Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρίου Κωνσταντία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σωτηρίου Κωνσταντία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Κάτι Χριστούγεννα το '63, τζιείνον τον μαύρον τον Δεκέμβρη

 

Τα ρούχα τους πληγωμένους και τους σκοτωμένους να τα πετάξουμε. Αλλά εγιώ έτσι πράμαν εν ημπόρουν να κάμω. Πολλοί που τούτους που ετραυματίζουνταν επεθανίσκαν τζιόλας τζιαι εν εγένητουν τα ρούχα τους να τα πετάξεις, για να τα κρούσεις. Εν αμαρτία μεγάλη. Λαλούν γυρίζει η ψυχή του πεθαμένου, γεμάτη παράπονο, τζιαι εν εβρίσκει ησυχία.  Επιανα τζιαι εγιώ τα ρούχα τους σκοτωμένους κρυφά, έπιανα τζιαι τα παπούτσια τους, εδίπλωνά τα καλά τζιαι επήαινα τζιαι έθαφκά τα μες στο τζιηπούιν του νοσοκομείου. Έπιανα τα ρούχα τα γαιματωμένα τζιαι τα παπούτσια τα κότσινα τα φατσημένα τζιαι επήαινα τζιαι έθαφκά τα μαζί. Εν εξεχώριζα αν ήταν Τούρκου για δικού μας. Έθαφκά τα τζιαι ελάλουν τζιαι μια προσευκή. Να αναπαυτεί η ψυχούλα του αδρώπου που επέθανε. Έτσι ήτουν το πρέπον.

Πρώτα αυτό, το φωνές από χώμα (Πατάκης, 2017) κι ύστερα το "Πικρία χώρα", δυο αριστουργήματα από την Κύπρια Κωνσταντία Σωτηρίου. Το δράμα της Κύπρου, το δράμα των ανθρώπων της Κύπρου κι από τις δυο πλευρές, στην ουσία το δράμα του πολέμου, της βίας, της απώλειας από δω κι από κει. Σ' αυτό εδώ, Δεκέμβρης του 1963, τότε που οδήγησε στη χάραξη της Πράσινης γραμμής στη Λευκωσία και 13 γυναίκες, από τη μια κι από την άλλη πλευρά, αφηγούνται τα γεγονότα. 

Μέχρι που µου τα πρόφτασε τα μαντάτα ένας Τούρκος που πουλά μελιτζάνες, ένας χωρικός που πουλά τις καλύτερες μελιτζάνες του κόσμου, πάντα πηγαίνω τις Τετάρτες σ᾽ εκείνον να πάρω μελιτζάνες και µου ψιθυρίζει στο αυτί συνταγές για ντομάτες και σκόρδο και όπλα, βάζεις, µου λέει, τις μελιτζάνες σε νερό να ξεπικρίσουν […]

Μ΄έναν έξυπνο, πρωτότυπο τρόπο, θεατρικό λες, η Σωτηρίου μπήγει το μαχαίρι στο κόκαλο, σε κάνει να πονάς, να νιώθεις τι πα να πει "Κυπριακό". Χωρίς να κάνει μάθημα, χωρίς να υψώνει κανένα δάχτυλο, μια νέα γυναίκα που άκουσε ασφαλώς ιστορίες από παλιότερους, που νιώθει πως η βία έφερε βία και διάσπαση και έχθρα και αδιέξοδο, βάζει πρόσωπα, γυναίκες, που έχασαν παιδιά, άντρες, που σκοτώθηκαν οι ίδιες, τις βάζει ν' αφηγούνται, με φυσικό τρόπο και χωρίς περιττές εξάρσεις του λόγου, τα μεμονωμένα γεγονότα του χαμού, τα μικρά, και μας κάνει κοινωνούς των μεγάλων, του μεγάλου δράματος μιας διαμελισμένης, χωρισμένης, χαμένης στα πολιτικά παιχνίδια αδιέξοδης Κύπρου. Συγκλονιστικός ο τρόπος της συγγραφέα, πιο συγκλονιστικό αυτό που συμβαίνει.

Τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα καλά, γιατί είχα βγει το πρωί να αγοράσω παπούτσια, εκείνες τις ψηλές γόβες με το λουράκι στο πλάι, που είχα δει πριν μέρες στη βιτρίνα, σε χρώμα βαθύ κόκκινο, εκείνο που μοιάζει με τη ζεστή λαμπερή καραμέλα που τρώνε τα παιδιά τα Χριστούγεννα, και ήτανε Πέμπτη ή Τετάρτη, δεν θυμάμαι, ήτανε πάντως λίγο πριν τις γιορτές των χριστιανών…


Τα κόκκινα παπούτσια της Κάρεν στο παραμύθι του Άντερσεν, όπως τα φαντάστηκε η Αμερικανίδα καλλιτέχνισσα Alexis Amman (Πηγή εικόνας)

