Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοντός Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοντός Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018

Το ισόπαλο τραύμα του Γιάννη Στίγκα



Μεγάλο μποτιλιάρισμα κι από τις δυο μεριές του τρόμου


                                                                             στον Γιάννη Κοντό*

του Γιάννη Στίγκα

Έτσι όπως μπαίνουν όλοι τους
αξύριστοι στην ποίηση
να βόσκουν τα σκοτάδια τους
και καρδαμώνει η συμφορά
το λίγο λίγο τρώει τα θεμέλια
εγώ κορνάρω βέβαια
Τον Όμηρο τον κάνανε
χιλιάδες ξοφλημένα σύννεφα


έχω μεγάλη δυσκολία να χρυσώσω την πνοή

ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ
                    δηλαδή το κασκόλ σου
μαγκωμένο γερά
                   στα γρανάζια της πόλης
για να σ' έχουμε εδώ
με ξενύχτια
        κι ό,τι άλλο αιχμηρό
να ανοίγουμε τρύπες στο γέλιο σου
και να παίρνουμε
                         ολόχρυσες τζούρες


Το παραπάνω είναι ένα από τα 21 ποιήματα της συλλογής "Ισόπαλο τραύμα" του Γιάννη Στίγκα (Κέδρος, 2009), γιατρού και ποιητή με αξιοσημείωτη παρουσία στα ποιητικά πράγματα του τόπου (προς θεού, μη θεωρηθούν κριτική αξιολόγηση τα λόγια μου, την αίσθηση της αναγνώστριας μεταφέρω μόνο). Τα ποιήματα της συλλογής είναι όλα αφιερωμένα ή κάνουν αναφορές σε άλλους ποιητές, όπως στον Καρυωτάκη, στο Σινόπουλο, στον Πόε, στον Μιγκέλ Ερνάντεθ, στον Οκτάβιο Παζ, στον Ντύλαν Τόμας, στο Μαγιακόφσκι, στον Καρούζο, στο Σαχτούρη, στον Βερλέν, στο Ρίτσο, στον Ρεμπώ ...

Και λέει ο Ρίτσος:
                            Γραμμή τερματισμού το φως
                            για τους νεκρούς μου τρέχω
                             να λαχανιάσουν μέσα μου

...................................

Και λέει ο Λόρκα:
                            Εγώ δεν λογαριάζω ντουφεκιές
                            όσο βαθιά κι αν πάνε
                            το νήμα θα το κόψει το φεγγάρι

Τέτοιο αγώνισμα η ποίηση

---------------------------------------------------------------------------------------

* Ο Γιάννης Κοντός έφυγε σαν σήμερα το 2015.

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς;

Γ. Ιακωβίδη "Η προσφυγοπούλα ή Κοιμισμένη ανθοπώλις"
(Εθνική ΠΙνακοθήκη)



Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.



Το ποίημα "Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς" του Γιάννη Κοντού (από τη συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα», Κέδρος, 1997) αναθυμήθηκα διαβάζοντας στη σελίδα του BBC  για τη χριστουγεννιάτικη ιστορία που έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς το 1843. Δύσκολη περίοδος για τη Βρετανία, η βιομηχανική επανάσταση στο ζενίθ και από κοντά οικονομική κρίση, αύξηση τιμών, ανεργία και πείνα, πολλή πείνα, πεινασμένα παιδιά και ολόκληρες οικογένειες στους δρόμους. Πεινασμένη δεκαετία του 19ου αιώνα είπαν εκείνη τη δεκαετία του '40. Και ο Ντίκενς, βλέποντας τις εικόνες αυτές και βλέποντας τη φτώχεια, την αδυναμία και τη μιζέρια στις ζωές των παιδιών, έγραψε μια νουβέλα με τίτλο A Christmas Carol: A Ghost Story of Christmas, με τη σκέψη να δώσει λίγη χαρά κι αισιοδοξία στους ανθρώπους, να τους κάνει να θυμηθούν και να νοσταλγήσουν τις καλύτερες μέρες που είχαν ζήσει, να νιώσουν την αξία της αγάπης και της αλληλεγγύης.


Η πρώτη έκδοση του A Christmas Carol του Ντίκενς κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843

Πρωταγωνιστής ο τσιγκούνης, ιδιότροπος και αγέλαστος Σκρούτζ. Αγέλαστος; Όχι για πάντα...

Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄχι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.

«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».

«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα...» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.

«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.

Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.

Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.

«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.

«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.

«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.

«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».

Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.

...................................................................................

«Ποιὸς εἶναι;» ρώτησε ἔκπληκτος ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Σκροῦτζ γυρνώντας τὸ κεφάλι του.

«Ὁ θεῖος σου ὁ Σκροῦτζ», τοῦ ἀπάντησε. «Ἦρθα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο τραπέζι ποὺ μὲ κάλεσες!».

