Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα λαογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Αύριο είναι γιορτή





Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί στολίζουν το ναό με κλαδιά δάφνης και γεμίζουν ένα πανέρι με δαφνόφυλλα. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπά τα δαφνόφυλλα, ενώ οι πιστοί χτυπούν τα πόδια τους στο στασίδι, χτυπούν τις καμπάνες, πυροβολούν και γενικά θορυβούν, για να διώξουν τον θάνατο.


Διαβάζουμε για το Μεγάλο Σάββατο από την Εθιμολογία του Πάσχα στη σελίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σε κείμενα της σπουδαίας λαογράφου Αικατερίνης Πολυμέρου-Καμηλάκη, για πολλά χρόνια Διευθύντριας του Κέντρου.

Θυμάμαι στα Χανιά, όταν ήμουν μικρή, στο δημοτικό, φτιάχναμε τα καλιτσούνια το Μεγάλο Σάββατο. Μέναμε τότε στη Νέα Χώρα, ήταν δεκαετία του '60, δεν είχαμε φούρνο στο σπίτι, αλλά γεμίζαμε λαμαρίνες που είχαμε πάρει από το φούρνο της γειτονιάς. Στη γειτονιά είχαμε τότε δυο φούρνους, τον "γερμανικό" φούρνο του Μπάτση και τον φούρνο του Κουκλάκη, με τον γιο του τον Νώντα είμασταν στην ίδια τάξη, μάλιστα ο μπαμπάς Κουκλάκης ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, τον θυμάμαι που όλο διάβαζε, απ' αυτόν είχα μάλιστα πρωτακούσει γύρω στα 10 για τον Αβραάμ Λίνκολν. Σ' αυτό το φούρνο πηγαίναμε πιο πολύ.

Έτσι, οι λαμαρίνες πήγαιναν κι έρχονταν, μεγάλες μακρόστενες λαμαρίνες, όχι τεψιά σαν αυτά που έχουμε σήμερα. Πολλά καλιτσούνια, με χόρτα και με μυζήθρα, όχι σκέτη, μαζί με μαλάκα, ένα παχύ τυρί που το χρησιμοποιούμε το Πάσχα για τα καλιτσούνια. Κανονικά δεν τρώγαμε κανένα πασχαλινό (τυρί-κρέας δηλαδή), κρατούσαμε από ένα καλιτσούνι μαζί μας το βράδυ στην εκκλησία, έτσι μετά το Χριστός Ανέστη και τους ασπασμούς δοκιμάζαμε τα καλιτσούνια. Θυμάμαι, όμως τη γιαγιά μου που όταν έρχονταν ψημένα από το φούρνο δοκίμαζε, στην αρχή το σισάμι και ύστερα όλο το καλιτσούνι. Έλεγε μάλιστα για δικαιολογία ότι ο Χριστός αναστήθηκε το μεσημέρι. Μας άρεσε η άποψή της και καμιά φορά μπαίναμε κι εμείς στον πειρασμό. Λέτε η γιαγιά μου να είχε μακρινές ρίζες από την Κέρκυρα που τον ανασταίνουν το μεσημέρι; Μπα, βέρα Σφακιανή η Κουκουβίταινα, θα γράψω άλλη φορά δυο λόγια παραπάνω γι 'αυτήν, το αξίζει.
Έφτιαξα και φέτος καλιτσούνια, δεν είχα μαλάκα, έβαλα σκέτη μυζήθρα, με δυόσμο βέβαια,  έφτιαξα και χορτάρινα φυσικά. Από σχέδια, τα κλασικά, αλλά και τα γιορτινά της εποχής, ανασκεπαστάρια και λυχναράκια.

Επιστρέφω στην Καμηλάκη:

Κατά το διάστημα της προετοιμασίας έθιμα προχριστιανικά με χαρακτήρα λατρευτικό, εξαγνιστικό και αποτρεπτικό του κακού, που απειλεί τη βλάστηση και την παραγωγή, έχουν ενταχθεί στη χριστιανική λατρεία. Λαϊκά δρώμενα αναπαράστασης θανάτου - ανάστασης στον ελληνικό χώρο, όπως ο Ζαφείρης στην Ήπειρο, οι κήποι του Αδωνη, οι τελετουργικοί χοροί του Πάσχα και του αγίου Γεωργίου, οι κούνιες, οι επισκέψεις με όργανα στους τάφους, η συμβολική χρήση των αβγών - και μάλιστα κόκκινων, αποτελούν εκδηλώσεις της προαιώνιας προσπάθειας του ανθρώπου να συμβάλει θετικά στη διαδικασία ανανέωσης της φύσης και στην εξασφάλιση της καλής σοδειάς.

Στο χωριό, άλλες χρονιές τέτοια μέρα, τα παιδιά θα μάζευαν από μέρες ξύλα και παλιά ρούχα, θα τα στοίβαζαν στην αυλή του παλιού σχολείου και το βράδυ της Ανάστασης θα καίγανε τον Ιούδα. Σαν χθες, θ' ακούγαμε τα εγκώμια από την παπαδιά και τον παλιό δάσκαλο Βαγγέλη Κακατσάκη, κορίτσια μαυροφορεμένα ως μυροφόρες θα στέκονταν γύρω από τον Επιτάφιο, ύστερα θα πηγαίναμε όλο το χωριό στο νεκροταφείο για τις δεήσεις υπέρ των κεκοιμημένων. Όταν ζούσε η μάνα μου είχε έτοιμο το χαρτάκι της αίτησης για τον παπά: Αλέκου και των γονέων, Μανούσου, συβίας και των τέκνων Γιάννη και Αρχοντίας, Κώστα και των γονέων, κανέναν αγαπημένο δεν ξεχνούσε, τον άντρα και τα πεθερικά της, τους γονείς και τ' αδέρφια της, τον γαμπρό και τους γονείς του. Ζωή και θάνατος μαζί. Ηρεμούν οι ψυχές ζώντων και τεθνεώτων.
Βάζω ν' ακούσω ένα κομμάτι από το Missa Luba, κογκολέζικη λειτουργία, ένα άλλο κομμάτι της χρησιμοποίησε ο Παζολίνι στην εξαιρετική ταινία του "Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο" που είδα χτες στο κανάλι της Βουλής.
Το Πάσχα στην κορύφωση της άνοιξης, συμβολίζει την αναγέννηση της ζωής. Αύριο είναι γιορτή, λοιπόν, είναι πανανθρώπινη γιορτή που φέτος θα τη ζήσουμε παράξενα, μοναχικά, ίσως και αναστοχαστικά.

