Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ημέρα της ποίησης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ημέρα της ποίησης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Ημερολόγιο πολέμου κρατά η Άνοιξη: Τζενίν, από την Ετέλ Αντνάν


κι η νύχτα αρνήθηκε να βρέξει πάνω στα κεφάλια των αρνιών, κι είδαμε την αστραπή να αναμειγνύεται με τα σύγνεφα τα ψωμωμένα απ΄το αίμα και τα δάκρυα, και η ύλη βάλθηκε να ομιλεί κατευθείαν στους νεκρούς, που είχαν πάψει ν' ακούν, κι οι λαοί, απ' την άλλη, δεν είχαν πλέον φωνή, κι εμείς περπατήσαμε μέσα στα βάτα, στ' αγκάθια και στις τσουκνίδες, και τα μάτια μας εξάντλησαν το λεξιλόγιο του ζόφου

Από το συγκλονιστικό ποίημα -πεζό ποίημα- της Ετέλ Αντνάν που έγραψε μετά τη μάχη της Τζενίν το 2002, τότε που ο ισραηλινός στρατός κατέλαβε τον προσφυγικό καταυλισμό της πόλης για 10 ημέρες, κατέστρεψε σπίτια, εκτόπισε το ένα τέταρτο από τους 16.000 κατοίκους του καταυλισμού, σκότωσε πάνω από 4.000 Παλαιστίνιους. Το ποίημα κυκλοφόρησε σε μια καλαίσθητη έκδοση από την Άγρα τον περασμένο Δεκέμβριο, σε μετάφραση Σπύρου Γιανναρά.


Σαβανώσαμε το θάνατο με μια πελώρια σημαία και τη θάψαμε έπειτα στον ομαδικό τάφο που ήταν άλλοτε η πόλη εκείνων που τρώγαν κάθε πρωί τα ξερά ψίχουλα της μνήμης. Δεν θα ξανατραβήξουμε ευθείες γραμμές, θα ζητήσουμε από την άνοιξη να κρατήσει ημερολόγιο πολέμου [...] Ετοιμάζεται συμπόσιο για τους νικηφόρους στρατηγούς. [...] Πιο πυκνά γίναν τα δάση, της νύχτας τα ζώα γεννούν τέρατα. Το κακό χτυπάει την πόρτα πριν την αυγή [...]

Το Άλογο ήταν το μνημείο - σύμβολο της πόλης για τη μάχη του 2002, έργο του Γερμανού καλλιτέχνη Thomas Kilpper. Το φθινόπωρο του 2023, 20 χρόνια μετά την ανέγερσή του, οι Ισραηλινοί το απομάκρυναν (πληροφορίες εδώ)

Ζούμε στην έναστρη περιφέρεια του εφιάλτη, που το κάλλος ετούτης της άνοιξης εντείνει, μιας άνοιξης όλο δέντρα λουλουδιασμένα, υγρά βουνά στεφανωμένα με διάφανα σύγνεφα [...] Τι απέγινε εκείνο το παρελθόν; Οι φονιάδες δεν σταματούν στη σάρκα. Στοχεύουν το αόρατο, που ήταν άλλοτε η δική μας ευτυχία. Στο μεταξύ το σύμπαν γερνάει [...] Η νύχτα αναρωτήθηκε αν θα 'ταν ηθικό να κρύβει τέτοια θηριωδία, και έπειτα πήρε την απόφασή της: Έμεινε μετέωρη ψηλά στον ουρανό, το έσχατο αγαθό των αδικημένων. [...] η Ιστορία, η τελευταία μας ψευδαίσθηση. Όταν έκανε κρύο στα μη ζεσταμένα σπίτια μας, ζεσταινόμασταν με τη μνήμη των προγόνων μας, [...] έριξαν ανάκατα παιδιά, γέρους και νιόπαντρους, νεκρούς ή ημιθανείς, σε τάφο ομαδικό, και παράχωσαν τα πάντα, κι όλα αυτά για να πουν στον κόσμο των νεκροζώντανων ότι δεν υπήρχαμε [...]

Τα παραπάνω είναι λίγα σκόρπια αποσπάσματα από ένα συγκλονιστικό κείμενο που λες είναι γραμμένο και για τους τωρινούς καιρούς που στη Γάζα κανείς «μεγάλος» δεν παρεμβαίνει να σταματήσει η γενοκτονία, που το σύμπαν γερνάει και κατατρώει τα ίδια τα σωθικά του, που σώθηκαν τα λόγια στο λεξιλόγιο του ζόφου, που η Ιστορία γίνεται ψευδαίσθηση κι μνήμη ξεθωριάζει, που η Άνοιξη χάνει το κάλλος της και κρατά ημερολόγιο πολέμου!

-----------------------------------------------------------------------------------------------
* Για την πόλη Τζενίν, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Τζενίν. Μικρή πόλη στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, εμβληματική της Παλαιστινιακής Αντίστασης. Πεδίο μάχης ήδη από το 1948 στη Νάκμπα (στα αραβικά, καταστροφή), τη βίαιη εκδίωξη των Παλαιστινίων από τις εστίες τους και την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.
Ιδιαίτερα γνωστή από τη μάχη της Τζενίν το 2002, μετά την αποτυχία των συμφωνιών του Όσλο, στη διάρκεια της δεύτερης παλαιστινιακής Ιντιφάντα (στα αραβικά, εξέγερση), μια άνιση αλλά ηρωική σύγκρουση, που ο ιστορικός ηγέτης της Φατάχ και της παλαιστινιακής επανάστασης Γιασέρ Αραφάτ ονόμασε "νέα μάχη του Στάλινγκραντ". Τιμώντας τη μάχη του 2002, υψώθηκε στην Τζενίν παλαιστινιακό μνημείο των νεκρών μαχητών.
Διαχρονικά, κέντρο αντίστασης κατά της ισραηλινής κατοχής και του καθεστώτος απαρτχάιντ, ιδιαίτερα από μια πολυπληθή νέα γενιά, χωρίς μέλλον και χωρίς εμπιστοσύνη σε καμιά παραδοσιακή παλαιστινιακή ηγεσία, ισλαμική ή λαϊκή, η Τζενίν γνώρισε, πάλι το καλοκαίρι του 2023, μαζική εισβολή του ισραηλινού στρατού.
Μετά την επίθεση της Χαμάς στο Νότιο Ισραήλ, στις 7 Οκτωβρίου 2023, και το ξέσπασμα του νέου πολέμου και τους τρομερούς βομβαρδισμούς της Γάζας, οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και των ένοπλων ακροδεξιών εποίκων επεκτάθηκαν και στη Δυτική Όχθη και στην Τζενίν, όπου και κατέστρεψαν το μνημείο της μάχης του 2002.

