Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Facebook. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Facebook. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Τι γυρεύει η Αφεντούλα στο Φέισμπουκ; H Μάρω Δούκα ανοίγει την Πύλη εισόδου στην "κανονικότητα" του Ίντερνετ

 
Θα κατεβώ στον Ευαγγελισμό, και από εκεί, αν εσύ δεν μ' αγαπήσεις, αν εγώ δεν σ' αγαπήσω, εν δύο, εν δυο, πλάκα παρά πλάκα, στον διάδρομο του Σάμιουελ Μπέκετ, κατευθείαν στο παλάτι μου, με το λάπτοπ να με περιμένει σε νάρκη στο τετράγωνο τραπέζι. Θα χωθώ πάλι από την πύλη εισόδου μου στη δική μου αβάδιστη λεωφόρο.

Η Πύλη εισόδου είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο της Μάρως Δούκα (Πατάκης, 2019). Ένα μυθιστόρημα σε μονοπρόσωπη, ημερολογιακή γραφή, καλύτερα σε ημερολογιακή γραφή με τη μορφή αναρτήσεων στο Φέισμπουκ (Facebook). Ιδιαίτερη, πρωτότυπη, ξεχωριστή γραφή, όμορφος μεστός αγαπητικός λόγος, ιστορία μέσα στην ιστορία της ιστορίας, ιστορίες σε στρώματα και ήρωες μέσα από καθρέφτες, φανταστικά πρόσωπα και πραγματικά, αναρωτιέσαι ποιο είναι το πραγματικό και ποιο το επινοημένο.
 
Η 69χρονη πρωταγωνίστρια, η Αφεντούλα, είναι μια ας πούμε καθημερινή γυναίκα, που δεν είναι αγωνίστρια, δεν είναι συνδικαλίστρια, ούτε φεμινίστρια, ούτε σπουδαία επιστημόνισσα, είναι μια μητέρα και μια σύζυγος, που νοιάζεται την κάθε κόρη της χωριστά, που έχει τις αδυναμίες της, τις φίλες της, τα πάνω και τα κάτω στις διαθέσεις της, τα θέλω και τα δε θέλω της.
 
Και μέσα από την "παράξενη" ιστορία της Αφεντούλας που αφηγείται η Αίθρα με μακροσκελείς αναρτήσεις και αναδημοσιεύει πότε η Σεβαστή και πότε η Λουίζα και τις προσωπικές σημειώσεις από την Καίτη Καλή, ξεδιπλώνεται ο σύγχρονος κόσμος της ας πούμε κανονικότητας, πραγματικός και ιδεατός, δύο σ' ένα, ή μάλλον ένα σε δύο:
 
Είμαι και η Αφεντούλα Κάπα που δέχομαι τα λάικ μου, είμαι και η Καίτη Καλή (Μόνο εγώ) στο ωραίο μου κενό. Να γράφω ό,τι θέλω και όπως θέλω για μένα και από μένα. Ερμητικά κλειστή, αδιάτρητη. Και τώρα (μη χάσω εντελώς και τον λογαριασμό) αυτούς τους συμπαθείς οχτώ, που έκαναν λάικ στην πρώτη δημόσια ανάρτηση της Αφεντούλας μου, οφείλω να τους έχω περί πολλού, αφού την τίμησαν, θα πρέπει και αυτή να τους επισκέπτεται τακτικά, να τους τιμάει. Και τέλος πάντων, ας έχω και τις μαύρες μου, πώς να το πω; πανηγύρι στο μεϊντάνι!
  
Σκέψεις, αγωνίες, αγάπες και αδυναμίες καθημερινών ανθρώπων, και όλα αυτά στο διαδικτυακό περιβάλλον του Φέισμπουκ, στο οποίο η συγγραφέας όχι μόνο μας υποδέχεται με την άνεση της φιλόξενης οικοδέσποινας, αλλά και μας (προ)καλεί να αναγνωρίσουμε την Καίτη, την Αίθρα, την Αφεντούλα και τις άλλες γυναικείες περσόνες που διαπερνούν τον φυσικό και εικονικό χώρο της αφήγησης. Εξαιρετικό στην πρωτοτυπία της δομής, στην απλότητα της αφήγησης και στον πλούτο των λέξεων, των συναισθημάτων και των εικόνων.