Αύριο είναι γιορτή τραγουδά η Arista Melandri από την Εμίλια Ρομάνα, την περιοχή της Ιταλίας στα σύνορα με τη Λομβαρδία. Το τραγούδι, ένα λαϊκό ιταλικό τραγούδι, ηχογραφήθηκε το 1954 στη Φεράρα (πρωτεύουσα της περιοχής) και περιλαμβάνεται σε δίσκο με τίτλο Italian Treasury: Emilia-Romagna. Τα τραγούδια του δίσκου εκείνου είχαν συγκεντρωθεί από τον Αμερικανό λαογράφο και ακτιβιστή Alan Lomax, ο οποίος άφησε ένα πλούσιο έργο με λαογραφικό υλικό απ' όλο τον κόσμο. Μπορεί κανείς να μάθει για το έργο του στον ιστότοπο http://culturalequity.org/. Τώρα, το τραγούδι αυτό περιλαμβάνεται σε έναν δίσκο μαζί με άλλα 19 από τη συλλογή του Lomax με τον τίτλο "Songs of Hard Times: Up, Over & Through (1936​-​1982)", τραγούδια, δηλαδή, δύσκολων καιρών.

Εδώ θα βρούμε το τραγούδι της γιορτής: Arista Meladri and chorus: Doman L’è Festa (Tomorrow Is A Holiday).
Αφιερωμένο σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερη αφιέρωση στους Ιταλούς γείτονές μας που δοκιμάστηκαν σκληρά σ' αυτή την πανδημία. 
Χρόνια πολλά και ... δεν ξεχνάμε: Σμύρνα και νάρδο στην Ανάσταση! 

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

4 Δεκέμβρη του 1947 εκτελέστηκε η "καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφος" Μαρία Λιουδάκη


Η φωτισμένη δασκάλα και λαογράφος Μαρία Λιουδάκη (Πηγή φωτογραφίας)

Ήταν σαν σήμερα, το 1947, που εκτελέστηκαν στο Ηράκλειο της Κρήτης η δασκάλα από τη Λατσίδα Μεραμπέλου (χωριό κοντά στη Νεάπολη Λασιθίου) Μαρία Λιουδάκη και η φίλη της, Μαρία Δρανδάκη, μοδίστρα στο επάγγελμα, από την Ιεράπετρα. Οι δυο γυναίκες είχαν αντιστασιακή δράση και είχαν οργανώσει μαζί με άλλες το γυναικείο τμήμα του ΕΑΜ στην Ιεράπετρα. Ομάδες των Μπαντουβάδων, που κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ήταν ο φόβος και ο τρόμος στην Ανατολική Κρήτη, τις συνέλαβαν, τις κατέσφαξαν και σκόρπισαν τα πτώματά τους, που βρέθηκαν και αναγνωρίστηκαν μήνες αργότερα. Ήταν 53 χρονών η Λιουδάκη και 33 η Δρανδάκη.

Η αδελφή της Μαρίας Λιουδάκη, η Χαρά Λιουδάκη, ήταν η αρραβωνιαστικιά του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, του γενναίου αγωνιστή, ενός από τους 200 εκτελεσμένους της Καισαριανής, που δεν δέχτηκε την "προσφορά" να γλυτώσει από την εκτέλεση στη θέση ενός άλλου (γιατί τους ήταν χρήσιμος ως διερμηνέας).[1]

Ένα από τα γράμματα που είχε αφήσει ο Σουκατζίδης πριν από την εκτέλεση ήταν για τη Μαρία:

“Δίδα Μαρία Λιουδάκη. Ιεράπετρα Κρήτης.

Αδελφούλα μου, πάω για εκτέλεση. Σε λάτρευα πολύ, όσο λάτρευα και τη γυναίκα μου. Δεν μπόρεσα να σας κάνω ευτυχισμένες. Λίγη αγάπη στον μπαμπά όσο θα ζει. Γειά σου, γειά σου λατρευτή μου αδελφούλα. Ναπολέων 1-5-44”.

Ποιος θα το 'λεγε πως σε λίγα χρόνια θα είχε την ίδια τύχη και μάλιστα, με πολύ φριχτό τρόπο και από χέρια ελληνικά...

Η Μαρία Λιουδάκη ήταν σπουδαία επιστημόνισσα. Ήταν δασκάλα και μια από τις σημαντικότερες λαογράφους μας.[2] Είχε βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών για τη συλλογή της "Μαντινάδες Κρήτης"[3], είχε γράψει τα παραμύθια "Στου παππού τα γόνατα", "Στης γιαγιάς την αγκαλιά", "Γύρω στο μαγκάλι", ενώ έχει αφήσει πολύ πλούσιο ερευνητικό έργο, σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο ακόμη στο σύνολό του. [4] 

Στην Ανέμη, την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης, απ' όπου αντλούμε θησαυρούς, βρήκα δυο εκδόσεις των μαντινάδων της. Είναι και οι δύο του 1933, έχουν το ίδιο περιεχόμενο και διαφέρουν μόνο στο εξώφυλλο, η μία αποκαλείται λαϊκή έκδοση και η άλλη δεύτερη έκδοση.

"Άφτω και σβύνω και κεντώ, φοβούμαι και τρομάσω,
αποκοτώ κι αγγίζω σου, φεύγω και πάλι αράσω"


"Απάνω στα βουνά δα βγω, με λάφια να κοιμούμαι,
και το δικό σου το κορμί να μην το συλλογούμαι"

Στον πρόλογο η Λιουδάκη αναφέρεται σε όσους τη βοήθησαν στο έργο συλλογής των μαντινάδων με διάφορους τρόπους. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει στο νεαρό Ναπολέοντα Σουκατζίδη (ήταν γεννημένος το 1909) για τον οποίο γράφει:

"Ιδιαίτερα ευχαριστώ το ευγενέστατο και φιλοπρόοδο παιδάκι κ Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που δούλεψε ακούραστα στη συλλογή των μαντινάδων. Οι περισσότερες από τούτες είναι από τις χιλιάδες που βρήκε εκείνος..."