* Για την Ετέλ Αντνάν, αντιγράφω λίγα από το αυτί του βιβλίου:

Η Ετέλ Αντνάν (1925-2021) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βηρυτό του Λιβάνου. Η μητέρα της ήταν Ελληνίδα από τη Σμύρνη και ο πατέρας της υψηλόβαθμος Οθωμανός αξιωματούχος από τη Δαμασκό. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόννη, το Μπέρκλεϋ και το Χάρβαρντ. Από το 1958 έως το 1972 δίδαξε φιλοσοφία. Έγινε ζωγράφος. Χάρη στη συμμετοχή της στο κίνημα των ποιητών ενάντια στον πόλεμο τού Βιετνάμ, άρχισε να γράφει ποιήματα και έγινε, σύμφωνα με τα λόγια της, «μια Αμερικανίδα ποιήτρια». Το 1972 επέστρεψε στη Βηρυτό και εργάστηκε ως πολιτιστική συντάκτρια. Έμεινε στον Λίβανο ως το 1976. Το 1977 το πεζογράφημά της Sitt Marie-Rose δημοσιεύτηκε στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά επέστρεψε στην Καλιφόρνια. Ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί από σύγχρονους συνθέτες και έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή φεστιβάλ. Έργα της για το θέατρο έχουν παρουσιαστεί σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, είχε γράψει για τον Αμερικανό σκηνοθέτη Bob Wilson το γαλλικό κείμενο της πολύγλωσσης όπεράς του Civil wars, το 1985. Το ποίημά της Τζενίν διασκευάστηκε και παρουσιάστηκε στο Θέατρο Άττις, στην Αθήνα, το 2006. Έργο της βασισμένο στο ποίημα To Be In a Time of War, με κείμενα του Heiner Muller, παραστάθηκε στο Forum Freies Theater στο Ντύσσελντορφ, το Βερολίνο και τη Βηρυτό το 2011. Συμμετείχε με το εικαστικό της έργο στη 13η documenta, στο Κάσσελ της Γερμανίας το 2012.

* Εικόνες από το βιβλίο
 
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι έργο της Ετέλ Αντνάν και έχει τίτλο «Βουνά». Η πρώτη εικόνα είναι ένα από τα σχέδια στο εσωτερικό του βιβλίου και έχουν γίνει από τον Αλγερινό καλλιτέχνη Ρασίντ Κοραϊτσί (Rachid Koraïchi).
 
Η Ετέλ Αντνάν (από το βιβλίο)

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Η Χανιώτισσα ποιήτρια Ελένη Μαρινάκη

 
Δύσκολο πέταγμα η ποίηση
κι εγώ δεν άφηνα να ανοίξουν
                      τα φτερά μου.
 
Κρατούσα σκορπισμένα φύλλα
λαγούς μικρούς μες στο σαλόνι μου.
 
Έπαιζε μόνη της η μπάντα,
στις επετείους άνοιγα δειλά
                               τα μάτια
χωράφια με ελιές σκίαζαν
                             το καπέλο μου
μια κούνια με παρέδινε στο χάος.
[...]
τώρα, σε γέφυρες κουρνιάζω
σε ξεραμένους ποταμούς.
 
Να ΄χω κι εγώ
ένα δικό μου τίποτα.
 
(«Ταχυδακτυλουργός», από τη συλλογή Ο χρόνος τότε, Γαβριηλίδης 2013)

Μόνο η ποίηση
μαζεύει τη βροχή
στεγνώνει τις
σκιές για να περάσω
γέφυρες ρίχνει
να σωθώ.

Μόνο η ποίηση
ξέρει να με ισιώνει
όταν γέρνω,
να με κρατά
στα αβαθή,
να με βαφτίζει
στο βυθό
και να με ανασύρει
άβρεχτη.

(Απόσπασμα από το ποίημα «Όταν δεν ξέρω», συλλογή Σε ξένο ουρανό, Ερατώ 2011)

Την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024, στις 7.30 μμ, στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου στα Χανιά, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση - αφιέρωμα στην ποίηση και στο έργο συνολικά της Ελένης Μαρινάκη. Η εκδήλωση συνδιοργανώνεται από την Περιφέρεια Κρήτης - Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, τον Δήμο Χανίων, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων και τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Νομού Χανίων, με αφορμή τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης. Στην εκδήλωση θα συμμετάσχουν: Μιχάλης Βιρβιδάκης, ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, Νεκταρία Μενδρινού, ποιήτρια και Δέσποινα Πολλαναγνωστάκη, ηθοποιός. Θα υπάρχει επίσης μουσική πλαισίωση από την Ομάδα passe-pARTout δράσεις μετά μουσικής και τον συντονισμό της όλης εκδήλωσης θα έχει η Σίτσα Κοτσιφάκη. 

Ανθέ και φούλι της αυγής
κι άσπρο περιστεράκι
μάτια μου μαύρα σαν φωτιά
και πύρινο δεντράκι
δε μου ΄δωσες να μυριστώ
τη μυρωδιά που έχεις
δε μ' έκαψες στις φλόγες σου
και τριγυρνώ στις ρούγες

[...]*

Σκάβει ο καιρός
μεγάλες τρύπες
άνυδρα ερωτήματα·
ρίχνει ζάρια
στην πλάτη μας.

Κανένας δεν κερδίζει.**

Χαίρομαι γι' αυτή την εκδήλωση αφιέρωμα στην Ελένη Μαρινάκη· η ποίησή της είναι μια ποίηση εσωτερική, αγαπητική, γεμάτη ευαισθησίες και σιωπές, μια ποίηση για την ύπαρξη, για τον χρόνο, για τις μνήμες, για τους ανθρώπους, για τον κοινό μας γενέθλιο τόπο. Κρίμα που δεν θα είμαι κι εγώ εκεί!

 

Σφίγγεις γροθιές τα χέρια σου
κάτι θα συγκρατούνε, λέω,από την ιστορία μας.
***

Θα σε βαφτίσω μνήμη.
Θα βάλω πάνω στο τραπέζι το ψωμί
το πιάτο με τον επιούσιο
και θα καθίσεις ύστερα
με τα μακριά σου δάχτυλα
κόβοντας κομματάκια τις στιγμές

[...]****

Σήμερα σκόρπιες λέξεις
ακροβατούν στη μνήμη μου.
*****


 ---------------------------------------------------------

Σημείωση

* Από τους Δεκαπεντασύλλαβους, συλλογή Σε ξένο ουρανό.

