Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πολιτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2023

Ένα τρένο εν κινήσει ο τόπος: Μνήμη Άλκης Ζέη

 

Χρονιά Άλκης Ζέη το 2023, εκατό χρόνια από τη γέννησή της. Για τις μέρες τούτες, πενήντα χρόνια από το Πολυτεχνείο, παραθέτω ως αφιέρωμα λίγα αποσπάσματα από το εμβληματικό έργο της «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».

[...] Το βαγόνι ταλαντεύεται επί τόπου. Η Ελένη κι ο Ευγένιος κοιτάζουν τρομαγμένοι τον Στέφανο και τον Πάνο που δεμένοι χέρι χέρι με χειροπέδες, πηδούν από το τρένο να δραπετεύσουν.

μοτέρ στοπ

- Δεν πηδάνε έτσι. Το τρένο είναι «εν κινήσει», ουρλιάζει ο σκηνοθέτης, και δεν ξέρει πως ο Πάνος έχει πηδήσει στ’ αλήθεια από τρένο εν κινήσει όταν τον είχανε συλλάβει Γερμανοί στην Κατοχή και τον μετέφεραν από ένα στρατόπεδο σε άλλο.

Ήτανε τότε δεκαεννιά χρονών και τώρα τα ΄χει καμπανιστά τα σαρανταπέντε.

Ο Πάνος σηκώνεται από χάμω, το ίδιο κι ο Στέφανος, μια και είναι δεμένοι μαζί. ανεβαίνουν ξανά στο τρένο για να Γίνει η πρόβα όπως θέλει ο σκηνοθέτης για την ίδια σκηνή.

Ο σκηνοθέτης θα ‘χει σίγουρα ακούσει τη φράση «κου ντ’ ετά ντε κολονέλ», μα πού να ξέρει πως αυτή η φράση έριξε στην υπερπαραγωγή του πέντε κομπάρσους, πέντε πολιτικούς πρόσφυγες, όπως λέγονται επίσημα. Χωρίς κάρτα εργασίας και με προβλήματα για κάρτα διαμονής.  Δεν ξέρει πως η Άννα έχει μια φρέσκια ουλή κάτω από το δεξί στήθος από τα βασανιστήρια της χούντας. Δεν ξέρει πως Μόλις πριν δυο μήνες βγήκε από τη φυλακή και ήρθε κρυφά στη Γαλλία με πλαστό διαβατήριο.

[...]

Τον Πάνο τον γνωρίζει από παιδί. Εκείνη ήτανε δεκαπέντε χρονώ κι αυτός δεκαοχτώ.  Στην κατοχή.  Μένανε στην ίδια πολυκατοικία.  Ένα πρωί την περίμενε στις σκάλες. Είχε παράξενο ύφος. «Έλα σε μια ώρα να με βρεις στην ταράτσα, στο πλυσταριό», της είπε φουριαστά και κατρακύλησε τις σκάλες. «Θέλει να με φιλήσει», συλλογίστηκε η Ελένη και πήγε από περιέργεια να δει πως είναι γιατί ακόμα δεν είχε φιληθεί με κανένα αγόρι. Τον βρήκε σκαρφαλωμένο στο γύρο της πέτρινης σκάφης. Της είπε πως αυτή ξεχώριζε από τα κορίτσια της γειτονιάς. Από την ανοιχτή πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα φαινόντανε τα απλωμένα σεντόνια που ανέμιζαν σαν πανιά στο πέλαγος. Ο Πάνος την τράβηξε από τα χέρια να σκαρφαλώσει και αυτή στη σκάφη. «Τώρα θα με φιλήσει;» αναρωτήθηκε. Γιατί εκείνος είχε πλησιάσει το κεφάλι του πολύ κοντά στο δικό της. Άραγε έπρεπε ν’ ανοίξει τα χείλια της ή να τα κρατάει κλειστά; «Δεν νιώθεις τίποτα;» άκουσε ψιθυριστή τη φωνή του Πάνου. «Ναι», απάντησε, μα δεν ήτανε σίγουρη αν ένιωθε κάτι. Δεν τη φίλησε. Της πρότεινε να μπει στην οργάνωση και να βγούνε μαζί να γράψουνε συνθήματα στους τοίχους. «Δεν νιώθεις τους καταχτητές να σου πλακώνουνε το στήθος;» Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της κι άκουσε την καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. «Το ‘λεγα πώς ξεχωρίζεις απ’ τ’ άλλα κορίτσια».

[...]

- Μ’ αυτό το νυχτικό μοιάζεις είκοσι χρονών, ξαναλέει ο Ευγένιος, που νόμισε πως Ελένη δεν πρόσεξε τι είχε πει.
Εκείνη πάει και κάθεται δίπλα του.
- Τότε, σου άρεσα λιγάκι.
Ήρθε η σειρά του Ευγένιου να ξαφνιαστεί.
- Τότε, ποιος τολμούσε! Ήσουνα η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Η Ελένη σωπαίνει.
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα!
Ποια είναι η κοπέλα;
Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα
Πιάσανε την αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Βγήκε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Έφυγε η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.
Απ’ όπου περνούσε. Τόσες γλώσσες, τόσες χώρες. Με διαβατήριο: αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. Μέχρι τα βάθη της Ασίας. Όλο το δρόμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λίγο πιο κει από τη Σαμαρκάνδη ως την Τασκένδη, όπου έχει καταφύγει ο Αχιλλέας μετά τον εμφύλιο. Τασκέντ, όπως τη λένε ρωσικά, που το ένα της γράμμα μοιάζει με τρίαινα του Ποσειδώνα χωρίς το κοντάρι της.

[...]

Ένα χρόνο τώρα γυρνάω μ’ ένα ταγάρι και μία καθαρή κιλότα μέσα. Ένα χρόνο κοιμάμαι σε ξένα σπίτια. Κάθε μέρα κι ένας λιγότερος. Πιάσανε τη Νίνα, τον Πάνο, τον Ευγένιο. Ήτανε δέκα μικροί νέγροι κι έμεινε ένας, εγώ, απ’ όλη τη συντροφιά. Αυτό είναι το χειρότερο, χωρίς φίλους. Κάθε τόσο συναντάω τη Λίζα στα βιαστικά, να μου φέρει κανένα ρούχο και λεφτά. Έχει, λέέι, βάλει πάνω στη βιβλιοθήκη μόλις μπαίνεις στο χολ του σπιτιού μας τη φωτογραφία του πατέρα με τα παράσημα από τον πόλεμο. Να γυρίσω σπίτι κι αν έρθουν να ψάξουν, μπορεί να τους σταματήσει ο νεκρός ήρωας της Αλβανίας. Δεν θα τους σταματήσει τίποτα. Δεν είμαι η κόρη του ήρωα, είμαι η αρραβωνιαστικιά του συμμορίτη. «Πού θα μείνεις απόψε;» ρωτάει ανήσυχα η Λίζα. «Έχω κάπου». Δεν έχω πουθενά. Είναι απόγευμα κι ακόμα δεν ξέρω πού θα περάσω αυτή τη νύχτα. Δεν ξέρω ποια πόρτα να χτυπήσω. «Μπορώ; Γι’ απόψε μονάχα;» Χτύπησα την πόρτα της Έρσης. Με την Έρση καθόμασταν 12 χρόνια στο ίδιο θρανίο. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε μαζί, πότε στο σπίτι της, πότε στο δικό μας. Άνοιξε την πόρτα η ίδια και με κράτησε στο κεφαλόσκαλο. Δεν μου είπε Φοβάμαι. Δεν είπε οι δικοί μου δεν θα θέλουν. Μόνο: «Φύγε, φύγε». Δεν έφυγα αμέσως. Δεν ξέρω γιατί. «Εσείς που παίρνετε τα παιδιά και τα κάνετε γενίτσαρους, εσείς που σφάζετε…» Φεύγω χωρίς να της πω: «Εμάς που μας στήνετε στον τοίχο…» Στάθηκα για λίγο βουβή μπροστά στην κλειστή πόρτα.

Στην πρώτη δημοτικού, την πρώτη μέρα του σχολείου, δυο κοριτσάκια κάθονται παράμερα, φοβισμένα. Η Έρση και η Δάφνη. Σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, τα δάχτυλά μας βρέθηκαν πλεγμένα. Μείναμε έτσι 12 χρόνια. Όχι, δεν ερχότανε μαζί μου να γράψουμε στους τοίχους, μα βοηθούσε στα μαθητικά συσσίτια. Τον Δεκέμβρη του ‘44 μας χώρισαν αδιαπέραστα σύνορα. Έμενε προς τη μεριά που ήταν οι Εγγλέζοι και οι άλλοι. Όταν τη συνάντησα μετά, μου μιλούσε για κουβάδες μάτια. Έλεγα πως τρόμαξε και θα της περάσει. Τώρα το μίσος στα μάτια της Έρσης, το μίσος στη δική μου ψυχή. Τώρα ο εχθρός είναι η Δάφνη. Τώρα ο εχθρός είναι η Έρση.

[...]

Η εκκλησία είναι μικρή, ο κόσμος στριμώχνεται και όλο καταφθάνουν κι άλλοι. Όλοι σχεδόν οι πολιτικοί πρόσφυγες του Παρισιού μαζεύτηκαν για το στερνό αντίο στον Οθέλλο. Ο πρώτος νεκρός. Το Λιοντάρι του Ντανφέρ φοράει μπλε σκούρο κοστούμι, σαν κι αυτό που είχε φέρει επιτέλους ο Αχιλλέας από ένα ταξίδι στην «έδρα» και μαύρη γραβάτα. Κρατάει τον λόγο του γραμμένο κι αρχίζει: «Το θέατρο έχασε έναν πρωταγωνιστή και ο αγώνας μας έναν αγωνιστή…»

[...]

Τα χέρια του Ευγένιου είναι λεπτά, με μακριά δάχτυλα και ροζ οβάλ νύχια. Τα κοιτάζω, έτσι που τα έχει ακουμπισμένα στο γύρο του παράθυρου. Ήθελε να γίνει χειρουργός, δεν πρόλαβε.  Κανείς από τη γενιά μας δεν πρόλαβε. Μας προλάβαιναν άλλα. Πόλεμος. Δεκέμβρης, εμφύλιος, δικτατορία. Όλο τα παλιά θυμόσαστε. Μας βαριούνται. Δεν λέμε να τα ξεχάσουμε, είναι όλη μας η ζωή. Πόσες φορές είπαμε να τη φτιάξουμε από την αρχή! Δεν είναι το κουράγιο που μας έλειψε. Πώς το λέγαμε, Ευγένιε, τότε το «κάνω έρωτα»; Το ξεχάσαμε. Ίσως, όμως, αυτό το ξεχασμένο… Όχι, όχι ο Ντιντιέ. Είναι τόσο ξένος. Με σένα είμαστε το ίδιο. Θα μιλάς για τις διαγραφές σου, θα σου λέω για τον Αχιλλέα, όταν μάζευα τις τρίχες από το σαμαροσκούτι του. Μετά, για την Τασκένδη, για το κορίτσι με τον πυράκανθο του Ζαν-Πωλ, για τον Ζαν-Πωλ που δεν έγινε μεγάλος ζωγράφος. Θα σου γνωρίσω τον Φράνκο και τη Λάουρα, που θα ‘ρθουν την άλλη βδομάδα να μας δουν, θα τους αγαπήσεις. Κι όταν η δικτατορία φύγει …  καλά, όταν τους διώξουμε … με σένα, βλέπεις, δεν θα με πειράζει, γιατί το ξέρω, μόλις κάνω να γδυθώ, θα φανεί στην πλάτη μου, σαν τη σφραγίδα με τον δικέφαλο αετό που βάζαμε στη βασιλόπιτα, χαραγμένο για πάντα: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.