Η Τζεμαλιγιέ μαζί με τον Τουρκοκύπριο εραστή της Ζεκή, σκοτώθηκαν σ' ένα μπλόκο της αστυνομίας ένα βράδυ του Δεκέμβρη του 1963, αυτό που αργότερα ονομάστηκε Ματωμένος Δεκέμβριος. Κι ύστερα άρχισαν ταραχές, κι έγινε ύστερα η διχοτόμηση και η Πράσινη γραμμή (που όταν πήγα μια φορά στη Λευκωσία δάκρυσα στη θέα της) και τα γεγονότα του '74 και το κυπριακό ζήτημα που λύση δεν έχει (λίγα για την ιστορία εδώ και για τη θεατρική παράσταση στην Κύπρο εδώ).

Στη μνήμη εκείνης της νεαρής τουρκάλας, της Τζεμαλιγιέ που αγάπησε τον Ζεκή, ας τραγουδήσουμε τα κόκκινα πατίνια μαζί με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά:

 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Της Πικρίας χώρας τα παραμύθκια εν έχουν τέλος: η συγκλονιστική γραφή της Κωνστάντιας Σωτηρίου


 

 - Ήταν, λαλεί, κάποτε θκυό αδέλφκια.

- Αδέλφκια που τα αλήθκεια αλήθκεια.

- Αδέλφκια μα εμαλλώσαν.

....................................................

Έτσι θα μπορούσε ν' αρχίσει το παραμύθι για έναν τόπο όπου ζούσαν δυο αδέρφια κι όπου πέθανε το ένα κι ύστερα το άλλο κι όπου ...

Εμάς στο χωριό τις χήρες τις είχανε αυστηρά, θυμάσαι, Σπασούλα, που στο χωριό τις χήρες της είχανε αυστηρά; Σαν πέθανε ο άντρας τους και η ζωή τους μαζί του έσβηνε, σαν πεθάνει ο άντρας τους να υπάρχουνε τελειώνανε. Έβαζαν το πένθος όλη τους τη ζωή. Που δεν ήταν ζωή. Κουβαλούσαν κομμάτι από θάνατο, έλεγε η γιαγιά μου. Κουβαλούμε κομμάτι από θάνατο σαν πεθάνει ο άντρας μας. Θυμάσαι, Σπασούλα, τη γιαγιά μου που κουβαλούσε κομμάτι τον θάνατο; Πέθανε ο παππούς όταν η γιαγιά ήτανε κοπέλα. Είκοσι  χρονών η γιαγιά, σκότωσαν τον άντρα της οι αγωνιστές, ότι είχε σχέσεις με τους Εγγλέζους. Τον σκότωσαν με πέτρες. Τον έστησαν κάτω από ένα δέντρο και ερχόταν ένας ένας στο χωριό να ρίξει μία πέτρα. Δεν θυμάμαι τώρα το δέντρο. Νομίζω ήτανε ελιά. Πέρασε όλο το χωριό, έριξε μία πέτρα, έριξε όλο το χωριό στον παππού μια πέτρα, ειδοποίησαν τη γιαγιά ότι ο άντρας της πέθανε, άρχισε να κουβαλά η γιαγιά μια ζωή κομμάτι τον θάνατο. Έπρεπε να βάλει τα μαύρα. Γύρισε στο σπίτι τους καθρέφτες και σαράντα μέρες δεν σκούπισε. Μπάνιο πενήντα μέρες δεν έκανε. Κατσαρόλα να ψήσει φαΐ δεν έβαλε. Τα μαλλιά της τα έκοψε να τα πάρει ο παππούς μαζί του στον Άδη. Σαν πέρασαν οι μέρες, έβαψε όλα τα ρούχα της μαύρα και άρχισε να φορά δύο μαντίλια. Γιατί φορούσε η γιαγιά, Σπασούλα, δύο μαντίλια; Γιατί φορούσε η γιαγιά δύο μαύρα μαντίλια; Επειδή σαν κουβαλάς κομμάτι τον θάνατο, ένα μαντίλι του πένθους δεν μπορεί να το σηκώσει. Γι' αυτό. 

Η Σπασούλα, πούναι τώρα στο φέρετρο και την μοιρολογάνε οι φιλενάδες της, είχε ράψει ένα ωραίο φόρεμα για τη νιόπαντρη που θα 'ρχότανε ο Γιωργάκης, ο άντρας της, ήτανε στα Άδανα  της Τουρκίας, στο στρατόπεδο, έτσι της είχαν πει, δεν κατάφερε να γυρίσει πίσω με τις ανταλλαγές, αλλά εκείνη τον περίμενε, γιαυτό είπε να ράψει εκείνο το φόρεμα το βυσσινί, με το διπλό ντεκολτέ, να μην είναι με τα γκρίζα και η Σπασούλα περίμενε το γιό της, της είχαν προλάβει κάτι πελάτισσες ότι οργανώνεται με τις νέες Εόκες «και να του πει να προσέχει να μην το φάει το κεφάλι του και τελικά αυτοί θα μας φέρουνε τους Τούρκους».