** Απόσπασμα από το ποίημα «Τα ζάρια», συλλογή Σε ξένο ουρανό.

*** Στίχοι από το ποίημα «Κουκκίδες πράσινες», συλλογή Ο χρόνος τότε.

**** Οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Από το παρελθόν», συλλογή Ο χρόνος τότε.

***** Οι δυο πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Εξορία», συλλογή Ο χρόνος τότε.

Η πρώτη εικόνα είναι μέρος της αφίσας για την αυριανή εκδήλωση. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.
Τα αποσπάσματα ποιημάτων που παρέθεσα προέρχονται από τις συλλογές, «Σε ξένο ουρανό» και «Ο χρόνος τότε». Όλες οι αναρτήσεις του ιστολογίου με ποιήματα της Ελένης Μαρινάκη από εδώ.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2023

Κάνω ό,τι μπορώ, είπε το μικρό κολιμπρί


Μια φορά κι έναν καιρό ξέσπασε μεγάλη πυρκαγιά σ' ένα δάσος. Τρομοκρατημένα όλα τα ζώα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έφυγαν τρέχοντας από το δάσος. Καθώς έφτασαν στην άκρη ενός ρέματος, σταμάτησαν να δουν τη φωτιά˙ ένιωθαν απελπισμένα και ανίσχυρα. Όλα θρηνούσαν για την καταστροφή των σπιτιών τους και το καθένα χωριστά σκεφτόταν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για τη φωτιά˙ όλα εκτός από ένα μικρό κολιμπρί.

Αυτό το συγκεκριμένο κολιμπρί αποφάσισε να κάνει κάτι. Έπεσε μέσα στο ρέμα, μάζεψε μερικές σταγόνες νερό, τις πήγε στο δάσος και τις έριξε στη φωτιά. Μετά επέστρεψε στο ρέμα και μάζεψε πάλι μερικές σταγόνες και τις έριξε στο δάσος που καιγόταν και συνέχισε να επιστρέφει, ξανά και ξανά και ξανά. Όλα τα άλλα ζώα παρακολουθούσαν με δυσπιστία, μερικά προσπάθησαν να αποθαρρύνουν το κολιμπρί με σχόλια όπως: 

«Μην ασχολείσαι, είναι πάρα πολύ, είσαι πολύ μικρός, τα φτερά σου θα καούν, το ράμφος σου είναι πολύ μικρό, είναι μόνο μια σταγόνα, δεν μπορείς να σβήσεις αυτή τη φωτιά».

Και καθώς τα ζώα στέκονταν τριγύρω υποτιμώντας τις προσπάθειες του μικρού κολιμπρί, το πουλί παρατήρησε πόσο απελπισμένα έμοιαζαν. Τότε ένα από τα ζώα φώναξε δυνατά και προκάλεσε το κολιμπρί με σκωπτική φωνή:

«Τι νομίζεις ότι κάνεις;»

και το κολιμπρί, χωρίς να χάσει χρόνο ή να χάσει ούτε λεπτό, κοίταξε πίσω και είπε: 

«Κάνω ό,τι μπορώ».

Το κολιμπρί είναι μικροσκοπικό πουλί της Αμερικής, το βρίσκουμε από την Αλάσκα μέχρι τη Γη του Πυρός αλλά κυρίως γύρω από την Καραϊβική, το βρίσκουμε στους μύθους των λαών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής, στα ιερά σύμβολα των Αζτέκων, των Ίνκας, των Μάγια, των Ινδιάνων Τάινο και πολλών άλλων, κάθε τόπος και κάθε φυλή έχει παραμύθια για το πουλί που συμβολίζει τη χαρά, την ευγένεια, την αιωνιότητα.

Ένας μύθος των Ίνκας λέει πως  κάποτε γινόταν διαγωνισμός ανάμεσα στον κόνδορα και το κολιμπρί για το ποιος θα γίνει βασιλιάς των ουρανών.  Ο κόνδορας είπε ότι μπορούσε να πετάξει μέχρι την άκρη τ' ουρανού και το κολιμπρί είπε ότι μπορούσε να πετάξει πέρα από την άκρη μέχρι το κέντρο τ' ουρανού.  Όταν ήρθε η ώρα του διαγωνισμού, το κολιμπρί δεν εμφανίστηκε.  Ο κόνδορας απογειώθηκε και πέταξε μέχρι την άκρη τ' ουρανού, και τότε ξεπρόβαλε το κολιμπρί από τα φτερά του κόνδορα και πέταξε πέρα, στο κέντρο του επάνω κόσμου, όπου συνάντησε τον Wiraqocha, τον μεταφυσικό θεό των Άνδεων.

Στους Ινδιάνους Taino, ο θρύλος λέει πως το κολιμπρί είναι το σύμβολο που σκορπά τη ζωή στη γη. Οι Taino πιστεύουν ότι τα κολιμπρί ήταν κάποτε μύγες (άλλος μύθος λέει μέλισσες), τις οποίες ο Πατέρας Ήλιος, ο Agueybaba, μεταμόρφωσε σε μικρά πουλιά. Το κολιμπρί γι' αυτούς είναι πουλί ειρηνικό, μα ικανό να προστατεύει τη μητέρα γη με την καρδιά ενός αετού. Γι' αυτούς, το κολιμπρί είναι σύμβολο της αναγέννησης.

Το κολιμπρί συμβολίζει την ψυχή του ανθρώπου. 

Κι αλλού, είναι τα πνεύματα των αγαπημένων που φεύγουν.

Ένα κολιμπρί στη μνήμη των παιδιών του τρένου.

 

Ας πούμε πως λέω καλοκαίρι,

γράφω τη λέξη «κολιμπρί»,

τη βάζω σε ένα φάκελο,

και κατηφορίζω το λόφο

ως το γραμματοκιβώτιο. Όταν ανοίξεις

το γράμμα μου θα σου έρθουν στο νου

εκείνες οι μέρες και το πόσο πολύ,

 απλώς το πόσο πολύ σε αγαπώ.