μοτέρ στοπ

Δεν διάλεξα τυχαία το συγκεκριμένο βιβλίο της Άλκης Ζέη. Περιγράφει γλαφυρά την ιστορία μιας παρέας νέων ανθρώπων, αλλά και συμβολικά τη μοίρα του τόπου μας, αλλά και της αριστεράς τα χρόνια από τον εμφύλιο και πέρα. Το «τρένο εν κινήσει» μου ΄φερε στο μυαλό το σημερινό «κόμμα εν κινήσει». Έτσι αποκάλεσε κάποια στιγμή ο Αριστείδης Μπαλτάς τον Σύριζα, έτσι επιγράφεται ο συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Παραθέτω μια πρόταση από την περιγραφή του:

Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν πρόκειται για ένα νέο παράδειγμα αριστερής πολιτικής ή για το πέρασμα στην άλλη όχθη, ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος εξουσίας - ή για έναν "πειραματισμό" σε μια εποχή όπου οι πολιτικές ταυτότητες μοιάζουν πιο ρευστές από ποτέ, επιτρέποντας να αναδύονται μορφολογίες ακατάτακτες.

Φοβάμαι πως οι πειραματισμοί ζάλισαν, χάλασε η μηχανή στο κόμμα εν κινήσει... Κρίμα στις ελπίδες!

Χαλασμένη, όμως, είναι η μηχανή και συνολικά στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας, 

  • όταν αφιέρωσαν τόσες ώρες στη Βουλή με ανούσιες τελικά συζητήσεις και αντεγκλήσεις στο θέμα της εξεταστικής για το έγκλημα των Τεμπών, μ' έναν κορυφαίο κυβερνητικό παράγοντα (Βορίδη) να προγράφει το αποτέλεσμα των ερευνών και μια αδύναμη αντιπολίτευση να μην μπορεί να βρίσκει κοινά σημεία σε τέτοια τραγικά ζητήματα,
  • όταν μια πρώην υπουργός παιδείας επισείει «κινδύνους» από την επέλαση των «σκουρόχρωμων» στην Ευρώπη, ενώ σε λίγες μέρες φονεύεται από αστυνομικό ένας 17χρονος μαθητής με τον χαρακτηρισμό «17χρονος ρομά» και ο αρμόδιος υπουργός επικαλείται «ανωμαλίες» λόγω «απείθειας»,

χαλασμένη η μηχανή και παγκόσμια,

  • όταν η κλιματική κρίση όλο και απλώνεται και βαθαίνουν οι διακρίσεις, οι διαιρέσεις, οι ανισότητες στον κόσμο,
  • όταν οι συνεννοήσεις μεταξύ κρατών βασίζονται στα συμφέροντα των μεγάλων και στις αγοραπωλησίες όπλων, όταν σκοτώνονται άμαχοι και χιλιάδες παιδιά ανάμεσά τους και η επίκληση της ανθρωπιστικής βοήθειας ακούγεται μόνο σαν ειρωνεία στ' αυτιά μας, όταν καταστρέφονται πολιτισμοί και η ίδια η μνήμη, συλλογική και ατομική, όταν η ειρήνη γίνεται ζητούμενο χωρίς αντίκρυσμα...

Η Άλκη Ζέη αγαπούσε τα παιδιά και τα παιδιά την αγαπούσαν, τους έλεγε ωραίες ιστορίες από το σήμερα και από το χθες. Τα παιδιά και τα εγγόνια θέλουν ν΄ακούνε ιστορίες.

Σαν κι αυτή που έχω στο μυαλό μου σήμερα, τι έγινε εκείνη την Τετάρτη του Νοέμβρη 1973, θυμάμαι τη μορφή του ωραίου Κρητικού, του Νίκου Ξυλούρη, ανέβηκε στα σκαλιά του κτιρίου της Πρυτανείας στο Πολυτεχνείο, τραγούδησε το Πότε θα κάνει ξαστεριά και τραγουδούσαμε μαζί, από τις ωραιότερες, τις πιο συγκλονιστικές εικόνες που κρατώ πάντα ζωντανές.

...................................................................................

Σημείωση

Τα αποσπάσματα από το μυθιστόρηαμ της Άλκης Ζέη είναι από την τρίτη έκδοση του βιβλίου στις εκδόσεις Κέδρος (1987) που έχω στη βιβλιοθήκη μου, ενώ στον ίδιο εκδοτικό είχε κάνει 34 εκδόσεις μέχρι το 2008. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Φαντάζομαι την Τζίνα Πολίτη με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά

 

[...] παρομοιάζω τον εαυτό μου με μια σεβάσμια βικτωριανή οικονόμο, από τη ζώνη της οποίας κρέμεται μια μεγάλη αρμαθιά από κλειδιά [...] *

 Στα κείμενά της η Τζίνα Πολίτη αναζητεί τα κλειδιά που θα την πάνε σε μια άλλη σκέψη, ένα άλλο έργο, μια άλλη ιδέα, θα την οδηγήσουν σ' ένα φως (ή και σ' ένα σκοτάδι, από τα πολλά της ιστορίας των ανθρώπων;). Γράφει:

Πανάρχαιο σύμβολο το κλειδί, και διαχρονικό, όπως το φως και το σκοτάδι, δεν χάνεται ποτέ, από εποχή σε εποχή, μέσα από τη γλώσσα, την ποίηση, τη σκέψη, πάντα, ως τον τελευταίο άνθρωπο, θα μεταβιβάζεται. **

Και μαζί, συνεχώς είναι κεντρικό το ζήτημα της μνήμης. Δυο είναι τα πηγάδια της μνήμης έγραφε, το πηγάδι της ζωής, με τις μνήμες άσβηστες σαν εκείνη της πλατείας Αγάμων όταν ήταν 12 χρονών κοριτσάκι, και το πηγάδι των αναγνωσμάτων, όπου 

από τα κοιτάσματα του αρχείου μιας μισοσκότεινης βιβλιοθήκης, αναδύονται ξάφνου από τα έγκατα [...] απρόσμενοι, συναρπαστικοί συνειρμοί, η επεξεργασία των οποίων καταλήγει κυριολεκτικά στη μετάπλασή τους σε κλειδί».

Το αρχείο, ως «τόπος μνήμης και λήθης» και οι λέξεις που «έχουν τη δύναμη να πληγώνουν, ακόμα και να θανατώνουν» γίνονται τα κλειδιά (συμπεραίνω εγώ) για το «ανεπούλωτο τραύμα που άφησε εντός μου το ήδη και από πάντα απέθαντο Εμφύλιο Σώμα της ιστορίας μας».

Είναι εξαιρετικό το κείμενο με τίτλο «Η ποιητική του Αρχείου» (απ' όπου και τα παραπάνω), όπου κάνει λόγο για τις δορύαιμες και αυτοκτόνες λέξεις, μεταφέροντας λόγια του Ελύτη από το Άξιον εστί, για να καταδείξει τη διαφορά ανάμεσα «στον απαθή λόγο της ιστορίας και εκείνον της λογοτεχνίας».*** Γραμμένο το 2014 με αφορμή το βιβλίο «Εμφύλιο σώμα» του Κώστα Βούλγαρη, αποτελεί ένα εμβληματικό, κατά τη γνώμη μου, κείμενο για τον ρόλο, την αποστολή, τη σύνθεση, την ιστορία, τον «πυρετό» των αρχείων. Και όπως σε όλα της τα κείμενα, βγάζει ένα ένα τα κλειδιά από την αρμαθιά που κρέμονται από τη ζώνη της και μας ανοίγει τις πόρτες και για άλλους κόσμους, μας παραπέμπει σε άλλες πηγές, στα λόγια άλλων δημιουργών, όχι με απλή αναφορά βέβαια, αλλά με ερμηνεία, σύνδεση, σύγκριση. Ας αναφέρω από αυτά, πέρα από τα λεξικά στα οποία προσέτρεξε για να ορίσει αρχικά την έννοια του αρχείου, τα Δοκίμια του Μπόρχες και το βιβλίο της Nicole Loraux Η διχασμένη πόλη: Η λήθη στη μνήμη της Αθήνας (που μόλις τον προηγούμενο μήνα διάβασα, είναι εξαντλημένο από τον εκδότη, το βρήκα στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων).

Η μνήμη και οι απώλειες πάντα. Στη διάλεξη με τίτλο «Δαιμονοποίηση και εξιδανίκευση του Νότου» που είχε δώσει στις 13 Φεβρουαρίου 2014 για το Ινστιτούτο Πουλαντζά μας καλεί ν' ακούσουμε αυτή τη διάλεξη σαν το «ρέκβιεμ ενός πανεπιστημιακού λόγου που χάνεται», σε μια εποχή όπου «τα ποτάμια της μνήμης και της προσδοκίας συνεχώς στερεύουν». ****

Η Τζίνα Πολίτη έφυγε χθες στα 93 της χρόνια. Ήταν μια ωραία γυναίκα, μια επιφανής επιστημόνισσα, μια σπουδαία προσωπικότητα της αριστεράς. Αντιγράφω την αρχή από το αναλυτικό πλούσιο βιογραφικό που δημοσιεύεται στο βιβλίο της Αναζητώντας το κλειδί:

Η Τζίνα Πολίτη, ομότιμη καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 και έζησε από παιδί όλες τις εθνικές τραγωδίες που δοκίμασαν και δοκιμάζουν ακόμα τη χώρα μας. Αυτή η ιστορική εμπειρία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την διά βίου ένταξή της στην Αριστερά και τις θεωρητικές προσεγγίσεις της λογοτεχνικής έρευνάς της. Η πρώτη εκδοτική της απόπειρα στο χώρο της Λογοτεχνίας ήταν η μετάφραση που έκανε από τα αγγλικά στα ελληνικά του μυθιστορήματος του Joseph Conrad «Ο Νέγρος του Ναρκίσσου», η οποία δημοσιεύτηκε το 1949 σε συνέχειες στη Νέα Εστία. Το 1950 πήρε υποτροφία από το κολλέγιο Barnard του πανεπιστημίου Columbia για να σπουδάσει αγγλική λογοτεχνία ...