Η έκδοση του 1933 κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Αλικιώτη. Το 1936 οι Μαντινάδες εκδόθηκαν  από τον Ελευθερουδάκη. Στη Νέα Εστία (τεύχος 236, Οκτ. 1936) διαβάζουμε άρθρο του Εμμανουήλ Κριαρά, στο οποίο, αφού αναφέρεται στην έκδοση του 1933, παρουσιάζει τη νέα έκδοση "Λαογραφικά Κρήτης. Τόμος Α' Μαντινάδες. Συλλογή και ταξινόμηση Μαρίας Λιουδάκι", διατυπώνοντας ορισμένες παρατηρήσεις, κυρίως γλωσσικού περιεχομένου, αλλά και εκθειάζοντας τη συλλέκτρια Λιουδάκη "για την επιμέλεια και την ευσυνειδησία που επέδειξε στην πραγμάτωση του σκοπού της".

"Κάνε νανά να κοιμηθής, να γοργομεγαλώσης, να βγάλης κλώνους και κλαδιά τον κόσμο να γεμώσης"
Νανούρισμα από τη συλλογή της Μαρίας Λιουδάκη
Ξεφυλλίζω από τη βιβλιοθήκη μου το μικρό, 45 σελίδων, βιβλιαράκι με τίτλο "Νανουρίσματα, Ταχταρίσματα, παιχνιδάκια" που κυκλοφόρησε το 1953 από τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη (ιδρυτής και διευθυντής της οποίας ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης). Γράφει στην αρχή η Φάνη Σαρεγιάννη που είχε και την επιμέλεια της ανθολόγησης:

"Εδώ πρέπει να τονιστή ξεχωριστά η συμβολή της Μαρίας Λιουδάκη με το πλούσιο χειρόγραφο υλικό της από την Κρήτη, που μου το έδωσαν η ίδια και ο Μ. Τριανταφυλλίδης".

Προφανώς, αυτά γράφτηκαν πριν από το 1947. Και πραγματικά, η Λιουδάκη είχε συνεργαστεί στενά με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του '20, και  είχε σίγουρα επηρεαστεί από τις προοδευτικές του ιδέες τόσο στα γλωσσικά όσο και γενικότερα στα εκπαιδευτικά ζητήματα. [5] Μάλιστα στις Μαντινάδες γράφει στον Πρόλογο:

"Την έμπνευση της συλλογής αυτής και την κατανόηση της σημασίας μια τέθιας εργασίας τη χρωστώ στον ευγενέστατο, καλό κι αγαπημένο μου καθηγητή, κ. Μανόλη Τριανταφυλλίδη, γλωσσολόγο στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Άρχισα τη συλλογή το 1925, τότε που πρωτογνώρισα τον καλό μου καθηγητή..."

Ο Τριναταφυλλίδης είχε λαογραφικά ενδιαφέροντα, πληροφορία που τη βρίσκω αρχικά στο βιβλίο του Γιώργου Αλισανδράτου "Μανόλης Α.Τριανταφυλλίδης: 1883-1959: Σελίδες από τη ζωή και το έργο του" (Μουσείο Μπενάκη, 2010), με παραπομπή στον καθηγητή Λαογραφίας Δημήτριο Λουκάτο.



Συγκεκριμένα, στο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας για τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη  (τεύχος 7776, 1 Νοεμβρίου 1959), ο Δημ. Λουκάτος σε άρθρο με τίτλο "Λαογραφικές ώρες με τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη" γράφει για τα λαογραφικά ενδιαφέροντα του Τριανταφυλλίδη και για τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του της Πατριάρχου Ιωακείμ με πνευματικές κυρίες που καμιά τους δεν ήταν γλωσσολόγος, αλλά όλες τους "έκαναν ή έγραφαν λαογραφία και πάνω σ' αυτή συζητούσαν". Ανάμεσα σ' αυτές ήταν οι Πηνελόπη Δέλτα, Ευδοκία Αθανασούλα, Φωτεινή Τζωρτζάκη, Αγγελική Χατζημιχάλη, Φάνη Σαρεγιάννη κ.ά. συνδεδεμένες με τη Νεοελληνική Βιβλιοθήκη που ανέφερα παραπάνω. Και συνεχίζει:

"Αλλά και τα έξω από τη "Βιβλιοθήκη" του παιδικό - λαογραφικά βιβλία, τα γραμμένα από φίλες και οπαδές του, είχαν πάντα τη σφραγίδα της δικής του αρχικής έμπνευσης και καθοδήγησης. Σημειώνω τα δυο καλά βιβλία της αλησμόνητης Μαρίας Λιουδάκη "Στης γιαγιάς τα γόνατα" (1932)  και "Στου παπού τα γόνατα" (1947), που βγήκαν με τη συζήτηση, την κριτική και την φιλική παρακολούθηση των χειρογράφων τους από τον Τριανταφυλλίδη."

Και αφού κάνει αναφορά στην ιδιαίτερη φιλία του με την Αγγελική Χατζημιχάλη και την Μέλπω Μερλιέ, συμπληρώνει:

"Αλλά και τη Μαρία Λιουδάκη, την καλή και πλούσια σε γνώση Κρητικιά λαογράφο, την έβλεπε σπίτι του σαν κρητικό θησαυρό, χαιρόταν την κουβέντα και την παρουσία της, κι άκουε τις περιγραφές της, σαν να πεζοπορούσε μαζί της στα χωριά και να έμπαινε στα σπίτια της Κρήτης."

Αν διαβάσει κανείς τα βιογραφικά στοιχεία της Λιουδάκη [6], μαζί με το πλούσιο και πολυσχιδές επιστημονικό έργο της, θα βρει κυνηγητά, διώξεις, αποπομπές και τελικά ένα φριχτό τέλος. Γιατί; Γιατί ήταν φίλη με τον Σουκατζίδη, γιατί ήταν αριστερή και γιατί ήταν εαμίτισσα; Ενοχλούσε ο τολμηρός της λόγος, η ευθύτητα, η εντιμότητα, ίσως και η επιστημοσύνη της, η αγάπη της στα παιδιά και στο λαϊκό πολιτισμό;

Και τι ειρωνεία! Στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Αθήνας, στα παιδιά που νοσηλεύονταν εκεί την περίοδο 1945-48, τότε δηλαδή που η Λιουδάκη κυνηγήθηκε, βασανίστηκε και κατακρεουργήθηκε, διάβαζαν, για να τα γλυκαίνουν, τα παραμύθια της. Αυτό γράφει η Λιλή Αλεβιζάτου στον πρόλογο του βιβλίου που επιμελήθηκε με τίτλο "Από τα παιδιά του πολέμου στον κόσμο των παραμυθιών - Ζωγραφιές από τον παιδικό θάλαμο, Ιπποκράτειο νοσοκομείο 1945-1948" (Εστία, 2007) και στο οποίο περιέχονται παραμύθια της Λιουδάκη μαζί με ζωγραφιές των παιδιών. [7] 


-------------------------------------------------------
Σημειώσεις

[1] Βλέπε περισσότερες πληροφορίες εδώ, καθώς επίσης και σε άρθρο της Ηρακλειώτικης εφημερίδας "Πατρίς" του 2001 με τίτλο "Οι αδελφές Μαρία και Χαρά Λιουδάκη τιμώνται μετά θάνατο από το Δήμο Νεάπολης".