Ὁ Φρὲντ καὶ ἡ γυναίκα του χάρηκαν πολὺ ποὺ τελικὰ ὁ Σκροῦτζ ἀποφάσισε νὰ τοὺς κάνει τὴν τιμή. Καὶ ἡ γιορτὴ ἐξελίχτηκε θαυμάσια. Τὸ γεῦμα ἦταν νοστιμότατο. Ἀκολούθησαν μουσικὴ καὶ χορός. Ἔπαιξαν διάφορα διασκεδαστικὰ παιχνίδια καὶ φυσικὰ παντομίμα. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα ἦταν ἐκείνη ἡ ξέφρενη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε μέσα του ὁ Σκροῦτζ.

Τὴν ἑπομένη, ὁ Σκροῦτζ πῆγε πολὺ νωρὶς στὸ γραφεῖο. Ἤθελε νὰ κάνει ἔκπληξη στὸν κλητήρα του, ποὺ ἤξερε ὅτι θὰ ἀργοῦσε νὰ φανεῖ στὴ δουλειά. Καὶ πράγματι, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἦρθε λίγο πρὶν τὶς δέκα. Κάθησε ἀθόρυβα στὴ θέση του, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σκροῦτζ δὲ θὰ ἔπαιρνε εἴδηση τὴν καθυστέρησή του.

«Ἄαα!» γκρίνιαξε τότε ὁ Σκροῦτζ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὸ γνωστὸ κακότροπο ὕφος του. «Τί σημαίνει πάλι αὐτό;».

«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, «δὲν πρόκειται νὰ ξαναργήσω».

«Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ δίνεις τέτοιες ὑποσχέσεις;» τοῦ εἶπε μουτρωμένος ὁ Σκροῦτζ. Ὁ Μπὸμπ ἄρχισε νὰ τρέμει. Φοβήθηκε τὴν ἀπόλυση.

«Πάντως, γιὰ τούτη τὴ φορά...» συνέχισε ὁ Σκροῦτζ «νομίζω ὅτι πρέπει νὰ σοῦ αὐξήσω τὸ μισθό σου!».

Κατάπληκτος ὁ Μπὸμπ σκέφτηκε νὰ τρέξει γιὰ βοήθεια. Νόμισε ὅτι ὁ ἐργοδότης του τρελάθηκε!

«Καλὰ Χριστούγεννα, ἀγόρι μου», τοῦ εἶπε τότε ἤρεμος καὶ χαμογελαστὸς ὁ Σκροῦτζ, μὲ τρόπο τόσο εἰλικρινῆ, ὥστε τελικὰ τὸν ἔπεισε ὅτι τὰ εἶχε τετρακόσια. «Καὶ ὄχι μόνο θὰ σοῦ κάνω αὔξηση, ἀλλὰ θὰ βοηθήσω καὶ τὴν οἰκογένειά σου. Πήγαινε, ὅμως, πρῶτα σὲ παρακαλῶ, νὰ ἀγοράσεις κι ἄλλα κάρβουνα, θὰ ζεσταθοῦμε καλὰ κι ἔπειτα καθισμένοι δίπλα στὴ φωτιὰ θὰ συζητήσουμε ὅλες τὶς λεπτομέρειες.

Ὁ Σκροῦτζ κράτησε τὸ λόγο του. Καὶ σύντομα ὁ μικρὸς Τὶμ ξεπέρασε τὴν ἀρρώστια, ἀπέκτησε δυνάμεις κι ἔγινε ἕνα γελαστὸ καὶ ὄμορφο ἀγόρι, ποὺ ὁ Σκροῦτζ τὸ φρόντισε σὰν νὰ ἦταν δικό του παιδί. Ὁ πρώην τσιγκούνης ἔγινε πολὺ γενναιόδωρος κι ἦταν πάντα εὐγενικός με ὅλους. Μερικοὶ βέβαια τὸν κορόιδεψαν γιὰ τὴ μεταβολὴ τοῦ χαρακτήρα του. Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ δὲν ἐνοχλήθηκε γιατί, ὅπως εἶπε πολὺ σοφά: «Καλύτερα νὰ σὲ περιγελοῦν παρὰ νὰ σὲ περιφρονοῦν!».

Ὁ Σκροῦτζ δὲν ξαναεῖδε τὰ πνεύματα. Ἀλλὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅπως λένε, δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος ποὺ νὰ γιορτάζει καλύτερα τὰ Χριστούγεννα ἀπὸ τὸν Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ.

Τα παιδιά του Ντίκενς ακόμη περιμένουν ένα χάδι, κι αυτό τον πεινασμένο 21ο αιώνα!

Καλά Χριστούγεννα!

--------------------------------------------------
Σημείωση
Στα ελληνικά, το βιβλίο κυκλοφορεί με τους τίτλους "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" ή "Χριστουγεννιάτικα κάλαντα". Το παραπάνω απόσπασμα είναι πιστή αντιγραφή από εδώ

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Γιάννης Κοντός (1943-2015)


Με είχε εντυπωσιάσει η ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού "Ο αθλητής του τίποτα" (Κέδρος 1997) από τον τίτλο ακόμη.