Ιδιαίτερο αντικείμενό της, ανάμεσα στα άλλα, ήταν η αγγλική λογοτεχνία, η ανάλυση της οποίας ήταν ένα βύθισμα στα πίσω από τις λέξεις, στα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά δεδομένα της εποχής που είχε γραφτεί ή που αναφέρεται κάθε έργο. Έχουν ενδιαφέρον τα κείμενα που έχει συγκεντρώσει στο βιβλίο της «Η διαλεκτική της εξουσίας ...» (αρχικά δημοσιευμένα αλλού) και όπου παρουσιάζει και ερμηνεύει μέσα από έργα της αγγλικής λογοτεχνίας προηγούμενων αιώνων τις αντιλήψεις και τις κατεστημένες ιδέες της εποχής αλλά και την ανάδυση νέων ιδεών και νέων θεσμών. 

Έτσι, για παράδειγμα, στο κείμενο του 2010 με τίτλο «Ο αφηγητής ως μετωνυμία της πολιτικής στο μυθιστόρημα», αναλύοντας έργα του Χένρυ Φίλντινγκ, μας μιλά για την εμφάνιση  της πολιτικής οντότητας «κόμμα» και της πολιτικής τελετουργίας «εκλογές» και μας μεταφέρει λόγια του αφηγητή όπως:

αυτές τις σπουδαίες τέχνες που ο λαός αποκαλεί "απάτη", "υποκρισία", "υποσχέσεις", "ψεύδη" και "δολιότητα" [...] οι μεγάλοι άνδρες τις αποκαλούν χάριν συντομίας με το συλλογικό όνομα "πολίτευμα" ή "πολιτική", ή μάλλον "πόλιτρικς" (politrics). *****

Κάνει αναδρομή στον θεσμό των εκλογών στην Αγγλία του 18ου αιώνα, όπου δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι άντρες και μόνο αυτοί που κατείχαν τίτλους κυριότητας ακινήτου, και αναφέρει περιστατικό από τις βουλευτικές εκλογές της 17ης Απριλίου 1754 στην κομητεία της Οξφόρδης, το οποίο μάλιστα έχει απαθανατιστεί από τον ζωγράφο Ουίλλιαμ Χόγκαρθ (William Hogarth) σε μια σειρά τεσσάρων πινάκων με τίτλο "Humours of an Election" (αστεία από μια εκλογική αναμέτρηση).

Ψηφοθηρία: Ένας από τους πίνακες της σειράς "Humours of an Election" του Hogarth

Συγγραφείς όπως ο Φίλντινγκ, ο Σουίφτ, ο Ντιφόου και άλλοι είχαν σχέση με πολιτικά κόμματα και η Τζίνα Πολίτη αναζητά και συγκρίνει τις σχέσεις με την πολιτική των συγγραφέων και των ηρώων τους στα λογοτεχνικά έργα. Αναζητά τη σχέση πολιτικής και ηθικής στα έργα αυτά, όπου συχνά «η ύπαρξη του ενός αποκλείει την ύπαρξη του άλλου».

Μιλώντας για τη γλώσσα των λογοτεχνικών κειμένων, κάνει αναφορά στην «ανατρεπτική», όπως την ονομάζει, πολιτική της γλώσσας και στο Μανιφέστο της γλώσσας που συνέταξε η Βασιλική Εταιρεία το 1660, το οποίο ευνοεί τον άμεσο, αυθεντικό, απερίφραστο τρόπο ομιλίας, «προτιμώντας εντέλει τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες, οι χωρικοί και οι έμποροι από τη γλώσσα των ευφυολόγων και των λογίων» (και μας θυμίζει δικές μας καταστάσεις από εκείνη την εποχή ακόμη αλλά που κράτησαν πολύ...).

Εκτός από τα πάμπολλα αποκόμματα που έχω στο σπίτι, στη βιβλιοθήκη μου υπάρχουν τα βιβλία της:

ενώ ένα εξαιρετικό κείμενό της υπάρχει στον συλλογικό τόμο 

Δεν εξαντλούνται οι αναφορές στο και από το γραπτό έργο της Τζίνας Πολίτη, η αρμαθιά είναι γεμάτη κλειδιά κι εμείς, μπαίνοντας στους κόσμους της, μπαίνουμε στους κόσμους της γνώσης και των στοχασμών, της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της πολιτικής και της ηθικής, της δικαιοσύνης, των αντιφάσεων εξουσίας και δημοκρατίας. Αυτός ήταν ο κόσμος της, κι αυτή ήταν η Τζίνα Πολίτη, μια επιφανής διανοούμενη και μια δυναμική ακτιβίστρια της Αριστεράς (δυναμικές οι παρεμβάσεις της σε ζητήματα διακρίσεων κ.ά., όπως ήταν η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου). Έχω την εικόνα της, μοναδική φορά που τη συνάντησα, 3 Ιουλίου 2017 στο καφέ πάνω από τη Στοά του Βιβλίου (πάει πια και η Στοά Βιβλίου, πάει και η Μυρσίνη Ζορμπά) όταν έγινε παρουσίαση του βιβλίου της «Αναζητώντας το κλειδί».
 
Φαντάζομαι την Τζίνα Πολίτη με μια μεγάλη αρμαθιά κλειδιά περασμένη στη ζώνη της ποδιάς της...
 
 .....................................................................................................

 Παραπομπές

*  «Αναζητώντας το κλειδί», σελ. 156

**  «Αναζητώντας το κλειδί», σελ. 154

*** «Αναζητώντας το κλειδί», σελ. 125. Το κείμενο αυτό έχει δημοσιευτεί και εδώ: https://www.oanagnostis.gr/i-piitiki-tou-archiou/

****  Αξίζει να την δείτε όλη, υπάρχει εδώ: https://vimeo.com/87623705
 
***** Η διαλεκτική εξουσίας.... σελ.17
 
 

 


 

 

 

 

 

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Ο ύπνος της λογικής, του Γιάννη Ψυχοπαίδη: για την τυραννία της συνήθειας αλλά και της εξουσίας και της ανθρώπινης μωρίας

Μέσα στον ζόφο των ημερών, στην τοξικότητα των "νόμιμων" παρακολουθήσεων από τον Μεγάλο Αδελφό την κυβέρνηση, στην πολιτισμική φτώχεια ανάκατη με διαφθορά και διαπλοκή όπου οι βιαστές παιδιών εισπράττουν συμπάθεια και οι καλλιτέχνες κυνήγι αν εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους κι όπου οι δημόσιοι χώροι δεν είναι ελεύθεροι (και ούτε δημόσιους τους θέλουν εξάλλου, βλέπε Στρέφη, Εξάρχεια, αλλά και Φιλοπάππου κ.α.) και όποιοι διαφωνούν δέχονται δακρυγόνα και ξύλο, στον πολλαπλασιασμό των γυναικοκτονιών και των περιστατικών βίας σε μια κοινωνία που δεν μαθαίνει πώς να ζει με δημοκρατία και αξιοπρέπεια, στην απαξία της ανθρώπινης ζωής όταν πεντάχρονο κοριτσάκι πεθαίνει από τσίμπημα σκορπιού μα περνάει στα ψιλά γιατί ήταν προσφυγάκι εγκλωβισμένο στη νησίδα του Έβρου κι όταν άγνωστος αριθμός προσφύγων μεταναστών πνίγονται στο Αιγαίο μα η επίσημη ενημέρωση ασχολείται με τους λίγους που σώθηκαν μη και πιστωθούν στους Τούρκους που επίσης τους διεκδικούν (καλοί κι αυτοί!), όταν καίγεται η Δαδιά αλλά συγγενής του πρωθυπουργού είναι μπλεγμένη με εταιρεία που θέλει να «αναπτύξει» επενδύοντας εκεί μέσα και όταν μπλε και πράσινοι κάδοι αδειάζουν στο ίδιο απορριμματοφόρο κι όταν ο πολιτισμός της καθημερινότητας έχει άγνωστες λέξεις γι' αυτό και ο κύριος από το αυτοκίνητο πετά το μπουκάλι του νερού αφού το ήπιε όλο (τι να το κάνει δηλαδή;) και το νεαρό ζευγάρι στην παραλία φεύγει γρήγορα (και δεν επιστρέφει να φέρει σακουλάκι όπως μου είπε όταν ρώτησα πού πάνε) αφού το σκυλί τους αφόδευσε με περισσή ικανοποίηση πάνω στην άμμο και στο χωριό παρκάρουν όπου νάναι δίπλα στο καφενείο που πίνουν τον καφέ τους και το διαθέσιμο πάρκινγκ παραμένει αδειανό, κι όταν στα χωριά της δυτικής Κρήτης αντηχούν καλάσνικοφ  μα κανείς δεν τ' ακούει, όταν στο νέο αρχαιολογικό μουσείο Χανίων αυτό που διαφημίζεται από επίσημα χείλη είναι όχι έστω η πτέρυγα (ας πούμε τιμής ένεκεν) αλλά η συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη (που με «συγκίνηση» εγκαινίασε ο τελευταίος!) κι όταν τόσα πολλά μαζεμένα στην πατρίδα την καημένη, ένα κείμενο ποταμός του σπουδαίου Γιάννη Ψυχοπαίδη ήρθε να ταράξει τα νερά της απέχθειας που νιώθω και πάει να γίνει απάθεια, συνήθεια, κανόνας, κανονικότητα! 

Πιάνοντας το νήμα από τον πίνακα του Γκόγια «Μονομαχία με ραβδιά»*, ο Ψυχοπαίδης γράφει στη μνήμη του Ηλία Νικολακόπουλου (τι πιο ταιριαστό για τον άλλο ωραίο άνθρωπο που έφυγε ξαφνικά και πάνω που ο λόγος του θα ήταν ένας χρήσιμος μπούσουλας για την ερμηνεία των πραγμάτων...). Γράφει για όλους και για όλα, για αυτούς «που προβάλλουν ένα χυδαίο είδος καλοταϊσμένης βαρβαρότητας μέσα από μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη εξουσία», αλλά και για «την καταβύθιση και τον εγκλωβισμό στον ιδιωτικό μικρόκοσμο, το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του κοινού καλού, την αδιαφορία και την αποξένωση απέναντι στη συλλογική ευθύνη του ατόμου μπροστά στην Ιστορία». Κι απέναντι στον σκοταδισμό και τη βαρβαρότητα, ο Ψυχοπαίδης, ερμηνεύοντας τον Γκόγια,  μας δείχνει το δρόμο: αφύπνιση συνειδήσεων, μαχητικότητα, ανθρώπινη αλληλεγγύη

Ας μου επιτραπεί να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο του ομότιμου καθηγητή Ζωγραφικής ΑΣΚΤ Γιάννη Ψυχοπαίδη που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββατοκύριακου (6/8/2022) στο πολύ καλό ένθετο Νησίδες (#508, διαθέσιμο εδώ: https://www.efsyn.gr/nisides/354684_o-ypnos-tis-logikis), χωρίς άλλη δική μου φλυαρία:

Σ’ ένα άδειο, πένθιμο και γκρίζο τοπίο, έξω από κάθε κοινωνικό πλαίσιο και μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, δύο άνδρες παλεύουν μόνοι σ’ ένα βάρβαρο παιχνίδι φυσικής εξόντωσης μέχρι θανάτου. Ματωμένοι, χωρίς οίκτο, χτυπούν με τα ρόπαλα ο ένας τον άλλον, χωμένοι μέχρι τα γόνατα σ’ ένα έλος, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι κάθε χτύπημα βυθίζει και τους δύο ακόμα βαθύτερα μέσα στην άμμο και τους οδηγεί στον κοινό τους χαμό.

