Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσσαλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεσσαλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Χειμερινό ηλιοστάσιο: μια παγανιστική δοξασία από τον Χρυσόστομο Τσαπραϊλη

 

Στο χειμερινό ηλιοστάσιο του 1913, πέντε παιδιά με ξεσκισμένα φουστανάκια χώθηκαν στους θάμνους από νωρίς, πριν νυχτώσει, και χλεύαζαν τον Ήλιο και του πέταγαν ποδαράκια από πουλιά και κόκαλα σπασμένα και άλλα, πιο μιαρά πράγματα που είχαν μαζέψει χορεύοντας γύρω από τα πηγάδια και τα καμένα σπαρτά. Κι ο Ήλιος τα είδε, και λίγο πριν ξεψυχήσει, τα κοίταξε με το βαθύ μίσος των καταδικασμένων. Τα παιδιά απέκτησαν κάτω απ' τη γλώσσα τους μία μικρή πληγή, από την οποία θα στράγγιζε κι από λίγο κάθε πρωί μιλιά τους, και τα πόδια τους θα ήταν κουτσά όσο τα έβλεπε η μέρα. Έπεσε ο Ήλιος όμως και τα παιδιά δεν κατάλαβαν τι τα καρτερούσε, γιατί τη νύχτα δεν τα έπιανε η κατάρα. Ούτε αντιλήφθηκαν τις ογκώδεις καμπούρες που ανάβλυσαν από το έδαφος λίγο παραπέρα κι άρχισαν να σέρνονται τραβώντας προς τον Βορρά. Η προσοχή τους ήταν ολάκερη στραμμένη στο δέντρο.

Κάθισαν να ακούσουν τα κοράκια να δοξάζουν τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου. Κι έτσι έκαναν τα πτηνά, παίνεψαν τις χάρες του νυχτερινού στερεώματος, που πάντα προσφέρει πολύτιμη προστασία στα δόλια έργα των ανθρώπων.

Κάθισαν να δουν τα κοράκια να προσκυνάνε τις πομπές των σερνάμενων μαζών που πέρναγαν από δίπλα. Και πράγματι τα πουλιά προσκύνησαν τους βαθύσκιωτους όγκους που η κίνησή τους ήταν χειρότερη από τους σπασμούς των κρεμασμένων, κι άφηναν ίχνος παγωμένο πάνω στο χώμα και σημάδι φλεγόμενο μέσα στις ψυχές.

Κάθισαν φοβισμένα και μάζεψαν κουράγιο για να αποκαλυφθούν και να συζητήσουν με τα κοράκια για την επόμενη χρονιά. Αυτά όμως δεν έβγαλαν από το ράμφος τους μιλιά για τα μελλούμενα γιατί είχαν δει πώς φέρθηκαν τα αγόρια στον Ήλιο.

Έτσι, δίχως να αφήσουν τα παιδιά να ρίξουν την πατροπαράδοτη ματιά στον επόμενο χρόνο, τα πουλιά πέταξαν μακριά, προς την κορυφή της οροσειράς, ενώ ένας κεραυνός έπεσε και έσκισε στα δυο το δέντρο.

Τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους από τις πίσω στράτες και ξάπλωσα να κοιμηθούν με την ενοχή και την αγωνία να τρυπάει τα κεφάλια τους. Ούτε που τόλμησαν να πουν στους γονείς τους τίποτα - άφησαν για το πρωί την ομολογία. Όταν όμως ξύπνησαν με τον νεογέννητο Ήλιο πάνω απ' τα κεφάλια τους, η πληγή κάτω απ' τη γλώσσα δεν τα άφηνε να αρθρώσουν λέξη. Το βάδισμά τους ήταν σαν του κουτσού, και μόνο με μπαστούνι κατέβαιναν στο ρέμα. Έφυγαν απ' το χωριό και κρύφτηκαν σε αλεπουδότρυπες και ποτέ ξανά δεν χόρεψαν στο φως του Ήλιου. Σαν έρθει το σούρουπο, μπορεί να τα δει κανείς πλάι σε βάραθρα και πηγάδια και σπηλιές, να φοράνε τα σκισμένα φουστανάκια τους και να χορεύουν μανιασμένα υπό τον ήχο των ψιθύρων του Κάτω Κόσμου. Έτσι ευλογούν κάθε χρόνο τον ερχομό του χειμερινού ηλιοστασίου και το θάνατο του Ήλιου..