 Η Σπασούλα τους Τούρκους καθόλου δεν τους ήθελε. 

"Ήρθανε, πήραν τα σπίτια μας, μας σκότωσαν, μας έκαναν πρόσφυγες" έλεγε Και ούτε που τους κάναμε και εμείς κακά παραδεχότανε. "Αυτά που μας κάνανε αυτοί πολύ χειρότερα ήταν" έλεγε. Είχε και το θέμα με τον γιο της, που τους κατηγορούσαν ότι έφεραν τους Τούρκους με αυτά που κάνανε, αλλά δεν το παραδεχότανε. Αυτοί θα κάνανε ό,τι κάνανε, αιτίες πολλές είχανε, αφορμή ψάχνανε, έλεγε και τους Τούρκους καθόλου δεν ήθελε, να τους δει δεν μπόραγε. Μέχρι που πήγαμε σε εκείνη την εκδήλωση και την κηδεία. Ήτανε τότε που εμείς βρήκαμε τον Γιωργάκη μας και τον θάψαμε αλλά της Σπασούλας τον γιο της καθόλου δεν βρήκανε.

Και ποιοί είναι θαμμένοι στους  ομαδικούς τάφους; Σηκώθηκε μια Τουρκάλα και μίλησε. Κάτω, λέει, ήτανε θαμμένοι οι Τούρκοι που σκότωναν οι Έλληνες το εξήντα τρία. Κι από πάνω οι Έλληνες που σκότωναν οι Τούρκοι το εβδομήντα τέσσερα.

Πηγάδια βρίσκανε και ξέρες, μας είπε η Τουρκάλα, τόπους που είχαν τρύπες και κοιλώματα, που γέμιζαν παλιά νερό. Ρίχναμε εμείς τους δικούς τους στα πηγάδια μας, έριχναν μετά κι αυτοί τους δικούς μας στον ίδιο τόπο, φύρδην μίγδην τα κόκαλα, κάτω οι Τούρκοι, πάνω οι Έλληνες, ύστερα έρχονταν βροχές, τα πηγάδια γεμίζανε, τα κόκαλα ανακατεύονταν, γι' αυτό θέλανε τώρα τις επιτροπές να κάνουνε ταυτοποίηση, κανένας δεν ήξερε ποιος ήταν ποιος. Κάτσαμε κι εμείς να σκεφτόμαστε ένα πηγάδι γεμάτο κόκαλα ελληνικά και τούρκικα, ανάκατα μέσα στις ξέρες και τα πηγάδια, και στεναχωρηθήκαμε. Είδαμε και την Τουρκάλα που έκλαιγε, σφιχτήκαμε.

Είναι, νομίζω, το πιο συνταρακτικό βιβλίο που διάβασα τη χρονιά που φεύγει, το "Πικρία Χώρα" της Κωνστάντιας Σωτηρίου (Πατάκης, 2019). Η συγγραφέας μιλά με τόλμη για ένα θέμα δύσκολο, πονεμένο, για το Κυπριακό, τους αγνοούμενους και τους σκοτωμένους του, κι από τις δυο πλευρές, όπου η γυναίκα, η μάνα, το παιδί βιώνουν τον ίδιο πόνο της απώλειας σ' όποια μεριά κι αν βρίσκονται. Κι όπου, τελικά, καταλήγουν στον ίδιο λάκκο τα κόκαλά των σκοτωμένων τους και ανακατεύονται και "φίλοι, γινήκανε μαμά, φίλοι γινήκανε".

Η γραφή της είναι πολύ ιδιαίτερη, με συμβολισμούς, με γλώσσα ποιητική και όμορφη, με αφηγηματικό τρόπο παραμυθιού και με ιστορίες παράλληλες ή μήπως ίδιες με άλλο τρόπο καμωμένες. Η ιστορία του Καρλίτο και της Μαρίνας και η ιστορία της Σπασούλας και των φιλενάδων της, η ιστορία της Κύπρου με λόγια "κανονικά" και με λόγια στην κυπριακή διάλεκτο. Συγκλονιστικές αράδες ζωντανεύουν σκηνές σαν από αρχαία τραγωδία.

- Αφήκαν τες μόνες του να κλαίουν.

- Έτσι είν' δαμαί τα δικά μας παραμύθκια.

- Έτσι έν' τα παραμύθκια.

- Της γλυκείας χώρας!

- Της πικρίας χώρας.

- Εν έχουν καλόν τέλος.

- Εν έχουν τέλος.