Η νίκη του ενός είναι θάνατος και για τους δύο. Η φυσική τους αλληλο-εξόντωση είναι ζήτημα χρόνου. Το έδαφος –το κοινό τους στήριγμα– θα καταπιεί και τους δύο.

Πρόκειται για ένα σημαντικό εικαστικό έργο υψηλού συμβολικού μεγέθους του Φραντσίσκο Γκόγια, το «Duelo a garrotazos», ζωγραφισμένο από τον Γκόγια μέσα στον Ισπανο-γαλλικό Πόλεμο το 1821, προς το τέλος του βίου του, τα χρόνια που ξεσπάει και η Ελληνική Επανάσταση.

Παράλληλα με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα για την ανεξαρτησία, στην άλλη άκρη της Ευρώπης μαίνονται οι μάχες των ανταρτών κατά των Γάλλων, ενώ οι εμφύλιες συρράξεις, η βία και η τρομοκρατία σαρώνουν την Ισπανία.

Στο έργο αυτό δεν απεικονίζονται τα δεινά του πολέμου αλλά μάλλον οι παράπλευρες απώλειες από τα δεινά της ειρήνης.

Διακόσια χρόνια πριν από την εποχή μας, με αφορμή ένα βάρβαρο έθιμο, ο Γκόγια, ο μεγάλος στοχαστής των εικόνων, ο δραματικός οραματιστής του πραγματικού, αποτυπώνει καλλιτεχνικά μια σκοτεινή αλληγορία, μια εικαστική παραβολή για την κοινωνία και τους ανθρώπους του καιρού του. Σε μια αποκαλυπτική αντιστοιχία με το σήμερα ο Γκόγια, με μία εικόνα εκτός του τόπου και εκτός του χρόνου, κάνει ένα διαχρονικό σχόλιο για την καθολική ανθρώπινη συνθήκη.

Αυτός, ο χρονικογράφος των σκοτεινών ανθρώπινων ενστίκτων, τόσο βαθιά μέτοχος, εκφραστής και διαμορφωτής του αιώνα του, και όχι μόνο, είναι αυτός που με μοναδική διορατική δύναμη διαπερνά και υπερβαίνει τον τόπο και τον χρόνο, καταγράφει τα δεινά του παρόντος και οραματίζεται τη φρίκη, τους εφιάλτες και την αχαλίνωτη βαρβαρότητα ενός ζοφερού μέλλοντος.

Ο Γκόγια στη «Μονομαχία», μέσα απ’ αυτόν τον εικαστικό υπαινιγμό, καταγγέλλει με νηφάλιο πάθος την καταβύθιση και τον εγκλωβισμό στον ιδιωτικό μικρόκοσμο, το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του κοινού καλού, την αδιαφορία και την αποξένωση του κόσμου της εποχής του αλλά και της δικής μας απέναντι στη συλλογική ευθύνη του ατόμου μπροστά στην Ιστορία.

Καταγγέλλει την εγωιστική τυφλότητα μπρος στην κοινωνική τραγωδία αλλά και την εγκληματική άγνοια ενός εγωπαθούς ατομικισμού που οδηγεί μοιραία το σύνολο της κοινωνίας στον ίδιο κοινό σκουπιδότοπο.

Το βάρβαρο έθιμο με τα ρόπαλα μεταμορφώνεται εδώ σε μια πικρή υπόμνηση της ανθρώπινης ιδιοτέλειας, σε σύμβολο καταστροφής κάθε κοινωνικής συνοχής. Η σκηνή αυτή με τους δύο μονομάχους σε μια αμείλικτη ανθρωποφαγία βάζει διαχρονικά και κυρίως τη σημερινή κοινωνία της νεοφιλελεύθερης επικυριαρχίας της αγοράς μπροστά στον καθρέφτη της. Και αυτό που αντικρίζει είναι το κυνικό πρόσωπο μιας φυσικής και ηθικής αποσύνθεσης.

Ζώντας στη σύγχρονη κοινωνία –που δεν υπάρχει κατά το δόγμα, αλλά υπάρχουν μόνο ξεχωριστοί άνθρωποι–, απέναντι σ’ αυτούς που πάνε να συσκοτίσουν τη μνήμη πλαστογραφώντας την Ιστορία, που εκπαιδεύουν τους πολίτες με το ψεύδος, την υποκρισία και τον ανορθολογισμό, απέναντι σ’ αυτούς που διαστρεβλώνουν τις λέξεις και τις χρησιμοποιούν για να εκφράσουν το αντίθετο της αρχικής σημασίας τους, απέναντι σ’ αυτούς που δωροδοκούν και εξαγοράζουν τις συνειδήσεις, απέναντι σ’ αυτούς που προβάλλουν ένα χυδαίο είδος καλοταϊσμένης βαρβαρότητας μέσα από μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη εξουσία, το μόνο αντίδοτο της θλίψης και της ηττοπάθειας είναι η ανθρώπινη αλληλεγγύη και η μαχόμενη προσδοκία για κάτι καλύτερο και δικαιότερο.

Η εξουσία, που επιβάλλεται στο όνομα της δύναμης και του πλούτου της, εξευτελίζει αυτούς που την ασκούν, αλλά και εκείνους πάνω στους οποίους ασκείται, υποθάλπει την πολιτική απάθεια και την απόσυρση και χειραγωγεί με ανορθολογικές παραμυθίες τους ευάλωτους, τους αδαείς, τους κοινωνικά αδύνατους.

Ανάμεσα σε μια ναρκισσιστική ενδοσκόπηση του εγωπαθούς εαυτού και τη θλιβερή ψευδαίσθηση της ατομικής επιβίωσης, η κοινωνία μας βιώνει τους μικρούς και τους μεγάλους πολέμους, τις παγκόσμιες απειλές και τις τοπικές μάχες, φοβισμένη, ανταγωνιστική, ανασφαλής και τυφλωμένη. Οπως στους «τυφλωμένους» δύο μονομάχους του Γκόγια, που, πολεμώντας με την εγωιστική τυφλότητα της άγνοιάς τους, δεν συνειδητοποιούν τα καταστροφικά δεινά του εμφύλιου διχασμού, φανατισμένα υποχείρια κάποιων που έχουν κάθε λόγο να τους κρατούν σε αυτο-τύφλωση και αλληλο-εξόντωση. Ολοι εναντίον όλων.

Και γύρω τους και γύρω μας «διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», όπως λέει ο ποιητής.

Διαβαίνουν και θερίζουν τους μοιραίους φυγάδες, τους ασθενείς και οδοιπόρους, τους προσφεύγοντες, που αναζητούν μάταια την ουτοπία μιας άλλης ζωής, αυτούς, που στις θάλασσες της κάποτε ποιητικής νοσταλγίας και τώρα στις ακρογιαλιές των λυγμών, τους «επαναπατρίζουν» στους βυθούς των πελάγων ή στις άγνωστες πια πατρίδες τους που ο λεγόμενος δυτικός τρόπος ζωής έχει καταστρέψει.

«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον ήλιο! Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον άνθρωπο!» (Σεφέρης)

Και μαζί με τον έξω και ο μέσα πόλεμος μιας ανάλγητης εξουσίας και ενός απολίτιστου πολιτισμού που παλεύει να καταστείλει και να πειθαρχήσει ποινικοποιώντας την ελεύθερη έκφραση, να τιμωρήσει κάθε αντισυμβατική φωνή, να στιγματίσει τα Πανεπιστήμια σαν οίκους ανομίας, να στερήσει τους νέους από ένα μέλλον γόνιμο, σύγχρονο και δημιουργικό, στο πλαίσιο μιας ελεύθερης, ερευνητικής γνώσης και κριτικής πανεπιστημιακής σκέψης.

Κατάργηση πανεπιστημιακών Σχολών και Τμημάτων, κατάργηση κοινωνιολογικών μαθημάτων και μαθημάτων τέχνης και πολιτισμού στη μέση εκπαίδευση, προς όφελος των ιδιωτικών κολεγίων, χιλιάδες νέοι εκτός Πανεπιστημίων. Τα ξερονήσια της παιδείας, οι νέοι Παρθενώνες.

Η πολιτική και πολιτιστική αυτή ύβρις, υποστηριζόμενη από τη μοναδική βαρβαρότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, βάζει και την τελευταία επιτάφια πλάκα στο σώμα της παιδείας.

Σ’ ένα τοπίο πνευματικής και υλικής φτωχοποίησης –όπως το άδειο, γκρίζο και πένθιμο τοπίο του Γκόγια– οι «νέοι ορίζοντες» στην παιδεία όπως και στην υγεία, την εργασία, τον πολιτισμό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι κλειστοί ορίζοντες των συμφερόντων της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ το κράτος έχει μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο εργοτάξιο ιδιωτικών εξορύξεων του δημόσιου πλούτου.

Και η τέχνη σήμερα; Γράφει ο Οσκαρ Ουάιλντ ήδη τον 19ο αιώνα: «Η τέχνη εκφράζει την πιο έντονη διάθεση ατομικότητας που ο κόσμος έχει ποτέ γνωρίσει. Είναι μια δύναμη επικίνδυνη και διαβρωτική. Γιατί εκείνο που θέλει ν’ αλλάξει και να ταρακουνήσει είναι η μονοτονία της μορφής, η σκλαβιά στην τυφλή υπακοή στην παράδοση, η τυραννία της συνήθειας».

Αυτή την τυραννία της συνήθειας αλλά και της εξουσίας καθώς και την τυραννία της ανθρώπινης μωρίας καταγγέλλει με τον μεγαλειώδη δικό του τρόπο και ο Γκόγια, αυτός ο παθιασμένος υπηρέτης του παράλογου αλλά και της λογικής, αυτός ο τραγικός χλευαστής της ανθρώπινης μικρότητας, αλλά και ο μεγάλος ηθικός αυτουργός μιας μεγάλης, μαχόμενης ουμανιστικής τέχνης.