Τρέχει. Τρέχει με αντίθετο άνεμο.
Περνά βουνά, λίμνες, πόλεις. Δυσκολίες
και δυσκολίες. Φωτιές, πολέμους, γκρίνιες, οικογένειες.
Λίγες ομορφιές όταν σταματάει να πιει νερό.
Τις βλέπει για λίγο, τις πιάνει, ξεχνιέται.
Και πάλι το κυνηγητό, η κομμένη ανάσα,
οι αποσπασματικές εικόνες, τραίνα που περνάν
με χαρούμενους ανθρώπους. Και αυτός
σαν κυνηγημένος να προσπαθεί ταυτόχρονα
και άλλα αθλήματα. Να έρχεται τελευταίος
με την ψυχή στο στόμα, να μην τον βλέπει
κανείς, γιατί οι θεατές έχουν ήδη διαλυθεί.
Με βροχές, με χιόνια, με ήλιους, το σώμα
αντέχει, το μυαλό πετάει. Άλλοτε ξεχνάει –
άλλοτε θυμάται. Σε μια στάση για να δει
το φεγγάρι, συνέχεια σκέπτεται: το βιολέ
απόβραδο, τα χάδια και τις υποσχέσεις.
Και τρέχει, τρέχει, ενώ οι άλλοι συναθλητές του
έχουν τερματίσει και σάρωσαν βραβεία
και ιαχές. Αυτός μόνος τον κύκλο
του χρόνου τρέχει. Χρόνος σε ευθεία
ή τεθλασμένη ή σπείρα. Δεν κοιτάζει
πίσω το ποίημα, γιατί τον ακολουθούν μύγες, ακρίδες
και μολυσμένος αέρας του πολιτισμού.
Περνώντας βλέπει δέντρα και ουρανό,
βλέπει πουλιά, χαμογελά και λέει
να δραπετεύσει, να πετάξει.
Αλλά δεν γίνεται, είναι προγραμματισμένος
γι’ αυτόν το ρόλο. Το ρόλο του δρομέα
με το άγνωστο τέρμα.
........................................

Στην ποίησή του όλη αναμετριέται με το χρόνο, με τις μνήμες, με τα δέντρα και τα φυτά, με την καθημερινότητα, με τη μοναξιά και με τους ήχους της πόλης που αγαπά.

Το χρονόμετρο (της Ελπίδας μου)

Όπως γυρίζει η νύχτα μέσα μου
φέρνει πνιγμένους στην επιφάνεια.
-Το στήθος κλείνει για να κρατήσει
ό,τι προλάβει-

Έρχεται η μέρα.
Αλλά τι μέρα –τυλιγμένη σαν μπαμπάκι
γύρω στα δένδρα, σε μια γη
κρεμασμένη από κλωστή που είναι
έτοιμη να σπάσει.




Τραγούδησε για την καθημερινότητα που την ονειρεύεται μακριά από "ψεύτικους ουρανούς και πολιτικές εξουσίες":

Πειραματόζωο

Πίσω από τα καθημερινά πράγματα
υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο:
να πάρεις το λεωφορείο, να πιείς καφέ,
να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους
ουρανούς, πολιτικές εξουσίες.

Εξουσίες-ξυράφια.

Η λέξη στο μαχαίρι.

Τα μυστικά στους δρόμους.

Γυρνάς την τσέπη σου ανάποδα
και έρχεται το βράδυ καυτή πίσσα.
Βρίσκεσαι σπίτι. Προσπαθείς να στηρίξεις
το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου
και την έρμη την ποίηση.

(Στο βίντεο τραγουδά η Αφροδίτη Μάνου, όπου το παραπάνω ποίημα γίνεται το τραγούδι "Πίσω από τα καθημερινά" για το δίσκο "Απόπειρα" σε μουσική Νίκου Καλλίτση, Lyra 1981).

Άνθρω­πος της πό­λης ο Κο­ντός, ποιη­τής και πε­ζο­πό­ρος, μα­κράν του πλή­θους των ε­πο­χού­με­νων, πα­ρα­τη­ρεί στο πε­ζο­δρό­μιο “σε μια στα­λί­τσα χώ­μα”, "ένα φυ­τό του δρό­μου". Έτσι τον περιγράφει η Μάρη Θεοδοσοπούλου σε άρθρο της στην εφημερίδα Εποχή (30/11/2014)  για το βιβλίο του "Μυ­στι­κά το­πία. Κεί­με­να για πρό­σω­πα, για τη ζω­γρα­φι­κή, για το θέ­α­τρο, για βι­βλία" (Τόπος, 2014).

Αντιγράφω από εδώ το ποίημα του Γιάννη Κοντού που υπάρχει εν είδει επιμέτρου στο παραπάνω βιβλίο του:

Ο σκουπιδιάρης
ή
το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας

Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας…
Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.

Ο Γιάννης Κοντός έφυγε μια μέρα σαν τη σημερινή πριν από δύο χρόνια. Θα τον θυμόμαστε με το κασκόλ πάντα γύρω από το λαιμό.