Απόψε θα έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου κι ο Ήλιος βρέθηκε ήδη στο χειμερινό ηλιοστάσιο. Η λαϊκή φαντασία έχει αφηγηθεί ιστορίες και ιστορίες για τη μέρα τούτη, τα παγανά ξεκινούν το ταξίδι τους για τη γη μέχρι των Φώτων κι εμείς αναζητούμε το παραμύθι για να μας βγάλει από τον φόβο του παρόντος.

Μια τέτοια ιστορία μας αφηγείται ο Χρυσόστομος Τσαπραϊλης στις Παγανιστικές δοξασίες της Θεσσαλικής επαρχίας (Αντίποδες, 2017). Θεσσαλός ο ίδιος, Λαρισαίος που ζει στην Καρδίτσα, έδωσε στο βιβλίο αυτό "τρομακτικές", "φοβιστικές", μακρινές ιστορίες σαν αυτές που αφηγούνται οι γέροι στα χωριά στα καφενεία ή τα βράδια γύρω απ' το μαγκάλι. Αξίζει πραγματικά το βιβλίο τούτο. Είμαι σίγουρη ότι και το νέο του, που φέτος κυκλοφόρησε πάλι από τους Αντίποδες, το Γυναίκες που επιστρέφουν θα είναι το ίδιο ενδιαφέρον.

Παρένθεση:

Ας μου επιτραπεί ένα ξεστράτημα του νου. Πέρσι τέτοια μέρα, ο Περικλής Κοροβέσης έγραφε στην Εφημερίδα των Συντακτών άρθρο με τίτλο "Παγανιστικά Χριστούγεννα ή επιστροφή στις ρίζες;". Άρχιζε έτσι:

Στη φυλακή, για να περάσουν οι ατέλειωτες ώρες, ακούγαμε και λέγαμε ιστορίες από τις ζωές μας. Είχαμε έναν παπά μαζί μας που δεν ξέραμε γιατί τον είχαν φέρει. Και ήρθε η σειρά του να μιλήσει για κάποιον κρατούμενο από τα παλιά. Μας άρεσαν αυτές οι ιστορίες.

Αθώος ή ένοχος, δεν έχει καμιά σημασία. Ο νόμος μετράει. Και πρέπει να δουλεύει, έστω και αν αδικεί. Ο νόμος λειτουργεί πάντα για τους άλλους που πρέπει να συμμορφωθούν. Δικός σας, είπε στους φρουρούς. Και το γλέντι άρχισε. Κνούτοι με σιδερένιες μπάλες και λεπίδες όργωναν το ισχνό κορμί.

[..] Το όνομά του, ρωτήσαμε. Και ο παπάς είπε: Ιησούς, Ιησούς Ναζωραίος.

Έκανε τότε, λέει, μια ανίερη σκέψη: Είναι αυτά τα Χριστούγεννα μια παγανιστική γιορτή της κατανάλωσης, κάτι σαν «Βlack Friday», που θα μπορούσαμε να το λέγαμε «Ηappy white days»; Μήπως δεν έχουν καμία σχέση με τον χριστιανισμό; 

 Κι αφού περιηγήθηκε στις ιστορίες, αληθινές και μύθους, για τα Χριστούγεννα, κατέληγε:

Μπερδεμένα πράγματα. Μήπως ο χριστιανισμός είναι κάτι πιο απλό; Ας ακούσουμε τον φανταστικό παπά της φυλακής: «Χριστέ μου, το παράδειγμά σου ακολούθησαν κι άλλοι. Ανέβηκαν τον δικό τους σταυρό σε σκοτεινά μπουντρούμια, με αλυσίδες σε χέρια και πόδια, με βγαλμένα τα νύχια και τα δόντια, κρεμασμένοι ανάποδα από το ταβάνι, μέχρι να ξεψυχήσουν. Όμως κανείς δεν τους θυμάται. Και ήταν δικοί σου μαθητές. Χριστέ μου, φοβάμαι πως σε λίγο θα έχουν ξεχάσει και σένα».

Επιστροφή:

Πριν από λίγο με πήρε τηλέφωνο ο εγγονός μου: Γιαγιά, μόλις είδα το άστρο της Βηθλεέμ! 