Ο Γκόγια μάς φανερώνει αυτά που μας κρύβει, η αλήθεια πάντα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Αφύπνιση συνειδήσεων, μαχητικότητα, ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι τα μηνύματα της μεγάλης οραματικής τέχνης του στις ρημαγμένες χώρες του σύγχρονου κόσμου.

Ετσι και σήμερα, η τέχνη, μαζί ατομική και συλλογική, αναζητά συνομιλητές, γιατί χάρη σ’ αυτούς και μέσω αυτών υπάρχει, για να διαμαρτυρηθεί και να αγανακτήσει, μαζί μ’ αυτούς. Για να μοιραστεί μαζί τους την αγωνιστική της δύναμη, να πολεμήσει ενάντια στο τσιμέντωμα των μυαλών, των ιδεολογιών, του περιβάλλοντος, ενάντια στο τσιμέντωμα των δικαιωμάτων, της δημοκρατικής παιδείας, ενάντια στο τσιμέντωμα των ιερών αρχαιολογικών τόπων και ενάντια στην αποδυνάμωση και διάλυση της δημοκρατικής δεξαμενής γνώσης που είναι τα δημόσια πνευματικά ιδρύματα.

Η τέχνη καλείται να αντισταθεί στη λεηλασία του δημόσιου χώρου και, μακριά από κάθε νομιμόφρονα σιωπή, να εκφράσει δυνατά την ενότητα μπροστά στον διχασμό, διεκδικώντας ένα ευρύτερο δημοκρατικό ήθος σ’ ένα κράτος δικαίου. Θα ’ταν καλό να θυμηθούμε ότι ο Γκόγια πρωτοεξέθεσε και πουλούσε τις σειρές με τα χαρακτικά του (Καπρίτσια) σ’ ένα κατάστημα ηδύποτων και αρωμάτων στη Μαδρίτη, στην οδό Απογοητεύσεων.

Μόνο απογοήτευση δεν μεταδίδουν αυτά τα σπουδαία έργα. Αντίθετα, μέχρι σήμερα, που περισσεύει η πίκρα και η απογοήτευση, μεταφέρουν μέσα από τον σαρκασμό, την οδύνη και τη σάτιρα το σπάνιο άρωμά τους, τη βαθιά πίστη στις μεγάλες αξίες της ανθρώπινης ζωής και τη φωνή της αντίστασης σε κάθε μορφή βαρβαρότητας και σκοταδισμού, φωνή αντίστασης στα κάθε λογής τέρατα που γεννά ο ύπνος της λογικής.

-------------------------------------------------------------------------------

* Πρόκειται για το έργο του Γκόγια με τίτλο στα αγγλικά "Duel with Cudgels" ή "Fight to the Death with Clubs" που βρίσκεται στο Μουσείο του Πράδο στη Μαδρίτη. Στη σχετική σελίδα του μουσείου (https://www.museodelprado.es/en/the-collection/art-work/duel-with-cudgels-or-fight-to-the-death-with-clubs/2f2f2e12-ed09-45dd-805d-f38162c5beaf) υπάρχουν χρήσιμες πληροφορίες για το έργο και συνολικά για τον καλλιτέχνη.

 

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

Βρετανία, η "ντελικάτη" χώρα




Είναι σήμερα οι κρίσιμες εκλογές στη Μεγάλη Βρετανία, αβέβαιο το αποτέλεσμα και αβέβαιο το μέλλον της μεγάλης αυτής χώρας. Αν και συχνά την κατηγορούμε ότι θέλει να έχει την αίγλη της χώρας ιδιοκτήτριας (αποικιοκρατία, Βρετανική Κοινοπολιτεία), που θέλει να ξεχωρίζει, που ακόμη και στην Ευρώπη ήθελε πάντα να είμαστε και μαζί και χώρια, δεν παύει να είναι ταυτόχρονα και μια αγαπημένη χώρα. Τι κι αν η πρώτη κουβέντα των Άγγλων που άκουσα, πολλά χρόνια πριν, το 1982, όταν πήγα σε σεμινάριο στο Λονδίνο και με ρώτησαν με ποια εταιρεία ταξίδεψα και γω τους απάντησα "με την Ολυμπιακή", με ρώτησαν μ' εκείνο το αγγλικό χιούμορ, που ακόμη δεν ξέρω αν ήταν χιούμορ ειρωνείας ή αμηχανίας: "και δεν πέσατε;". 

Τόποι με φυσικές ομορφιές και η Αγγλία και η Ουαλία και η Σκωτία, με τις δικές τους ιδιαιτερότητες και τον δικό τους ιδιαίτερο πολιτισμό (δεν έχω ταξιδέψει στην Ιρλανδία και στο μυαλό μου δεν ξεχωρίζουν τα δύο μέρη). Χώρα που έδωσε πολλούς σπουδαίους ανθρώπους, που γέννησε μεγάλες ιδέες, που γέννησε τον Σέξπηρ, χώρα απ' όπου ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση και ξεπήδησε το εργατικό κίνημα. Πολιτικοί, μουσικοί, ποιητές, πεζογράφοι, φιλόσοφοι, καλλιτέχνες, επιστήμονες, μηχανικοί, ελληνιστές και φιλέλληνες (πολλοί και πολύ), τι να πούμε και τι ν' αφήσουμε.


Αντί άλλων, παίρνω το θάρρος ν' αντιγράψω το ποίημα του Μπόρχες για την τρυφερή Αγγλία, την ντελικάτη χώρα, το "συγκεκριμένο νησί" (A cierta isla), που μετέφρασε ο Γιώργος Κεντρωτής και ανάρτησε χθες στο ιστολόγιό του (https://alonakitispoiisis.blogspot.com/2019/12/blog-post_11.html). Δίνει τον τίτλο "Απευθύνομαι σ' ένα συγκεκριμένο νησί".

Πώς να σε υμνήσω, τρυφερή μου Αγγλία;
Προφανώς και δεν μου επιτρέπεται να δοκιμάσω
την επισημότητα και τον σάλο της ωδής,
που απάδει στη δική σου αιδημοσύνη.
Δεν θα μιλήσω για τις θάλασσές σου,
που είναι η Θάλασσα όλη,
ούτε για την αυτοκρατορία που κατίσχυσε, ω νησί μου οικείο,
επί της απευθείας των άλλων.
Απλώς και με χαμηλή τη φωνή μου
θ’ αναφέρω εν συνεχεία ορισμένα σύμβολα:
την Αλίκη, που υπήρξε όνειρο του Κόκκινου Βασιλιά,
που υπήρξε όνειρο του Κάρολ, που είμαι εγώ ως όνειρο,
τη γεύση του τσαγιού και των γλυκών,
έναν λαβύρινθος μέσα στον κήπο,
κάποιο ρολόι ηλιακό,
κάποιον άντρα που εκπλήσσεται (και σε κανέναν
δεν λέει πως εκπλήσσεται)
απ’ την Ανατολή και από τις παγωμένες μοναξιές
που ουδέποτε είδε ο Κόλριτζ
και τα έκλεισε όλα σε λέξεις μέσα ακριβέστατες,
τον θόρυβο της βροχής, που δεν αλλάζει,
το χιόνι στα μάγουλα,
τον ίσκιο του αγάλματος του Σάμιουελ Τζόνσον,
τον ήχο ενός λαούτου που επιμένει ν’ ακούγεται
ακόμα κι όταν κανείς δεν το ακούει,
το κρύσταλλο ενός καθρέφτη που αντικατόπτρισε
το τυφλό βλέμμα του Μίλτωνος,
την ασίγαστη αγρυπνία κάποιας πυξίδας,
το Βιβλίο των Μαρτύρων,
το χρονικό των ζοφερών γενεών,
τις τελευταίες σελίδας κάποιας Βίβλου,
τη σκόνη κάτω από το μάρμαρο,
των χαραμάτων τη μυστικοπάθεια.
Εδώ είμαστε οι δυό μας, ω νησί μυστικό,
κανείς δεν μας ακούει.
Μεταξύ λυκαυγούς και λυκόφωτος
σιωπηλά μοιραζόμαστε πράγματα αγαπημένα.


Πόσο όμορφα το αποδίδει ο Κεντρωτής, τη νιώθει κι εκείνος αγαπημένη χώρα όταν τη λέει "τρυφερή μου Αγγλία" αποδίδοντας το "delicada Inglaterra" του άλλου ποιητή. Μεταξύ λυκαυγούς και λυκόφωτος σιωπηλά μοιραζόμαστε πράγματα αγαπημένα... Και κάποια σύμβολα, όπως την Αλίκη του Κάρολ, τη γεύση του τσαγιού, τον θόρυβο της σκιάς, τη σκόνη κάτω από το μάρμαρο, των χαραμάτων τη μυστικοπάθεια. 

Κι άλλα πολλά.

Good morning Britain. Schock the establishemnt. Vote for Hope!

Σε αναμονή...

...................................................................
Σημ. Στο παραπάνω βίντεο ακούγεται το έργο του Άγγλου συνθέτη Ralph Vaughan Williams "English Folk Song Suite".

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό





Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες 
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα

Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δως του κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο, σφάξε με αγάμ' ν' αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα

Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού 
Αφού τότε τσιφλικάδες ήσανε οι μπουρζουάδες 
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες 
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα


(Στίχοι: Μήτσος Ευθυμιάδης Μουσική: Χρήστος Λεοντής Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Μητσιάς. Το κομμάτι είναι απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Μήτσου Ευθυμιάδη: "Προστάτες", που ανέβηκε στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης το 1975, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν).
 
Σε μια παρουσίαση πριν από μερικά χρόνια, ο συνθέτης Χρήστος Λεοντής σημείωσε (με νόημα;) ότι ... καμιά φορά η ιστορία μπορεί και να επαναλαμβάνεται. Δεν το ευχόμαστε. Καλή μας τύχη! 
 

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

Επιφυλάσσομαι ελπίζοντας ή μια ζωή θα ψειρίζω τη μαϊμού;


Πριν από δυό χρόνια, παραμονές των εκλογών Γενάρη του 2015, παρέθετα σε ανάρτηση με τίτλο "Στο δρόμο της ελπίδας και της αξιοπρέπειας, στο δρόμο της Αριστεράς!" λίγα αποσπάσματα από το βιβλίο των σοφών Γάλλων γεράκων (ας μου επιτραπεί αυτός ο τρυφερός χαρακτηρισμός γιατί έχω μεγάλη εκτίμηση στο πνεύμα και των δύο) Στεφάν Εσσέλ (1917-2013) και Εντγκάρ Μορέν (1921- ) "Ο δρόμος της ελπίδας". 

Οι έννοιες που ξεχωρίζουν στο μικρό αυτό βιβλίο-μανιφέστο είναι ελπίδα, αξιοπρέπεια, αγάπη, συμπόνοια, αλληλεγγύη, κατανόηση, ελευθερία, γνώση, αισθητική, παιδεία.