 


Η ποιητική συλλογή «Εκεί που είχαν ζήσει» του Ρέυμοντ Κάρβερ, όπου και το ποίημα «Κολιμπρί», κυκλοφορεί σε μετάφραση Άκη Παπαντώνη (εκδ. Κίχλη, 2020)
 
------------------------------------------------------------------------------------------------------------ 

Σημειώσεις
 
1. Η φωτογραφία του κολιμπρί είναι από τη Wikimedia (https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Colibri_coruscans.jpg)
 
2. Το παραμύθι για το κολιμπρί το μετέφερα από τον ιστότοπο στη διεύθυνση https://sechangersoi.be/EN/5EN-Tales/Humminbird.htm. Και οι άλλες ιστορίες είναι από διάφορους ιστότοπους, όπως https://www.worldofhummingbirds.com/history.php, https://www.hummingbirdspot.com/legends κ.ά.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου


Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει

                                         της Κατερίνας Αγγελάκη - Ρουκ

Τι δίνει η ποίηση και τι παίρνει;
Όταν κάτω από το βάρος κάποιου σύννεφου
όλο το μέσα σου σώμα γέρνει 
όταν ένα μόνο βλέμμα παλιές πληγές ξύνει
όταν μια νέα αναπηρία καινούργιες πληγές ανοίγει
όταν τα φανάρια τ' ουρανού σε κοντινή απ' το μέλλον σου απόσταση 
    λάμπουν 
και όλα τα αποθέματα ζωής που έχεις συλλέξει δε φτάνουν 
όταν σε βασανίζει μια θλίψη που δεν ήρθ' ακόμα 
όταν ο πόνος δεν έχει όνομα ούτε χρώμα 
τότε αρχίζει η ποίηση σαν χέρι τρυφερό το μέτωπό σου
και σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι υψηλός ο σκοπός σου 
ότι οι στίχοι σου δεν τελειώνουν με τη ζωή σου 
ότι η ποίηση είναι η λογοδοσία της ψυχής σου.
Πιάνεις τότε την πένα 
και νομίζεις πως γίνεσαι ένα 
με την ωραιότητα και την αθανασία,
όμως η ποίηση ποια σου ζητάει θυσία;
Τι θέλει γι' αντάλλαγμα;
Μονάχα ένα πράγμα.
Απ' τη γη που κατοικείς
τίποτα μην απαιτείς.
Ούτε η πραγματικότητα να σε ανταμείψει 
να σε πλουτίσει
μ' αιώνια δεσμά να σε δέσει 
ή να 'ναι εκείνη όπως σ' εσένα αρέσει.
Ένα μόνο να λαχταράς 
να 'ναι ακόμα γύρω σου η πραγματικότητα και να την αγαπάς 
να 'ναι εκεί 
και ας είναι αγέλαστη, ας είναι και στριφνή.
 
Marc Chagall, The Poet, or half Past Three, Philadelphia Museum of Art (Πηγή: https://www.wikiart.org/en/marc-chagall/the-poet-or-half-past-three-1912)

 
Για τη σημερινή ημέρα της Ποίησης, την «ζωγραφία λαλούσα», όπως την είχε ονομάσει ο Σιμωνίδης ο Κείος:
 
Την μεν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν, την δε ποίησιν ζωγραφίαν λαλούσαν.
 
 
Marc Chagall, War, Kunsthaus Zürich (Πηγή: https://www.wikiart.org/en/marc-chagall/war-1966)   
 
----------------------------------------------------------------
 
Σημειώσεις: 
1. Αντέγραψα το ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων της Ποίηση 1963-2011, Καστανιώτης 2020 (5η έκδ.).
2. Η πρώτη εικόνα είναι έργο της ποιήτριας, πεζογράφου και ζωγράφου Παυλίνας Παμπούδη (πηγή εδώ: https://camerastyloonline.wordpress.com/2011/10/01/52-agrafa-paramythia-tis-pavlinas-pampoudi-sto-aggelon-vima/). Περιλαμβάνεται στη συλλογή της «52 Άγραφα Παραμύθια Εικονογραφημένα» που εκτέθηκαν στο Αγγέλων Βήμα το 2011.  Η Εισαγωγή  στον Κατάλογο της Έκθεσης δημοσιεύτηκε από την Πόλυ Χατζημανωλάκη στο ιστολόγιό της εδώ http://waxtablets.blogspot.com/2011/10/52.html).

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Το παράθυρο, του Τάκη Σινόπουλου

Σπύρος Βασιλείου, Γαλαξειδιώτικο παράθυρο, 1975

Φράξαμε το παράθυρο, ο αέρας φύσαγε απ' το σκουπιδό-
τοπο, τι πήραμε; τι χάσαμε; 

Περπατώντας αμίλητοι σε τούτα τα δύσκολα, τ' ασυνάρ-
τητα χρόνια.

Υπήρχε η κάμαρα, τόση απογύμνωση. Στον τοίχο η λάμπα
και το φως φωτίζοντας πότε το πρόσωπο, πότε το ψέμα.

Τη στρίψαμε κατά την εποχή της μνήμης.

Μονάχα ένα μικρό ποτάμι, τ' όνομά μου χαμένο στη σιωπή
των άμμων.

Κλείσαμε το παράθυρο. Το χώμα απέξω ανάστατο και το
δέντρο παραμιλώντας με το μισό φεγγάρι.

Μέσα από τ' όνειρο έβγαινε, βαρύ με τη φοβέρα του, τ' αλη-
θινό φεγγάρι.
 
 
(Το αντέγραψα από τη συλλογή Πέτρες, Κέδρος 1990. 
Για την Ημέρα της ποίησης και όχι μόνο). 

 

René Magritte, La Recherche de la Vérité, 1963

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Χαρά κι ελπίδα δεν μπορούν να χορτάσουν το ένα με δίχως το άλλο



ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Όταν ξεκινάμε βέβαιοι για την αποτυχία
συλλογιζόμαστε τι μας κάνει να πέφτουμε
κι ύστερα τι μας φέρνει ν' ανθίζουμε αυτό το πέσιμο;
Πριν ξεκινήσουμε την τελευταία φορά, λέγαμε:
πώς θα ξοδέψεις τέτοιο δρόμο μ' ένα ρόδο στην καρδιά σου;
-έχοντας την αντοχή μόνο στη θύμηση περασμένων;-
Υπάρχει πάντα κάτι λέω τώρα,
ύστερ' από τόσες αποτυχίες
μια ανακωχή μ' ανθισμένο χαμόγελο:
Το πρώτο χελιδόνι στον κάμπο που ακόμη δεν ξύπνησε,
-μια γλάστρα θυμάμαι που είδα εγώ πρώτος τον ανθό της,
φώναξα μεθυσμένος: το πρώτο ρόδο! και μέσα μου
γαλήνεψε όλ' η φουρτούνα...
Έτσι σου συνεχίζουμε τώρα το γράμμα μας,
δύσκολη και χωρίς ελπίδα! - γι' αυτό δοκιμάζω τη φωνή μου,
παρακάτω σου γράφω για τον πυρετό μας
που μετριέται σε περιπλάνηση
στο αττικό τοπείο που ξέρεις μ' άλλα μάτια από τα δικά μου.
Χτες το πρωί λοιπόν καθώς έφτανε η ώρα μας
σε βραδιασμένους πια στίχους να δοξάζουμε
τη διάθεση τούτη,
μορμούριζα ευλογώντας την απόσταση
που μου παίρνει και μου δίνει τέτοιες ώρες...