Η αλήθεια είναι πως απόψε ο Δίας με τον Κρόνο ήρθαν πολύ κοντά και λάμπουν λέει σαν ένα μεγάλο αστέρι, κάτι που γίνεται κάθε εξήντα χρόνια! Λέτε να είναι τ' αστέρι της Βηθλεέμ;

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Αληθινές ιστορίες για καθημερινούς ανθρώπους και η Θεσσαλία στο επίκεντρο από τη Βασιλική Πέτσα





Ποιο ρόλο μπορεί να έχουν ο κόρακας, οι σκύλοι, το φίδι, το άλογο ή το αρνί σε μια συλλογή διηγημάτων; Και πώς μπορεί ο Σολωμός, ο Μαγιακόφσκι, ακόμη ακόμη και η Παλαιά Διαθήκη να εμπνεύσουν τέτοια διηγήματα; 

Αυτό κάνει  η Βασιλική Πέτσα στο τελευταίο της βιβλίο,  μια συλλογή τεσσάρων διηγημάτων με τίτλο "Μόνο το αρνί". Ο τίτλος  είναι εμπνευσμένος, όπως σημειώνει η συγγραφέας, από το ποίημα του Διον. Σολωμού "Ο θάνατος της ορφανής", όπου

"κανείς δεν την ακλούθαε πάρεξ το αρνί μονάχο"

ιδέα που χρησιμοποιεί και στο τελευταίο διήγημα ως κατακλειδα: "Μόνο τ' αρνιά βοσκούσανε αμέριμνα, ανέγγιχτα απ' των ανθρώπων τις χαρές, μα και τις λύπες". Το διήγημα αυτό έχει τίτλο "Άνθρωποι και σκύλοι" (που σε μένα θύμισε και λίγο το "Άνθρωποι και ποντίκια" του Τζων Στάινμπεκ).

Εξάλλου, όπως η ίδια σημειώνει, και οι τίτλοι δύο διηγημάτων είναι εμπνευσμένοι από άλλα διαβάσματα. Συγκεκριμένα, ο τίτλος "Ο κόραξ εξελθών" είναι από την Παλαιά Διαθήκη, και συγκεκριμένα από τη Γένεση, το κεφάλαιο για το τέλος του κατακλυσμού, όπου έστειλε ο Νώε τον κόρακα έξω από την κιβωτό να δει αν σταμάτησε το νερό, και που ποτέ δεν ξαναγύρισε

"καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ· 
καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς"

Το διήγημα αυτό, γραμμένο στη ντοπιολαλιά της γενέτειράς της, της Καρδίτσας, μπορεί να δυσκολέψει στην κατανόηση λόγω της γλώσσας, δείχνει όμως εντυπωσιακή γνώση της  συγγραφέα, τόσο για το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, αλλά και για την ιστορία του τόπου και μάλιστα την περίοδο της κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, όπου στα μέρη της το φορτίο της Ιστορίας εκείνης της εποχής είναι ιδιαίτερα βαρύ. Είναι μια συγκινητική ιστορία και παράλληλα μια καταγραφή των καταστάσεων και των αισθημάτων που πρωταγωνιστούσαν την περίοδο εκείνη στα μέρη της Καρδίτσας  (και όχι μόνο βέβαια, θα έλεγα στην ηπειρωτική Ελλάδα περισσότερο).

"... Τι μ' ένοιαζε, σι λέω ιγώ, τι σημασία να 'χει, στου μήνα τ'σ δεακαοχτώ ή τ'ς εικοσιμία, Παλαιοκαρυά μεριά ή στης Βλαχοκρανιάς τα μέρη αν τον βρήκε το κακό, κι ούτε που ψάξαμε μετά να ιδούμε ποια η αλήθεια, για πάντα απόυ τον έχανάμαν και κατά τον Άδη απού τραβούσε, νιρό μας είπαν που σταμάτ'σε να πιει σε δροσερή βρυσούλα, το στόμα τ' να βράξει μια στιγμή γι' αναπαμό, απού 'ταν και γλυκός καιρός, και λέω για παρηγοριά, θε ν' άν'ξε λίγο η καρδιά τ', το χωριό τ' να θ'μήθ'κε και τη ρεματιά που θα φουντώναν τα πλατάνια τ'σ, χαρά Θεού η άν'ξη το χρόνο εκείνο κι άκαφτα τα παλούκια σαν μπήκε ο Μάης..."

Το δεύτερο διήγημα έχει τον τίτλο "Ο καθένας άλογο", εμπνευσμένο από το ποίημα του Μαγιακόφσκι "Δείχτε συμπάθεια στ' αλογα" (μετάφραση Μήτσου Αλεξανδρόπουλου).