[2] Ο Μανώλης Μιλτ. Παπαδάκης έχει γράψει γι' αυτήν το βιβλίο "Μαρία Λιουδάκι: η ιέρεια της παιδείας", Μορφωτική Στέγη Ιεράπετρας, 1992.

[3] Έχει εκδοθεί επανειλημμένα. Επίσης, ενδεικτικά να αναφέρω ότι πληροφορίες για τη συμβολή της π.χ. στην ερωτική μαντινάδα μας δίνει ο Λενακάκης εδώ, ενώ περιπαικτικές μαντινάδες της δημοσιεύει ο Αλκμάν εδώ

[4] Μια ιδέα για το πλούσιο και σημαντικό έργο της Λιουδάκη μας δίνει και η Αικατερίνη Πολυμέρου - Καμηλάκη, τέως Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, σε ομιλία της στο Α' συνέδριο για την Κίσαμο, τον Οκτώβριο 2016, όπου έκανε αναφορά στη Μαρία Λιουδάκη και στην επιτόπια λαογραφική έρευνα για τη Δυτική Κρήτη και ιδιαίτερα για τα Εννιά Χωριά της Κισάμου που είχε πραγματοποιήσει το 1938. Επίσης, να αναφέρω το Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη μνήμη της τον Οκτώβριο του 2011 στην Ιεράπετρα με θέμα "Ο λαϊκός αινιγματικός λόγος στην Κρήτη”, ενώ εισήγηση θα υπάρχει και στο Συνέδριο που διοοργανώνει τον Φεβρουάριο 2017 ο δήμος Αγίου Νικολάου με θέμα "Γνωριμία με τους συγγραφείς του Δήμου Αγίου Νικολάου και το έργο τους".

[5]  Εκείνη την εποχή υπήρχε ένταση στο εκπαιδευτικό και στο γλωσσικό ζήτημα με αποκορύφωμα τις διώξεις εκπαιδευτικών όπως Δελμούζος, Ιμβριώτη κ.ά. (Μαρασλειακά).

[6] Βλέπε π.χ. το σχετικό λήμμα στη βικιπαίδεια, αλλά και με περισσότερες λεπτομέρειες άρθρο της Μαρίας Ζορμπά-Ροβυθάκη, καθώς και δημοσιεύματα στο Ριζοσπάστη και αλλού.

[7] Οι ζωγραφιές αυτές έχουν δωρηθεί στο Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

"Εν Αγίω Ματθαίω..." του Χαράλαμπου Κουρή: η Κέρκυρα των παιδικών του χρόνων κι ακόμη πιο πίσω...


... Έφαγε όλο το σπίτι ο Σπύρος για να επαληθεύσει τις υποψίες του. Και μάλιστα όχι τόσο στο πάνω πάτωμα, γιατί ο γέρος ήτανε πονηρός και μπορούσε να καταλάβει κι από τα παραμικρότερα τριξίματα του ξύλινου πατώματος, ότι ο γιος του κάτι χαλεύει. Εκεί που κυρίως έψαχνε ήταν το κατώι, όπου και πάτωμα δεν υπήρχε, αλλά και οι πιθανές κρυψώνες ήταν πολύ περισσότερες. Και τελικά τα ξετρύπωσε ένα μεσημέρι, που ο γέρος κοιμότανε αποκαμωμένος και ακουγότανε το ροχαλητό του σ’ όλο το σπίτι. Διπλοτυλιγμένα σε σκληρό στρατσόχαρτο κάμποσα κατοστάρικα και πεντακοσάρικα ήταν πατικωμένα από κάτω από το σκαφόνι, απάνω στο ξύλινο καβαλέτο που χρησίμευε σαν βάση, για να είναι το σκαφόνι υπερυψωμένο από το δάπεδο του κατωγιού. Ο Σπύρος ξανάβαλε το πάκο όπως ήτανε στη θέση του, χαμογελώντας ευχαριστημένος. Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, είχανε κανονίσει να πάει στη Χώρα με το λεωφορείο, για να φέρει τα φάρμακα που έγραψε στον πατέρα του ο γιατρός...

Κι όταν ετοιμάστηκε ο Σπύρος για τη Χώρα κι αποχαιρέτησε τον πατέρα του, που περίμενε ν' ακούσει την εξώπορτα να κλείνει, κατεβαίνει στο κατώι και πάει κατ' ευθείαν να ψάξει για τον ... πολυπόθητο θησαυρό, δηλαδή ένα κατοστάρικο. Τότε, ακούγεται το σκούξιμο του γέρου από το απάνω πάτωμα:

 «Αγάλια – αγάλια, Σπύρο μου, μην το σκίσεις!!».        

Αγάλια - αγάλια ονομάζει την ιστορία του ο Χαρ. Κουρής, απ' όπου και το παραπάνω απόσπασμα. Ιστορία βγαλμένη από τη ζωή των ανθρώπων του χωριού του, όπως και όλες οι Αγιομαθίτικες ιστορίες στο καλαίσθητο, εξαιρετικά ενδιαφέρον και ευχάριστο στην ανάγνωση βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε από τον ίδιο.
Το χωριό είναι κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο και με απέραντους ελαιώνες που οι ρίζες τους φτάνουν στην εποχή της Ενετοκρατίας 
 Ο Άγιος Ματθαίος, ή Άη Μαθιάς, βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά της Κέρκυρας, στους πρόποδες του βουνού του Παντοκράτορα του Χαμηλού ή Γαμήλιου όρους. Είναι κεφαλοχώρι, ήδη σήμερα έχει 1700 μόνιμους κατοίκους, κυριολεκτικά πνιγμένο στο πράσινο και με απέραντους ελαιώνες που οι ρίζες τους φτάνουν στην εποχή της Ενετοκρατίας. Η πολιτιστική δραστηριότητα του Άη Μαθιά είναι πλούσια και εντυπωσιακή. Διαθέτει φιλαρμονική από το 1964 με περίπου 70 ενεργούς μουσικούς, πολιτιστικό σύλλογο με χορωδία, θεατρική ομάδα και χορευτικό όμιλο, ενώ δραστήρια είναι και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού, ο ΟΦΑΜ. Ο Χαράλαμπος Κουρής είναι πολιτικός μηχανικός και πρόεδρος της Ένωσης Αγιομαθιτών Αθήνας, ενός ζωντανού τοπικού συλλόγου, που φέτος μάλιστα γιόρτασε τα 50 χρόνια λειτουργίας του.