Το παραπάνω ποίημα είναι του Δημήτρη Αντωνίου (1906-1994) και περιέχεται στο βιβλίο "Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί: ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης & ένα ηχητικό ντοκουμέντο" (Μεταίχμιο, 2019) σε επιμέλεια του Γιώργου Ζεβελάκη, ενός σπάνιας αξίας ανθρώπου και συλλέκτη της ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής΄των δύο προηγούμενων αιώνων. Σημειώνω ότι το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον, όπως ενδιαφέρον έχει και η δυνατότητα που παρέχει να ακούγεται ο Αναγνωστάκης απαγγέλλοντας όλα τα ποιήματα.


Ο Δημήτρης Ι. Αντωνίου ήταν ποιητής της γενιάς του '30, από τους ελάσσονες βέβαια, είχε σπουδάσει στη Φιλοσοφική Αθηνών, γνώριζε ξένες γλώσσες, αλλά και ορυκτολογία, βοτανική, μουσική και άλλα πολλά, ενώ επαγγελματικά έκανε καριέρα στην εμπορική ναυτιλία κι.έφτασε μέχρι το βαθμό του πλοιάρχου. Ήταν φίλοι με τον Σεφέρη και τον Ελύτη, έκανε παρέα επίσης με τον Κατσίμπαλη, τον Λώρενς Ντάρελ, τον Χένρι Μίλερ και τον Έντμουντ Κίλι όταν οι τελευταίοι ζούσαν στην Ελλάδα.

Πολλές αναφορές γι' αυτόν κάνει ο Μίλερ στον Κολοσσό του Μαρουσιού (έχω παλιά έκδοση σε μετάφραση Ανδρέα Καραντώνη) και γράφει για τη γνωριμία τους σε ταβέρνα του Πειραιά και τις μετέπειτα συναντήσεις τους:

[Ο Κατσίμπαλης] Μας παρουσίασε στους δικούς του: τον Γιώργο Σεφεριάδη και τον πλοίαρχο Αντωνίου, του καλού καραβιού "Ακρόπολις". Άρχισαν κ' οι δυό να με ταλαιπωρούν μ' ερωτήματα για την Αμερική και τους Αμερικάνους συγγραφείς. Όπως οι πιο πολλοί καλλιεργημένοι Ευρωπαίοι, ξέραν για την αμερικανική λογοτεχνία τόσα όσα δε θα μάθω εγώ ποτέ. Ο Αντωνίου είχε πάει πολλές φορές στην Αμερική, είχε περπατήσει στους δρόμους της Νέας Υόρκης, της Βοστώνης, της Νέας Ορλεάνης, του Αγίου Φραγκίσκου κι άλλων λιμανιών...
.............
Ο Αντωνίου περνάει τον καιρό του ταξιδεύοντας από νησί σε νησί. Γράφει τα ποιήματά του περιδιαβάζοντας σε παράξενες πόλεις, τη νύχτα. Μια φορά, κάμποσους μήνες αργότερα, τον συνάντησα ένα βράδυ, για λίγα λεπτά, στο περίεργο λιμάνι του Ηρακλείου, στην Κρήτη. Σκεπτόταν πάντα τον Σέργουντ Άντερσον, αν και μου μίλησε για φορτία, για μετεωρολογικά δελτία και για προμήθειες νερού. Δεν μου ήταν δύσκολο να τον φαντάζομαι στη θάλασσα , μέσα στην καμπίνα του, να παίρνει ένα μικρό βιβλίο από την εταζέρα, και να θάβεται μέσα στη μυστηριακή νύχτα μιας ανώνυμης πόλης του Οχάιο. Η νύχτα μ' έκανε να τον ζηλεύω λιγάκι - να ζηλεύω την ειρήνη του και τη μοναξιά του στη θάλασσα ...

Αλλά και ο Κίλι στο βιβλίο του "Αναπλάθοντας τον Παράδεισο: το ελληνικό ταξίδι 1937-1947" κάνει συχνά αναφορά στον Αντωνίου αφού ήταν στην ίδια παρέα, φίλος της Νάνσι και του Λάρι Ντάρελ  και σταθερός φίλος, μαζί με τον Σεφέρη, του Μίλερ. Για την παραπάνω εικόνα που περιγράφει ο Μίλερ, γράφει ο Κίλι (σελ. 83):

Η εικόνα αυτή έχει κάτι το ηρωικό, που σίγουρα θα διασκέδαζε τον ήσυχο, ταπεινόφρονα, ευαίσθητο άντρα, εκ πεποιθήσεως εργένη, ναυτικό επί σαράντα συναπτά έτη, που η μοναδική του σχέση με τον ηρωισμό, όπως μαρτυρά η ίδια η ποίησή του, ήταν το όνομα του κρουαζιερόπλοιου που διοικούσε μετά τον πόλεμο: το Α/Π Αχιλλέας. Ο Αντωνίου ήταν από τους πρώτους που υπερασπίστηκαν τον ελεύεθρο στίχο στην Ελλάδα: ένας αυτοδίδακτος άνθρωπος και γνώστης της ξένης λογοτεχνίας, καλοπροαίρετος, συχνά και ενθουσιώδης ακροατής, που σπάνια συμμετείχε στη συζήτηση, ιδίως άμα ο καλός του φίλος Κατσίμπαλης ήταν παρών για ν' αναλάβει την κουβέντα.[...] Κάποιοι στίχοι του θυμίζουν την "Ιθάκη" του Καβάφη , μολονότι αυτός δεν υπαινίσσεται, όπως ο Αλεξανδρινός, ότι τα ταξίδια σ' αποζημιώνουν, έστω και με τις αναμνήσεις, για τη μοναξιά της ξενιτιάς και τον πόνο ανάκατο μα τη χαρά του γυρισμού.



Ο Σεφέρης έγραψε πρώτος χαϊκού στα ελληνικά, εκείνα τα μικροσκοπικά ποιηματάκια συχνά με κωμικό, σκωπτικό περιεχόμενο, με προέλευση από την Ιαπωνία (μια παραπομπή κάνω εδώ, κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα για τα ληρολογήματα, limerick, και για τον Edward Lear πριν από τον Σεφέρη). Χαϊκού όμως έγραψε και ο φίλος του ο Αντωνίου και από μια τέτοια έκδοση (Χάι - Κάι και Τάνκα, Ερμής 1972/1981) αντιγράφω μερικά:

Χάι-Κάι :

Ύπνο κοιμάται
στέρνας ανοιξιάτικης
το περιβόλι.