«...
Άλογο, μη!
Άλογο, ακούστε με:
Τάχα χειρότερο είσαι από δαύτους;
Άκου, παιδί μου,
από λίγο λίγο
άλογα είμαστε όλοι μας
άλογα - ο καθένας με την αναλογία του...»

Και να πώς τελειώνει το διήγημα:

"... Η Ρηνιώ απλώνει το χέρι της προς τη μουσούδα του αλόγου, το υψώνει αργά, στο άλλο κρατά ένα γυαλιστερό χαρτάκι. Το ζώο δεν αντιδρά, την αγνοεί, έπειτα σκύβει και, καθώς καταπίνει τη ζαχαρίτσα, γλείφει απαλά το χέρι της. Η Ρηνιώ έχει αφήσει το χαρτάκι να πέσει στο χώμα και με το άλλο χέρι χαϊδεύει τις μαυριδερές, σκληρές τούφες του αλόγου."

Τέλος, το τρίτο διήγημα της συλλογής έχει τον τίτλο "Φίδι στον κόρφο":

"...Ηρέμησε, μαϊμού, κι άλλο θα χορέψεις, θα σου βαρέσουν κι άλλα νταούλια για να κουνηθείς, δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα, έπαιζε το φίδι, σε κορόιδευε, νά το, δες, ξεμακραίνει στη φωλιά του..."

Δεν αποκαλύπτω τις ιστορίες γιατί αξίζουν να διαβαστούν, έχω όμως να σημειώσω ότι και στα τέσσερα διηγήματα βρίσκεις να ξεδιπλώνεται η ζωή στα θεσσαλικά χωριά, από τον πόλεμο μέχρι τη μεταπολίτευση, με φανερά τα σημάδια από τη φτώχεια, τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τα κυνηγητά, τα αδιέξοδα, τις μοναξιές, Εικόνες, που όσο κι αν νομίζονται μακρινές, φανταστικές, άλλο τόσο είναι  αληθινές, 



Αλλά και στο πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα "Θυμάμαι", είχα εντυπωσιαστεί με το ιδιαίτερο στυλ γραφής στο δέσιμο της πλοκής. Κάθε κεφάλαιο αφηγείται τη συνέχεια της ιστορίας από το σημείο που την άφησε στο προηγούμενο, αλλά από την πλευρά ενός διαφορετικού ήρωα της ιστορίας. Έτσι, διατηρώντας για όλα τα πρόσωπα πρωταγωνιστικό, αλλά και διακριτό ρόλο, εξετάζει τις διαφορετικές οπτικές και εν τέλει κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση αναμένοντας την αιτία και την εξέλιξη των συμβάντων. Και σε αυτό το βιβλίο, είχα επίσης σημειώσει τις πολλές της αναφορές στην ελληνική ιστορία, κυρίως από τη δεκαετία του '40, με πηγή και πάλι τα μέρη της Καρδίτσας.

".... Με βαθύ κόκκινο, ο τοίχος έγραφε "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ", με κεφαλαία, έγερναν τα γράμματα, κατηφορίζανε, το "Α" είχε φτάσει σχεδόν στο πάτωμα. Ένα κόκκινο βαθύ, ίδιο με το ηλιοβασίλεμα που χαζεύαμε στο κατάστρωμα, στο καράβι της επιστροφής, αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί. Γύρισα τη στρόφιγγα, το νερό ξεπήδησε με ορμή. Τα γράμματα κύλησαν σε στάλες προς το πάτωμα, χάθηκαν. Ένιωσα σαν να κατέστρεφα έργο τέχνης..."

Και στα δύο βιβλία που διάβασα, έχει απλές, καθημερινές ιστορίες, γραμμένες με πολλή τρυφερότητα, με πολλή ευαισθησία, με όμορφες, λεπτομερείς περιγραφές απλών πραγμάτων και απλών ανθρώπων. Η Καρδίτσα και όλη η Θεσσαλία σε πρώτο πλάνο. Η Ιστορία παντού, και οι συνέπειές της. Νιώθεις ότι καταγράφει τις ιστορίες που άκουγε από τον παπού ή τη γιαγιά, τις ιστορίες που έρχονται από την κατοχή και τον εμφύλιο, κυρίως τον εμφύλιο. Η Βασιλική Πέτσα είναι νέα, έχει ταλέντο, έχει έμπνευση, δείχνει να κατέχει τα εργαλεία γραφής και να τα χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως και πρωτότυπα. Αξίζει να διαβάζεται.