"Κλείνω τα μάτια και βλέπω να περνούν από μπροστά μου σαν τρέιλερ ταινίας "προσεχώς" οι αφηγήσεις τους, ή μάλλον όχι, εικόνες που αναζητούν το δικό τους νόημα, συμπτώσεις - μασκαρεμένες επιθυμίες -, μικρές ιστορίες - μεταφυσικές ακροβασίες -, να παραδίδονται στην αγάπη της μνήμης και της γραφής: εδώ είναι το δικό μου λιμάνι, ο δικός μου αστρολάβος, το δικό μου χαμένο ρο."
Θα μπορούσε να είναι δικές μου οι παραπάνω σκέψεις, οι εντυπώσεις από τα διηγήματα της Νίκης Τρουλλινού στην τελευταία της συλλογή "Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας" (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2014). Είναι λόγια που βάζει στο διήγημα "Μεταφυσικές ακροβασίες", μα που περιγράφουν αυτό ακριβώς που κάνει ολόκληρο το βιβλίο. Μικρές ιστορίες για την Ιστορία, για τόπους και γεγονότα και ανθρώπους που σημάδεψαν το πέρασμα των λίγο παλιότερων χρόνων. Πινελιές από Χανιά και από Ηράκλειο - και τα δυό πατρίδες της εξάλλου - μα και από Αθήνα, ακόμη και η Βαστίλη και το Κατίν υπάρχουν στις ιστορίες της.
Εδώ ξεχωρίζω δύο διηγήματα του βιβλίου, μα όλα έχουν την ιδιαίτερη αναφορά και σημασία τους.
Στο διήγημα "Η φωτογραφία" περιγράφει όμορφα την Καλοβασίλαινα μέσα από μια φωτογραφία της που είναι στο σαλόνι ενός σπιτιού.
"... Άσπρο φόντο, μάλλον ασβεστωμένο ντουβάρι, ο φακός την έχει φυλακίσει από το στήθος και πάνω, τρόπος του λέγειν στήθος, βαθιά γεράματα φωνάζουν από παντού ... Τα χέρια έχουν ανέβει από τους διπλωμένους αγκώνες, βγαίνουν από τα μανίκια του ρούχου και ανηφορίζουν προς το πρόσωπο. Το δέρμα, σ' εκείνα ακριβώς τα σημεία που τα χέρια αποχωρίζονται το ύφασμα, στρίβουν σαν κορμός βασανισμένων μπονζάι, και, ακριβώς εκεί, συμβαίνειτο απρόσμενο: τα χέρια, της φύσης έργο, της ανάγκης απόκτημα, καλύπτουν παντελώς το πρόσωπο, είναι στραμμένα όμως προς τα έξω, οι παλάμες κλειστές και ανάποδες κοιτούν τον φωτογράφο, τακτοποιημένες η μια δίπλα στην άλλη, οι αντίχειρες μπλέκονται· η οικονομία της κίνησης, η βέρα στο μεσιανό δάχτυλο του δεξιού χεριού, χωμένη ως βαθιά στο δέρμα, ..., και πάλι ο χρόνος, τα σημάδια του στα κότσια των κοκάλων στις άκρες, η αρθρίτιδα ήρθε στην ώρα της να υπογραμμίσει τον μόχθο του ταξιδιού και το πένθος των άκλαυτων παιδιών..."
Δεν συγκρίνω, μα ευθύς θυμήθηκα τα χέρια που περιγράφει ο Μιχάλης Γκανάς στη συλλογή του "Γυναικών".
Η γάτα η Τόντο από το ομώνυμο διήγημα μου θύμισε τη δική μας Σούλα και όλη της την οικογένεια στο χωριό |
Συγκλονιστική για μένα είναι η αναφορά (στο "Μεταφυσικές ακροβασίες") στο γιατρό παθολόγο Κώστα και στο γιο του ψυχίατρο Ανθούση και η περιγραφή της σκηνής όταν σέρνεται ο μικρός πάνω στο καράβι από τη μάνα του και από τη θεία του, την παιδίατρο Παρή, για να δει τους άντρες στο καίκι που πάει παράλληλα μ' αυτούς και που ήταν μαζί ο πατέρας του, που δεν τον είχε γνωρίσει, γιατί έλειπε στη θάλασσα, έτσι τούχανε πει, έλειπε σε νησί για να γιατροπορεύει τους αρρώστους. "Χαιρέτα, χαιρέτα", τούλεγε η θεία του.