Διπλώνει φτερά
της Σιωπής ο άγγελος
μπροστά μας πάλι.

Μες στα λουλούδια
μαργαριτοβρέχει
καθώς μιλάνε...

Τάνκα:

Δίψα του κόσμου
στο καρποφόρο δέντρο·
χαρά κι ελπίδα
δεν μπορεί να χορτάσουν
το ένα με δίχως το άλλο.

Τα παιδιά γύρω
σαν δεν παίζουν διαβάζουν
έτσι μαθαίνουν
να πορευτούν στον κόσμο:
νερό σε παλιό αυλάκι...

Θα πάθεις πάλι
με ποίηση παίζοντας·
είν' σαν φάρμακο:
πρέπει δόση να ξέρεις,
στη γιατριά από φαρμάκι.

Πού πήγαν αυτά
που πόθησες; Άλλαξαν
δίχως εσένα·
με τον καιρό στο χρόνο,
ή γίναν μόνο στάχτη;


Σημειώσεις
  •  Επειδή στο ποίημα από την ανθολογία του Αναγνωστάκη το τοπίο γράφεται τοπείο, ο Ζεβελάκης σημειώνει ότι στην παρούσα έκδοση, γενικά, τηρήθηκαν οι ορθογραφικές προτιμήσεις των ποιητών, εκτός από κάποιες προφανείς αβλεψίες. Προφανώς, η γραφή ως τοπείο ήταν προτίμηση και όχι αβλεψία του Αντωνίου. Για το τοπείον, στο Λεξικό Liddell-Scott (και στα λεξικά Δημητράκου και Παπύρου) διαβάζουμε ότι τοπείον (τοπήιον) είναι το σχοινί, το παλαμάρι  και ο φράκτης, ενώ το σημερινό τοπίο προέρχεται από το τόπιον που σήμαινε τον μικρό τόπο, το μικρό αγρόκτημα. Πάντως, ο Κουμανούδης στη "Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων" (1900) αναφέρει τις λέξεις τοπειογραφία και τοπειογράφος. Ετυμολογική και εννοιολογική ανάλυση των όρων κάνει ο Κωνσταντίνος Μωραϊτης, καθηγητής Αρχιτεκτονικής, στο βιβλίο του με τίτλο "Η τέχνη του τοπίου: Πολιτιστική επισκόπηση των νεωτερικών τοπιακών θεωρήσεων και διαμορφώσεων".

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν...




ΠΟΙΗΤΗΣ

Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. 10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,
εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·
ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,
ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,
άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·
γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.

Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,
κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.

Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,
ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.

Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,
και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.
Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' Άστρη εγεννήσαν,
μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει
να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.

Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.
Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,
μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.
Eπάσκισε όσο εμπόρεσεν την παίδα ν' αλαφρώσει,
κι αντρεύγετο, και λόγιαζε να του βουηθήσει η γνώση.
Kαι κάθε αυγή και κάθε αργά, στ' άλογο καβαλάρης,
και με γεράκια και σκυλιά, σα να'τον κυνηγάρης,
ήβανε χίλιους λογισμούς να φύγει απ' το Παλάτι,
μα'σφαλε, δεν τον ήσωνεν καημός που τον εκράτει.
Oυδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα εμπορούσαν
τον Πόθο ν' αλαφρώσουσι που'χε στην Aρετούσαν,
μα πάντα ο νους κ' η θύμησις ήτονε μετά κείνη.
Λίγο νερό ποτέ φωτιά μεγάλη δεν εσβήνει·
αμή ανάφτει και κεντά, και βράζει, και πληθαίνει,
σαν κάμει την αναλαμπή ουδέ νερό τη σβένει-
έτσι κι αυτός, ό,τι έκαμε την παίδα ν' αλαφρύνει,
και να'βρει αέρα και δροσά, πλιά ανάφτει το καμίνι.
Όπού'χε δει όμορφο δεντρό, με τ' άνθη στολισμένο,
είν' τσ' Aρετούσας το κορμί, τ' ομορφοκαμωμένο·
όπού'χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
ήλεγε· "Έτσι τα χείλη τση, και τση Kεράς μου εμένα"·
όντεν εγρίκα του αηδονιού, πώς κιλαδώντας κλαίγει,
του εφαίνετο πως τον πονεί και μοιρολόγι λέγει.
T' άλογο δεν τον ωφελά, γεράκι δεν του αρέσει,
γιατ' είχε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
Aφήνει το λαγωνικό, γιατί τον-ε παιδεύγει,
τσ' αυγής την περιδιάβαση πλιό δεν την-ε γυρεύγει·
τ' άλογον απαρνήθηκε, και τα γεράκια αφήνει,
γιατί δεν του γιατρεύγουσι τσ' Aγάπης την οδύνη.
Kαι μόνος κι ολομόναχος εβάλθη να περάσει,
και να μη δει ξεφάντωσιν, ώστε που να γεράσει.

Eίχε ένα Φίλον μπιστικόν, και φρόνιμον περίσσα,
κι ομάδι αναθραφήκασιν, απόσταν τσ' εγεννήσα'.
Kαι τ' όνομα του Φίλου του Πολύδωρον ελέγαν,
σε μιά πνοήν εζούσανε, σε μιάν αγάπη επλέγαν.
Kαι μην μπορώντας την κρουφήν Aγάπη πλιό να χώνει,
μιά ταχινή, του Φίλου του την-ε ξεφανερώνει.

EPΩTOKPITOΣ

Λέγει· "Aδερφέ μου, δεν μπορώ στον Kόσμον πλιό να ζήσω,
γιατ' ήβαλα ένα λογισμόν, και στέκω ν' αφορμίσω.
Σ' τόπον ψηλόν αγάπησα, μακρά πολλά ξαμώνω,
το χέρι κοπιάζει εύκαιρα να πιάσει τό δε σώνω,
6 τη Θυγατέρα του Pηγός, του Aφέντη μας την Kόρη,
οπού άνεμος δεν τση'διδε, ουδ' ήλιος την εθώρει,
κι οπού μας παίρνει τη ζωήν, όντε μας πιάσει μάχη,
ο λογισμός οπού'βαλα, δίχως θεμέλιο να'χει.
Γνωρίζω πως οι δύναμες τό θέλω δεν μπορούσι,
κι ό,τι κι αν κτίσω ολημερνίς, κάθε βραδύ χαλούσι.
Mα τυφλωμένος βρίσκομαι, τό κάνω δεν κατέχω,
κ' ήχασα το λογαριασμόν, και πλιό μου νου δεν έχω.
Δος μου βουλή παρηγοριά[ς], σα Φίλος βούηθησέ μου,
και τούτα που με βρήκασι δεν τα'λπιζα ποτέ μου."
......................................................................................