Και είδα μεμιάς τη ζωή μου όλη σε μικρές δημοσιεύσεις στο φέισμπουκ. Αυτή που ήμουν κι αυτή που έγινα και αυτή που θα γινόμουν, αν δεν γινόμουν αυτή που έγινα, αλυσιδωτές υποθέσεις του πιθανού που έρχεται παραζαλισμένο να σκοντάψει στο απραγματοποίητο.
 
Κι ύστερα, η γλώσσα της Μάρως Δούκα, η στρωτή, η όμορφη πλούσια γλυκειά γλώσσα, περιγραφική, αγαπητική, παρατηρητική, με τις λεπτομέρειες στις περιγραφές (όπως εκείνο το μπαλάκι από τρίχες στο μετρό), με τα υποκοριστικά της, με τις πολλές αναφορές σε ήρωες άλλων βιβλίων από το πολύ πλούσιο αναγνωστικό ρεπερτόριό της.

Παρακολουθείς περιγραφές σημείων της Αθήνας που θες να περπατήσεις κι εσύ, που δίνουν τη γεωγραφία και την ιστορία της πόλης που υπάρχει και αυτής που έσβησε ο χρόνος. (Ξαναθυμάμαι εκείνες τις όμορφες περιγραφές για τα Χανιά στο "Αθώοι και φταίχτες", μια εξαιρετική περιδιάβαση στη γεωγραφία και την ιστορία της πόλης). Και να η λαϊκή της Τρίτης στο Παγκράτι Λαέρτου-Λάσκου-Τιμοθέου, και να οι βόλτες "απ' την Πειραιώς μέσα απ΄τα στενά του Ψυρρή στο Μοναστηράκι" και στην Πλάκα και το Ορφανοτροφείο Χατζηκώστα, και να η παλιά και η νέα Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, και ο Άγιος Παντελεήμονας της Αχαρνών και πάλι πίσω στου Ψυρρή και στην παλιά γειτονιά της ηρωίδας μας, δεν υπάρχει πια το παλιό τυπογραφείο του Παγώνα, ούτε οι βιοτεχνίες και τα μαγαζιά, η φθορά παίρνει τη θέση της στη μνήμη της πόλης.

Ο πολιτικός λόγος, ευθύς ή υπαινικτικός, η θαρραλέα άποψη και η πικρή ειρωνεία για το τάχα μου και  το δήθεν,  παρόντα κι εδώ όπως σε όλα τα έργα της και σε όλη την παρουσία της. Κι αυτό το μυθιστόρημα, πιότερο από τα προηγούμενα, το είδα σαν τη συνέχεια, την εξέλιξη ή την κατάληξη της Αρχαίας σκουριάς. Μονολογεί η Αίθρα - Αφεντούλα:
 
[...] πώς θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις εσύ τους   Έλληνες που είχαν φιλίες με τους Γερμανούς εκείνα τα χρόνια; Οξυδερκείς ρεαλιστές που ήθελαν να σώσουν την Ελλάδα απ' τους Κόκκινους; Όχι υπεραπλουστεύσεις, Αφεντούλα, μ' είχες αποπάρει. Θεός δεν είσαι, κάνε όμως σαν Θεός κι εσύ τα στραβά μάτια, εντός εκτός και επί τα αυτά και τα ρέστα παγωτά. Έτσι ακριβώς μ' είχες ειρωνευτεί: Και τα ρέστα παγωτά! Αμέ τι θαρρείς; Ώσπου να ξημερώσει η μέρα της ελευθερίας, κι εσύ, αν ζούσες τότε, θα έκανες σα να μη βλέπεις, να μην ακούς, να μην καταλαβαίνεις. [...]
 
Όσο για τη θέση της γυναίκας, μια θλίψη κυριεύει την Αφεντούλα:
 
Τι κέρδισε, τι κατάφερε, σε τι βελτίωσε τη ζωή της η γυναίκα, πόσο ανυψώθηκε η ίδια; Καλή μάνα, καλή σύζυγος, εργαζομένη, απελευθερωμένη, άλλο όμως τι νομίζει η ίδια, άλλο τι νομίζουν οι άλλοι γι' αυτήν. [...] Όπως και η προγιαγιά μου, όπως και η γιαγιά μου, όπως και η μάνα μου; [...] τι καταφέραμε, φιλενάδα, έλεγε, πόσο είμαστε σε θέση να την υποστηρίξουμε τη χειραφέτησή μας χωρίς να κινδυνεύουμε να την ξεφτιλίσουμε;
 
Θα συμφωνήσω με τη συγγραφέα Ελένη Γιαννακάκη που έγραψε ότι η Πύλη Εισόδου είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την πολιτική του πολιτισμού και που ταυτόχρονα αποτελεί "α) μια παρωδία του αληθοφανούς ψυχολογικού δράματος, β) μια καυστική κριτική της σύγχρονης κουλτούρας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και 3) μια μετα-αφήγηση της ίδιας της συγγραφικής διαδικασίας" (Εποχή, 15 Δεκεμβρίου 2019). 
 
