Τετάρτη 28 Μαΐου 2025

Η κόρη μου, της Kim Hye-Jin: η μάνα που αφουγκράζεται

 
Δεν  μου αρέσει η νοοτροπία σύμφωνα με την οποία ό,τι δεν έχει σχέση με μένα δεν είναι σημαντικό, μονολογεί η αφηγήτρια του βιβλίου Η κόρη μου, της Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέα Kim Hye-Jin (Ίκαρος, σε μετάφραση από τα κορεάτικα της Αμαλίας Τζιώτη).

Η αφηγήτρια και κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι μια μητέρα στη Νότια Κορέα, χήρα, που εργάζεται σε οίκο ευγηρίας, που βλέπει τις μοίρες των ανθρώπων να γυρίζουν όπως και τη δική της, που έχει μια κόρη σπουδαγμένη, επαναστάτρια με τα δικά της δεδομένα, που βλέπει τον κόσμο ν' αλλάζει, που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και ν' αποδεχτεί τις αλλαγές. Ξεχωρίζω, για λόγους παρουσίασης, τρεις ενότητες, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι ξεχωριστές στο βιβλίο, όμως έτσι διέκρινα τις διαφορετικές πλευρές που ξετυλίγονται και που θεωρώ εξίσου σημαντικές.
 
Η φροντίδα της Τζεν στο γηροκομείο της γεννά έντονα συναισθήματα και πολλές σκέψεις γύρω από το παρελθόν και το τώρα της γυναίκας αυτής, γύρω από την καθημερινότητα σε κάθε άνθρωπο όταν γερνάει.
 
Μια υπερήλικη γυναίκα. Μια γυναίκα που οι αναμνήσεις της διαρρέουν προς κάπου αλλού. Μια γυναίκα που σπάει τα όρια των φύλων, τον διαχωρισμό ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες, κι επιστρέφει στο να είναι μόνο άνθρωπος, ακριβώς όπως να γεννήθηκε πριν από πολύ καιρό.

Μερικές φορές, η ζωή αυτής της μικροκαμωμένης, αποστεωμένης, ασήμαντης γυναίκας μοιάζει με ψέμα. Γεννήθηκε στην Κορέα, σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εργάστηκε στην Ευρώπη, κι όταν επέστρεψε στην πατρίδα της, πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στηρίζοντας ανθρώπους που δεν είχαν καμία σχέση μαζί της. Είναι απίστευτο ότι αυτή η γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν έκανε παιδιά, έχει δει τον απέραντο κόσμο, την εμπειρία του οποίου δεν είχα ποτέ, και ταυτόχρονα έχει ζήσει την απόλυτη μοναξιά, αφού κανείς δεν έχει επισκεφτεί έναν ολόκληρο χρόνο.

Στενάχωρες σκέψεις έρχονται σαν αναλογιστεί κανείς ποια μπορεί να είναι η εξέλιξη ενός οποιουδήποτε ανθρώπου καθώς κυλάνε τα χρόνια. Μια μέρα ήρθαν νέοι άνθρωποι στο γηροκομείο να δουν τη γηραιά τρόφιμο του οίκου ευγηρίας και να μιλήσουν μαζί της, να της δείξουν παλιές φωτογραφίες και να της ζητήσουν να πει κάποια λόγια για τη δράση της τις δεκαετίες του '80 και του '90. Η Τζεν είχε γράψει βιβλίο για «τα παιδιά των συνόρων», είχε αγωνιστεί και είχε δημιουργήσει Συμβουλευτικό Κέντρο για τα Ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, είχε αντιταχθεί στην κυβέρνηση της Κορέας. Τώρα, πολύ λίγο ανταποκρίνεται στις ερωτήσεις των νέων αυτών, μέχρι που, κουρασμένη; θυμωμένη; ποιος ξέρει, ζητά να φάει, «Πεινάω τώρα. Είπα πεινάω!», αναφωνεί με θυμό.  Και η αφηγήτρια, συλλογάται:

Έκανε όλα αυτά τα πράγματα αυτή η ηλικιωμένη, αδύναμη γυναίκα που τώρα το μόνο που τη νοιάζει είναι να τρώει, να κάνει την ανάγκη της και να κοιμάται;

Η μητέρα μιλά για τις δυσκολίες της ζωής στη Νότια Κορέα, όπως τελικά βρίσκει κανείς κι όπου αλλού ...

Οι άνθρωποι δεν είναι πλέον κύριοι της δουλειάς τους, είναι σκλάβοι της, που πρέπει να αγωνιστούν για να αποφύγουν την περιθωριοποίηση και την απαξίωση.
 
Ίδια η μοίρα και της κόρης της. 
 
Η κόρη μου δεν έχει σταθερή εργασία. Άνθρωποι που δουλεύουν, αλλά δεν έχουν μόνιμη θέση. Ένας στους δέκα. Τρεις στους δέκα. Το ποσοστό έχει αυξηθεί τόσο πολύ, που τώρα έξι ή επτά στους δέκα ανθρώπους ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Δεν έχουν τα προσόντα. Ούτε για λήψη δανείου ούτε για πρόσβαση σε εργατικές κατοικίες.

Όμως δεν με παρηγορεί το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι. Αντιθέτως, με σοκάρει και με εκπλήσσει κάθε μέρα το γεγονός ότι κόρη μου ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Έτσι, κάθε φορά νιώθω με την ίδια ένταση την απογοήτευση και την ενοχή. Ίσως κόρη μου σπουδασε υπερβολικά πολύ. ‘Ισως την έβαλα να μάθει πάρα πολλά άχρηστα πράγματα. Σπουδάζοντας, πιστεύω ότι κατέληξε να μάθει πράγματα που δεν χρειαζόταν να μάθει και που δεν έπρεπε να μάθει.