Ημέρα της ποίησης σήμερα και θυμούμαι τον πατέρα μου να λέει μια φορά πως "τα παλιά τα χρόνια, ούλοι οι μεγαλύτεροι στο χωριό κατέχανε τον Ερωτόκριτο". Του κύκλου τα γυρίσματα...


Το εξώφυλλο του Ερωτόκριτου στην έκδοση του 1859


Το εξώφυλλο του Ερωτόκριτου στην έκδοση του 1915 


Πρόσωπα τα ομιλούντα εις τούτο το ποίημα.
(Από την έκδοση του 1859)


Έτος Ερωτόκριτου το 2019. Ας είναι αυτή η ανάρτηση η πρώτη μου αναφορά στον Ποιητή Βιτζέντζο απ' τη γενιά Κορνάρο και στο Ποίημα που τους στίχους του "γι' αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσι".

................................................................................................................

Σημειώσεις

1. Οι παραπάνω εικόνες είναι από τις εκδόσεις του Ερωτόκριτου του 1859 και του 1915. Η δεύτερη μάλιστα συνοδεύεται από κείμενα των Ξανθουδίδη και Χατζηδάκη που την καθιστούν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Τιτλοφορείται ως "Ερωτόκριτος / Βιτζέντζου Κορνάρου, έκδοσις κριτική γενομένη επί τη βάσει των πρώτων πηγών μετ' εισαγωγής, σημειώσεων & γλωσσαρίου υπό Στεφάνου Α. Ξανθουδίδου; η επισυνάπτονται πραγματεία του καθηγητού της γλωσσολογίας Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι περί της γλώσσης και γραμματικής του Ερωτόκριτου και οκτώ φωτοτυπικοί πίνακες εκ του χειρογράφου". Η αντιγραφή έγινε από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκης Ανέμη της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης (https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/8/b/a/metadata-70-0000262.tkl  και https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/2/3/2/metadata-01-0002569.tkl αντίστοιχα).

2. Το κείμενο του ποιήματος είναι αντιγραφή από τον ιστότοπο του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=20.

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Τα πλήθη των μελίσσων όταν γλυκὺ του έαρος φυσάει το πνεύμα: οι μέλισσες του Κάλβου και του Φόσκολο




  Eπί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων
όταν γλυκύ του έαρος
              φυσάη το πνεύμα·


(Ωδή Δεκάτη. Ο Ωκεανός)


   Mούσα το Iκάριον πέλαγος
έχεις γνωστόν. Nα η Πάτμος,
να αι Kορασσίαι, κ' η Kάλυμνα
που τρέφει τας μελίσσας
              με' αθέριστα άνθη.

  Nα της αλόης η νήσος,
και η Kως ευτυχεστάτη,
η τις του κόσμου εχάρισε
τον Απελλήν και αθάνατον
            τον Iπποκράτην.

  Iδού και ο μέγας τρόμος
της Ασίας γης, η Σάμος·
πλέξε δι' αυτήν τον στέφανον
υμνητικόν και αιώνιον
           λυρική κόρη.


(Ωδή Τετάρτη. Εις Σάμον)



  Άλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Xάριτες·
και σεις επί το ξύλον
μελίφρονον, υακίνθινον
          βάλετε στέμμα.
....................................
  Eσύ θαυμάσιε Όμηρε
εξένισας τας Mούσας·
και του Διός η κόραι
εις τα χείλη σου απέθηκαν
         το πρώτον μέλι.

  Eις τιμήν των θεών
εφύτευσας την δάφνην·
είδον πολλοί αιώνες
το φυτόν ευθαλές
         υπερακμάζον.

  Mέσα εις το θείον στέλεχος
τι δεν εθησαυρίσατε
τα σίμβλα αιωνίως;
τι ω αώνιαι μέλισσαι
          το παραιτείτε;


(Ωδή Πέμπτη. Εις Μούσας)


  Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
          καρπόν λυαίον.

  Kαλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
από τον ίδρωτά μας
           πεποτισμένη.


(Ω
δή Εβδόμη. Εις Πάργαν)


Οι μέλισσες που φέρνουν την Άνοιξη, που έθρεψαν τον Όμηρο, που αποθήκευσαν στο θείο στέλεχος της δάφνης το μέλι το χρυσό, οι μέλισσες που τραγούδησε ο Ανδρέας Κάλβος στις Ωδές του και οι ίδιες μέλισσες που τραγούδησε ο Ούγκο Φόσκολο στα δικά του ποιήματα.






..................................................
Όταν με ορμή ταταρικών αλόγων
ενάντια στην αδύναμην Ελλάδα
ο Άρης ξαπόλυσεν οργή πολέμου,
και το στεφάνι χάρισε της νίκης
στη βάρβαρη φυλή των Οσμανλήδων,
άνθισε τότε των Μουσών ο κήπος
στην Ιταλία, κ' εδώ ήρθαν οι τεχνίτες
να κρύψουν την ευλογημένη κυψέλη
που το χρυσό της μέλι μας χαρίζει.

.........................................................

(Ούγκο Φόσκολο, Ύμνος στο καράβι των Μουσών, σε μετάφραση Μαρίνου Σιγούρου, από το Ποιήματα μεταφρασμένα από Επτανήσιους, Ωκεανίδα 1997 με επιμέλεια Στέφανου Ροζάνη).


