
μούσι
παυλόσυκο, το
:
φραγκόσυκο
πέρονας, ο
:
μεγάλο καρφί (από το περόνη)
πινιάτα, η
:
σίτα σε σχήμα ταψιού
πιτέρι, το
:
γλάστρα
πλακάδο, το
:
πλακόστρωτο
ποδολόγος, ο
:
χοντρό ύφασμα στριφτό κυκλικά, που τοποθετείται πάνω στο κεφάλι, για μεταφορά τενεκέ ή άλλου αντικειμένου σε ισορροπία (συνήθως λάτα με νερό απ' το πηγάδι)
πορτόνι, το
:
εξώθυρα
πραματσούλης, ο
:
πλανόδιος πωλητής (συνήθως υφασμάτων)
πύργος, ο
:
τοίχος
πυροστιά, η
:
αναμμένη εστία σε κουζίνα
ρεμπουκάρισμα, το
:
σοβάντισμα, κατασκευή επιχρισμάτων
ρετσέτα, η
:
ιατρική συνταγή
ροκέτο, το
:
παραδοσιακό χωριάτικο φουστάνι από χοντρό ύφασμα
σαλάδο, το
:
σαλάμι
σίσκλο, το
:
κουβάς, μπουγέλο
σκάβνα, η
:
μούρο
σκάνιο, το
:
καρέκλα
σκαντζιά, η
:
ράφι
σκαρτσούνι, το
:
κάλτσα
σκάτουλα, η
:
μικρό κουτί
σκαφόνι, το
:
ξύλινο μεγάλο πατητήρι σταφυλιών, σχήματος κόλουρου κώνου
σκούρο, το
:
παντζούρι
σορτάρι, το
:
αμπάρα εξώθυρας
σταγκοπινιάτης, ο
:
πλανόδιος γανωματής
στιά, η
:
φωτιά (από εστία)
στρίνα, η
:
μποναμάς
σφαλιά, η
:
λόχμη από αγριόχορτα
σφοκόμπολα, η
:
πετσέτα
τακουί, το
:
πορτοφόλι κερμάτων, πουγκί
ταμπάρο, το
:
πανωφόρι
ταμπούκιο, το
:
καταπακτή
τερτικό, το
:
μεγάλο κοφίνι σχήματος κόλουρου κώνου, συνήθως για μεταφορά σταφυλιών στον τρύγο
τζάβαρδος
:
ντάβανος, μεγάλο έντομο με επώδυνο τσίμπημα
τζίρος, ο
:
χοίρος
τίνα, η
:
ξύλινο ή μεταλλικό πλατύ βαρέλι αποθήκευσης λαδιού
τουρκί, το
:
τσέρκι βαρελιού
τριστέλι, το
:
καβαλέτο (βάση για στήριξη βαριών σκευών)
τρίτσα, η
:
πλατύγυρο καπέλο
τρόχαλος, ο
:
ξερολιθιά
φανέστρα, η
:
παράθυρο
φορτίκι, το
:
ζώο μεταφοράς, υποζύγιο, συνήθως γαϊδούρι
φουρκάτα, η
:
πρόχειρο ξύλινο (συνήθως διχαλωτό) υποστήριγμα, σε ρόλο κολώνας
φράνκο, το
:
δραχμή
φροκάλι, το
:
σκούπα από ρείκια
φρουταριόλος, ο
:
μανάβης
χειμωνικό, το
:
καρπούζι
ωγνίστρα, η
:
μεταλλική βάση για κατσαρόλα σε χωριάτικη εστία, αλλά και η ίδια η γωνιακή εστία (αναγραμματισμός του γωνιάστρα)