Αναφέρθηκα σ' αυτό τότε γιατί ένιωθα ότι σε λίγες σελίδες συμπυκνώνονται με απλό τρόπο οι έννοιες και οι ιδέες που (πρέπει να) υπηρετεί η Αριστερά. Και σε αυτές τις ιδέες στηρίξαμε τις ελπίδες μας όσοι ψηφίσαμε τον Σύριζα (και τότε) και σε αυτές τις ιδέες - θέλω να πιστεύω - στηρίζεται η αριστερή Κυβέρνηση του Σύριζα (παρά τις ... παρασπονδίες καμιά φορά).

Σήμερα, δυο χρόνια μετά, ο απολογισμός. Πολύ μελάνι, πολλή πόλωση, πολύς ο χωρισμός και το μίσος, καμιά ανοχή, ενώ, δυστυχώς, υπάρχουν πολλά ακόμη προβλήματα, πολλές ακόμη δυσκολίες, πολλές αδυναμίες, πολλά τα μέτωπα, και υπάρχουν βέβαια επιφυλάξεις, προβληματισμοί, διάφορες απόψεις. Αλλά έτσι είναι η δημοκρατία. Η ελευθερία να έχεις τις απόψεις σου και να μπορείς να τις λες δημόσια και ανοιχτά (σε ορισμένο πλαίσιο βέβαια, όμως μεγάλη κουβέντα αυτή), να μπορείς να διαφωνείς και οι άλλοι να σε ακούνε. Είναι μόνο αυτό όμως; Και το ψέμα, η έπαρση, η άγνοια, η αμορφωσιά (όχι αυτών που δεν έβγαλαν πανεπιστήμια αλλά αυτών που, όπως έλεγε ο πατέρας μου, δεν έχουν "κοινωνική μόρφωση", έννοια που ακόμη αναζητώ να ορίσω...), ο ξερολισμός όσων αρέσκονται να μένουν στην άκρη "ψειρίζοντας τη μαϊμού"; Αυτά, δυστυχώς, είναι κάποια από τα φαινόμενα της πολιτικής μας ζωής τα τελευταία δύο χρόνια.

Δεν θα κάνω εδώ δική μου αποτίμηση για την Κυβέρνηση των δύο χρόνων (παρά το ότι θα είχα θετικά και αρνητικά στοιχεία να επισημάνω, αλλά αυτό μπορώ και σε άλλες ευκαιρίες και δεν έχω πρόβλημα), όμως, επειδή και προβληματισμούς, αλλά και προσδοκίες έχω, θα παραπέμψω σε δυο παλιότερα κείμενα του Δημήτρη Σεβαστάκη, νυν βουλευτή Σάμου του Σύριζα, ο οποίος, πάντα κριτικός και ειλικρινής, θέτει σοβαρά ζητήματα για την Αριστερά, λέει αλήθειες για τις παθογένειες και της Αριστεράς και της ελληνικής κοινωνίας και μακάρι αυτές να εισακούονται (και το σημαντικό είναι ότι αποδέκτες των αληθειών αυτών δεν είναι μόνο οι έχοντες υπεύθυνη διοικητική θέση, αλλά και καθένας και καθεμιά μας, ας μην το παραβλέπουμε και αυτό το στοιχείο). 

Έγραφε λοιπόν τον Σεπτέμβριο του 2014 στην Αυγή ο Σεβαστάκης, τότε που ήδη διαφαινόταν η εκτόξευση του Σύριζα προς κυβερνητικά ποσοστά, για το χαρούμενο και λυπηρό στρίμωγμα της Aριστεράς και με, δυστυχώς, οικεία μας αν και υποθετικά (δήθεν) παραδείγματα έδινε το στίγμα της Αριστεράς και κυρίως του αριστερού!

Παλιότερα, στις 6 Μαϊου του 2012, ημέρα των εκλογών του '12, έγραφε στην Αυγή πώς οραματίζεται την Αριστερά: "ερωτεύσιμη και φρέσκια, αλλά κυρίως έξυπνη και έντιμη". Και καταλήγει: Η αριστερά ή εξασφαλίζει το βαθύ νόημα για τους απαρηγόρητους ή απλώς κάνει καριέρα. Εκείνη, αλλά κι εμείς διαλέγουμε…

(Δεν θα ήθελα εδώ να σκεφτώ "Ακούει κανείς;", εμπιστεύομαι την εντιμότητα και την ανιδιοτέλεια).

Θα ήθελα όμως να παραπέμψω και σε ένα πολύ πρόσφατο κείμενο του μηχανικού Σπύρου Κανιώρη από την Πρέβεζα (δραστήριος μηχανικός, υπήρξε και πρόεδρος της Ν.Ε Πρέβεζας του ΤΕΕ Ηπείρου), ο οποίος σε άρθρο του με τίτλο "Επτά χρόνια αρκετά" στο artinews γράφει :

Τον άλλο κόσμο “τον εφικτό” και «ισορροπημένο» επιζητούμε, αλλά δεν τον βλέπουμε ακόμη, αφού οι άνθρωποι όταν θυμώνουν πολύ, χάνουν τον αυτοέλεγχο (συνήθως μεθοδεύεται) και επιλέγουν …πόλεμο με βαρβαρότητα (θα τον αποφύγουμε;).

Κι επίσης:

Η Ελληνική κυβέρνηση εύχομαι να συνενωθεί με την κοινωνία και τις πολιτικές δυνάμεις της λογικής, κόντρα στην διαπλοκή και τη διαίρεση (δεν φτάνει ενάμιση κόμμα γι αυτά), γιατί ο κόσμος … καταρρέει και απαιτείται αλήθεια, αυτοπεποίθηση και ενότητα!

Λέει κι άλλες αλήθειες, αξίζει να διαβαστεί όλο και με προσοχή.

Ο Σεβαστάκης, πάλι, τελείωνε το άρθρο του 2014 με τη φράση:

Επιφυλάσσομαι, ελπίζοντας.

Κι εγώ εξακολουθώ να κάνω το ίδιο, γιατί πια βαρέθηκα να ψειρίζω τη μαϊμού, πάλι ψείρες γεμίζει...
Γιατί συμφωνώ με τους σοφούς Γάλλους παππούδες, που έγραφαν:

"Το αστραφτερό μέλλον έχει πεθάνει, μπορούμε όμως ν' ανοίξουμε το δρόμο στο εφικτό μέλλον".

Μακάρι οι νεότεροι να μπορέσουν να βρουν έναν καλύτερο και πιο εύκολο δρόμο, για ένα, γιατί όχι, πιο αστραφτερό μέλλον!
Μαζί τους τότε!

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, του Λεονάρδο Παδούρα



Ο "Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά" (Καστανιώτης, 2011, σε μετάφραση Κώστα Αθανασίου), το μυθιστόρημα του Κουβανού συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα είναι η ιστορία δολοφονίας του Τρότσκι από τους ανθρώπους του Στάλιν μετά από εντολή του. Και πάνω από αυτό, μια ανατομία του σταλινικού μοντέλου όπως εκφράστηκε καταρχάς μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, τόσο όσο ζούσε ο Στάλιν κύρια στη δεκαετία του '30 με τις ανατριχιαστικές και αποτρόπαιες στην ιδέα και στην υλοποίηση δίκες της Μόσχας, όσο και μετά το θάνατό του όταν η σκιά του απλωνόταν στις δομές και στις αντιλήψεις των επιγόνων του, αλλά και αλλού όπου μπόρεσε να επηρεάσει και να μπολιάσει (δυστυχώς) με το σαράκι της καχυποψίας, της ανελευθερίας, του αυταρχισμού, της δίωξης του διαφορετικού ή απλά του άλλου ...

Έτσι, ο Παδούρα μας δίνει μια εκπληκτική παρουσίαση αυτής της εικόνας στην Ισπανία την περίοδο του εμφυλίου (80 χρόνια φέτος από την έναρξή του), της Κούβας μετά την επανάσταση αλλά και μετά την πτώση και την παύση της βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση. Είναι ευρηματικός ο τρόπος δομής του μυθιστορήματος, τρεις ιστορίες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, με διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, που όμως όλα δένονται μεταξύ τους πολύ καλά.

Η ιστορία του Ιβάν στην Κούβα, δεκαετία του '70 και αργότερα, η πείνα μετά το '89, ο θάνατος της γυναίκας του μάλλον από αβιταμίνωση, οι προσπάθειες αλλά και οι συντηρητικές αντιλήψεις της κουβανικής κυβέρνησης, το κυνηγητό στους αντιφρονούντες και στους ομοφυλόφιλους. Η γνωριμία του Ιβάν με τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Η ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του δραστήριου μαχητή του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην Ισπανία, ο ισπανικός εμφύλιος, η πείνα, οι ουρές για ψωμί, η άνοδος του φασισμού, οι διαμάχες κομμουνιστών με αναρχικούς, οι σχέσεις με το σοβιετικό καθεστώς. Η ανάθεση δολοφονίας του Τρότσκι.
Η ιστορία του Τρότσκι, οι περιπλανήσεις του, από τη Σοβιετική Ένωση όπου ήταν ανεπιθύμητος, στην Τουρκία, στη Γαλλία, στη Δανία, στην Αμερική, στο Μεξικό, στιγμές από την καθημερινή ζωή και δράση του, στοιχεία του χαρακτήρα του, εικόνες από την οικογένειά του και τις επιπτώσεις των κυνηγητών πάνω στη δική τους ζωή, η φιλία με Φρίντα Κάλο και Ντιέγκο Ριβέρα.

Ο Τρότσκι δολοφονήθηκε το 1940. Ο Μερκαντέρ βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, ξαναγύρισε στην Αμερική, πέθανε στην Κούβα το 1978. Θα ήθελα να διαβάσω και το βιβλίο του Σεμπρούν "Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ".


Ο Παδούρα επισκέφθηκε τη χώρα μας το 2013 και στις 26 Ιουνίου τον είχαμε παρακολουθήσει στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που διοργάνωσαν οι εκδόσεις ΚαστανιώτηΗ απλή αναφορά δεν αρκεί για τον σπουδαίο Ανταίο Χρυσοστομίδη που τόσο πρόωρα έφυγε το περασμένο καλοκαίρι, ψυχή της εκπομπής "Οι κεραίες της εποχής μας" μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη και συγγραφέα των ομώνυμων βιβλίων από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Και φυσικά δεν πρέπει να παραλείψουμε την αναφορά στον Κώστα Αθανασίου, τον πολύ καλό μεταφραστή ισπανόφωνης λογοτεχνίας, που με τη μετάφρασή του, κάνει λες λογοτεχνία μέσω της μετάφρασης (εξάλλου, στη μετάφραση λογοτεχνίας, αυτό είναι το ζήτημα ή και το ζητούμενο πολλές φορές).


Και με την ευκαιρία, επειδή δίνονται πολλές πληροφορίες και λεπτομέρειες για τη διαμονή του Τρότσκι στο Μεξικό, παραθέτω κάποιες πληροφορίες. Σημαντικές πληροφορίες βρήκα εδώ. Όταν έφτασε ο Τρότσκι με τη γυναίκα του στο Μεξικό, αρχικά έμειναν στο Μπλε Σπίτι (Casa Azul) της Φρίντα Κάλο και του Ντιέγκο Ριβέρα. Το Μπλε Σπίτι  σήμερα είναι Μουσείο Φρίντα Κάλο, στο οποίο μπορεί κανείς να κάνει και μια εικονική περιήγηση

Αργότερα, μετακόμισαν παρακάτω, στο σπίτι όπου έμεινε μέχρι το τέλος, δολοφονημένος από τον Ραμόν Μερκαντέρ. Το σπίτι αυτό είναι σήμερα Μουσείο Λέον Τρότσκι, όπου μπορεί κανείς επίσης να βρει ενδιαφέρονατα πράγματα.



Επιστρέφοντας στο, εμβληματικό για μένα, μυθιστόρημα του Παδούρα και σημειώνοντας ότι είναι πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσα να σταθώ, ας μεταφέρω μόνο τις εικόνες των προσφύγων που περιγράφει όταν ο Μερκαντέρ έφυγε από την Ισπανία για τη Γαλλία, τότε που έπεσε η Βαρκελώνη, στα τέλη του '38 με αρχές του '39, και 

"... έφτασε σ' ένα ύψωμα που τον υποδέχτηκε η νοσηρή δυσωδία της ήττας και όπου τα πρόσωπα οδηγούσαν σαν κοπάδια οι Σενεγαλέζοι στρατιώτες οι οποίοι έλεγχαν τους πρόσφυγες".

Και συνεχίζει:

"Μια παλίρροια από ανθρώπους, καλυμμένους με κουρελιασμένα πανιά, που ταξίδευαν πάνω σε κάποια, λίγα, αυτοκίνητα ή στοιβαγμένοι σε σαραβαλιασμένα αμάξια, που τα τραβούσαν λιμοκτονούντα άλογα, ή απλώς πήγαιναν περπατώντας, σέρνοντας βαλίτσες και μπόγους όπου είχαν συσσωρεύσει όλα τα υπάρχοντα της ζωής τους, δέχονταν σιωπηλά διαταγές ακατανόητες γι' αυτούς, που τις κραύγαζαν στα γαλλικά και τις τόνιζαν με εκφοβιστικές χειρονομίες και απειλητικά ρόπαλα. Ήταν κόσμος που είχε ριχτεί σε μια έξοδο βιβλικών διαστάσεων, σπρωγμένος μόνο από τη θέληση να επιβιώσει, πλάσματα που κουβαλούσαν ένα τεράστιο φορτίο από απογοητεύσεις και απώλειες, ολοφάνερες σε κάτι βλέμματα από τα οποία είχε χαθεί ακόμα και η αξιοπρέπεια".

Υστερόγραφο: 

Μήπως μας ξενίζει η περιγραφή; Ή μήπως μας φαίνεται οικεία; Να σημειώσω ότι το παραπάνω αναφέρεται στο χειμώνα 1938-39 και ότι το βιβλίο του Παδούρα πρωτοκυκλοφόρησε το 2009. Ο άνθρωπος δεν είχε δει τη Λέσβο, ούτε την Ειδομένη, ούτε τον Πειραιά, ούτε τη Λαμπεντούζα, ούτε την Πύλο. Τελικά, εικόνες με ανθρώπους "περπατώντας, σέρνοντας βαλίτσες και μπόγους όπου είχαν συσσωρεύσει όλα τα υπάρχοντα της ζωής τους" είναι εικόνες του πολιτισμού μας, φαίνεται... Φοβάμαι μην τις συνηθίσουμε, μην τις συνηθίσουν και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας...

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο: Μπάτλερ και Σπίβακ για το δικαίωμα στα δικαιώματα ή τι σημαίνει να είσαι άπατρις, παράνομος, ξένος τον 21ο αιώνα


"Τι σημαίνει να είσαι άπατρις, παράνομος, ξένος τον 21ο αιώνα;"


Έτσι ξεκινά την εισαγωγή της η Μίνα Κραβαντά στο βιβλίο με τίτλο "Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο: γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν (εκδ. Τόπος, 2015), στο οποίο οι δυο σημαντικές σύγχρονες φιλόσοφοι Τζούντιθ Μπάτλερ και Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ συζητούν για το δικαίωμα κάθε ανθρώπου που διάγει "ένα είδος βίου πολιτικού μέσα στα πλαίσια κάποιου έθνους-κράτους ή και στο διάκενο ανάμεσα σε σύνορα κρατών" να έχει δικαιώματα.

Αναρωτιέται η Καραβαντά:

"Πώς ορίζεται αυτός ο βίος και πώς επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος του έθνους-κράτους μέσα από αυτόν τον πολιτικό βίο των εξόριστων, των μεταναστών, των ανθρώπων που έχουν εξαναγκαστεί να μεταναστεύσουν, συχνά χωρίς χαρτιά, προκειμένου να επιβιώσουν και, επομένως, να ζήσουν;"

Χρησιμοποιώντας αναφορές από την Χάνα Άρεντ, τον Έντουαρντ Σαϊντ, τον Ιμμάνουελ Βάλερστάιν, τον Μισέλ Φουκώ και τον Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, η Μίνα Καραβαντά αναπτύσσει το ζήτημα των μετακινήσεων τον 20ο και 21ο αιώνα, σε σύνδεση "με τις συνέπειες της αποικιοκρατίας και των μετα-αποικιοκρατικών αγώνων και ιδεολογιών", με τη γέννηση του εθνικισμού σε τοπικές κοινωνίες, με εμφυλίους πολέμους, με οικονομικές κρίσεις και βέβαια με τις συζητήσεις για το έθνος-κράτος. Κάνει έτσι μια εισαγωγή στο έργο των δύο φιλοσόφων, αναλύοντας έννοιες που έχουν αναπτύξει  οι ίδιες όπως "ευάλωτη ζωή" (precarious life) και "υποτελείς άνθρωποι" (subaltern), στο πλαίσιο των τοποθετήσεων των παραπάνω σχετικά με τα δικαιώματα και κυρίως το δικαίωμα του ανήκειν και το δικαίωμα στα δικαιώματα, με την άποψη για τη γυμνή ζωή, για την κατάσταση εξαίρεσης, για τη βιοπολιτική κτλ.

Αυτά συζητούν οι δύο φιλόσοφοι, έχοντας ως αφετηρία κυρίως το λόγο της Χάνα Άρεντ που πρώτη μίλησε για το δικαίωμα στα δικαιώματα, για αυτούς που έχουν φωνή και όμως δεν ακούγονται.


Αφορμή στην κουβέντα τους ήταν οι διαμαρτυρίες που είχαν ξεσπάσει την περίοδο 2006-2007 στις ΗΠΑ επί προεδρίας Μπους ενάντια στο νομοσχέδιο για την παράνομη μετανάστευση. Τον Απρίλιο του 2006 ακούστηκε πρώτη φορά σε 500 Ισπανόφωνους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ ο αμερικάνικος εθνικός ύμνος στα ισπανικά. Τον ονόμασαν nuestro himno, τον έκαναν δηλαδή και δικό τους ύμνο οι Μεξικάνοι πλάι στον μεξικάνικο. Ο Μπους είχε πει τότε ότι ο εθνικός ύμνος πρέπει να τραγουδιέται στα αγγλικά, αλλά και ότι οι ξένοι της χώρας πρέπει να μιλούν αγγλικά. Ξεπρόβαλε έντονα ο προβληματισμός για την έννοια του ανήκειν, σε ποιον ανήκει ο ύμνος, σε ποιον ανήκει η σημαία, σε ποιον ανήκει η γλώσσα, σε ποιον ανήκει ο τόπος, σε ποιον τέλος πάντων ανήκει η πατρίδα;

Οι Μπάτλερ και Σπίβακ συζητούν για τις διακριτές έννοιες έθνος και κράτος που συνδέονται μεταξύ τους ως έθνος-κράτος, για την έννοια "πολιτεία" ως εναλλακτική στο "έθνος-κράτος", για την ιδιότητα του πολίτη και για το καθεστώς των μη πολιτών, για τους απάτριδες και τους πρόσφυγες, για αυτούς που "αποβάλλονται από τις νομικές διατάξεις του ανήκειν", για τις έννοιες του τόπου και του χώρου, για την εξουσία και την ελευθερία, για την πολιτική υπόσταση, για τη γλώσσα, για τη "γυμνή ζωή" των μεταναστών της Γερμανίας και των Παλαιστίνιων που ζουν υπό κατοχή, για την παγκοσμιοποίηση και την παρακμή του έθνους-κράτους, για τον ιμπεριαλισμό κα τη διαχείριση των αποικιών, για τον τρίτο κόσμο, για την αυτοδιάθεση και τον εθνικισμό, για τον κριτικό τοπικισμό, για τις αντιφάσεις στις έννοιες και στις συμπεριφορές.

Πολλά τα νοήματα, πυκνά και συχνά δύσκολα, αξίζει όμως να βουτήξουμε στις 120 σελίδες του βιβλίου. Ακόμη κι αν μερικές φορές βρούμε υπερβολικές κάποιες απόψεις, όμως κι αυτές κινητοποιούν τη σκέψη και την ευαισθησία. Η συζήτηση έγινε το 2007, τότε εκδόθηκε το βιβλίο στα αγγλικά, δηλαδή πρό κρίσης ή στα πρόθυρα της σημερινής παγκόσμιας κρίσης. Όμως, μήπως μας θυμίζει την πολύ μακρινή περίπτωση εκείνου του μαθητή από την Αλβανία που, αν και πρώτος μαθητής στην τάξη, δεν του επέτρεπαν να σηκώσει την ελληνική σημαία; Μήπως οι αναφορές στους απάτριδες και στους πρόσφυγες και σε αυτούς που διαβιούν (;) στο διάκενο ανάμεσα σε σύνορα κρατών μας φέρνει στο νου τις πολύ πρόσφατες εικόνες της Ειδομένης, της Λέσβου, της Κω, της θάλασσας του Αιγαίου. Μήπως, μήπως όλα αυτά είναι απάντηση και μήνυμα στη σημερινή τραγωδία, να κάνει τόση φασαρία ένα κυβερνητικό κόμμα γιατί ο υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής Γιάννης Μουζάλας είπε Μακεδονία την ΠΓΔΜ (πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας - Fyrom). Και αύριο είναι η σύνοδος για το προσφυγικό. Και οι άνθρωποι βρίσκονται σε απελπισία, σε απόγνωση. Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε δηλαδή. Ή μήπως όλα αυτά έχουν άλλο νόημα και άλλη στόχευση; Μήπως;




Για να γυρίσω πάντως στο θέμα του αμερικάνικου ύμνου, να πω ότι και ο Τζίμι Χέντριξ είχε παίξει με την ηλεκτρική κιθάρα του "πειραγμένο" τον ύμνο της αστερόεσσας. Ήταν το 1969 στο Γούντστοκ. Και τότε είχε θεωρηθεί πρόκληση... 