Είναι δική μας κι' όχι για τους άλλους η ιεροτελεστία στη μνήμη των κερήθρων, που στην Ιταλία αποθησαυρίζουν θείες μέλισσες μ' αιώνιο βούισμα για τις Χάριτες, κι' όποιος τις δοκιμάσει μιλεί μ' αγάπη για την πατρίδα. Αχ, πέστε μας σείς, πώς λάβατε αυτό το δώρο! Ποιος μπορεί να στολίση σε μας - που πλανόμαστε στις σκιές της γης - τη φήμη, ποιος άλλος από σας Χάριτες που βρίσκεται παντού και ξέρετε όλα σαν θεές;
...........................................................................................
Κοντά στη μυρτιά άνθιζαν τα ρόδα, που κάθε χρόνο οι Χάριτες μαζεύουν από τους Ευγανείους λόφους. Απ' αυτά φέρνουν στη μητέρα τους ένα στεφάνι δροσερό από δάκρυα, την έκτη μέρα του Απρίλη. Γύρο σ' αυτές βούιζαν γλυκά οι μέλισσες που άκουσαν πως ίσως είχε έλθει από τα Ηλύσσια να κεντρώση το δέντρο, εκείνος που περισσότερο από τους άλλους τρύγησε τo ιερό μέλι στον Υμηττό και πρώτος έκαμε περιβόητο τα τραγούδι του θείου έρωτος.
........................................................................
Ω! νεαρές θεές, χαρά του ύμνου, για σας η όμορφη γυναίκα μιμείται τις ιεροτελεστίες σας και καλοπιάνει τις γήινες μέλισσες στις πλαγιές .της Φελσίνας, απ' όπου ο βοσκός κοιτάζει την Αστραία, που τώρα χαίρεται τ' αργητά δώματα του Νηρέως. Ετοιμάζει για τα πλανώμενα σμάρια αναψυχή και διαμονή από Ινδικά φυτά που κάμνουν σκιά στα σπίτια της. Ή τα δέχεται στη γόνιμη αύρα της αρμονικής σπηλιάς προφυλαγμένα από τον πάγο, τον καλοκαιρινό θυμό και τα σύννεφα. Η όμορφη γυναίκα ποτίζει με το χέρι της τα γαλατένια μπουμπούκια της λεμονιάς, το ντροπαλό, γιούλι και το θυμάρι τ' αγαπημένο στις μέλισσες.

(Ούγος Φώσκολος, Οι Χάριτες, μετάφραση [σε πεζή μορφή] Μαριέττα Μινώτου-Γιαννοπούλου, Αθήναι, Εκδοτικός Οίκος Ζηκάκη, 1927, σσ. 55-144.)




Και λέει ο 'Ομηρος:

Στο μεταξύ μαζεύονταν όλο το στράτευμα.
Πώς σμήνη από μέλισσες πυκνά πετάγονται αλλεπάλληλα
μέσα από τρύπιο βράχο, πετώντας σμάρι στ' ανοιξιάτικα
λουλούδια, σμίγοντας άλλα εδώ, άλλα τραβώντας κατακεί...

Το παραπάνω παράθεμα από την Ιλιάδα (σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη) είναι ένα από τα πολλά που χρησιμοποιεί ο Μιχαήλ Πασχάλης για να μιλήσει για τη διακειμενικότητα, τη σχέση, δηλαδή, ή καλύτερα τον διάλογο ανάμεσα στην ποίηση του Κάλβου και του Φόσκολο και την αρχαία ελληνική ποίηση. Στο βιβλίο του "Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο: Ο Ανδρέας Κάλβος, η Ιταλία και η αρχαιότητα" (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013) αναλύει διεξοδικά το έργο του Κάλβου σε σχέση με τη γλώσσα, την ποιητική και τις επιδράσεις του, δίνοντας πολλές πληροφορίες επίσης για το έργο του Ελληνοϊταλού ποιητή Νικολό Ούγκο Φόσκολο (1778-1827, γεννημένος στη Ζάκυνθο από πατέρα Ενετό γεννημένο στην Κέρκυρα, μητέρα Ελληνίδα και προγόνους Ενετούς που ήρθαν από την Κρήτη!). Αν και μάλλον απευθύνεται σε εξειδικευμένο κοινό, ερευνητές, φιλόλογους κτλ., έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και αξίζει να διαβαστεί. 


Με την ευκαιρία θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα μυθιστόρημα που δεν κατάφερα να παραουσιάσω αν και το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια. Πρόκειται για το "Οι μέλισσες του Κάλβου τριγυρίζουν στα λιβάδια του Λινκολνσάιρ" της Πόλυς Χατζημανωλάκη (Ταξιδευτής 2008). Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη μυθοπλασία για να μιλήσει για τον Κάλβο στην τελευταία περιοδο της ζωής του στην Αγγλία. Αναζητεί τα ίχνη του ποιητή στο Λάουθ, τη μικρή πόλη του Λινκολνσάιρ, όπου έζησε, δίδαξε στο οικοτροφείο, πέθανε και θάφτηκε εκεί, και όπου μάλλον είχε μελίσσια, όπως και οι επινοημένοι ήρωές της. 

Η ίδια πήγε στο Λάουθ, έψαξε στα αρχεία της πόλης, αναζήτησε στοιχεία για τη ζωή της πόλης (όπως για την κλοπή των μελισσών), δανείζεται στοιχεία από τις πολλές πηγές της (βιβλία, άρθρα, Διαδίκτυο) και δημιουργεί ένα μυθιστόρημα που επίσης αξίζει να διαβαστεί. Ο διακειμενικός διάλογος είναι παντού και στο δικό της βιβλίο.

Ένα ντόμινο ανάγνωσης μπορούν να κάνουν όλα τα παραπάνω. Καλό διάβασμα, λοιπόν.

Ημέρα της ποίησης η σημερινή, τη λένε και πρώτη μέρα της Άνοιξης.Καλή άνοιξη, λοιπόν, γλυκειά σαν το μέλι που απέθηκαν του Διός οι κόρες στα χείλη του Ομήρου...


...................................................................................................................................................

Σημειώσεις:
  1. Η αντιγραφή των αποσπασμάτων από τις Ωδές του Κάλβου έγινε από τον ιστότοπο του Σπουδαστήριου Νέου Ελληνισμού (http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=13).
  2. Σύντομες πληροφορίες για τους Επτανήσιους μεταφραστές μπορεί κανείς να βρεί στο Translatum Journal (https://www.translatum.gr/journal/2/ionian-translators.htm).
  3. Παραθέτω ενδεικτικά τους τίτλους δύο άρθρων που βρήκα στο Διαδίκτυο και θα μπορούσαν να διαβαστούν συμπληρωματικά, σημειώνοντας πάντως ότι υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία τόσο για τα θέματα που πραγματεύεται ο Πασχάλης όσο και για τα θέματα που θίγει η Χατζημανωλάκη σχετικά με τον Κάλβο (π.χ. υπάρχουν πολλά άρθρα σε παλιά τεύχη της Νέας Εστίας που μπορεί κανείς να τα βρεί από τον ιστότοπο του ΕΚΕΒΙ).  
  • Πασχάλης Μιχαήλ (2013), Ο Κάλβος ως εκδότης, κριτικός και ποιητής: οι σημειώσεις στην «Ωδή εις Ιονίους» και η έκδοση των Χαρίτων του Φώσκολουhttp://dx.doi.org/10.12681/comparison.21.
  • Περυσινάκη, I. Ν. (1985). Η ωδή εις Μούσας του Α. Κάλβου. Πηγές και επιδράσειςhttp://olympias.lib.uoi.gr/jspui/handle/123456789/26420.