Μονολογεί και ομολογεί η Αφεντούλα:
 
Χαζεύω έπειτα για λίγο κι εγώ  στο φέισμπουκ, περαστική και λαθραία, ρίχνω τις ματιές μου στο εξώφυλλο διαφόρων επωνύμων, βλέπω και τις δημόσιες αναρτήσεις τους. Κοίτα πώς πορεύονται, πώς ζουν όλοι τούτοι οι σπουδαίοι, με τι απασχολούνται, πόσο έρημοι είναι κι αυτοί, πόσο αξιολύπητοι, πόσο νάρκισσοι.
 
Η Πύλη εισόδου γίνεται πύλη (ανα)στοχασμού και αυτογνωσίας. Δεν παύει όμως να είναι κι ένα ευχάριστο, ήρεμα καθηλωτικό μυθιστόρημα για τις ζωές μας, για ό,τι καθορίζει το παρόν μας. Η συγγραφέας, με πρωτότυπο τρόπο μας ξεναγεί και στο εργαστήριό της, επινοώντας τον "χρήστη Λακάν Λακάν" (όχι τυχαία προφανώς) να ανοίγει και να κλείνει την Πύλη εισόδου και βάζοντάς τον να προβληματίζεται πώς θα είναι η ηρωίδα:

[...] Να τη φανταστεί αξιοζήλευτα δυστυχισμένη; Να είναι βαμπ, να είναι φαμ φατάλ, να είναι Κίρκη; Του δήθεν και του τάχα και του ίσως πρωθιέρεια; Ή να τη φανταστεί εμπριμέ τετράγωνη; Να ξέρει πώς να πιάνει το μαχαίρι στην κουζίνα. [...]

[...] Να τη φανταστεί αξιοθρήνητα ευτυχισμένη; Να είναι φιλική, να είναι ομιλητική, να είναι το υπόδειγμα; Του όπως και να 'χει, του έτσι κι αλλιώς, του οπωσδήποτε το χαρωπό δουλικό; [...]
 
Και τώρα, που η πανδημία κλείνει χρόνο κι όπου το κλείσιμο στους εαυτούς μας και στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας κοντεύει κι αυτό να χρονίσει και η φυσική αποστασιοποίηση γίνεται συνώνυμο της κοινωνικής και που το Ίντερνετ γίνεται το χρήσιμο, αλλά και υποχρεωτικό, εργαλείο-παράθυρο στον κόσμο (στον υπόλοιπο, κλειστό κι αυτόν, κόσμο), το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα γίνεται πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Ήταν λες ο προάγγελος μιας τέτοιας "κανονικότητας", υποχρεωτικής τώρα, που ελπίζουμε πως δεν ήρθε για να μείνει. Πόσο θ' άξιζε να περάσει τα σύνορα του δικού μας γεωγραφικού (και πολιτισμικού) μικρόκοσμου!
 
Κι ένα υστερόγραφο:
 
Επιτέλους, στην εκπνοή του δύσκολου τούτου χρόνου αποφάσισα να γράψω για το βιβλίο που έχω πάνω στο γραφείο μου από τον Οκτώβριο του 2019 όταν το διάβασα. Ήταν ένα στοίχημα αν θα "ενδώσω" στον πειρασμό ν' ανοίξω λογαριασμό στο Facebook (ή Φέισμπουκ, δεν συμφωνώ με τις ελληνικές αποδόσεις προσωποβιβλίο, βιβλίο προσώπων, φατσοβιβλίο κτλ.). Tελικά σκέφτηκα ότι δεν αξίζει αυτό το καπρίτσιο για ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ και που η ανάγνωσή του όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τις ας πούμε κάποιες δυσκολίες μου να κατανοήσω τις "φεϊσμπουκικές" λειτουργίες αλλά και έδειξε ότι είναι ένα εξαιρετικά ευχάριστο, ενδιαφέρον και πρωτότυπο ως προς τη γραφή ανάγνωσμα, ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Και όπως έγραψα παραπάνω, είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Όσο για το ίδιο το Facebook, ας αφήσω τις σκέψεις μου ίσως για κάποια άλλη φορά...