Ιδιαίτερο κεφάλαιο της ζωής μας
είναι τα δώρα· όχι αυτά που δίνεις
(αυτά που λες, ας πάνε στο καλό,
δόθηκαν όπως δόθηκες κι εσύ -
αμέριστα: ποτέ δεν θα ξανάρθουν
στη μνήμη σου για να σε βασανίσουν
με τύψεις μάταιες ή για να στάξουν
το αργό τους δηλητήριο στην καρδιά,
εκεί που στάλαζε ο ύπνος)· όχι,
τούτα δεν σε θυμούνται, όπως τ' άλλα
που πήρες κάποτε - τα χαρισμένα
και ανεκτίμητα: ένα φουλάρι
που δεν το φόρεσες, ένα βιβλίο
που δεν το διάβασες και ξαφνικά
βλέπεις την αφιέρωση, ένας δίσκος
που δεν τον άκουσες ποτέ, μια πένα
πού' χει πετρώσει και δεν γράφει πια,
ένα ζευγάρι γάντια από σεβρό
βαθιά σ' ένα συρτάρι. Σε θυμούνται,
δεν σε ξεχνούν, κι αν κάποτε για λίγο
(άμποτε για πολύ) τα λησμονήσεις,
θα επιστρέψουν, πάντοτε επιστρέφουν,
σαν να 'χουν μείνει ανεπίδοτα,
σαν να μην έχει υπάρξει παραλήπτης
ή να 'ταν άλλος κι όχι εσύ εκείνος
που στάθηκε στο νόημα μιας λέξης
μετέωρης στο φως του δειλινού
ή μιας αόριστης χειρονομίας
που δεν κατάφερε να γίνει χάδι,
και πρέπει τώρα να τα ξαναπάρεις
στα χέρια σου, στα χρόνια, στην καρδιά σου,
να υποδεχτείς τη λύπη και το φως τους,
την τρυφερή μομφή, το χάρισμά τους,
σαν να 'ταν οφειλές, σαν υποθήκες
γραμμένες στο κατάστιχο της νύχτας,
που ήρθε η ώρα τους να εξοφληθούν -
η ώρα που θα σκύψεις και θ' ακούσεις
τη φυλαγμένη μέσα τους φωνή:
να μας θυμάσαι, τα φαντάσματά σου,
τις νύχτες, όταν δεν σε παίρνει ο ύπνος,
και το πρωί που θα 'χεις ξαγρυπνήσει,
κι όταν αργά θα γέρνεις προς τον ύπνο
που θα 'ρθει δίχως όνειρα, θυμήσου,
μη μας ξεχνάς, τα δώρα της αγάπης.
Γιατί 'ναι βέβαιο πια: όταν θα έρθει
καιρός να μετρηθούν όλες οι λύπες,
στον τελικό λογαριασμό θα οφείλουν
όσοι ποτέ τους δεν αγάπησαν.
Το ποίημα «Τα δώρα» του Διονύση Καψάλη περιέχεται στη συλλογή Ο καταρράκτης (εκδόσεις Άγρα, 2022). Αφιερωμένο στις μνήμες μου, στις μνήμες μας.
Οι μνήμες μας φυλάσσονται στο κεφάλι και στην καρδιά, αυτές που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε τις φυλάμε στην καρδιά μας. Έτσι λέει στον εγγονό του Ζαν ο παππούς Ζοάν, που έβρισκε στα δέντρα όλες τις απαντήσεις στα ερωτήματά του (όπως η γιαγιά Κατερίνα τις έβρισκε στις κλωστές της μοδιστρικής της). Διαβάζω την τρυφερή νουβέλα της Καταλανής συγγραφέα Τίνας Βαλιές Η μνήμη του δέντρου (εκδόσεις World Books, 2024, σε μετάφραση της Ελένης Μπύρου). Ο παππούς αγαπά τα δέντρα, τ' αγγίζει και μαθαίνει τα μυστικά τους, αγκαλιάζει τον κορμό, βάζει το κεφάλι στη μεγάλη κουφάλα και αφουγκράζεται τους ήχους τους, μαθαίνει στον εγγονό ιστορίες για δέντρα και κάποτε αποφασίζει να του διηγηθεί την ιστορία για την κλαίουσα ιτιά που πια δεν υπάρχει στη μικρή πλατεία του χωριού, έγινε κούτσουρα για το τζάκι. Το κούτσουρο, λέει ο παππούς, «είναι ένα δέντρο με τη μνήμη του εκτεθειμένη».
Αυτές οι ιστορίες είναι τα καλύτερα δώρα που πήρε ποτέ ο Ζαν, είναι δώρα της αγάπης από τον παππού· κι αυτές οι μνήμες είναι καλά κρυμμένες στην καρδιά του. Ο παππούς Ζοάν τις έμαθε από τον παππού του, κι αυτός τις είπε στον εγγονό του τον Ζαν κι ο Ζαν τις έχει φυλαμένες να τις πει στα εγγόνια του.