"...Κοντά τους, σε μικρή απόσταση που όλο και λιγόστευε, μια μεγάλη βάρκα, ή ίσως πάλι να 'τανε καϊκι, άσπρο με γαλάζιο σιρίτι, η καμπίνα του καπετάνιου γαλάζια και τούτη, ύστερα τίποτα που να θυμίζει καράβι, ξύλινοι πάγκοι μόνο, και πάνω καθισμένοι κάμποσοι άντρες, μόνο άντρες, του φάνηκε παράξενο, συνηθισμένος να ζει ανάμεσα σε γυναίκες συνεχώς, κάτι σαν βαλιτσούλες ξεδιάκρινε στα πόδια τους, ή μπόγους σκούρους, "χαιρέτα", να φωνάζει η μάνα, κι η θεία μαζί τώρα, "χαιρέτα", και καθώς ξεμάκραινε το καράβι τους από το καϊκι, τον σήκωσαν, τον έσερναν με βία, από την πλώρη στην πρύμνη η πορεία τους, παράλληλα με την πορεία του καϊκιού ... "χαιρέτα, να, βλέπεις; αυτός είναι ο μπαμπάς σου, Κώστα, Κώστα, ο Ανθούσης μας", κι ένας άντρας με θαλασσιά μάτια, δεν τα διέκρινε μα ήξερε από τότε πως μόνο θαλασσιά θα μπορούσαν να είναι τα μάτια του πατέρα του, σηκώθηκε από τον πάγκο κι άρχισε να κουνά και τα δυο χέρια, φτερούγες ίδιες, τα 'βλεπαν οι γλάροι κι ακολουθούσαν τ' απόνερα του πλεούμενου..."
Σαν απότιση φόρου τιμής στη μνήμη του Κώστα και του Ανθούση το κείμενο αυτό της Τρουλλινού. Και οι δυο πια δεν ζούν. Ο Κώστας είναι ο Χανιώτης αγωνιστής γιατρός Κώστας Χιωτάκης, ο γιατρός για τους φτωχούς της πόλης μας, όσο την κατοικούσε βέβαια, αφού έλειπε στη θάλασσα, σε άλλα νησιά, μικρά και αφιλόξενα. Πόσο όμορφα περιγράφει εκείνα τα θαλασσιά του μάτια, είναι σαν να τον βλέπω δίπλα μου, στητό, σοβαρό μα προσιτό και αγαπητό σε όλους...
Η συγγραφέας ξεκινά τα διηγήματα με έναν στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη από την ποιητική του συλλογή ΥΓ.:
Όμως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος…
Δείχνει να έχει ένα κόμπο στο στήθος όταν αφηγείται τις ιστορίες των ηρώων της, οι ιστορίες της είναι βιώματα, άλλωστε ο συγγραφέας είναι πλαστογράφος του εαυτού του, όπως διάβασα πρόσφατα από τον Κλαούντιο Μάγκρις. Γράφει ο Μάγκρις στο "Δούναβη"*:
"Οποιοσδήποτε γράφει είναι ένας πλαστογράφος του εαυτού του, που κολλά με παθιασμένη ειλικρίνεια, αλλά και προβαίνοντας σε μια αυθαίρετη υποκατάσταση προσώπου, την αντωνυμία "εγώ" σε κάποιον άλλο, που στην πραγματικότητα βαδίζει τον δικό του δρόμο".
Αυτός ο κόμπος μπορεί να βρεθεί και στο δικό μας στήθος, κοινά βιώματα, γνώριμες φιγούρες και αγαπημένοι τόποι μας δένουν με τις ιστορίες της, όταν οι περιγραφές είναι τόσο οικείες και τόσο δυνατές.
.........................................................................................
* Η μικρή αναφορά στον Δούναβη του Μάγκρις είναι μόνο γιατί έχω πολύ πρόσφατο το διάβασμά του, ελπίζω να αναφερθώ εκτενέστερα σε όλο το βιβλίο αργότερα, γιατί το αξίζει..