Αλλά, ας επιστρέψουμε στις Αγιομαθίτικες ιστορίες. Ο ίδιος ο τίτλος μας γυρίζει χρόνια πίσω, στα παλιά τα χρόνια, με ιστορίες που είτε θυμάται ο συγγραφέας, δεκαετίες '50 και '60, ή τούλεγε ο πατέρας του, ο Γιάννης Κουρής, δάσκαλος για πολλά χρόνια στον Άη Μαθιά. Στη μνήμη του πατέρα του εξάλλου και του πάππου του του Λάμπη αφιερώνει τούτο το βιβλίο. Κι έχει ιστορίες και για τους δυο. 

Άφησε όνομα στον Άη Μαθιά ο δάσκαλος ο Μπουρίτσης, έτσι είναι γνωστός, όλοι εξάλλου στην Κέρκυρα έχουν οικογενειακά παρατσούκλια, δεν μπορούν να συνεννοηθούν αλλιώς, τα επώνυμα σε κάθε χωριό επαναλαμβάνονται σε πολλές οικογένειες. Έμεινε στην ιστορία του χωριού ως ο  δάσκαλος του χωριού, αυστηρός, επιβλητικός, άτεγκτος στα θέματα πειθαρχίας. Και βρίσκει την ευκαιρία ο συγγραφέας να μας μεταφέρει όχι μόνο στοιχεία από την προσωπικότητα του πατέρα του και δασκάλου του χωριού, αλλά και στοιχεία από την κατάσταση των σχολείων και γενικότερα των συνθηκών ζωής των ανθρώπων στο χωριό εκείνα τα χρόνια. Και γράφει για το δάσκαλο:

…Σαν εκπαιδευτικός είχε εξαιρετική μεταδοτικότητα. Έκανε επίσης σωστή ιεράρχηση των διδασκόμενων μαθημάτων, αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο στα μαθήματα που ήταν χρήσιμα στα παιδιά, επιμένοντας σ’ αυτά που ήξερε ότι αργότερα θα τα βοηθήσουν στη ζωή τους. Η Αριθμητική, τα Μαθηματικά γενικότερα, η Γλώσσα, με ιδιαίτερη έμφαση στη σωστή άρθρωση, στην ορθογραφία και στη γραμματική, καθώς και η Ελληνική Ιστορία ήταν τομείς που ο Γιάννης ο Κουρής έδινε απόλυτη προτεραιότητα. Ακόμη η Ωδική, μάθημα στο οποίο έβγαζε όλη του την  αγάπη για τη μουσική, ξεχωρίζοντας από πολύ μικρούς τους μετέπειτα πρωταγωνιστές της χορωδίας του χωριού, για παράδειγμα στις τάξεις του 1961 – 62 τον Γιάννη Πετράκη και πολλούς άλλους πιο πριν. Αλλά πάνω απ΄ όλα ήξερε να μεταγγίζει στους μαθητές του την αγάπη του για το χωριό, την πανέμορφη φύση του, τις παραδόσεις του και τους απλούς ανθρώπους του…

Όμως, τότε οι δάσκαλοι πίστευαν ότι … το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο. Και πώς να μην το πιστεύουν, μπορεί και νάλεγε κανείς. Τριθέσιο το σχολείο στον Άη Μαθιά, τρεις οι δάσκαλοι, από 100 παιδιά ο καθένας. Πώς να τα βγάλουν πέρα. Ήταν λοιπόν ο δάσκαλος ο Μπουρίτσης που … κανόνιζε και για τους άλλους δύο. Οι γονείς βέβαια είχαν αντικρουόμενες απόψεις:

Έτσι οι δάσκαλοι άκουγαν από τους πατεράδες παροτρύνσεις του τύπου: «Βαρ’ του, δάσκαλε, βαρ’ του, γιατί έχει το διάολο μέσα του και δεν ακούει!», ενώ πίσω από την πλάτη τους τα σχόλια των μανάδων έδιναν κι έπαιρναν: «Το βάρησε πάλε  το κακομοίρικο που να τόνε κάψει ο Αη Σπυρίδωνας!».
90χρονος πια με παλιούς του μαθητές: "Θυμάσαι, δάσκαλέ μου, ξύλο που μου ‘χες ρίξει τότες που ‘χα τσακίσει σφεντονιές τα κεραμίδια του… Κουτσοκώστα;" "Τι λες αδερφέ; Και ποιος εχάθηκε από… σαράντα παλουκιές;"


Όμως, είπαμε, ήτανε καλός δάσκαλος.

Πράγματι, ο δάσκαλος ο Μπουρίτσης συνήθιζε να βάζει όλα τα παιδιά της τάξης μαζί, να διαβάζουν κάποιο κείμενο ή ποίημα, επιμένοντας σ’ αυτή την ηχητική εντύπωση, που εξασκούσε την άρθρωση και έδινε ακουστική εμπειρία της γλώσσας στα παιδιά, αφού τότε ούτε καν ραδιόφωνα δεν υπήρχαν.


Όμως, οι παραπάνω περιγραφές  γίνονται για να διηγηθεί μια ιστορία ο συγγραφέας. Ήταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν στην τάξη διάβαζαν το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη για τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ «Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου…». «Πώς μας θωρείς ακίνητος…», επιγράφει και την ιστορία, περιγράφοντας το πάθημα του δεκάχρονου ταραξία Σπύρου, ανηψιού του δάσκαλου, που ήρθε από την τάξη της δασκάλας,  για το … σχετικό συγύρισμα. Δεν τις γλύτωσε βέβαια…

Μαθητές του δημοτικού σχολείου το 1939. Διακρίνεται ο δάσκαλος Γιάννης Κουρής
Το ίδιο και στην άλλη ιστορία, τα «168 αυγά», μία από τις φορές που ο δάσκαλος έβαζε ασκήσεις με αριθμητικούς υπολογισμούς από μνήμης, χωρίς μολύβι και χαρτί και τη λύση τη βρήκε η Κατίνα Αβραμιώτη, μια μαθήτρια της Δ’ δημοτικού, ενώ … «κόντεψε να στείλει στο …απόσπασμα το ένα τέταρτο της τάξης».