Πώς να αδιαφορεί για τον κόσμο. Πώς να πηγαίνει κόντρα στην κοινωνία.

Το χάσμα ή οι διαφορές των γενεών; Όταν βρίσκεται σε μια διαδήλωση προσπαθώντας να βρει την κόρη της που πρωτοστατεί, για να τη σώσει, ακούει μια γυναίκα να λέει:

Στην εποχή μας δεν κάναμε έτσι. Αν δεν γινόταν κάτι, τα αποδεχόμασταν, κι αν γινόταν, νιώθαμε ευγνωμοσύνη.

Και η μητέρα σκέφτεται:

Τώρα το παιδί με έχει προσπεράσει κι έχει απομακρυνθεί. Τώρα, όσο αυστηρή κι αν γίνω κρατώντας μια βίτσα, δεν ωφελεί. Ο κόσμος της κόρης μου είναι πολύ μακριά από τον δικό μου.

Η κόρη της έρχεται να μείνει στο σπίτι της μητέρας της, δεν έρχεται μόνη της, αλλά με την κοπέλα της. Να κάτι που δυσκολεύεται ν' αποδεχτεί η μάνα, δεν είναι έτοιμη να βάλει στο σπίτι της ένα άγνωστο πρόσωπο, "δεν γνωρίζω και δεν θέλω καν να μάθω" σκέφτεται. Όμως για την κόρη, η Ρέιν δεν είναι απλά μια φίλη, είναι, της λέει, οικογένεια. Και ορίζει, περιγράφει στη μάνα της, τι είναι οικογένεια:

Τα τελευταία χρόνια τα περάσαμε πραγματικά σαν οικογένεια. Τι είναι η οικογένεια; Δεν είναι αυτοί που σε στηρίζουν κι είναι δίπλα σου; Γιατί εκείνη είναι οικογένεια κι αυτή όχι; 

Οι διάλογοι ανάμεσα στη μάνα και στην κόρη συνεχίζονται. Τα παρακάτω λόγια είναι ενδεικτικά των διαφορετικών αντιλήψεων ανάμεσα στις γενιές

Κόρη:

Δεν μπορείς απλά να με δεις όπως είμαι; Δεν σου ζητάω να καταλάβεις τα πάντα. Εσύ δεν μου έλεγες ότι υπάρχουν διαφορετικοί στον κόσμο; Ότι ο καθένας έχει διαφορετικό τρόπο ζωής; Ότι δεν είναι κακό να είσαι διαφορετικός; Αυτά δεν μου έλεγες μαμά; Γιατί αυτά τα λόγια αποτελούν πάντα εξαίρεση για μένα;

Μητέρα :

Γιατί είσαι η κόρη μου. Είσαι το παιδί μου.

Είναι συγκλονιστική η αφήγηση καθώς εξελίσσεται, καθώς παρατηρείς ως αναγνώστρια τη μετάλλαξη στις ενέργειες και κυρίως στους συλλογισμούς της μάνας,

για την κόρη της που απολύθηκε και διαδηλώνει:

Νιώθω απαίσια που η κόρη μου υφίσταται τέτοιες διακρίσεις. [...] Δεν έχει να κάνει με το ότι της αρέσουν οι γυναίκες. Δεν ζητάω από τον κόσμο να καταλάβει αυτά τα παιδιά.[...] Θα μπορώ να πω ότι το σημείο που στέκονται αυτά τα παιδιά είναι ακριβώς το επίκεντρο ενός αδυσώπητου κόσμου;

για τον αδυσώπητο κόσμο:

Σε κανέναν δεν αρέσουν οι άνθρωποι που αφουγκράζονται την ατμόσφαιρα γύρω τους κι εκφράζουν τη γνώμη τους ανοιχτά. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και γέρασα σε αυτή τη χώρα όπου θεωρείται ευγένεια να προσποιείσαι άγνοια και να σιωπάς. Γιατί λοιπόν μόνο τώρα το αντιλαμβάνομαι ως πρόβλημα; Αφού έζησα τη ζωή μου όπως μου έμαθαν, χωρίς να λέω λέξη, γιατί νοιάζομαι τόσο πολύ γι’ αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή και το θεωρώ τόσο σπουδαίο;

Το βιβλίο είναι εξαιρετικό! Με ήρεμη γραφή, με πλοκή χωρίς περιττές περιγραφές και χωρίς ασυνέχειες, το βιβλίο ξεδιπλώνει ζητήματα που απασχολούν την κεντρική ηρωίδα, που είναι όμως υπαρκτά, καθημερινά, μπορεί να τα έχουμε βιώσει αντίστοιχα ή και να τα βιώνουμε, και που γεννούν στον αναγνώστη και στην αναγνώστρια ποικίλες σκέψεις και προβληματισμούς. Ζητήματα όπως: γηρατειά και εκδηλώσεις τους (μοναξιά, άνοια, γηροκομεία), διαφορετικότητα (κατανόηση και δυσκολίες αποδοχής, όταν μάλιστα συμβαίνει στο ίδιο το παιδί της ηρωίδας), στάση απέναντι στα, συχνά έξω από εμάς όπως νομίζουμε, προβλήματα (ανισότητες, αδικίες, αντίσταση, συμμετοχή), καθημερινότητα και δυσκολίες επιβίωσης (απασχόληση και συνθήκες εργασίας στη Ν. Κορέα). Σημαντικά ζητήματα που χωρούν σε λιγότερες από  180 σελίδες.

Ένα βιβλίο που, αν μη τι άλλο, μας κινητοποιεί. Αξίζει να το διαβάσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου