Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ζωγράφοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ζωγράφοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Μ' έναν χαρταετό κοιτάζω κατάματα τον ουρανό και του λέω...

Χαρταετοί, του Σπύρου Βασιλείου

Ότι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους,
επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος
ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για
τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός
δεν υπάρχει.
Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς
να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει
και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνε-
ται Χάρις και η Χάρις Άγγελος· Η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή
Ευτυχία

με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό

ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς
υπόκωφου Παραδείσου.

Να γίνεται άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο έδωκεν η Ποίηση στον Οδυσσέα Ελύτη για ν' αποχτήσει μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους. Είναι ένα από από τα φιλοσοφικά και λογοτεχνικά πιστεύω του όπως τα καταγράφει στον Μικρό Ναυτίλο (εδώ στο «Μυρίσαι το άριστον»* [Χ]).**

Πλασμένη για χαρταετός ήταν και η Μαρία Νεφέλη και αξίζει ν' ακούσουμε την Έλλη Λαμπέτη να το διαβάζει (και πόσο αλήθεια της ταιριάζει!):

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν- ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση τον μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού αλλάζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά

[... (ακολουθεί ο Αντιφωνητής και συνεχίζει η Μαρία Νεφέλη)]

σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε:
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...

Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ΄βαζαν αλλόκοτους δίκους στο πικάπ.
......................................................


Όμως, οι μέρες και οι μήνες τούτοι είναι δύσκολοι, ανέχεια, πείνα, πόλεμοι, σκοτωμοί, γενοκτονίες από τη μια, και φρεγάτες, F16 μαζί με κροκοδείλια δάκρυα και λόγια από την άλλη. Ας θυμηθούμε και τον χαρταετό του Παλαιστίνιου ποιητή Ρεφαάτ Αλαρίρ που σκοτώθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2023.

Αν πεθάνω,
πρέπει να ζήσεις
να πεις την ιστορία μου
να πουλήσεις τα υπάρχοντά μου
ν' αγοράσεις ένα κομμάτι πανί
και λίγο σπάγκο,
(άσπρο να τον κάνεις, με μακριά ουρά)
έτσι που ένα παιδί, κάπου στη Γάζα
καθώς κοιτάζει κατάματα τον ουρανό
περιμένοντας τον πατέρα του,
που χάθηκε μέσα σε μια λάμψη
-δίχως να τον αποχαιρετήσει,
ούτε τη σάρκα του, ούτε τον ίδιο-
να δει τον χαρταετό, τον χαρταετό μου,
αυτόν που έφτιαξες
να πετάει πάνω ψηλά
και να σκεφτεί για μια στιγμή
πως κάποιος άγγελος είναι εδώ
και φέρνει πίσω την αγάπη.

  Και ο Τόλης Νικηφόρου λέει πως μνήμη είναι***

ένας πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται
κι αστράφτει μαγικά πάνω απ’ τα κάστρα
με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές
σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό
κι ύστερα χάνεται αργά μες στην ομίχλη
ύστερα στροβιλίζεται και πέφτει
πέφτει, σκαλώνει, σκίζεται
χάνει τα χρώματα και χάνει τα στολίδια του
πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου

αυτό είναι η μνήμη

ένα μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο
βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει


Μ' έναν τέτοιο χαρταετό κοιτάζω κι εγώ κατάματα τον ουρανό και του λέω, με τα λόγια πάλι της Μαρίας Νεφέλης:

Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Καλή Ανάσταση, είπαμε;

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

* Μια συνοπτική ανάλυση γίνεται στην Ψηφιακή Αρχειοθήκη Πυξίς του ΚΕΓ. Δυστυχώς, για άλλη μια φορά διαπιστώνεται η μεγάλη έλλειψη από το βίαιο κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και η αδιαφορία της Πολιτείας για το σημαντικό ψηφιοποιημένο έργο που είχε αναρτηθεί στον ιστότοπό του· και οι δύο αναφορές στην παραπάνω πηγή δεν υπάρχουν πλέον. Εύγε μας!

** Η αντιγραφή των έργων του ποιητή έγινε από την έκδοση «Ποίηση» Οδυσσέας Ελύτης  (εκδ.  Ίκαρος, 2002). Ήταν πρωτοχρονιάτικο δώρο από την αγαπημένη φίλη Άννα Σκ., 27/12/2002).

*** Είναι το ποίημα «μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο» και το αντέγραψα από το translatum.

Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024

Γιώργου Σεφέρη «Λεπτομέρειες στην Κύπρο»

Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί
σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Άγιου Μάμα,
παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου
εδώ ή αλλού, τώρα, στα περασμένα: χόρευε
μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.
Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό
και χάζευε ένας πέτρινος καμαροφρύδης
σε μια γωνιά της στέγης.

Τότες ήρθε ο καλόγερος· σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη
    ζώνη,
κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.
Άρχισε απ’ το λαιμό: φοινικιές, λέπια, και δαχτυλίδια.
Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή
    κοιλιά,
έβαλε τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παραμυλωνά,
    και τον κατάλαλο·
έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια·
και στην άκρη, σχεδόν απόκρυφο, τ’ ακοίμητο σκουλήκι.

Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.
Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο – τ’ αλακάτιν,
κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς
μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,
γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;
Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή
βγαλμένη απ’ τα παλιά νεύρα του ξύλου
γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

Το παραπάνω ποίημα του Γιώργου Σεφέρη με τίτλο «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄». Εδώ το αντέγραψα από την έκδοση «Ποιήματα» (Ίκαρος, 1998). Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε και ο Αδαμάντιος Διαμαντής, ένας από τους σημαντικότερους Κύπριους καλλιτέχνες στον οποίο αφιερώνει το ποίημα ο Σεφέρης. Οι δυο τους ήταν πολύ φίλοι και μάλιστα η παραπάνω εικόνα είναι το εξώφυλλο έκδοσης του ζωγράφου με πηγές και στοιχεία σχετικά με το ποίημα αυτό. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία για τη σχέση ποιητή και ζωγράφου αλίευσα από το Διαδίκτυο και αξίζει να διαβαστεί (εδώ: http://users.sch.gr/achrono/wordpress/wp-content/uploads/2018/11/Seferis-Diamantis.pdf). Από την ίδια πηγή είναι και τα παρακάτω έργα του Διαμαντή.


Ο καλόγερος Παπακωνστάντινος, έργο του Διαμαντή, εμπνευσμένο από το ποίημα του Σεφέρη


Λεφκοκάρκα που θα πει φουντούκια, έργο του ζωγράφου για τον ποιητή (κι επειδή δεν έχω ξανασυναντήσει τη λέξη αυτή, δεσμεύομαι να αναζητήσω πληροφορίες)

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι ν’ αρχίσει...


Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.

Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!

Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.

Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Εν συντριβή βαδίζοντα.


«Το ταξίδι των Μάγων» τιτλοφορείται και το σημερινό ποίημα. Χτες, ανήμερα των Χριστουγέννων, αναφέρθηκα στο ποίημα του Τόμας Έλιοτ, σήμερα αναφέρομαι στο ομότιτλο ποίημα της Ζωής Καρέλλη. Το αντέγραψα από την ανθολογία ποιητών της Θεσσαλονίκης που έχει αναρτήσει με πολλή φροντίδα και μεράκι η Βίκυ Παπαπροδρόμου στον πλούσιο σε περιεχόμενο και ποιότητα ιστότοπο «ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)». Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα» που είχε εκδοθεί το 1955. Όπως διαβάζουμε στον ιστότοπο του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας με τα ψηφιοποιημένα περιοδικά Λόγου και Τέχνης, το ποίημα είχε ήδη δημοσιευτεί το 1951 στο περιοδικό Μορφές, (τεύχος 63, σ. 289-290).
 
Το ταξίδι των Μάγων όπως δημοσιεύτηκε στις Μορφές το 1951

Ματωμένα ήταν τα φετινά Χριστούγεννα στη Γάζα, δεκάδες οι νεκροί, πολλά τα παιδιά ανάμεσά τους. Ο κυνισμός και η απόσταση από κάθε έννοια ανθρωπισμού χαρακτηρίζουν τον Ισραηλινό ηγέτη, μαζί και τους ηγέτες Ευρώπης και Αμερικής. Δεν σταματά ούτε στην Ουκρανία ο πόλεμος. Φέτος το ταξίδι των μάγων δεν έγινε, τί δώρα να φερναν αλήθεια;

χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.

Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά

γράφει η Ζωή Καρέλλη.  Κρατώ κι έναν ακόμη στίχο της:

Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.

Αντέχεται αλήθεια;

  .................................................................................................................................

Σημείωση

Το ταξίδι των Μάγων στη Βηθλεέμ έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες. Εδώ, στην πρώτη εικόνα απεικονίζεται το ταξίδι του ενός εκ των τριών Μάγων, του Μελχιόρ, καθώς διασχίζει την Ερυθρά Θάλασσα, όπως το φαντάστηκε ο Φλωρεντίνος καλλιτέχνης Francesco Pesellino (1422–1457).

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2023

Σ' αγαπώ ανθρωπότητα σε μισώ: e.e. cummings

 Όταν ο Θεός αποφάσισε να επινοήσει
τα πάντα πήρε μια
ανάσα μεγαλύτερη από τέντα τσίρκου
και τα πάντα ξεκίνησαν

όταν ο άνθρωπος αποφάσισε να
καταστρέψει τον εαυτό του ξεχώρισε
το ήταν του θα και βρίσκοντας μόνο το γιατί
το συνέτριψε στο επειδή μέσα

Τέτοια ήταν η ποίηση του edward estlin cummings, του αμερικανού ποιητή, ζωγράφου και δοκιμιογράφου, που είχε γεννηθεί σαν σήμερα το 1894. Στα ποιήματά του με την ιδιαίτερη συχνά σύνταξη βρίσκουμε συχνά στίχους για την άνοιξη, τον θάνατο και τη ζωή, τον λαό, την αγάπη, τα λουλούδια και τα δέντρα, τον χρόνο, την αλήθεια.

Αντιγράφω από την έκδοση με τίτλο «ποιήματα» (Ηριδανός, 2007). Γράφει στην εισαγωγή ο επιμελητής και μεταφραστής, ποιητής ο ίδιος, Γιάννης Λειβαδάς:

Ο έντουαρτ έστλιν κάμμινγκς όντας ένας από τους πιο ανένδοτους και κατηγορηματικούς ποιητές της Αμερικής, και ανάμεσα στους πλέον προσδιοριστικούς για τη νεότερη παγκόσμια ποίηση, κατάφερε με περίφημο τρόπο να παρεκκλίνει από τον κόσμο της πλασματικής δημιουργίας, που τον περασμένο αιώνα λίγο έλειψε να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευση της γραφής. Ο κάμινγκς λοιπόν συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στους αυθεντικούς διασώστες της μοντέρνας ποίησης και ήταν ο μοναδικός ποιητής που έγραφε το όνομά του με μικρά γράμματα.
Γεννήθηκε στις 14 Οκτωβρίου του 1894 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης. Το 1911 ξεκίνησε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ με ειδίκευση στην Ελληνική και σε άλλες γλώσσες. Παράλληλα ασχολήθηκε σοβαρά με τη ζωγραφική. [...]
Την εποχή του θανάτου του ο κάμμινγκς ήταν από τους πιο πολύ διαβασμένος ποιητές της Αμερικής. Στην εποχή μας η ποίησή του εξακολουθεί να γίνεται ανάρπαστη κι εκείνος να παραμένει μπροστάρης. Ο κάμμινγκς είναι συνώνυμος του πειραματικού πνεύματος και της ποιητικής τόλμης με τόση ένταση ώστε ακόμα κι η ενασχόληση μαζί του να προσδίδει αυτομάτως μία αίσθηση κύρους (από κείνη που σκοτώνει). Μα πώς να επωφεληθεί κανείς από έναν τέτοιο ποιητή που ευθύς εξαρχής τοποθετεί τον μεταφραστή και τον αναγνώστη στη θέση εκείνου που πάει να συλλέξει τον υδράργυρο με απόχη; Φαίνεται πως στο όριο της απόδοσης του ύφους και της γλώσσας μπορεί να καταφέρει κανείς κάτι, μα τίποτε περισσότερο. Κι αυτό γιατί ο κάμμινγκς έχει κάθε του στίχο να παρωθεί επικίνδυνα την ποίηση. Εκείνοι λοιπόν που θεωρούν την ποίηση δίαιτα ή κοιναισθησία να κάνουν πίσω. Ετούτο αποδεικνύουν οι τρομεροί του στίχοι. Στη χειραφέτηση τα παίζεις όλα Κι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσεις λίγο παραπάνω από το τίποτα.
Αν κάποιος έχει επιληφθεί τις μελωδίες του Θελόνιους Μονκ, έχει νιώσει εκείνη την εκτοπιστική γιγάντωση των πινάκων του Ντε Κούνινγκ κι έχει μονιάσει με την ιδέα πως τα πράγματα θα είναι πάντοτε μπροστά από μας, θα νιώσει κάπως πιο άνετα μέσα στους στίχους του κάμμινγκς. [ ...]
Η ποίηση του κάμμινγκς είναι μια απαρακώλυτη, αυτεξούσια είδηση, παραπάνω απ' όσο περιμένει κανείς εγγυημένη. Ο κάμμινγκς ήταν η φωνή από τα ερείπια της σύγκρουσης, ο τηλεβόας της πραγματικότητας που επινόησε η αδιάψευστη αλλοίωση. Γι' αυτόν κάθε εισαγωγή είναι μάλλον περιττή. Ας πάρουμε λοιπόν μία γεύση από την ποίηση ενός υπέροχου απ-ανθρώπου.

Αντιγράφω κι εγώ ένα ποίημα που βρήκα τόσο επίκαιρο - πάλι, που γίνεται η φωνή από τα ερείπια της σύγκρουσης, ο τηλεβόας της πραγματικότητας - πάλι:

Ανθρωπότητα σ' αγαπώ
γιατί προτιμάς να γυαλίζεις
τις μπότες της επιτυχίας απ' το
να νοιάζεσαι για εκείνον που η ψυχή του
κρέμεται από του ρολογιού την αλυσίδα
ντροπή βεβαίως είναι

και οι δύο περιπτώσεις και γιατί
χειροκροτείς ανένδοτα κάθε τραγούδι
που έχει τις λέξεις πατρίδα σπίτι και μητέρα
σαν τραγουδιέται στα παλιά λημέρια

ανθρωπότητα σ' αγαπώ γιατί
σαν μένεις άφραγκη με ενέχυρο
την ευφυΐα αγοράζεις το ποτό σου
και σαν κοκκινίζεις ντροπιασμένη
η περηφάνια σε κρατάει μακριά
απ' το ενεχυροδανειστήριο,
σ' αγαπώ γιατί διαρκώς κάνεις βλακείες
και μάλιστα περισσότερες
μες στον δικό σου οίκο

ανθρωπότητα σ' αγαπώ γιατί
συνέχεια βάζεις της ζωής το μυστικό
μες στα βρακιά σου
και το ξεχνάς
και κάθεσαι πάνω του

και σ' αγαπώ γιατί
συνέχεια φτιάχνεις ποιήματα
πάνω στου θανάτου τα γόνατα
ανθρωπότητα

σε μισώ.

Κι επειδή γίνεται αναφορά στον τεράστιο της τζαζ Θελόνιους Μονκ (είχε γεννηθεί 10 Οκτωβρίου του 1917!), εδώ ακούμε το Underground με τον ίδιο στο πιάνο (και όπου προς το τέλος τραγουδά ο Τζιμι Χέντριξ!).

 

Κι επίσης, ένα έργο του ολλανδοαμερικανού εξπρεσιονιστή καλλιτέχνη Βίλεμ ντε Κούνινγκ, του ζωγράφου των γυναικών όπως τον χαρακτήριζαν.

Woman Standing - Pink, 1954-5 Willem de Kooning, , Oil on cardboard (Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Willem_de_Kooning#/media/File:PXL_20221126_221143106.jpg)

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

Ο ύπνος της λογικής, του Γιάννη Ψυχοπαίδη: για την τυραννία της συνήθειας αλλά και της εξουσίας και της ανθρώπινης μωρίας

Μέσα στον ζόφο των ημερών, στην τοξικότητα των "νόμιμων" παρακολουθήσεων από τον Μεγάλο Αδελφό την κυβέρνηση, στην πολιτισμική φτώχεια ανάκατη με διαφθορά και διαπλοκή όπου οι βιαστές παιδιών εισπράττουν συμπάθεια και οι καλλιτέχνες κυνήγι αν εκφράσουν τον αποτροπιασμό τους κι όπου οι δημόσιοι χώροι δεν είναι ελεύθεροι (και ούτε δημόσιους τους θέλουν εξάλλου, βλέπε Στρέφη, Εξάρχεια, αλλά και Φιλοπάππου κ.α.) και όποιοι διαφωνούν δέχονται δακρυγόνα και ξύλο, στον πολλαπλασιασμό των γυναικοκτονιών και των περιστατικών βίας σε μια κοινωνία που δεν μαθαίνει πώς να ζει με δημοκρατία και αξιοπρέπεια, στην απαξία της ανθρώπινης ζωής όταν πεντάχρονο κοριτσάκι πεθαίνει από τσίμπημα σκορπιού μα περνάει στα ψιλά γιατί ήταν προσφυγάκι εγκλωβισμένο στη νησίδα του Έβρου κι όταν άγνωστος αριθμός προσφύγων μεταναστών πνίγονται στο Αιγαίο μα η επίσημη ενημέρωση ασχολείται με τους λίγους που σώθηκαν μη και πιστωθούν στους Τούρκους που επίσης τους διεκδικούν (καλοί κι αυτοί!), όταν καίγεται η Δαδιά αλλά συγγενής του πρωθυπουργού είναι μπλεγμένη με εταιρεία που θέλει να «αναπτύξει» επενδύοντας εκεί μέσα και όταν μπλε και πράσινοι κάδοι αδειάζουν στο ίδιο απορριμματοφόρο κι όταν ο πολιτισμός της καθημερινότητας έχει άγνωστες λέξεις γι' αυτό και ο κύριος από το αυτοκίνητο πετά το μπουκάλι του νερού αφού το ήπιε όλο (τι να το κάνει δηλαδή;) και το νεαρό ζευγάρι στην παραλία φεύγει γρήγορα (και δεν επιστρέφει να φέρει σακουλάκι όπως μου είπε όταν ρώτησα πού πάνε) αφού το σκυλί τους αφόδευσε με περισσή ικανοποίηση πάνω στην άμμο και στο χωριό παρκάρουν όπου νάναι δίπλα στο καφενείο που πίνουν τον καφέ τους και το διαθέσιμο πάρκινγκ παραμένει αδειανό, κι όταν στα χωριά της δυτικής Κρήτης αντηχούν καλάσνικοφ  μα κανείς δεν τ' ακούει, όταν στο νέο αρχαιολογικό μουσείο Χανίων αυτό που διαφημίζεται από επίσημα χείλη είναι όχι έστω η πτέρυγα (ας πούμε τιμής ένεκεν) αλλά η συλλογή Κωνσταντίνου, Μαρίκας και Κυριάκου Μητσοτάκη (που με «συγκίνηση» εγκαινίασε ο τελευταίος!) κι όταν τόσα πολλά μαζεμένα στην πατρίδα την καημένη, ένα κείμενο ποταμός του σπουδαίου Γιάννη Ψυχοπαίδη ήρθε να ταράξει τα νερά της απέχθειας που νιώθω και πάει να γίνει απάθεια, συνήθεια, κανόνας, κανονικότητα! 

Πιάνοντας το νήμα από τον πίνακα του Γκόγια «Μονομαχία με ραβδιά»*, ο Ψυχοπαίδης γράφει στη μνήμη του Ηλία Νικολακόπουλου (τι πιο ταιριαστό για τον άλλο ωραίο άνθρωπο που έφυγε ξαφνικά και πάνω που ο λόγος του θα ήταν ένας χρήσιμος μπούσουλας για την ερμηνεία των πραγμάτων...). Γράφει για όλους και για όλα, για αυτούς «που προβάλλουν ένα χυδαίο είδος καλοταϊσμένης βαρβαρότητας μέσα από μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη εξουσία», αλλά και για «την καταβύθιση και τον εγκλωβισμό στον ιδιωτικό μικρόκοσμο, το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του κοινού καλού, την αδιαφορία και την αποξένωση απέναντι στη συλλογική ευθύνη του ατόμου μπροστά στην Ιστορία». Κι απέναντι στον σκοταδισμό και τη βαρβαρότητα, ο Ψυχοπαίδης, ερμηνεύοντας τον Γκόγια,  μας δείχνει το δρόμο: αφύπνιση συνειδήσεων, μαχητικότητα, ανθρώπινη αλληλεγγύη

Ας μου επιτραπεί να παραθέσω αυτούσιο το κείμενο του ομότιμου καθηγητή Ζωγραφικής ΑΣΚΤ Γιάννη Ψυχοπαίδη που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών του περασμένου Σαββατοκύριακου (6/8/2022) στο πολύ καλό ένθετο Νησίδες (#508, διαθέσιμο εδώ: https://www.efsyn.gr/nisides/354684_o-ypnos-tis-logikis), χωρίς άλλη δική μου φλυαρία:

Σ’ ένα άδειο, πένθιμο και γκρίζο τοπίο, έξω από κάθε κοινωνικό πλαίσιο και μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, δύο άνδρες παλεύουν μόνοι σ’ ένα βάρβαρο παιχνίδι φυσικής εξόντωσης μέχρι θανάτου. Ματωμένοι, χωρίς οίκτο, χτυπούν με τα ρόπαλα ο ένας τον άλλον, χωμένοι μέχρι τα γόνατα σ’ ένα έλος, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι κάθε χτύπημα βυθίζει και τους δύο ακόμα βαθύτερα μέσα στην άμμο και τους οδηγεί στον κοινό τους χαμό.

Η νίκη του ενός είναι θάνατος και για τους δύο. Η φυσική τους αλληλο-εξόντωση είναι ζήτημα χρόνου. Το έδαφος –το κοινό τους στήριγμα– θα καταπιεί και τους δύο.

Πρόκειται για ένα σημαντικό εικαστικό έργο υψηλού συμβολικού μεγέθους του Φραντσίσκο Γκόγια, το «Duelo a garrotazos», ζωγραφισμένο από τον Γκόγια μέσα στον Ισπανο-γαλλικό Πόλεμο το 1821, προς το τέλος του βίου του, τα χρόνια που ξεσπάει και η Ελληνική Επανάσταση.

Παράλληλα με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα για την ανεξαρτησία, στην άλλη άκρη της Ευρώπης μαίνονται οι μάχες των ανταρτών κατά των Γάλλων, ενώ οι εμφύλιες συρράξεις, η βία και η τρομοκρατία σαρώνουν την Ισπανία.

Στο έργο αυτό δεν απεικονίζονται τα δεινά του πολέμου αλλά μάλλον οι παράπλευρες απώλειες από τα δεινά της ειρήνης.

Διακόσια χρόνια πριν από την εποχή μας, με αφορμή ένα βάρβαρο έθιμο, ο Γκόγια, ο μεγάλος στοχαστής των εικόνων, ο δραματικός οραματιστής του πραγματικού, αποτυπώνει καλλιτεχνικά μια σκοτεινή αλληγορία, μια εικαστική παραβολή για την κοινωνία και τους ανθρώπους του καιρού του. Σε μια αποκαλυπτική αντιστοιχία με το σήμερα ο Γκόγια, με μία εικόνα εκτός του τόπου και εκτός του χρόνου, κάνει ένα διαχρονικό σχόλιο για την καθολική ανθρώπινη συνθήκη.

Αυτός, ο χρονικογράφος των σκοτεινών ανθρώπινων ενστίκτων, τόσο βαθιά μέτοχος, εκφραστής και διαμορφωτής του αιώνα του, και όχι μόνο, είναι αυτός που με μοναδική διορατική δύναμη διαπερνά και υπερβαίνει τον τόπο και τον χρόνο, καταγράφει τα δεινά του παρόντος και οραματίζεται τη φρίκη, τους εφιάλτες και την αχαλίνωτη βαρβαρότητα ενός ζοφερού μέλλοντος.

Ο Γκόγια στη «Μονομαχία», μέσα απ’ αυτόν τον εικαστικό υπαινιγμό, καταγγέλλει με νηφάλιο πάθος την καταβύθιση και τον εγκλωβισμό στον ιδιωτικό μικρόκοσμο, το ιδιωτικό συμφέρον σε βάρος του κοινού καλού, την αδιαφορία και την αποξένωση του κόσμου της εποχής του αλλά και της δικής μας απέναντι στη συλλογική ευθύνη του ατόμου μπροστά στην Ιστορία.

Καταγγέλλει την εγωιστική τυφλότητα μπρος στην κοινωνική τραγωδία αλλά και την εγκληματική άγνοια ενός εγωπαθούς ατομικισμού που οδηγεί μοιραία το σύνολο της κοινωνίας στον ίδιο κοινό σκουπιδότοπο.

Το βάρβαρο έθιμο με τα ρόπαλα μεταμορφώνεται εδώ σε μια πικρή υπόμνηση της ανθρώπινης ιδιοτέλειας, σε σύμβολο καταστροφής κάθε κοινωνικής συνοχής. Η σκηνή αυτή με τους δύο μονομάχους σε μια αμείλικτη ανθρωποφαγία βάζει διαχρονικά και κυρίως τη σημερινή κοινωνία της νεοφιλελεύθερης επικυριαρχίας της αγοράς μπροστά στον καθρέφτη της. Και αυτό που αντικρίζει είναι το κυνικό πρόσωπο μιας φυσικής και ηθικής αποσύνθεσης.

Ζώντας στη σύγχρονη κοινωνία –που δεν υπάρχει κατά το δόγμα, αλλά υπάρχουν μόνο ξεχωριστοί άνθρωποι–, απέναντι σ’ αυτούς που πάνε να συσκοτίσουν τη μνήμη πλαστογραφώντας την Ιστορία, που εκπαιδεύουν τους πολίτες με το ψεύδος, την υποκρισία και τον ανορθολογισμό, απέναντι σ’ αυτούς που διαστρεβλώνουν τις λέξεις και τις χρησιμοποιούν για να εκφράσουν το αντίθετο της αρχικής σημασίας τους, απέναντι σ’ αυτούς που δωροδοκούν και εξαγοράζουν τις συνειδήσεις, απέναντι σ’ αυτούς που προβάλλουν ένα χυδαίο είδος καλοταϊσμένης βαρβαρότητας μέσα από μια ανεξέλεγκτη και ασύδοτη εξουσία, το μόνο αντίδοτο της θλίψης και της ηττοπάθειας είναι η ανθρώπινη αλληλεγγύη και η μαχόμενη προσδοκία για κάτι καλύτερο και δικαιότερο.

Η εξουσία, που επιβάλλεται στο όνομα της δύναμης και του πλούτου της, εξευτελίζει αυτούς που την ασκούν, αλλά και εκείνους πάνω στους οποίους ασκείται, υποθάλπει την πολιτική απάθεια και την απόσυρση και χειραγωγεί με ανορθολογικές παραμυθίες τους ευάλωτους, τους αδαείς, τους κοινωνικά αδύνατους.

Ανάμεσα σε μια ναρκισσιστική ενδοσκόπηση του εγωπαθούς εαυτού και τη θλιβερή ψευδαίσθηση της ατομικής επιβίωσης, η κοινωνία μας βιώνει τους μικρούς και τους μεγάλους πολέμους, τις παγκόσμιες απειλές και τις τοπικές μάχες, φοβισμένη, ανταγωνιστική, ανασφαλής και τυφλωμένη. Οπως στους «τυφλωμένους» δύο μονομάχους του Γκόγια, που, πολεμώντας με την εγωιστική τυφλότητα της άγνοιάς τους, δεν συνειδητοποιούν τα καταστροφικά δεινά του εμφύλιου διχασμού, φανατισμένα υποχείρια κάποιων που έχουν κάθε λόγο να τους κρατούν σε αυτο-τύφλωση και αλληλο-εξόντωση. Ολοι εναντίον όλων.

Και γύρω τους και γύρω μας «διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», όπως λέει ο ποιητής.

Διαβαίνουν και θερίζουν τους μοιραίους φυγάδες, τους ασθενείς και οδοιπόρους, τους προσφεύγοντες, που αναζητούν μάταια την ουτοπία μιας άλλης ζωής, αυτούς, που στις θάλασσες της κάποτε ποιητικής νοσταλγίας και τώρα στις ακρογιαλιές των λυγμών, τους «επαναπατρίζουν» στους βυθούς των πελάγων ή στις άγνωστες πια πατρίδες τους που ο λεγόμενος δυτικός τρόπος ζωής έχει καταστρέψει.

«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον ήλιο! Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον άνθρωπο!» (Σεφέρης)

Και μαζί με τον έξω και ο μέσα πόλεμος μιας ανάλγητης εξουσίας και ενός απολίτιστου πολιτισμού που παλεύει να καταστείλει και να πειθαρχήσει ποινικοποιώντας την ελεύθερη έκφραση, να τιμωρήσει κάθε αντισυμβατική φωνή, να στιγματίσει τα Πανεπιστήμια σαν οίκους ανομίας, να στερήσει τους νέους από ένα μέλλον γόνιμο, σύγχρονο και δημιουργικό, στο πλαίσιο μιας ελεύθερης, ερευνητικής γνώσης και κριτικής πανεπιστημιακής σκέψης.

Κατάργηση πανεπιστημιακών Σχολών και Τμημάτων, κατάργηση κοινωνιολογικών μαθημάτων και μαθημάτων τέχνης και πολιτισμού στη μέση εκπαίδευση, προς όφελος των ιδιωτικών κολεγίων, χιλιάδες νέοι εκτός Πανεπιστημίων. Τα ξερονήσια της παιδείας, οι νέοι Παρθενώνες.

Η πολιτική και πολιτιστική αυτή ύβρις, υποστηριζόμενη από τη μοναδική βαρβαρότητα της πανεπιστημιακής αστυνομίας, βάζει και την τελευταία επιτάφια πλάκα στο σώμα της παιδείας.

Σ’ ένα τοπίο πνευματικής και υλικής φτωχοποίησης –όπως το άδειο, γκρίζο και πένθιμο τοπίο του Γκόγια– οι «νέοι ορίζοντες» στην παιδεία όπως και στην υγεία, την εργασία, τον πολιτισμό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι κλειστοί ορίζοντες των συμφερόντων της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, ενώ το κράτος έχει μεταβληθεί σ’ ένα απέραντο εργοτάξιο ιδιωτικών εξορύξεων του δημόσιου πλούτου.

Και η τέχνη σήμερα; Γράφει ο Οσκαρ Ουάιλντ ήδη τον 19ο αιώνα: «Η τέχνη εκφράζει την πιο έντονη διάθεση ατομικότητας που ο κόσμος έχει ποτέ γνωρίσει. Είναι μια δύναμη επικίνδυνη και διαβρωτική. Γιατί εκείνο που θέλει ν’ αλλάξει και να ταρακουνήσει είναι η μονοτονία της μορφής, η σκλαβιά στην τυφλή υπακοή στην παράδοση, η τυραννία της συνήθειας».

Αυτή την τυραννία της συνήθειας αλλά και της εξουσίας καθώς και την τυραννία της ανθρώπινης μωρίας καταγγέλλει με τον μεγαλειώδη δικό του τρόπο και ο Γκόγια, αυτός ο παθιασμένος υπηρέτης του παράλογου αλλά και της λογικής, αυτός ο τραγικός χλευαστής της ανθρώπινης μικρότητας, αλλά και ο μεγάλος ηθικός αυτουργός μιας μεγάλης, μαχόμενης ουμανιστικής τέχνης.

Ο Γκόγια μάς φανερώνει αυτά που μας κρύβει, η αλήθεια πάντα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Αφύπνιση συνειδήσεων, μαχητικότητα, ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι τα μηνύματα της μεγάλης οραματικής τέχνης του στις ρημαγμένες χώρες του σύγχρονου κόσμου.

Ετσι και σήμερα, η τέχνη, μαζί ατομική και συλλογική, αναζητά συνομιλητές, γιατί χάρη σ’ αυτούς και μέσω αυτών υπάρχει, για να διαμαρτυρηθεί και να αγανακτήσει, μαζί μ’ αυτούς. Για να μοιραστεί μαζί τους την αγωνιστική της δύναμη, να πολεμήσει ενάντια στο τσιμέντωμα των μυαλών, των ιδεολογιών, του περιβάλλοντος, ενάντια στο τσιμέντωμα των δικαιωμάτων, της δημοκρατικής παιδείας, ενάντια στο τσιμέντωμα των ιερών αρχαιολογικών τόπων και ενάντια στην αποδυνάμωση και διάλυση της δημοκρατικής δεξαμενής γνώσης που είναι τα δημόσια πνευματικά ιδρύματα.

Η τέχνη καλείται να αντισταθεί στη λεηλασία του δημόσιου χώρου και, μακριά από κάθε νομιμόφρονα σιωπή, να εκφράσει δυνατά την ενότητα μπροστά στον διχασμό, διεκδικώντας ένα ευρύτερο δημοκρατικό ήθος σ’ ένα κράτος δικαίου. Θα ’ταν καλό να θυμηθούμε ότι ο Γκόγια πρωτοεξέθεσε και πουλούσε τις σειρές με τα χαρακτικά του (Καπρίτσια) σ’ ένα κατάστημα ηδύποτων και αρωμάτων στη Μαδρίτη, στην οδό Απογοητεύσεων.

Μόνο απογοήτευση δεν μεταδίδουν αυτά τα σπουδαία έργα. Αντίθετα, μέχρι σήμερα, που περισσεύει η πίκρα και η απογοήτευση, μεταφέρουν μέσα από τον σαρκασμό, την οδύνη και τη σάτιρα το σπάνιο άρωμά τους, τη βαθιά πίστη στις μεγάλες αξίες της ανθρώπινης ζωής και τη φωνή της αντίστασης σε κάθε μορφή βαρβαρότητας και σκοταδισμού, φωνή αντίστασης στα κάθε λογής τέρατα που γεννά ο ύπνος της λογικής.

-------------------------------------------------------------------------------

* Πρόκειται για το έργο του Γκόγια με τίτλο στα αγγλικά "Duel with Cudgels" ή "Fight to the Death with Clubs" που βρίσκεται στο Μουσείο του Πράδο στη Μαδρίτη. Στη σχετική σελίδα του μουσείου (https://www.museodelprado.es/en/the-collection/art-work/duel-with-cudgels-or-fight-to-the-death-with-clubs/2f2f2e12-ed09-45dd-805d-f38162c5beaf) υπάρχουν χρήσιμες πληροφορίες για το έργο και συνολικά για τον καλλιτέχνη.

 

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Κωνσταντίνος Καβάφης, Κεριά

Γεώργιος Ιακωβίδης, Το κερί της βλάχας

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 Η καλή και η άσχημη όψη της ζωής, βαραίνει η καλή, η αισιόδοξη,  μα στις μνήμες μας χωρούν και τα σβυσμένα κεριά, κρύα, κυρτά, λυωμένα, που μας λυπεί σαν περάσει από μπροστά μας η εικόνα από το πρώτο τους το φως το χρυσό, το ζωηρό. 

Θάλεγε κανείς πως ο Γερμανός καλλιτέχνης Gerhard Richter εμπνεύστηκε από τον Καβάφη την ιδέα για τον πίνακα "Δυο κεριά", το ένα στο σκοτεινό φόντο που λυώνει πιο γρήγορα, το άλλο πιο ζωηρό.

Gerhard Richter, Zwei Kerzen (https://www.gerhard-richter.com/en/art/paintings/photo-paintings/candles-6/two-candles-6475)

Ήταν μια μέρα σαν κι αυτή που γεννήθηκε ο Αλεξανδρινός ποιητής της οικουμένης Κωνσταντίνος Καβάφης, ίδια κι η μέρα που τα κεράκια του έσβυσαν όλα, που σώθηκε το λάδι.

Όχι ότι χρειαζόταν αφορμή για την ανάρτηση, αλλά ήταν ένα κίνητρο το όμορφο αφιέρωμα με το ποίημα Κεριά και τη σχετική ανάλυση στον ιταλικό ιστότοπο για το βιβλίο και τον πολιτισμό Libreriamo που μου κοινοποίησε πρωί πρωί ένα φίλος.Και να πώς το μεταφράζει στα ιταλικά ο Filippo Maria Pontani.

Candele

Stanno i giorni futuri innanzi a noi
come una fila di candele accese,
dorate, calde e vivide.
Restano indietro i giorni del passato,
penosa riga di candele spente:
le più vicine danno fumo ancora,
fredde, disfatte, e storte.
Non le voglio vedere: m’accora il loro aspetto,
la memoria m’accora il loro antico lume.
E guardo avanti le candele accese.
Non mi voglio voltare, ch’io non scorga, in un brivido,
come s’allunga presto la tenebrosa riga,
come crescono presto le mie candele spente.

 

Στα αγγλικά, η μετάφραση του Daniel Mendelsohn όπως το βρήκα δημοσιευμένο στο twitter από τον @CCavafy:


Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Κίτρινα αερόπλοια γέμισαν τον ουρανό κι η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της

 
Κίτρινα αερόπλοια ξάφνου γέμισαν τον ουρανό
άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα
κίτρινοι σκελετοί κούναγαν τα χέρια
                                      και ουρλιάζαν
όπως και κίτρινες κανάρες μεγάλες
πεταλούδες με πόδια μικρών παιδιών που
κρέμονταν
μαζί μ’ αστέρια κίτρινα που δεν τα γνώριζαν
                             και τα μισούσαν 

από τη γη κοίταζαν κίτρινοι
                                 οι αστροναύτες

δεν το περίμεναν

Μίλτου Σαχτούρη "Σημάδια κίτρινα" από τη συλλογή «Χρωμοτραύματα» (1980) που βρίσκεται στον συλλογικό τόμο Ποιήματα (1980-1998).

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους
κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα
συνάζει στάλα στάλα το αίμα
απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε
από τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν
για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος
μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα σύννεφο
κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα ξίφος
το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλα
το ξίφος θα θερίζει το κορμί της

Μίλτου Σαχτούρη «Η πληγωμένη Άνοιξη», από τη συλλογή «Παραλογαίς» 1948.

Καλό μήνα. Μπήκε η Άνοιξη. Χειμώνας στον κόσμο! Εκρήξεις.

Κι εμείς, καθισμένοι και καθισμένες στον καναπέ του σαλονιού μας, κάνουμε λίγα δευτερόλεπτα σιγή ν' ακούσουμε τις εκρήξεις από την τηλεόραση! Τι ωραίο πλιάτσικο!!! (συγγνώμη, θέαμα ήθελα να πω, ή μήπως το ίδιο κάνει;)

--------------------------------------------------------------

Σημειώσεις
 
1. Η πρώτη εικόνα είναι το έργο Explosion (Έκρηξη) της Γιάννας Περσάκη, σημαντικής ζωγράφου αφηρημένης τέχνης. Ήταν και η σύντροφος του Μίλτου Σαχτούρη. 
 
2. Το σχέδιο της δεύτερης εικόνας είναι του Μίλτου Σαχτούρη και περιέχεται στον τόμο Ποιήματα (1980-1998), από τις εκδόσεις Κέδρος, 2002. 
 
3. Η φράση "Τι ωραίο πλιάτσικο" είναι δανεισμένη από τον μεταφρασμένο τίτλο μυθιστορήματος του σημαντικού σύγχρονου Άγγλου συγγραφέα Τζόναθαν Κόου. Μου ταίριαξε σ' αυτά που συμβαίνουν αυτές τις μέρες, με την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν σε μια άλλη χώρα την Ουκρανία, με την υποκρισία των Αμερικανών ότι δεν επιτρέπουν εισβολές σε άλλες χώρες (θε μου τι ακούμε και διαβάζουμε αυτές τις μέρες μας), με την "οργή" των Ευρωπαίων που δεν ξέρουν τίποτα και πρώτη φορά μετά το '45 έγινε πόλεμος στην Ευρώπη (και βέβαια η Γιουγκοσλαβία και ο διαμελισμός της έγιναν σε μια άλλη ήπειρο και καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν ξέρει τίποτα ούτε καν η Γερμανία), με μας που τρέξαμε από τους πρώτους να στείλουμε πολεμικό υλικό και με τους ανθρώπους της Ουκρανίας στη μέση, να βιώνουν πόλεμο, ανασφάλεια, ξεκλήρισμα των οικογενειών τους, καταστροφή και να προστίθενται στους χιλιάδες πρόσφυγες που αναζητούν καινούριο σήμερα. 
 
4. Τα παιδάκια σήμερα κι εκεί θα φόραγαν την κόκκινη κλωστή να μην τα κάψει ο Μάρτης...

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Σαν σήμερα

Σαν σήμερα, πέντε γλώσσες επικοινωνίας των ανθρώπων έχασαν πέντε σπουδαία τέκνα τους. Αυτός σκέφτηκα να ήταν ο τίτλος της σημερινής ανάρτησης, αληθινά παράξενος, όμως δεν θα μπορούσα με άλλο σύντομο και περιεκτικό τρόπο να περιγράψω το "σαν σήμερα έφυγαν" της 29ης Μαρτίου. Σαν σήμερα, λοιπόν, έφυγαν ο θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, ο μουσικός Καρλ Ορφ (Carl Orff), ο ζωγράφος Ζωρζ Σερά (George Seurat) και ο ορολόγος Ευγένιος Βίστερ (Eugene Wüster). Υπηρέτησαν και οι πέντε από το δικό τους μετερίζι μια γλώσσα επικοινωνίας των ανθρώπων. Γιατί, τι άλλο από γλώσσα επικοινωνίας είναι το θέατρο, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική και φυσικά η ορολογία.

Ξεκινώντας από τα τέσσερα πρώτα, τις τέχνες, καθεμιά είναι κάτι σαν γλώσσα μέσα στη γλώσσα που γνωρίζουμε και μιλούμε, αποτελούν συστήματα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων χρησιμοποιώντας τους δικούς τους ιδιαίτερους κώδικες: το σώμα, τη φωνή, τις νότες, τον ρυθμό, την εικόνα, το χρώμα, και πάλι τον ρυθμό, τον ελλειπτικό λόγο, γλώσσες όλες που δύσκολο καμιά φορά να μεταφραστούν σε λόγια της φυσικής γλώσσας. Κι όμως, οι κώδικες αυτοί είναι και κωδικοί που άμα τους ξεκλειδώσεις γίνονται βάλσαμο στα μάτια, στο νου και στην ψυχή. Και βέβαια, η Ορολογία, ως επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τους όρους, δηλαδή με τους κώδικες επικοινωνίας σε ένα ειδικό θεματικό πεδίο, έχει ως κατεξοχήν σκοπό την περιγραφή και κατανόηση, εντέλει την επικοινωνία.
 
Παρακάτω, προτείνω κάποια, ενδεικτικά μόνο, έργα των παραπάνω, επιλέγοντας από αυτά που βρίσκονται στο σπίτι μου.
 
 
Ιάκωβος Καμπανέλλης (2 Δεκεμβρίου 1921 - 29 Μαρτίου 2011)
 
Επέλεξα ένα κομμάτι που μ' αρέσει πολύ από το θεατρικό έργο του 1963  Η γειτονιά των αγγέλων, "Το ψωμί είναι πάνω στο τραπέζι", όπου, μάλιστα, τους στίχους έγραψε ο ίδιος ο Καμπανέλλης.



Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του ληστή να πιει

Το ψωμί είναι στο τραπέζι
το νερό είναι στο σταμνί
το σταμνί στο σκαλοπάτι
δώσε του Χριστού να πιει

Δώσε μάνα του διαβάτη
του Χριστού και του ληστή
δώσε μάνα να χορτάσει
δωσ’ του αγάπη μου να πιει

 

Μίλτος Σαχτούρης  ( 29 Ιουλίου 1919 – 29 Μαρτίου 2005)

Από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές μας, επηρεασμένος από τον υπερρεαλισμό αλλά με δικό του ξεχωριστό ύφος. Έχω την έκδοση Ποιήματα 1980-1998 (Κέδρος, 2001) που μου είχε χαρίσει το 2002 στη γιορτή μου η αγαπημένη Άννα Σολωμού (έχω γράψει τόσα γι' αυτήν). Εδώ περιέχονται οι ποιητικές συλλογές "Χρωμοτραύματα" (1980), "Εκτοπλάσματα" (1986), "Καταβύθιση" (1990), "Έκτοτε" (1996) και "Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια" (1998). Σε μια σημείωσή μου, σ' ένα περιθώριο του βιβλίου, βρίσκω πως είχε δηλώσει ο ίδιος ότι η συλλογή "Με το πρόσωπο στον τοίχο" ήταν το καλύτερό του έργο (είχε εκδοθεί το 1952).

Αντιγράφω το ποίημα Η αγρύπνια από την τελευταία συλλογή του βιβλίου, αφιερωμένη στη Γιάννα (υποθέτω πως πρόκειται για τη σύντροφό του και ζωγράφο Γιάννα Περσάκη).

Όλοι κοιμούνται
κι εγώ ξαγρυπνώ
περνώ σε χρυσή κλωστή
ασημένια φεγγάρια
και περιμένω να ξημερώσει
για να γεννηθεί
ένας νέος θεός
μες στην καρδιά μου
την παγωμένη
από άγρια φαντάσματα
και τη μαύρη πίκρα.

 

Carl Orff  (10 Ιουλίου 1895 – 29 Μαρτίου 1982)

Τον γνωρίσαμε από τα Κάρμπινα Μπουράνα στη σύγχρονη διασκευή τους, περισσότερο ως το σήμα κατατεθέν των μεγάλων συγκεντρώσεων του Ανδρέα Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του '80. (Έχει ενδιαφέρον ένα σχετικό άρθρο εδώ).  Στην πραγματικότητα, βέβαια, πρόκειται για πολύ παλιά ποιήματα, χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα, μερικά δε είχαν και νότες, ήταν δηλαδή τραγούδια. Εγώ τα γνώρισα το μακρινό 1982 σε μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο Blackwell στην Οξφόρδη. Βρήκα σ' ένα πάγκο τον δίσκο βινυλίου, τον άκουσα και τον αγόρασα. 

Ο δίσκος βινυλίου με τα Κάρμινα Μπουράνα στην αρχική (μεσαιωνική) έκδοσή τους

Έχω πάντως και τα σύγχρονα Κάρμπινα Μπουράνα, την Καντάτα του Ορφ, με την  Ευρωπαϊκή Φιλαρμονική Ορχήστρα και μαέστρο τον Hymisher Greenburg. Ή αν θέλετε να την ακούσετε από το Διαδίκτυο, θα διάλεγα την εκτέλεση από τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (εδώ).

 

 


George-Pierre Seurat (2 Δεκεμβρίου 1859 – 29 Μαρτίου 1891)

Γάλλος μετα-ιμπρεσσιονιστής ζωγράφος, ο εισηγητής του πουαντιγισμού (στιγματογραφία). Οι κολυμβητές στην Asnières είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα του. Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου.

 

George-Pierre Seurat. Κολυμβητές στην Asnières, 1884

Eugene Wüster   (10 Οκτωβρίου 1898 – 29 Μαρτίου 1977)

Γεννημένος στην Αυστρία, θεμελιωτής της Ορολογίας ως ξεχωριστού επιστημονικού κλάδου, διατύπωσε τη Γενική Θεωρία της Ορολογίας, εργάστηκε για την Τυποποίηση στην ορολογία και την ανασύσταση της σχετικής σχετικής Τεχνικής Επιτροπής TC 37 του Διεθνούς Οργανισμού Τυποποίησης ISO, καθώς επίσης με τη λεξικογραφία, την ταξινόμηση και άλλα θέματα σχετικά με τη διαχείριση των πληροφοριών. Ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός και εργοστασιάρχης, αφού διηύθυνε την οικογενειακή μονάδα κατασκευής εργαλειομηχανών, κληρονομιά από τον πατέρα του. Άφησε τεράστιο θεωρητικό έργο που μέχρι σήμερα, και παρά τις εξελίξεις και τα συμπληρωματικά ερευνητικά και πρακτικά ευρήματα,  αποτελεί πηγή και βάση για κάθε μελέτη και έργο ορολογίας.
 
Στην παρακάτω εικόνα φαίνεται απόσπασμα από το αγγλογαλλικό τεχνικό λεξικό με τίτλο "The machine tool : an interlingual dictionary of basic concepts comprising an alphabetical dictionary and a classified vocabulary with definitions and illustrations" (1968).

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Ο αισθηματικός συγγραφέας του Μίνου Αργυράκη


Έτσι φαντάστηκε ο Μίνως Αργυράκης τον συγγραφέα αισθηματικών μυθιστορημάτων. Το σκίτσο δημοσιεύτηκε στο ιστορικό πια περιοδικό Διαβάζω, στο τεύχος 16, τον Ιανουάριο του 1979. Ο Αργυράκης συνεργάστηκε με το περιοδικό για μια σειρά τευχών όπου παρουσίαζε με την καυστική πένα του έναν τύπο συγγραφέα κάθε φορά, βγαλμένο από τη δική του, ιδιαίτερη, πρωτότυπη, "Πινακοθήκη των συγγραφέων". 

Ο Αργυράκης είχε γεννηθεί το 1919 στο Αϊδίνι, βρέθηκε πρόσφυγας στον Βύρωνα χωρίς τον πατέρα του που τον είχαν σκοτώσει τη χρονιά που γεννήθηκε, δεν κατάφερε να μπει στην Καλών Τεχνών, ήταν μαθητής και φίλος του Τσαρούχη, κατατάχτηκε στην ΕΠΟΝ, έζησε μια γεμάτη ζωή στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έκανε τέσσερις γάμους, συνεργάστηκε με τον Χατζηδάκι, με τον Σπαθάρη και άλλους, η χούντα έκλεισε τον χώρο τέχνης «Κιβωτός της Άμυ» που είχαν ανοίξει στην Πλάκα, έφυγε στο εξωτερικό, επέστρεψε μετά τη χούντα, ήταν φίλος με τον Γκάτσο, τη Μελίνα, τον Τάκι, είχε πλούσιο έργο, ζωγραφική, σκίτσο, σκηνογραφία, πέθανε το 1998 στην Αθήνα.

Κι όμως, την ίδια χρονιά, λίγο πριν πεθάνει, δήλωνε: «Τουλάχιστον, όμως, εγώ τη χάρηκα τη ρημάδα τη ζωή»... (Τα Νέα, 14 Φεβρουαρίου 1998, συνέντευξη στην Κάτια Πετροπούλου από το Γηροκομείο Αθηνών όπου πέθανε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου).

Λίγο είναι ένας τέτοιος απολογισμός ζωής;

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Η Βικτωρία Θεοδώρου γράφει για τον Τράικο, τον πατέρα της



Συνεχίζοντας το μικρό αφιέρωμα στη Βικτωρία Θεοδώρου που έφυγε πριν από 10 μέρες, θ' αναφερθώ στο βιογραφικό και αυτοβιογραφικό αφήγημά της "Τράικο" (Κέδρος, 1982). Τράικο ήταν ο πατέρας της, ο Τράικο Τόντορ Οροφτσάνωφ από το Βέλες της Βόρειας Μακεδονίας, κατά κόσμον (των Χανίων) Τράικο ή Ευστάθιος (Στάθης) Θεοδώρου. Ήταν λαϊκός ζωγράφος και αγιογράφος, εικόνες του υπάρχουν σε εκκλησίες στην πόλη των Χανίων και στα Τοπόλια Κισσάμου, το χωριό της γυναίκας του.

Ο Τράικο ήταν γιος βιοπαλαιστών και εγγονός χαϊντούκων*. Γεννήθηκε το 1886. Έφυγε κυνηγημένος από τον τόπο του και βρέθηκε στον Πύργο Ηλείας, όπου κάποιος καλός άνθρωπος με το όνομα Καραβασίλης τον πήρε κοντά του και  του 'δωσε μπογιές να ζωγραφίζει όταν αντιλήφθηκε το ταλέντο του. Ύστερα, ο Τράικο έφυγε για την Αθήνα, γνώρισε τη Μαρία από τα Χανιά, παντρεύτηκαν και κατέβηκαν στην Κρήτη, στα Τοπόλια** Κισσάμου, το χωριό της Μαρίας. Έκαναν τρία παιδιά. Το 1927 έφυγε στα καράβια να βρει καλύτερη τύχη, μα γύρισε πίσω γρήγορα και ξαφνικά, αγνώριστος, αδύναμος, σχεδόν σακάτης.

Ο λαουτιέρης Μανώλης Θεοδωράκης ή Θεοδωρομανώλης, αδελφός της Βικτωρίας Θεοδώρου (Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=dPghJ9AMukk.
Και άλλη φωτογραφία εδώ: http://rebetcafe.blogspot.com/2010/10/blog-post_5124.html
)

Η μικρή Βικτωρία θυμάται που επισκεπτόταν τον πατέρα της στο ατελιέ του. Και τον καμάρωνε.

Γέροι Χανιώτες θυμούνται ακόμα τον ωραίο αυτό τύπο, το "Σέρβο" ζωγράφο, τον κοινωνικό και προοδευτικό ξένο και το μαγαζί του στα "παπλωματάδικα", ανάμεσα στο "Κρύο Βρυσάλι" και τον "Κάτωλα".

Μένανε στη συνοικία της Νέας Χώρας. Να πώς την περιγράφει:

Η γειτονιά αυτή απλωνόταν σιγά σιγά κι ετράνευε με τη συγκέντρωση φτωχών χωρικών από τις ανατολικές επαρχίες που αφήνοντας τα χωριά τους, έρχονταν στη χώρα για να βρουν καλύτερη μοίρα και να τρων άσπρο ψωμί. Οι περισσότεροι κατάληγαν προλετάριοι και οι γυναίκες τους παραδουλεύτρες ή χορτομαζώχτρες. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Χανιώτες, από τον Άγιο Κωνσταντίνο και κάτω, θεωρούσαν τους φιλόπονους αυτούς ανθρώπους κατώτερους και τη συνοικία τους "λαϊκή", με σημασία περιφρονητική. Κι όμως τα φτωχά εκείνα σπίτια, τα περισσότερα χτισμένα από τα ίδια τοςυ τα χέρια, έλαμπαν από την πάστρα, στολισμένα με υφαντά και νταντέλες, με γλάστρες μυριστικά και λουλούδια.Με κληματαριές και με πολλές μουριές, για τα σπιτικά μεταξαριά τους...

Η Νέα Χώρα είναι συνοικία με ιστορία, με συμμετοχή των ανθρώπων της στους εργατικούς αγώνες και στην Εθνική Αντίσταση. Συνεχίζει η Βικτωρία Θεοδώρου:

Ήταν γύρω στα 1930 όταν φούντωνε το εργατικό κίνημα στα Χανιά. Το παραθαλάσσιο καφενείο του "Φραγκιού" δυτικά από το μεγάλο λιμάνι, πέρα στο λιμανάκι με τις τράτες και τις βάρκες, καθώς ήταν απόμερο είχε γίνει το "στέκι" των εργατών και των ψαράδων. Αριστερά του η ερημιά του εβραϊκού νεκροταφείου, τα "Εβραίικα", όπου τις νύχτες εσφάνταζε και ψυχή δεν τολμούσε να περάσει από κει. Από το μικρό ιστορικό αυτό καφενείο ξεκίνησε το κίνημα στη δικτατορία του 1936. ***

Παρακάτω, εμφανίζονται μερικές ζωγραφιές  και εικόνες του πατέρα της που περιέχονται στο βιβλίο.










--------------------------------------------------------------------------------

Σημειώσεις

* Χαϊντούκοι ήταν για τις σλαβικές περιοχές οι παράνομοι, οι φυγάδες, οι αντάρτες, ό,τι οι κλέφτες και αρματωλοί στην Ελλάδα ή και οι χαϊνηδες στην Κρήτη. Η ετυμολογία της λέξης (хајдук) συνδέεται με την τουρκική haydut που σημαίνει ληστής, κλέφτης (βλ. και εδώ: https://www.wikiwand.com/en/Hajduk). Για την ετυμολογία της λέξης χαϊνης, στο Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Αντ. Ξανθινάκη διαβάζουμε ότι προέρχεται από την τουρκική hain που σημαίνει προδότης, αχάριστος (το οποίο, βέβαια, προέρχεται από το αραβικό ḵẖāʼin με την ίδια σημασία).

** Για τα Τοπόλια, η Βικτωρία Θεοδώρου αναφέρει ότι είναι σλάβικο όνομα, προέρχεται από το τοπόλ που θα πει λεύκα. Και ο Μπαμπινιώτης το περιλαμβάνει στον "Επιλεκτικό πίνακα παλαιότερων ξενικής προελεύσεως όρων που εξελληνίστηκαν ή υποχώρησαν ή η χρήση τους δεν είναι ευρύτερα γνωστή", αναφέροντας το "τοπόλι" ως παλαιότερο δάνειο από το σλαβικής προέλευσης topol (λεύκα).

*** Η Νέα Χώρα είναι και ο δικός μου γενέθλιος μικρός τόπος και οι εικόνες από τη δεκαετία του '60 που θυμάμαι είναι σχεδόν ίδιες. Και πιο πολύ θυμάμαι τις μουρνιές στα πεζοδρόμια της Ακτής Κανάρη. Απέναντι, στην αρχή της παραλίας, ήταν το καφενείο του Φραγκιού. Τον θυμάμαι μεγάλο. Τώρα, βέβαια, το καφενείο δεν υπάρχει και δύσκολα εντοπίζω πού ήταν το πατρικό μου εκείνο, η ομορφιά όμως της συνοικίας δεν χάνεται, όπως και η ιστορία της και οι μνήμες που κρατούν τους ανθρώπους ζωντανούς.