Μας μεταφέρει στιγμές από την καθημερινή ζωή του χωριού. Θυμάται τη γαϊδουρίτσα τη Νιανιούρω, που αναγκάστηκαν να τη δώσουν όταν έφυγαν όλη η οικογένεια για την Αθήνα. Θυμάται την επίσκεψη της Φρειδερίκης στο χωριό, τέλη της δεκαετίας του ’50, τότε που αναγκάστηκε να φάει το «μισητό απογευματινό αυγό» που … στάθηκε η αιτία να του γίνει τόσο αντιπαθής για πάντα η "Μεγαλειοτάτη".

Θυμάται χαρακτηριστικές φιγούρες και τις περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο, όπως

τους υπαίθριους πωλητές αγροτικών προϊόντων

«Μισό φράνκο το κομμάτι
Και χορταίνουν δυο νομάτοι!»

ή τους πωλητές των παυλόσυκων (είναι τα φραγκόσυκα  ή … παπουτσόσυκα, όπως τα λέμε εμείς στην Κρήτη),

τους κήρυκες


…Οι κήρυκες γυρνούσαν στους κεντρικούς δρόμους του χωριού, συνήθως απόγεμα ή βράδυ, βαδίζοντας αργά-αργά ανάμεσα στους χωριανούς, που σταματούσαν κι έκαναν ησυχία για ν΄ακούσουν και με στεντόρεια φωνή μεταβάλλονταν σε … κινούμενα μεγάφωνα, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την ανακοίνωση που τους είχαν δώσει και είχαν αποστηθίσει…

τους πραματευτάδες «που γύρναγαν στις γειτονιές με ένα κοφίνι σε κάθε χέρι», 

τους «σταγκοπινιάτες», «βασικά σιδεράδες τροχιστές που τρόχιζαν ή επισκεύαζαν με καλάι τα μεταλλικά οικιακά σκεύη και μαχαιροπήρουνα», 

μα και τον υπαίθριο κουρέα, «που τριγυρνούσε ο καημένος μ΄ένα ξύλινο καφετί τετράγωνο βαλιτζάκι με τα απαραίτητα σύνεργα για κούρεμα και ξύρισμα υπαιθρίως, συνήθως έξω από τα καφενεία».



Και βέβαια έχει να διηγηθεί μια ιστορία που θυμάται, μια κουβέντα που έμεινε παροιμιώδης, ένα πάθημα, μια στιγμή που συνήθως φέρνει γέλιο.

Οι πιο πολλές ιστορίες φέρνουν γέλιο, έχουν στο αίμα τους άλλωστε οι Κερκυραίοι  την ευθυμία μαζί με το κογιονάρισμα. Και κάποιες κουβέντες σώζονται στο πέρασμα του χρόνου  και γίνονται ανέκδοτα. Όπως έγινε με την ιστορία "Στα μπάνια του Αλέκου", την ιστορία του μπάρμπα που πήγε στην πόλη να δει την κόρη του και όλοι μαζί πήγαν για μπάνιο στα «μπάνια του Αλέκου» (είναι μια παραλία μέσα στην πόλη, κάτω από το παλιό φρούριο). Όμως ο παππούς δεν είχε μπανιερό κι έτσι … «του δώσανε ένα παλιό μπανιερό του γαμπρού, που όμως τουρχότανε κάπως στενό, ένιωθε να τονε σπεδίζει και να τονε στενεύει στα παραδάγκαλά του». Τι να κάνει, το φόρεσε, κολύμπησε όπως-όπως  και βγαίνει έξω να ντυθεί. Ψάχνει να βρει μια γωνιά  να μην τον βλέπουν, ήταν και κοριτσοπαρέες ένα γύρω…


«Δε μ΄εδιαφέρει τίποτα», θα πρέπει να σκέφτηκε ο αγαθός μπάρμπας και, αποφασισμένος, γυρνάει καλού-κακού τα νώτα του προς την κυρίως πλάζ και ... τσούπ, βγάνει το διαολεμένο το μπανιερό και το παίρνει παραμάσκαλα.
Έχει αρχίσει ν΄ ασκώνει το κλιτσί του για να φορέσει το σώβρακό του, όταν ακούει πίσω του, καμιά δεκαριά μέτρα, ένα ομαδικό τρανταχτό χάχανο, κοριτσίστικα γέλια, φωνές  «εγιά, εγιά» και ξεχωρίζει μια γυναικεία στριγκλιά «ε, μπάρμπα!», που υποδέχονται την ... άλλη όψη της προσωπικότητάς του.

Ε, τότε πια δεν αντέχει άλλο. Γυρίζει σκασμένος, ολοκληρώνοντας, όμως, ταυτόχρονα τις ... αποκαλύψεις, για να τσου βάλει, επιτέλους, όλους στη θέση τους, δείχνοντας με το χέρι του προς την άλλη μεριά:  «Και γιατί, μάτια μου, δεν κοιτάζετε από κεί;;!!»

Στο Σκαφόνι" μας θυμίζει τη συνήθεια που είχαμε παιδιά να μαζεύουμε τις φωτογραφίες που ήταν κρυμμένες στα μπισκότα, να τις συγκεντρώνουμε σε άλμπουμ, να τις ανταλλάσσουμε, όχι χωρίς αντάλλαγμα βέβαια. 


Σπάνιες ή πρωτοεμφανιζόμενες φωτογραφίες στα χέρια κάποιου, γίνονταν αυτόματα το «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» όλων των άλλων. Οι προσφορές ανταλλαγής έφταναν στα ύψη. Δέκα, είκοσι, ακόμη και πενήντα «παλιές» μπορούσαν να δοθούν για μια τέτοια φωτογραφία κι ας απεικόνιζε κάποια δευτεροκλασάτη ηθοποιό που δεν τη ξέρανε ούτε στη γειτονιά της.


Το μεγάλο γεγονός ήταν όταν στα χέρια ενός αγοριού έπεσε η φωτογραφία μιας πανέμορφης κοπέλας, φωτογραφημένης με μπικίνι, καθισμένης σε μια κούνια, κοτάζοντας το φακό ναζιάρικα κτλ κτλ. Ήταν η Ιταλίδα ηθοποιός που φαίνεται τότε να μεσουρανούσε, η Marisa Allasio!


Η Marisa Allasio στη φωτογραφία που έσπειρε τα δαιμόνια στον Άη Μαθιά!
Κι από κοντά η μουσική, κι όλα τ' άλλα ακολουθούσαν. Όπως τότε που πήγε ο Σπύρος στου κουμπάρου του να πάρει τη ραντιστική μηχανή κι άφηκε τη γυναίκα του να περιμένει στο δρόμο με τ' άλογο,  μα ο κουμπάρος, ερασιτέχνης βιολιτζής, όχι μόνο δε σταμάταγε την πρόβα, μα ... τον έβαλε και σε δουλειά:

 «Κουμπάρε μου, για χόρεψέ το λίγο, να δούμε αν το παίζω όπως πρέπει…»


Η Σταρ Ελλάς 1931 Χρυσούλα Ρόδη
Στις «Καντάδες», διηγείται νυχτερινές εξορμήσεις  με καντάδες, όπως στις αρχές δεκαετίας του ’30 στον Πόρο, όπου υπηρετούσε ναύτης ο πατέρας του κι έκαναν καντάδα κάτω από το μπαλκόνι της Σταρ Ελλάς του 1931 Χρυσούλας Ρόδη ή σαν την περιπέτεια με άδοξο τέλος στον Άη Μαθιά, όπου ο Γιάννης Κουρής και τρεις ακόμη φίλοι με δυο κιθάρες,


«… καταφθάνουν αθόρυβα και παίρνουν θέσεις στα σκοτεινά μπροστά σ' ένα πορτόνι σπιτιού. Ήταν ένα πορτόνι από κατώι του παλιού καιρού, πορτόνι αψιδωτό, ξύλινο, με κοτότρυπα στη βάση του, για να μπαινοβγαίνουν οι κότες του σπιτιού, που κατοικοεδρεύανε στο κατώι γύρω από τα σκαφόνια…»


Από τις ιστορίες για τη ζωή στο χωριό δεν θα μπορούσε να λείψει και η … αθλητική, δηλαδή ποδοσφαιρική δραστηριότητα. Με τρυφερότητα διηγείται στην «Καριέρα» τις ποδοσφαιρικές επιδόσεις στα μέσα της δεκαετίας του ’60 του φίλου του, γιατρού καρδιολόγου σήμερα, απευθυνόμενος μάλιστα στον ίδιο, σε δεύτερο πρόσωπο. Και μας μεταφέρει πληροφορίες για τα τεκταινόμενα στο χώρο του ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής, μας περιγράφει την γκρίζα Ζούνταπ, τη μηχανή που είχε ο μπαρμπα – Μήτσος, ο πατέρας του επίδοξου τερματοφύλακα με την οποία ήρθε στα ξαφνικά και τον άρπαξε, για να αναφωνήσει ο προπονητής το … αμίμητο:

«Είδες άνθρωπος; Να χαλάει του παιδιού την καριέρα του;»

(Και επειδή λέγεται συχνά ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, έχουμε εδώ την αντίθετη περίπτωση, που η ιστορία ... δικαιώνεται. Ο Άη Μαθιάς έχει εν ενεργεία ποδοσφαιριστή στην Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου. Και είναι ακριβώς ο τερματοφύλακας της ομάδας, ο Ορέστης Καρνέζης!).

Είναι φανερό ότι περιγράφει υπαρκτά πρόσωπα του χωριού, άλλοτε χρησιμοποιώντας το πραγματικό τους όνομα, κι άλλοτε όχι,  που οι ντόπιοι βέβαια συχνά θα αναγνωρίζουν. Συλλογάται κανείς ότι οι ήρωες των ιστοριών αυτών κάποτε ζούσαν σ’ αυτό το χωριό. Ο τρόπος που τους περιγράφει ο συγγραφέας, κι όπως μεταφέρει τους διαλόγους τους, προκαλούν συχνά συγκίνηση και φαντάζομαι για τους ντόπιους μια νοσταλγία, ένα ξύπνημα της μνήμης γιατί θυμίζει τους γονιούς, τους φίλους, τους γειτόνους, ακόμη και τους ίδιους στα νιάτα τους. 
Το ... θρυλικό Αγγέλικα (είναι και αυτό με το οποίο ο Άντονυ Κουήν - Ζορμπάς ταξίδεψε στην Κρήτη)
Οι Κρητικοί θυμόμαστε το Αγγέλικα, σαν το πλοίο της γραμμής Χανιά - Πειραιάς. Κι όμως, πήγαινε και στην Κέρκυρα, μέσω του Ισθμού ακόμη τότε. Και δώ, έχει ιστορίες να μας διηγηθεί ο Χ. Κουρής.


Το τι κουβάλαγε μαζί του όλος αυτός ο κόσμος είναι αδύνατο να περιγραφεί. Εκτός από βαλίτσες και αποσκευές με ρούχα και προσωπικά είδη, μεταφέρονταν από τους ταξιδιώτες σακιά με πατάτες, κοφινίδες κλεισμένες και ραμμένες με πανί από πάνω, γεμάτες φρούτα και ζαρζαβατικά, άλλα καλάθια με κοκόρους και πουλερικά δεμένα από τα πόδια, που κακάριζαν ανήσυχα, βαρελάκια με κρασί, ντενεκέδες με λάδι και λαδοτύρι, μικροέπιπλα σε κουτιά, κιθάρες, φαγητά για το ταξίδι και ένα ετερόκλητο πλήθος από κάθε λογής συμπράγκαλα σε τσάντες και ταγάρια. Όλα αυτά φυσικά συνέθεταν μια εικόνα που χαρακτήριζε και την προέλευση των επιβατών από τα χωριά της Κέρκυρας.

Συγκινητική και η ιστορία "Ο τελευταίος Πρόεδρος", όπου τιμά τη μνήμη του Σπύρου Καπαγεωργόπουλου, του τελευταίου Προέδρου του χωριού στη δεκαετία του ΄60, που παύτηκε από τη δικτατορία του '67. Μας τον περιγράφει ως άνθρωπο δημοκρατικό, έντιμο και φιλομαθή.


Ο Σπύρος ο Καπαγεωργόπουλος, κρίνοντας με τα μέτρα της εποχής, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βιβλιοφάγος. Σε μια εποχή που τα βιβλία που κυκλοφορούσαν, πέρα από τα σχολικά, ήταν πραγματικά πολύ λίγα, αυτός, άγνωστο πώς, ξετρύπωνε βιβλία ιστορικά, κοινωνιολογικά, γεωπονικά, τεχνολογικά, βιβλία συνήθως ογκώδη και διάβαζε. Πολύ-πολύ συνηθισμένη η εικόνα του Καπαγεωργόπουλου να σηκώνεται βιαστικά από την καρέκλα του, τσακίζοντας την άκρη της σελίδας του βιβλίου που διάβαζε και να μπαίνει στο μαγαζί για να εξυπηρετήσει κάποιο πελάτη, που είχε μπει από την άλλη πόρτα.

Με την ευκαιρία, μας μιλά για τα δημοκρατικά φρονήματα των ανθρώπων του Άη Μαθιά αλλά και όλης της Κέρκυρας, για τα κυνηγητά που γνώρισαν, για την πολιτική κατάσταση και τα εκλογικά αποτελέσματα στη δεκαετία του '60.

Η τελευταία αγιομαθίτικη ιστορία, που είναι και η μεγαλύτερη της συλλογής, έχει τον τίτλο "Στα παλιά τα χρόνια" και αναφέρεται στον παπού του συγγραφέα, τον Λάμπη τον Μπουρίτση. Ήρωας ο παπούς του, έμεινε χήρος το 1918, όταν η 38χρονη γυναίκα του πέθανε από την ισπανική γρίππη που θέριζε τότε την Ευρώπη. Έξι παιδιά του άφηκε η όμορφη Αγγελικιά (τόσα είχαν μείνει, 13 είχε προλάβει να γεννήσει κιόλας!), μα ήτανε και δουλευταράς και νοικοκύρης.


... Λουτρουβιό στο ισόγειο, αβέρτο το απάνου πάτωμα, είχανε κει σωρό τις πατάτες τους, τα κρεμμύδια τους, τα σακιά με το γέννημα και τα κουκιά, φιστίκια, αμύγδαλα κι όλα τους τα χρειαζούμενα...
...Ο Λάμπης εκτός από τα χτήματά του, τις ελιές του, τ’ αμπέλι του, που ήταν προίκα της μάνας του, κράταγε ακόμα ένα μαγαζί καφεπαντοπωλείο της εποχής και είχε και τη λίσα που έκανε μεταφορές, κυρίως λαδιού, από το χωριό για τη Χώρα...

Και περιγράφει τις δουλειές στο χωριό, και πώς φτιάχνανε τον καφέ και πώς παίζανε μπρούσκουλα στο καφενείο, και για τους καρόδρομους μέχρι την πόλη, ακόμη και για τους ληστές από την Ήπειρο κάνει λόγο, για το φόβο των Ρεντζαίων και του Τσιλιμάστορα, διαβόητων λήσταρχων της εποχής. 


Εδώ, στο πανηγύρι της Αγ. Ελένης προπολεμικά. (Με την ευκαιρία, να αναφέρω ότι οδοιπορικό στην Αγιαλένη Κέρκυρας περιγράφει η ερευνήτρια λαογράφος Ελένη Ψυχογιού εδώ)

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε όλες τις Αγιομαθίτικες ιστορίες του Χαρ. Κουρή, δεν είναι μόνο ότι οι ίδιες οι ιστορίες διαβάζονται ευχάριστα, αλλά ότι ξεχωρίζουν για τη γλώσσα και το ύφος που είναι γραμμένες, αλλά και για το ίδιο το περιεχόμενο. Δίνουν σημαντικές πληροφορίες γύρω από την ιστορία και τη γεωγραφία του τόπου και γύρω από τη ζωή, τις συνήθειες, τις έγνοιες, τις χαρές και τις λύπες των αθρώπων. Γίνεται ολοφάνερο ότι ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά όχι μόνο τι έχει συμβεί και τι συμβαίνει ακόμη, αλλά και πώς να τα διατυπώσει, πώς να μας κάνει κοινωνούς, εμάς τους αναγνώστες, όλων αυτών που διηγείται και περιγράφει. Και βέβαια, ως γνήσιος Κερκυραίος, έχει πολύ καλή αντίληψη του χιούμορ και έτσι το μεταφέρει στις ιστορίες του.

Είναι ένας παραμυθάς (με την ... καλή έννοια, βέβαια) και ένας μάστορας της γλώσσας. Χρησιμοποιεί πολλές κουβέντες με το κερκυραϊκό ιδίωμα, ενώ έχει, σε κάθε ιστορία, υποσημειώσεις με τις επεξηγήσεις των ιδιωματικών λέξεων ή φράσεων που περιέχονται στο κείμενο. Στο τέλος του βιβλίου, όλες αυτές οι εκφράσεις παρατίθενται με αλφαβητική σειρά ως γλωσσάρι.


Τέλος, υπάρχουν φωτογραφίες από θέματα του βιβλίου που συμπληρώνουν την εικόνα της άλλης εποχής ...εν Αγίω Ματθαίω. 


Ο συγγραφέας λέει στο ... "κάτι σαν πρόλογό" του ότι η συλλογή αυτή δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες ούτε αποτελεί ιστοριογραφική κατάθεση, αλλά θέλει να βάλει ένα μικρό λιθαράκι στη λαογραφική αποτύπωση των ηθών και του πνεύματος της αγιομαθίτικης παράδοσης και να συμβάλει στη σύνδεση της νέας γενιάς με τις ρίζες της. Νομίζω ότι το βιβλίο πετυχαίνει, ενώ έχει τοπικό περιεχόμενο και ενδιαφέρον και αυτό έχει την ιδιαίτερη αξία του, να μπορεί επίσης να διαβάζεται και από τον καθένα μας, να το απολαμβάνουμε ως λογοτεχνικό ανάγνωσμα με ποιότητα γραφής και περιεχομένου αλλά και μαζί να βλέπουμε εικόνες των δικών μας τόπων μέσα από όμοιες ή αντίστοιχες παραστάσεις. Κι αυτό έχει τόση αξία!


Καλοτάξιδο λοιπόν!



------------------------------------------------------------------------------------
Σημείωση. Πρέπει να σημειώσω ότι έχει γίνει πολύ καλή δουλειά και στη μορφή του βιβλίου και βέβαια αυτό οφείλεται επίσης στη Γιώτα Καζάζη που είχε την επιμέλεια της έκδοσης (η γραμματοσειρά που έχει επιλεγεί, τα πρωτογράμματα στην αρχή κάθε ιστορίας, το όλο στήσιμο είναι εξαιρετικά) και στην Έφη Παπαϊωάννου που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του εξωφύλλου.