Τελικά, τι σημαίνει να είσαι άπατρις, παράνομος, ξένος τον 21ο αιώνα; Μια ματιά στην Ειδομένη. Και μετά δίπλα μας, σήμερα, ειδικά σήμερα, στους ... περί την γλώσσαν τυρβάζοντες.

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αξίζει να γίνει αναφορά στη μεταφραστική ομάδα που δούλεψε στο πλαίσιο του διατμηματικού προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών "Μετάφραση - μεταφρασιολογία" του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Γιατί ο Μάρξ είχε δίκιο, του Terry Eagleton




Με την ευκαιρία της παρουσίας στην Ελλάδα του σπουδαίου Άγγλου διανοητή Τέρυ Ίγκλετον, γράφω δυό λόγια για το βιβλίο του "Γιατί ο Μάρξ είχε δίκιο" που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2012 από τις εκδόσεις Πατάκη. Σε δέκα κεφάλαια, ο Ίγκλετον περιγράφει και καταρρίπτει δέκα μύθους γύρω από τον Μαρξ και τις πολιτικές και φιλοσοφικές του θέσεις. Με πολλά στοιχεία και πολλές βιβλιογραφικές αναφορές, με επιχειρήματα και λεπτομερείς αναλύσεις, με κριτική στο Στάλιν και στην πολιτική του αλλά και με αιτιολόγηση της Οκτωβριανής επανάστασης και της πολιτικής του Λένιν ακόμη και με τις όποιες βίαιες καταστάσεις. Τα 10 σημεία πολεμικής στο μαρξισμό που εντοπίζει και απορρίπτει ο Eagleton είναι τα παρακάτω:
  1. Ο μαρξισμός έχει πεθάνει, έχει ξοφλήσει, οι σημερινές κοινωνίες είναι αταξικές, μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
  2. Ο μαρξισμός είναι καλός στη θεωρία, αλλά όπου εφαρμόστηκε έφερε δεινά.
  3. Ο μαρξισμός είναι μια μορφή αιτιοκρατίας, συνέχεια του καπιταλισμού και κάτι σαν κοσμική εκδοχή της θείας πρόνοιας ή της μοίρας.
  4. Ο μαρξισμός ονειρεύεται μια ουτοπία, ένα αφελές όραμα, απλοϊκό και ρομαντικό, που αντικατοπτρίζει την ανεφάρμοστη πολιτική θεωρία του.
  5. Ο μαρξισμός ανάγει τα πάντα στην οικονομία, στην οικονομική αιτιοκρατία και, παρέχοντας μια μονοδιάστατη εκδοχή της ιστορίας, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην πλουραλιστική θώρηση των σύγχρονων κοινωνιών.
  6. Ο Μαρξ ήταν υλιστής, δεν τον ενδιέφερε η πνευματικότητα, απέρριπτε τη θρησκεία, είχε ως αρχή "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα" και ήταν ο πρόδρομος του Στάλιν και των ομοίων του.
  7. Ο Μαρξ είχε εμμονή με τις κοινωνικές τάξεις, όμως η ταξική πάλη σήμερα είναι παρωχημένο ζήτημα, η εργατική τάξη έχει εξαφανιστεί, ο επαναστάτης εργάτης είναι αποκύημα της μαρξιστικής φαντασίας.
  8. Οι μαρξιστές επιθυμούν βίαιη πολιτική δράση, ο μαρξισμός βρίσκεται στα μαχαίρια με τη δημοκρατία.
  9. Ο μαρξισμός πιστεύει σε ένα πανίσχυρο κράτος, στη δεσποτική εξουσία χωρίς ελευθερίες, στην υποταγή στο κόμμα.
  10. Τα ριζοσπαστικά κινήματα των τελευταίων δεκαετιών έχουν προκύψει έξω από το μαρξισμό, του οποίου η συμβολή σε αυτά είναι πολύ μικρή.

Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω τις λεπτομέρειες που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να καταρρίψει τους παραπάνω μύθους, αξίζει όμως να διαβαστεί, ακόμη και αν κανείς βρίσκει σημεία που μπορεί να μη συμφωνεί. Μιλά για όλους και για όλα, δίνοντας παραδείγματα και αντιστοιχίες με πραγματικές καταστάσεις μέχρι τις μέρες μας. Μιλά για το Ρήγκαν και τη Θάτσερ και την κοινωνική φιλοσοφία τους που ισοδυναμεί με "αναίσχυντη απληστία", για το "ρατσισμό και τον πολιτισμικό κρετινισμό" που καλλιεργεί το κυρίαρχο μοντέλο, για τα λάθη που έγιναν στην εφαρμογή του μαρξισμού κι έκαναν "την ίδια την ιδέα του σοσιαλισμού να βρωμάει στα ρουθούνια πολλών από εκείνους που κατοικούσαν σε άλλα μέρη του κόσμου...".

Οι ιδεώδεις προδιαγραφές του σοσιαλισμού είναι για τον Eagleton: "ειδικευμένος, μορφωμένος, πολιτικά καλλιεργημένος πληθυσμός, ακμαίοι δημόσιοι θεσμοί, εξελιγμένη τεχνολογία,  διαφωτισμένες φιλελεύθερες παραδόσεις και η έξη της δημοκρατίας".

Χρησιμοποιεί τον όρο "σοσιαλιστές της αγοράς", σημειώνοντας ότι ακόμη και οι Μαρξ και Τρότσκυ δεν απέρριπταν την αγορά, επικαλείται μάλιστα την Χάνα Άρεντ που περιέγραψε τις εναρκτήριες σελίδες του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ως το κορυφαίο εγκώμιο του καπιταλισμού.

Είναι ενδιαφέρουσα η ανάλυση που κάνει για την ιστορία και το ρόλο των παραγόντων που επιδρούν με προτεραιότητα στην ιστορική εξέλιξη. Είναι οι παραγωγικές δυνάμεις ή/και τα ανθρώπινα όντα; Προηγούνται οι κοινωνικές σχέσεις ή οι παραγωγικές δυνάμεις;

Απαντώντας στη θέση για το αφελές ουτοπικό όραμα του μαρξισμού σύμφωνα με τους επικριτές του, κάνει εκτενή αναφορά στους ουτοπιστές και σημειώνει ότι ο Μάρξ ήταν προφήτης και όχι μάντης που πρόβλεπε το μέλλον. Παίρνει έτσι την ευκαιρία να δώσει ένα όμορφο κείμενο για τις διαφορές ανάμεσα στους δύο αυτούς χαρακτηρισμούς, για την πρόβλεψη του μέλλοντος, για την εξουσία πάνω στο μέλλον, για την ψευδαίσθηση ασφάλειας που μας παρέχει το μέλλον ως φετίχ.

Μιλά για τη γλώσσα, για την κουλτούρα και για τη γνώση, αναφέρεται στο Θουκυδίδη ως ακραιφνή υλιστή, στον Αριστοτέλη  του οποίου ο Μαρξ είναι αληθινός επίγονος, στην ηθική που δεν είναι ηθικισμός και στη σχέση της με την πολιτική.

Και για άλλα πολλά μιλά. Και τελειώνει με το ερώτημα, καλώντας μας να συμφωνήσουμε μαζί του:
"Υπήρξε ποτέ ένας τόσο χονδροειδώς παρερμηνευμένος διανοητής;"


(Για να συμπληρώσω την παρουσίαση, θα μπορούσα να σταθώ και στο επίσης πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του "Η έννοια της κουλτούρας", όμως προς το παρόν - και λόγω των έντονων πολιτικών καταστάσεων που ζούμε - αρκούμαι στην απλή αναφορά του).

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Ηττηθήκαμε λοιπόν;


«... έχουμε φτάσει στο σημείο να μη θεωρούμε σοφούς παρά τους μισθοφόρους της σοφίας. Είναι σαν να βλέπουμε την παρθένο Παλλάδα, που κατοικεί ανάμεσα στους ανθρώπους χάρη στη γενναιοδωρία των θεών, να τη διώχνουν, να τη γιουχάρουν, να τη σφυρίζουν, και κανείς να μη δείχνει αγάπη κι ενδιαφέρον γι’ αυτήν, εκτός κι αν εκπορνευτεί και μπορέσει να καταβάλει το γλίσχρο αντίτιμο από τη διακόρευση της παρθενίας της στον κορβανά του εραστή της...

... Αν λοιπόν ανέλαβα ένα έργο τόσο βαρύ για τους ώμους μου, δεν είναι επειδή αγνοώ την αδυναμία μου. Είναι μάλλον επειδή αναγνωρίζω ότι σε αυτό το είδος του αγώνα, δηλαδή του λόγιου αγώνα, συμβαίνει τούτο το αξιοπερίεργο, ότι μπορεί να υπάρξει όφελος ακόμη και από την ήττα. Συνεπώς, ακόμη και οι πιο αδύναμοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα και το δικαίωμα όχι μόνο να μην αρνούνται να αγωνιστούν, αλλά και να το εύχονται. Διότι αυτός που ηττάται δέχεται από τον νικητή όχι ένα πλήγμα αλλά μια ευεργεσία, και του χρωστά οτι βγαίνει πιο πλούσιος, δηλαδή πιο σοφός και καλύτερα προετοιμασμένος για μελλοντικούς αγώνες...»

Αυτά είπε ο Pico della Mirandola στους αγώνες επιχειρημάτων που πήρε μέρος και όπου ανέπτυξε το λόγο περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και καταφέρθηκε ενάντια σ’ εκείνους που «από τη στιγμή που ολόκληρη η ζωή τους είναι επικεντρωμένη στο κέρδος και τη φιλοδοξία, είναι ανίκανοι να αγκαλιάσουν τη γνώση της αλήθειας».

Αν μεταφέρω τα παραπάνω στο σήμερα, αναρωτιέμαι με πολλή πίκρα αν αρκούν για να νιώσω καλύτερα...

Και ας μην μιλήσω για την Ευρώπη και για την ευρωπαϊκή ιδέα. Δεν υπάρχει αυτή, και δεν υπάρχει όχι απλά γιατί κάποιες χώρες εκφράζονται έτσι άσχημα για την Ελλάδα και γιατί η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την Ελλάδα (αυτά τελικά μου ακούγονται λόγια, μόνο λόγια), αλλά γιατί είναι πολλοί αυτοί που ενεργούν σαν να είναι ολόκληρη η ζωή στην Ευρώπη επικεντρωμένη στο κέρδος και στη φιλοδοξία και είναι ανίκανοι να αγκαλιάσουν τη γνώση της αλήθειας και την αλήθεια της γνώσης!

Ηττηθήκαμε λοιπόν;